Βασικές κατευθύνσεις της Πολιτικής Οικονομίας στην ΕΣΣΔ – Μέρος 2ο
Η επιρροή τους στην κατάσταση της Σοβιετικής Οικονομίας μεταξύ 1950-1980
Προβλήματα της εμπορευματικής παραγωγής στο Σοσιαλισμό
Οι σημαντικότερες κατευθύνσεις των Οικονομικών Θεωριών αυτής της περιόδου
Συνέχεια από το 1ο Μέρος
Στη διαδικασία των επιστημονικών αναζητήσεων στο πρώτο και ειδικότερα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50 εκφράστηκαν από τους επιστήμονες οικονομολόγους πολλές διαφορετικές – μεταξύ των οποίων και καρποφόρες – ιδέες από την άποψη της πρακτικής της οικονομικής διαχείρισης.
Πολλοί οικονομολόγοι μάλιστα, αποδεικνύοντας την ανάγκη ανάπτυξης των εμπορευματικο-χρηματικών σχέσεων στη σοβιετική οικονομία, επικαλέστηκαν άμεσα την πραγματική ιστορική εμπειρία.
Παραδείγματος χάριν ο Α. Ι. Πάσκοφ σημείωνε:
«Ολόκληρη η πρακτική της ΕΣΣΔ και των χωρών της λαϊκής δημοκρατίας αποδεικνύουν πειστικά και αδιάσειστα ότι χωρίς εμπορευματική παραγωγή, χωρίς τη σύνδεση μέσω αγοράς της πόλης και του χωριού, της βιομηχανίας και της γεωργίας, των άλλων κλάδων της λαϊκής οικονομίας δεν μπορεί να γίνει επιτυχής διαχείριση ούτε στη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό ούτε στη σοσιαλιστική κοινωνία.
Η ανάγκη εμπορευματικής παραγωγής για τη μεταβατική περίοδο αποδείχτηκε πρακτικά και θεωρητικά πολύ καιρό πριν, ήδη από το 1921 στις εργασίες του Β. Ι. Λένιν και του Ι. Β. Στάλιν «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», Μόσχα, 1952».
Ο γενικός χαρακτήρας και η κατεύθυνση της ανάπτυξης της οικονομικής θεωρίας οδηγούσαν σε εκείνη την περίοδο στην πληρέστερη γνώση της φύσης της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό.
Όμως και στη δεκαετία του ’50 και ιδιαίτερα στις δεκαετίες του ’60 – ’80 υπήρξε και μια άλλη άποψη, η οποία συνίστατο στο ότι η σοσιαλιστική παραγωγή δεν είναι σύστημα εμπορευματικής παραγωγής, ότι ως προς το χαρακτήρα της (δηλαδή σύμφωνα με τις ριζικές οικονομικές σχέσεις που ορίζουν τη φύση της) δεν είναι εμπορευματική παραγωγή.
Ιδιαίτερα αδιάλλακτη θέση όσον αφορά την εμπορευματική παραγωγή ως ουσιαστικό φαινόμενο στο σοσιαλισμό κατείχε η ομάδα των επιστημόνων του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας με επικεφαλής των Ν. Α. Τσαγκόλοφ, που διεύθυνε την έδρα της πολιτικής οικονομίας της Οικονομικής Σχολής του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας.
Η επιρροή αυτής της ομάδας επιστημόνων ήταν αρκετά μεγάλη – δίδασκαν στο πρωτοπόρο πανεπιστήμιο της χώρας, προπαγάνδιζαν ενεργά τις ιδέες τους με πολυάριθμα άρθρα και μονογραφίες, με ομιλίες σε επιστημονικές συνδιασκέψεις.
Μεγάλο ρόλο στη διάδοση των απόψεων των επιστημόνων – οικονομολόγων του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας έπαιξε το διδακτικό εγχειρίδιο «Μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας» που ετοίμασαν υπό τη σύνταξη του καθηγητή Ν. Α. Τσαγκόλοφ, το οποίο εκδόθηκε δύο φορές: Το 1963 και το 1970.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι συντάκτες αυτού του εγχειριδίου δεν αμφισβήτησαν το γεγονός της ύπαρξης στη σοβιετική οικονομία των εμπορευματικών σχέσεων.
