Τι «κατάλαβαν» από τον Ιμπεριαλισμό του Λένιν – Μέρος 3ο
Σχετικά με την «Εξάρτηση»
Συνέχεια από το 2ο Μέρος
Παρόμοιες αντιλήψεις σχετικά με τη φύση του ιμπεριαλισμού και τη διαλεκτική της ιστορικής του ανάπτυξης οδηγούν αναπότρεπτα και σε μια διαστρέβλωση της λενινιστικής έννοιας της εξάρτησης.
Αναφέρθηκε ήδη πως ο Λένιν, μελετώντας με ιστορικά συγκεκριμένο τρόπο το μονοπωλιακό καπιταλισμό ως το ανώτατο – τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού, κάνοντας δηλαδή συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, διαπίστωνε την ύπαρξη και:
«Εξαρτημένων χωρών που πολιτικά, τυπικά είναι ανεξάρτητες, στην πράξη όμως είναι μπλεγμένες στα δίχτυα της χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης».
Παρουσίαζε το παράδειγμα της Πορτογαλίας που, παρόλο που ήταν:
«Αυτοτελές κυρίαρχο κράτος, ουσιαστικά όμως εδώ και πάνω από 200 χρόνια […] βρίσκεται κάτω από την κηδεμονία της Αγγλίας.
Η Αγγλία υπεράσπισε την Πορτογαλία και τις αποικιακές κτήσεις της Πορτογαλίας, για να στερεώσει τη δική της θέση στον αγώνα ενάντια στους αντιπάλους της […] εξασφάλισε καλύτερους όρους για την εξαγωγή εμπορευμάτων και κυρίως για την εξαγωγή κεφαλαίου στην Πορτογαλία…».[1]
Στην προσέγγιση όμως αυτή του Λένιν δεν υπάρχει ίχνος αντιδιαλεκτικής σχηματικότητας.
Τονίζει χαρακτηριστικά ότι τέτοιες ανισότιμες σχέσεις χαρακτήριζαν ανέκαθεν τις συναλλαγές μεγάλων και μικρών κρατών, απλά στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού γενικεύονται κι εντάσσονται στην πολιτική «μοιράσματος του κόσμου».
Δίνοντας το κατάλληλο μεθοδολογικό εργαλείο μελέτης του ιμπεριαλισμού, ο Λένιν δεν μπορούσε φυσικά να προβλέψει όλες τις μορφές εξαρτήσεων που θα αναπτύσσονταν στην πορεία διεθνοποίησης του κεφαλαίου, για παράδειγμα τις εκτεταμένες αλληλεξαρτήσεις ανάμεσα στις χώρες που βρίσκονται στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας.
Αναγνωρίζοντας την πολύπλοκη πραγματικότητα που δημιουργούσε στις παγκόσμιες σχέσεις η ανάπτυξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού, η Κομμουνιστική Διεθνής (με την καθοδήγηση του Λένιν) έθετε με ξεκάθαρο τρόπο την αναγκαία γραμμή πολιτικής για το επαναστατικό εργατικό κίνημα:
«Αγκωνάρι όλης της πολιτικής της Κομμουνιστικής Διεθνούς στο εθνικό και το αποικιακό ζήτημα πρέπει να είναι η προσέγγιση των προλετάριων και των εργαζόμενων μαζών όλων των εθνών και των χωρών στην κοινή επαναστατική πάλη για την ανατροπή των τσιφλικάδων και της αστικής τάξης […]
Στη σημερινή διεθνή κατάσταση δεν υπάρχει άλλη σωτηρία για τα εξαρτημένα και τα αδύνατα έθνη, εκτός από μια ένωση σοβιετικών δημοκρατιών».[2]
Θεωρώντας ως κρισιμότατο ζήτημα να διατηρείται σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων στη μια ή την άλλη χώρα, η αυτοτέλεια του κομμουνιστικού κινήματος, το 2ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς προειδοποιούσε:
