Βέλγιο – Σουηδία: Χιλιάδες ηλικιωμένοι πέθαναν αβοήθητοι σε γηροκομεία
Σοκαριστικά στοιχεία δημοσιεύει η «Διεθνής Αμνηστία» για τη λειτουργία των δομών Υγείας και Πρόνοιας με επιχειρηματικά κριτήρια
Μέσα στην καρδιά της Ευρώπης, σε δύο από τις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες του κόσμου, στο Βέλγιο και τη Σουηδία, χιλιάδες άνθρωποι, κυρίως ηλικιωμένοι, αφέθηκαν κυριολεκτικά στην τύχη τους και πέθαναν αβοήθητοι από Covid-19.
Έρευνες και εκθέσεις που βγήκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα αποκαλύπτουν τις εγκληματικές κυβερνητικές ευθύνες, που έχουν τη ρίζα τους στη λειτουργία των νοσοκομείων και των δομών Πρόνοιας με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, με την ελάχιστη κρατική χρηματοδότηση, ή στην πλήρη ιδιωτικοποίησή τους.
Σε όλα τα κράτη η διαχείριση της πανδημίας με βάση τους νόμους και τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας έχει οδηγήσει σε εκατομμύρια νεκρούς, σε απώλεια ανθρώπινων ζωών που θα μπορούσαν να έχουν σωθεί, σε όξυνση της φτώχειας και ένταση της καταστολής.
Τα πρώτα θύματα είναι οι πιο ευάλωτοι, λόγω ηλικίας, προβλημάτων υγείας, οικονομικής και κοινωνικής θέσης, ενώ αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία από όλες τις χώρες ότι ασθενείς βρίσκουν κλειστές τις πόρτες των νοσοκομείων και γεμάτες τις ΜΕΘ.
Σοκαριστικές ήταν οι σκηνές της περασμένης άνοιξης στην Ισπανία, όπου ο στρατός έβγαζε από τους οίκους ευγηρίας χιλιάδες πτώματα ηλικιωμένων.
Ούτε η τροφή δεν ήταν εξασφαλισμένη
Προσωπικό που δεν είχε την κατάλληλη κατάρτιση, άρνηση πρόσβασης στο νοσοκομείο για ηλικιωμένους ασθενείς ενοίκους:
Τα βελγικά γηροκομεία «εγκαταλείφθηκαν» από τις δημόσιες αρχές στη διάρκεια της πανδημίας, αναδεικνύει έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας (ΔΑ).
Στο Βέλγιο, με πληθυσμό περίπου 11 εκατομμύρια, όπου τα επιβεβαιωμένα κρούσματα προσεγγίζουν τις 651.000 και η πανδημία έχει προκαλέσει πάνω από 19.700 θανάτους, η ΔΑ εκτιμά ότι περίπου το 60% των θανάτων αφορά ενοίκους των γηροκομείων.
Μια εκτίμηση παρόμοια με αυτή που είχαν κάνει οι «Γιατροί χωρίς Σύνορα» (MSF) του Βελγίου το καλοκαίρι, ενώ οι αρχές αναφέρουν ένα ποσοστό 43%.
Σύμφωνα με τη ΔΑ, στη διάρκεια του πρώτου κύματος, μεταξύ Μάρτη και Ιούνη, «η μεγάλη πλειονότητα» των θανάτων αυτών σημειώθηκε στα Κέντρα Φροντίδας Ηλικιωμένων, ενώ λίγοι ήταν αυτοί που μεταφέρθηκαν ή έγιναν δεκτοί σε νοσοκομεία.
Σε μια έκθεση 62 σελίδων, που συντάχθηκε με βάση περίπου 50 μαρτυρίες,[1] το γαλλόφωνο τμήμα της ΔΑ στο Βέλγιο αναφέρει διαχρονική έλλειψη προσωπικού στα γηροκομεία, με αποτέλεσμα την υπερφόρτωση εργασίας του προσωπικού στη διάρκεια της πανδημίας.
Η υποχρηματοδότηση των οίκων ευγηρίας, οι οποίοι λειτουργούν με δικά τους έσοδα, σαν επιχειρήσεις, και η ιδιωτικοποίηση άλλων έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του εργατικού και λειτουργικού κόστους στο ελάχιστο δυνατό.
Σημαντικό μέρος της λειτουργίας τους εξαρτάται από τη συνεισφορά των ασθενών και φιλανθρωπικών οργανώσεων.
Έτσι, η αναστολή των εξωτερικών επισκέψεων (οικογενειών, φιλανθρωπικών οργανώσεων κ.λπ.) στέρησε τα ιδρύματα από τη συνήθη «ανεπίσημη βοήθεια», σημειώνει η έκθεση.