Έδιναν έμφαση στους συλλογισμούς τους για αυτές τις σχέσεις, στην απόδειξη του γεγονότος ότι δεν είναι και δεν μπορούν να είναι από τη φύση τους σοσιαλιστικές, αποτελούν υπόλειμμα του καπιταλισμού και επομένως δεν έχουν προοπτική και δεν χρειάζεται η ανάπτυξή τους και η σοβαρή προσοχή προς αυτές από την άποψη της πρακτικής της διαχείρισης.
Βασικές κατευθύνσεις της Πολιτικής Οικονομίας στην ΕΣΣΔ – Μέρος 2ο
Η θέση των επιστημόνων που υποστήριζαν την άποψη ότι η σοσιαλιστική παραγωγή είναι τύπος, μορφή εμπορευματικής παραγωγής, χαρακτηρίστηκε κατά τη διάρκεια των συζητήσεων ως υπερβολή της πραγματικής σημασίας των εμπορευματικο-χρηματικών σχέσεων στη σοσιαλιστική κοινωνία και υποβλήθηκε σε ευρεία κριτική στις εργασίες και τις ομιλίες, πρώτα απ’ όλα, των Μάλισεφ, Σόμπολ, Χέσσιν, Τσαγκόλοφ, Κατς, Γιεριόμιν, Α. Σεργκέεφ, σημαντικών φιλοσόφων:
Γ. Ζντάνοφ, Ιλιενκόφ, και αργότερα – Μ. Β. Ποπόφ, Ελμέεφ και πολλών άλλων.
Αυτοί οι επιστήμονες στηρίζουν τα συμπεράσματά τους, καταρχήν, στην πραγματική πρακτική της διαχείρισης, παρουσιάζοντας αρκετά πειστικά τις σχέσεις μεταξύ των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων, μεταξύ των επιχειρήσεων και του κράτους, που είναι εμπορευματικές ως προς τη μορφή και που δεν καθορίζουν τη διεύθυνση της παραγωγής.
Οι υποστηρικτές αυτής της αντίληψης είχαν δίκιο και στο γεγονός, λόγου χάρη, ότι οι τιμές των προϊόντων παραγωγής τόσο στον κρατικό όσο και στον κολχόζνικο-συνεταιριστικό τομέα υποβάλλονταν λιγότερο απ’ όλα στην επιρροή του νόμου της αξίας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαίωναν, εδραίωναν, την ισχύουσα πρακτική, το λειτουργούντα οικονομικό μηχανισμό.
Οι θεωρητικές επεξεργασίες τους κατευθύνονταν προς την αναζήτηση των δρόμων βελτίωσης και ανάπτυξης του οικονομικού συστήματος του σοσιαλισμού, προς την ενίσχυση του κομμουνιστικού προσανατολισμού της.
Οι οικονομολόγοι, οι οποίοι υποστήριζαν τη θέση για τον εμπορευματικό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής, δεν έκαναν κατά κανόνα συγκεκριμένες προτάσεις για την πραγματική χρησιμοποίησή τους.
Το βασικό αξίωμα του μαρξισμού για τη σοσιαλιστική οικονομία ως καθ’ όλα σχεδιασμένη και κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία, ως άμεσα κοινωνική παραγωγή, παρέμεινε για πολύ καιρό κυρίαρχο στη σοβιετική πολιτική οικονομία.
Συνάμα επιτρεπόταν η ασυνέπεια πολλών υποστηρικτών αυτής της θέσης:
Αναγνωριζόταν ότι ακόμη και με ύπαρξη εμπορευματικής παραγωγής η σοσιαλιστική οικονομία είναι άμεσα κοινωνική και αυτό ερχόταν σε αντίθεση με τη μαρξιστικο-λενινιστική θεωρία.
Ως εκ τούτου προέκυπταν οι επίμονες αναζητήσεις εκδοχών συνδυασμού των εμπορευματικο-χρηματικών και των σχέσεων που βασίζονται στο σχέδιο και όχι η επίτευξη οργανικής αλληλεπίδρασης και αλληλοσυμπλήρωσής τους, ο χωρισμός των επιπέδων δράσης και λειτουργιών, μα η υποταγή των εμπορευματικών σχέσεων στις σχεδιασμένες.