«Η Κομμουνιστική Διεθνής πρέπει να συνάπτει προσωρινές συμμαχίες με την αστική δημοκρατία των αποικιών και των καθυστερημένων χωρών, αλλά να μη συγχωνεύεται μαζί της και να διατηρεί απαραίτητα την ανεξαρτησία του προλεταριακού κινήματος, ακόμα και στην πιο εμβρυώδη μορφή του».[3]
Έχει σημασία να αναφερθεί ότι, μέσα από τη συζήτηση στο 2ο Συνέδριο της ΚΔ, προέκυψε η ανάγκη να τροποποιηθεί η παραπάνω γενική αναφορά στην «αστική δημοκρατία» και να προσδιοριστεί καλύτερα η δυνατότητα συμμαχιών μόνο με «εθνικοεπαναστατικά» κινήματα, μια που, όπως σημείωνε ο Λένιν:
«Ανάμεσα στην αστική τάξη των εκμεταλλευτριών χωρών και των αποικιών έγινε κάποια προσέγγιση, έτσι που πολύ συχνά –και μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις– η αστική τάξη των καταπιεζόμενων χωρών, αν και υποστηρίζει τα εθνικά κινήματα,
ταυτόχρονα, σε συνεννόηση με την ιμπεριαλιστική αστική τάξη, δηλαδή μαζί μ’ αυτή, παλεύει ενάντια σε όλα τα επαναστατικά κινήματα και τις επαναστατικές τάξεις […] οι κομμουνιστές στις χώρες αυτές πρέπει να παλεύουν ενάντια στη ρεφορμιστική αστική τάξη».[4]
Δεκαετίες μετά τις βασικές επεξεργασίες κι εκτιμήσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αφού είχαν επέλθει πολύ σημαντικές πολιτικο-οικονομικές αλλαγές στις αποικιακές και στις λιγότερο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, με το μεγάλο όγκο των αποικιών να έχουν γίνει πολιτικά ανεξάρτητα κράτη, η έννοια της εξάρτησης χρησιμοποιήθηκε από διάφορους μαρξίζοντες δημοσιολόγους (Baran, Sweezy, Frank, Cardoso κ.ά.) για να χαρακτηρίσει την πραγματικότητα του 2ου μισού του 20ού αιώνα.
Οι ποικιλώνυμες αυτές «θεωρίες της εξάρτησης» έβλεπαν ως καθοριστικό χαρακτηριστικό στις σχέσεις μεταξύ χωρών του «κέντρου» και της «περιφέρειας» τη διαχρονική αδυναμία των δεύτερων να αναπτύξουν σε βάθος τις παραγωγικές δυνάμεις, λόγω της επικέντρωσης σε εξαγωγές πρώτων υλών και του ελέγχου της τεχνολογίας από τις ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες.
Τι «κατάλαβαν» από τον Ιμπεριαλισμό του Λένιν
Υποστηριζόταν ότι το μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης υπεραξίας στις χώρες της «περιφέρειας» διοχετευόταν στις χώρες του «κέντρου», ενώ κι ό,τι απέμενε σε αυτές δεν κατευθυνόταν σε «αναπτυξιακούς» στόχους, κρατώντας τις σε μια μόνιμη υπανάπτυξη.[5]
Σε πολιτικό επίπεδο οι θεωρίες αυτές, ανεξάρτητα από την αντικαπιταλιστική ρητορική τους και τις αιχμές ενάντια στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία, πρόβαλλαν την αναγκαιότητα μιας πολιτικής σχετικής αυτάρκειας, με ισχυρά μέτρα προστατευτισμού της οικονομίας των «εξαρτημένων» χωρών.
Πρόκειται για πολιτικές κατευθύνσεις σαφώς διαφορετικές από αυτές που ο Λένιν κι η Κομμουνιστική Διεθνής είχαν χαράξει, κατευθύνσεις που εύκολα ενσωματώνονται κι υπηρετούν ένα άλλο μίγμα αστικής πολιτικής.
Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου δεν υπάρχει η δυνατότητα να κάνουμε μια αναλυτική αντιπαράθεση με τις θεωρίες αυτές.
Έχει όμως σημασία να παραθέσουμε τους βασικούς άξονες της αντίληψης περί «εξάρτησης», όπως αυτοί εκθέτονταν κι υιοθετούνταν μέσα στις ίδιες τις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος,
προκειμένου να αντιληφθούμε τη σοβαρότητα και το βάθος της διαστρέβλωσης και του προβλήματος.[6]
Πρόκειται για τις ίδιες βασικές παραμέτρους που διατρέχουν και σήμερα την οπορτουνιστική κριτική προς το ΚΚΕ περί δήθεν απάρνησης της λενινιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού.
Αφού γίνεται η εκτίμηση ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1980 πάνω από 100 κράτη στον καπιταλιστικό κόσμο, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας, ήταν «χώρες εξαρτημένες», παρατίθενται τα εξής βασικά χαρακτηριστικά της «εξάρτησης»:
• Οι χώρες που υστερούν στο ξεκίνημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης καταλήγουν να υστερούν αποφασιστικά όλο και πιο πολύ. Η οικονομία των εξαρτημένων χωρών τείνει να εξασθενίσει παραπέρα.
• Η πορεία των εξαρτημένων χωρών αποφασίζεται στην έδρα των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών κυβερνήσεων.
Δε διαθέτουν κράτος αρκετά ισχυρό, ώστε να πάρει στα χέρια του τον έλεγχο της οικονομικής, πολιτικής, ακόμα και εθνικής ζωής.
• Οι εξαρτημένες χώρες δε διαθέτουν δικές τους ισχυρές κι ανεξάρτητες παραγωγικές μονάδες, που να μπορούν να εξουσιάζουν το ουσιαστικό σύνολο της οικονομίας και να μπορούν να προωθήσουν την ανάπτυξη.
• Ανεξάρτητα από τις προόδους των εξαρτημένων χωρών, η οικονομική, κοινωνική και κρατική τους δομή γίνεται όλο και λιγότερο αυτεξούσια.
• Η σχέση της εξάρτησης επιδέχεται μερική ανατροπή. Η πόρτα της ανεξάρτητης καπιταλιστικής ανάπτυξης «ποτέ δεν έκλεισε».
• Στην πάλη ενάντια στο καθεστώς της εξάρτησης «αντιστέκονται μονάχα τα πιο εξτρεμιστικά στοιχεία και συμφέροντα στον ιμπεριαλιστικό κόσμο». Η πάλη αυτή διευκολύνεται αν στις εξαρτημένες χώρες:
«Δεν υπάρχουν ντόπιες κυρίαρχες τάξεις και στρώματα που να πιστεύουν στην κοινωνική αδικία».
Η παραπάνω αδρή κωδικοποίηση των αντιλήψεων περί «εξάρτησης» – που ήταν ευρύτατα διαδεδομένες στις γραμμές του ίδιου του κομμουνιστικού κινήματος – επαρκεί για να καταδείξει πως η λενινιστική αυτή έννοια είχε γίνει κυριολεκτικά αγνώριστη.
Η απόσπαση των ανισότιμων εξαρτήσεων στις σχέσεις των ασθενέστερων οικονομιών με τα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη από το κοινωνικο-οικονομικό περιεχόμενο του ιμπεριαλισμού χρησιμοποιήθηκε έντεχνα για να συσκοτίσει την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε μια σειρά χώρες.
Στένεψαν έτσι τα καθήκοντα της εργατικής τάξης και του Κόμματός της, καλλιεργήθηκαν αυταπάτες ότι τα ζητήματα των εξαρτήσεων μπορούν να λυθούν χωρίς την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της.
Προβλήθηκε, στο όνομα πάντα της προσέγγισης της σοσιαλιστικής επανάστασης, η δυνατότητα συμμαχιών στις συνθήκες του μονοπωλιακού καπιταλισμού με την «εθνική αστική τάξη» στον αγώνα ενάντια στην «εξάρτηση» και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.