Αυτό οδήγησε σε «αμέλεια» στην υγιεινή των δωματίων και στην προσωπική υγιεινή των ενοίκων, ορισμένοι από τους οποίους στερούνταν ακόμη και το νερό ή την τροφή.
Η έκθεση παραθέτει τη μαρτυρία της συζύγου ενός συνταξιούχου ο οποίος είχε δυσκολίες να τραφεί μόνος του και αδυνάτιζε συνεχώς όσο περνούσαν οι βδομάδες.
«Μας είναι αδύνατο να δώσουμε φαγητό σε όλους κάθε μέρα»,
της απάντησε μια νοσηλεύτρια όταν της εξέφρασε την ανησυχία της.
Επίσης, το προσωπικό έπρεπε συχνά να παίρνει αποφάσεις ιατρικής φύσης για τις οποίες δεν ήταν εκπαιδευμένο.
«Ο γιατρός δεν ερχόταν πια, έπρεπε λοιπόν να αποφασίσουμε οι ίδιοι αν κάποιος έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο ή όχι»,
δηλώνει ο Γκερτ Ουτερσάουτ, επικεφαλής ενός δικτύου ιδιωτικών ιδρυμάτων στη Φλάνδρα.
Η ΔΑ σημειώνει ότι:
«Πέρασαν μήνες προτού μια εγκύκλιος διευκρινίσει ρητά πως η μεταφορά στο νοσοκομείο είναι πάντα δυνατή»,
κι αυτό βέβαια σε θεωρητικό επίπεδο, χωρίς να διασφαλίζεται ούτε η έγκαιρη μεταφορά με δημόσιο ασθενοφόρο ή η δυνατότητα νοσηλείας στα υπερφορτωμένα νοσοκομεία.
Άλλες μαρτυρίες κάνουν λόγο για:
«Αυξημένη πρόσβαση σε μηχανικά και χημικά μέσα για την καταστολή ηλικιωμένων που υπέφεραν από άνοια».
Ελάχιστα είναι και τα τεστ που διενεργούνται στο προσωπικό και τους ενοίκους των γηροκομείων, τα οποία βρίσκονται στην ευθύνη των περιφερειών, ενώ τον Οκτώβρη ανεστάλησαν οι προληπτικοί διαγνωστικοί έλεγχοι, με τη ΔΑ να κάνει λόγο για «παραβίαση της υποχρέωσης των κυβερνήσεων να προστατεύουν τη ζωή και το δικαίωμα στην υγεία».
Εγκληματικές ελλείψεις στη Σουηδία
«Σοβαρές ελλείψεις» στην περίθαλψη περιστατικών Covid-19 σε φιλοξενούμενους οίκων ευγηρίας, όπου χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, παραδέχτηκε τον περασμένο μήνα και η σουηδική εποπτική αρχή για θέματα υγείας.
Στη Σουηδία –με συντηρητικούς υπολογισμούς, εξαιτίας των ελάχιστων τεστ που διεξάγονται– τα επιβεβαιωμένα κρούσματα ξεπερνούν τις 437.000 και οι επίσημα καταγεγραμμένοι θάνατοι προσεγγίζουν τις 9.000, ενώ στη χώρα δεν έχουν επιβληθεί μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, ούτε είναι υποχρεωτική η χρήση μάσκας.
Μεγάλο μέρος των θανάτων αφορά ηλικιωμένους που διαβιούν σε οίκους ευγηρίας ή δέχονται φροντίδα στο σπίτι.
Υστερα από πληθώρα καταγγελιών από συγγενείς και προσωπικό, η Επιθεώρηση Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας (IVO), κυβερνητικός φορέας που επιθεωρεί τις υγειονομικές και κοινωνικές υπηρεσίες, διενήργησε επί μήνες έρευνες σε γηροκομεία.
«Στην έρευνά της η IVO εντόπισε σοβαρές ελλείψεις σε περιφερειακό επίπεδο σε ό,τι αφορά τη φροντίδα που παρέχεται σε όσους ζουν σε γηροκομεία»,
δήλωσε η Σοφία Βάλστρομ, γενική διευθύντρια της υπηρεσίας.
Η έρευνα αναφέρει ότι καμία από τις 21 περιφέρειες της Σουηδίας δεν έχει αναλάβει επαρκώς την ευθύνη για τη φροντίδα των προσβεβλημένων από κορωνοϊό φιλοξενούμενων σε γηροκομεία, με τουλάχιστον το 20% των ασθενών να μην έχουν λάβει μεμονωμένη αξιολόγηση από γιατρούς.