Επομένως η ιδέα για τη «σοσιαλιστική εμπορευματική παραγωγή», παρά την προσπάθεια τέτοιων επιστημόνων οικονομολόγων όπως οι:
Μ. Σ. Ατλας, Β. Μ. Μπάτιρεφ, Α. Β. Μπατσούριν, Δ. Β. Βαλαβόι, Ν. Δ. Κόλεσοφ, Ι. Ι. Κουζμίνοφ, Γ. Σ. Λισίτσκιν, Β. Γ. Λοπάτκιν, Μ. Φ. Μακάροφ, Α. Ν. Μαλαφέεφ, Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ, Α. Ι. Πάσκοφ, Β. Α. Πεσεχόνοφ, Α. Δ. Σμυρνόφ, Τ. Σ. Χατσατούροφ και πολλών άλλων
να αποδείξουν τη συμβατότητα της εμπορευματικής παραγωγής και του σοσιαλισμού και την αναγκαιότητα για την πληρέστερη χρησιμοποίηση του νόμου της αξίας, δεν είχε ως μια ορισμένη περίοδο σοβαρή επίδραση στην οικονομική πολιτική.
Δυνάμει της εμφανισθείσας θεωρητικής αντίφασης στην ερμηνεία της ουσίας της σοσιαλιστικής παραγωγής οι διαφωνίες και οι συζητήσεις ήταν λίγο αποτελεσματικές.
Οι διαφωνίες συχνά οδηγούνταν στο ζήτημα της ορολογίας και των εννοιών, στις προσπάθειες να σχεδιαστεί ένα λογικά διαταγμένο σύστημα των οικονομικών νόμων και κατηγοριών του σοσιαλισμού.
Οι ιδέες τους άρχισαν να ριζώνουν στη ζωή στα μέσα της δεκαετίας του ’50, αρχές της δεκαετίας του ’60, μετά από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Αυτή η δεκαετία καταλαμβάνει, όπως είναι γνωστό, ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της ΕΣΣΔ.
Αποτέλεσε την αρχή της βαθμιαίας παραμόρφωσης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, που συνδεόταν εν μέρει με πλήθος βολουνταριστικών αποφάσεων για αρκετά σοβαρές αλλαγές στο σύστημα του οικονομικού μηχανισμού και στο σύστημα της διαχείρισης της λαϊκής οικονομίας, αλλαγές που ήταν πολλές στις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Βασικές κατευθύνσεις της Πολιτικής Οικονομίας στην ΕΣΣΔ – Μέρος 2ο
Μαζί με τις ιδέες για την ευρύτερη χρησιμοποίηση στην οικονομία της χώρας των εργαλείων της εμπορευματικής παραγωγής, την υιοθέτηση της εμπειρίας του «σοσιαλισμού της αγοράς» κατά το γιουγκοσλαβικό πρότυπο (αν και από την επίσημη προπαγάνδα τού ασκούνταν κριτική) σηματοδότησε την αρχή σοβαρών μετατροπών στη διεύθυνση της λαϊκής οικονομίας.
Η κοινή κατεύθυνση, που καθορίστηκε ήδη στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60, ήταν η απάρνηση της «περιττής» συγκέντρωσης, η επέκταση της οικονομικής ανεξαρτησίας των επιχειρήσεων και των κλάδων, η χρησιμοποίηση της τιμής, του κέρδους, της πίστωσης και άλλων μοχλών,
οι οποίοι συνθέτουν τις εμπορευματικο-χρηματικές σχέσεις, τη μετάβαση σε σχέσεις των επιχειρήσεων μέσω των μεταξύ τους οικονομικών συμβάσεων, η πληρέστερη χρησιμοποίηση της ιδιοσυντήρησης.
Έτσι βαθμιαία διαμορφώθηκαν οι κατευθύνσεις της οικονομικής μεταρρύθμισης, η οποία ανακοινώθηκε με τις αποφάσεις της Ολομέλειας του ΚΚΣΕ το Σεπτέμβριο του 1965.
Η δυνατότητα της ευρύτερης χρήσης στην πρακτική της διαχείρισης των εμπορευματικο-χρηματικών σχέσεων συνδέθηκε από πολλές απόψεις με το γεγονός ότι στο Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ, που ψηφίστηκε το 1961 από το 22ο Συνέδριο του Κόμματος, ήχησε η θέση για την αναγκαιότητα της χρησιμοποίησής τους «σύμφωνα με το νέο περιεχόμενο», το οποίο έχουν στο σοσιαλισμό.
Σε αυτό το συνέδριο στις ομιλίες πολλών αντιπροσώπων και ιδιαίτερα στην ομιλία του Α. Ι. Μικογιάν ασκήθηκε κριτική στην αρνητική προσέγγιση στις εμπορευματικές σχέσεις:
«Και τώρα υπάρχουν μερικοί σύντροφοι, οι οποίοι προτείνουν να καταργήσουμε χωρίς καθυστέρηση τις εμπορευματικο-χρηματικές σχέσεις. Τέτοια γράμματα έφθασαν στην ΚΕ του ΚΚΣΕ σε σχέση με τη συζήτηση του σχεδίου Προγράμματος.
Η πείρα από την οικοδόμηση μας δείχνει ότι σε ολόκληρη την περίοδο μετάβασης στον κομμουνισμό θα διατηρηθούν οι έμφυτες στο σοσιαλισμό εμπορευματικο-χρηματικές σχέσεις».
Αλλά, σύμφωνα με μαρτυρία του Α. Ι. Πάσκοφ, στην ΚΕ του ΚΚΣΕ και στην Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ έφταναν πολυάριθμες επιστολές άλλου περιεχομένου.
Ιδιαίτερα πολλές ήταν οι επιστολές μετά την ανακοίνωση της οικονομικής μεταρρύθμισης του 1965.
Οι συντάκτες τους, μεταξύ των οποίων ήταν συχνά και οικονομολόγοι, διαμαρτυρήθηκαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ενάντια στην εισαγωγή των εμπορευματικο-χρηματικών σχέσεων στη σοβιετική οικονομία.
Να μια από αυτές:
«Η αγοραπωλησία των μέσων παραγωγής είναι χτύπημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, του σοσιαλισμού…».
Βασικές κατευθύνσεις της Πολιτικής Οικονομίας στην ΕΣΣΔ – Μέρος 2ο
Θεωρείται πως πραγματικό βήμα στη θεμελίωση της οικονομικής μεταρρύθμισης του 1965 αποτέλεσε η δημοσίευση στην εφημερίδα «Πράβντα», το Σεπτέμβριο του 1962, άρθρου του Ε. Γ. Λίμπερμαν
«Σχέδιο, κέρδος, πριμ».
Αυτό το άρθρο προοριζόταν να ανοίξει συζήτηση σχετικά με τα θέματα της βελτίωσης της οικονομικής διεύθυνσης.
Στο άρθρο υπογραμμιζόταν η ανάγκη για πιο ενεργή χρησιμοποίηση των οικονομικών μοχλών στην καθοδήγηση της λαϊκής οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης του ρόλου του κέρδους ως βασικού δείκτη της αποτελεσματικότητας της παραγωγής.
Ο Ε. Γ. Λίμπερμαν προωθούσε μια νέα για την επιστήμη μας και την πρακτική εκείνης της περιόδου θέση:
«Αυτό που είναι προσοδοφόρο για την κοινωνία, πρέπει να είναι προσοδοφόρο για κάθε επιχείρηση. Και αντίθετα, αυτό που είναι ασύμφορο για την κοινωνία, αυτό πρέπει να είναι εξαιρετικά ασύμφορο για τις κολεκτίβες οποιασδήποτε επιχείρησης».[1]
Ο συγγραφέας πρότεινε να καταργηθεί η πριμοδότηση για την υλοποίηση του σχεδίου και να συνδεθεί με το επίπεδο αποδοτικότητας που επιτεύχθηκε, υπολογίζοντάς το ως αναλογία του κέρδους προς την αξία του σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου.
Χωρίς να θέτει άμεσα ζήτημα για κατάργηση του κεντρικού σχεδιασμού, ο Ε. Γ. Λίμπερμαν ήταν υπέρ της μείωσης του αριθμού των κεντρικά καθορισμένων δεικτών δραστηριότητας των επιχειρήσεων.
Θεωρούσε αναγκαίο, πρώτα απ’ όλα, τον όγκο του παραγόμενου προϊόντος, την ονοματολογία του και την ημερομηνία παράδοσης.
Με βάση τα υλικά του άρθρου αυτού, το φθινόπωρο του 1962 η Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ πραγματοποίησε συζήτηση με θέμα:
«Τα προβλήματα των οικονομικών κινήτρων των επιχειρήσεων».