Υστερα από μια θερινή παύση, τα περιστατικά αυξήθηκαν και πάλι στις Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων κατά το δεύτερο κύμα της πανδημίας, κατά το οποίο στη χώρα καταγράφονται 5.000 – 8.000 κρούσματα καθημερινά.
Η IVO κάλεσε τις τοπικές αρχές να λάβουν μέτρα για τη βελτίωση της φροντίδας και να τα παρουσιάσουν έως τις 15 Γενάρη, ενώ θα προχωρήσει σε περαιτέρω εξέταση του ιστορικού των ασθενών.
«Το ελάχιστο επίπεδο φροντίδας είναι πολύ χαμηλό. Ακόμα και κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας»,
δήλωσε η Βάλστρομ.
Στη διασπορά της νόσου ειδικά σε αυτές τις κατηγορίες συνετέλεσε δραστικά και η διαδεδομένη χρήση προσωρινών εργαζομένων με ωριαία αμοιβή στη φροντίδα ηλικιωμένων, τόσο σε γηροκομεία όσο και σε σπίτια.
Δημόσιοι και ιδιωτικοί πάροχοι στον τομέα της φροντίδας ηλικιωμένων προτιμούν τέτοιους εργαζόμενους, επειδή είναι γρήγορα διαθέσιμοι, «ευέλικτοι» και φθηνότεροι από τους μόνιμους υπαλλήλους.
Από επιδημιολογική άποψη, όμως, τέτοιες εργασιακές σχέσεις, ειδικά σ’ αυτούς τους τομείς, έχουν αποδειχθεί και αποδεικνύονται καταστροφικές.
Κι αυτό γιατί οι ωριαίοι και προσωρινοί απασχολούμενοι έχουν τη στοιχειώδη μόνο ασφάλιση, δεν παίρνουν αναρρωτικές άδειες και συχνά πηγαίνουν για δουλειά ακόμα κι αν είναι άρρωστοι.
Σύμφωνα με το σουηδικό ραδιόφωνο, τον Μάρτη στη Στοκχόλμη το 40% των εργαζομένων στον τομέα της φροντίδας ηλικιωμένων ήταν «έκτακτοι και προσωρινοί».
Εργαζόμενοι που συχνά όχι μόνο δεν έχουν την απαραίτητη εκπαίδευση και εμπειρία, αλλά καταγγέλλουν και ανεπαρκή προστατευτικό εξοπλισμό από τους εργοδότες, ιδιώτες και κράτος.
Επιπλέον, η συχνή εναλλαγή προσωπικού συνέβαλε στη ραγδαία εξάπλωση του ιού, ενώ η κυβέρνηση άργησε πολύ να απαγορεύσει τις επισκέψεις στα γηροκομεία και να απομονώσει ηλικιωμένους και ευπαθείς ομάδες.
Μαζικές παραιτήσεις υγειονομικών
Στο μεταξύ τα νοσοκομεία και οι υγειονομικοί έχουν φτάσει στα όριά τους, καθώς γεμίζουν ασφυκτικά τα νοσοκομειακά κρεβάτια και οι ΜΕΘ, σε μια χώρα που έχει τις χαμηλότερες αναλογίες ανά κάτοικο.
Η περιοχή της Στοκχόλμης προειδοποίησε στα μέσα Δεκέμβρη ότι το 99% των ΜΕΘ ήταν γεμάτες, ενώ τα σωματεία των υγειονομικών αναφέρουν πως μεγάλος αριθμός εργαζομένων παραιτείται καθώς αυξάνονται τα κρούσματα, οι νοσηλείες και οι θάνατοι.
Ελάχιστοι ασθενείς καταφέρνουν να εισέλθουν σε ΜΕΘ, καθώς τα υγειονομικά πρωτόκολλα αποκλείουν εξαρχής τους πολύ ηλικιωμένους και όσους έχουν προβλήματα υγείας, ασθένειες που πλήττουν ζωτικά όργανα κλπ.
Η εξαντλητική δουλειά των υγειονομικών, λόγω μεγάλης διαχρονικής έλλειψης προσωπικού, οδηγεί σε μαζικές παραιτήσεις.
Περίπου 3.600 υγειονομικοί παραιτήθηκαν από νοσοκομεία της περιοχής της Στοκχόλμης από την έναρξη της πανδημίας, μετέδωσε τον Δεκέμβρη ο κρατικός ραδιοτηλεοπτικός φορέας SVT, περίπου 900 περισσότεροι από ό,τι την ίδια περίοδο πέρυσι.
Σημείωση:
[1]. Κυρίως συγγενών των ενοίκων και διευθυντών – υπαλλήλων του τομέα.
Ε. Μ.
Πηγή: Ριζοσπάστης