Οι συμμετέχοντες συνέκλιναν στην άποψη ότι πραγματικά είναι απαραίτητο να ανιχνευθούν οι δρόμοι ανάπτυξης του ενδιαφέροντος των εργατικών κολεκτίβων για τα αποτελέσματα της εργασίας τους.
Όμως οι βασικές αρχές λειτουργίας του υπάρχοντος τότε οικονομικού μηχανισμού δεν αμφισβητήθηκαν.
Επιπλέον, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στη συζήτηση τοποθετήθηκε, προς τιμήν της, ενάντια στις βασικές προτάσεις του Ε. Γ. Λίμπερμαν, βλέποντας σε αυτές καταπάτηση του πρώτου ρόλου του κεντρικού σχεδιασμού στη διεύθυνση της λαϊκής οικονομίας.
Βασικές κατευθύνσεις της Πολιτικής Οικονομίας στην ΕΣΣΔ – Μέρος 2ο
Απόλυτη εξαίρεση αποτέλεσε η ομιλία του ακαδημαϊκού Β. Σ. Νεμτσίνοφ, ο οποίος πρότεινε να αποποιηθούμε όλους τους κεντρικούς δείκτες.
Θεωρούσε πιο σωστό, όσον αφορά στις αμοιβαίες σχέσεις του κράτους με τις επιχειρήσεις, το πέρασμα στο σύστημα σχέδιο-παραγγελία:
«Είναι απαραίτητο τα όργανα του σχεδίου να μετατραπούν σε όργανα, τα οποία διανέμουν παραγγελίες και οι επιχειρήσεις να ψάχνουν αυτές τις παραγγελίες».
Πρώτος στη σοβιετική οικονομική επιστήμη ο Β. Σ. Νεμτσίνοφ εξέφρασε την άποψη, η οποία ήδη γεννιόταν στους επιστημονικούς και παραγωγικούς κύκλους, ότι ο σχεδιασμός μέσω οδηγιών «έφαγε τα ψωμιά του», εξάντλησε τις δυνατότητές του.
Σε αυτή την ομιλία εμφανίστηκε η στενότητα του επιστήμονα στην προσέγγιση των στρατηγικών θεμάτων ανάπτυξης της κομμουνιστικής κοινωνίας, μη κατανόηση των κομμουνιστικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων, κοινών και για τα δυο στάδια αυτού του σχηματισμού και των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων, των οικονομικών μορφών που είναι παροδικές, που εξαλείφονται στη διαδικασία της μετάβασης από το σοσιαλισμό στον πλήρη κομμουνισμό.
Όμως, για τους συμμετέχοντες στη συζήτηση, η ομιλία του Β. Σ. Νεμτσίνοφ ήταν, όπως φαίνεται, υπερβολικά απροσδόκητη και εν πολλοίς «επαναστατική», δεδομένου ότι κανένας από αυτούς δεν τη σχολίασε.
Μετά από δυο χρόνια, χωρίς να αποχωριστεί τις ιδέες του, ο Β. Σ. Νεμτσίνοφ τις παρουσίασε σε εκτεταμένη μορφή σε ένα μεγάλο άρθρο.[2]
Το ίδιο διάστημα δημοσιεύθηκε και το άρθρο του Β. Α. Τραπέζνικοφ, στο οποίο επίσης προτείνονταν να αποποιηθούμε το σχεδιασμό με οδηγίες και να περάσουμε στο σύστημα της κρατικής επενέργειας στην οικονομία μέσω των τιμών, των φόρων, των πιστώσεων κλπ.[3]
Ολοκληρώνεται με το 3ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Εβσέϊ Γ. Λίμπερμαν: «Σχέδιο, κέρδος, πριμ», εφημερίδα «Πράβντα», 9 Σεπτεμβρίου 1962.
[2]. Βασίλι Σ. Νεμτσίνοφ: «Σοσιαλιστική διαχείριση και σχεδιασμός της παραγωγής», περιοδικό «Κόμμουνιστ», Νο 5, 1965.
[3]. Βαντίμ Τραπέζνικοφ: «Για την ευέλικτη οικονομική διεύθυνση των επιχειρήσεων», εφημερίδα «Πράβντα», 17 Αυγούστου 1964.