Θεωρητικοποιήθηκε έτσι η δυνατότητα κι η αναγκαιότητα να προχωρήσει η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού μέσα από μια διαδικασία σταδίων, κατά τα οποία η εργατική τάξη και το Κόμμα της θα αναλάμβαναν ρόλο διαχειριστή της καπιταλιστικής οικονομίας, εισάγοντας υποτίθεται μέτρα περιορισμού της «ασυδοσίας» των μονοπωλιακών ομίλων και των ιμπεριαλιστικών οργανισμών.
Τι «κατάλαβαν» από τον Ιμπεριαλισμό του Λένιν – Δε σκιαμαχούμε γύρω από λέξεις!
Το πρόβλημα έγκειται στο αν οι έννοιες που χρησιμοποιεί το επαναστατικό κίνημα έχουν περιεχόμενο που αντανακλά την αντικειμενική πραγματικότητα του καπιταλισμού στη διαλεκτική ανάπτυξή της.
Ετσι, όσοι σήμερα επιμένουν στη διάκριση των χωρών σε ιμπεριαλιστικές κι εξαρτημένες αδυνατούν να δώσουν αυστηρά επιστημονικά κριτήρια για την κατάταξη στη μια ή την άλλη κατηγορία.
- Πόσο ανεπτυγμένη, π.χ., πρέπει να είναι η παραγωγή μέσων παραγωγής ή η έρευνα για να τοποθετηθεί μια χώρα στις ιμπεριαλιστικές;
- Ποια πρέπει να είναι η ισχύς του νομίσματος μιας χώρας για να τοποθετηθεί στις εξαρτημένες;
Κι επειδή αντιλαμβάνονται την ανεδαφικότητα του όποιου τέτοιου μέτρου κατάταξης, γλιστρούν στην εύκολη λύση της κατηγοριοποίησης με βάση τη δυνατότητα εξωτερικών επεμβάσεων.[7]
Εξαφανίζουν δηλαδή την ανάπτυξη του μονοπωλίου ως το βασικό οικονομικό γνώρισμα του ιμπεριαλισμού.
Σε τελική ανάλυση, το κομβικό ζήτημα είναι το αν καταφέρνει το επαναστατικό κόμμα να εντάσσει με σωστό τρόπο στην πολιτική του την ύπαρξη των ανισότιμων εξαρτήσεων.
Δε φτάνει να αναγνωρίζει γενικά κι αόριστα την προτεραιότητα της πολιτικής πάνω στην οικονομία (όπως διακηρύσσουν, με ύφος χιλίων καρδιναλίων, οι οπορτουνιστές), αλλά πρέπει να χαράζει σωστά εκείνη ακριβώς τη συγκεκριμένη πολιτική που αποκτά προτεραιότητα με βάση τις αναγκαιότητες της ταξικής πάλης.
Συνεχίζεται με το 4ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», «Άπαντα», τ. 27, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 389-390.
[2]. Β. Ι. Λένιν: «Πρωταρχικό σχέδιο θέσεων για το εθνικό και το αποικιακό ζήτημα», «Άπαντα», τ. 41, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 163, 167.
[3]. Στο ίδιο, σελ. 167.
[4]. Β. Ι. Λένιν: «Εισήγηση της επιτροπής για το εθνικό και το αποικιακό ζήτημα», «Άπαντα», τ. 41, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 243-244.
[5]. Δες χαρακτηριστικά, Andre Gunder Frank: «Development of underdevelopment», Monthly Review, Σεπτέμβρης 1966.
[6]. Τα παρακάτω αποτελούν μια κωδικοποίηση αυτών των αντιλήψεων από το Κ. Χατζηαργύρη – Χρ. Οικονόμου: «Τι είναι, τι σημαίνει, πού οδηγεί η εξάρτηση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1984.
[7]. «Για τη διακρίβωση ενός κράτους ως ιμπεριαλιστικού (ή εξαρτημένου), θα πρέπει να ληφθούν υπόψη μία σειρά χαρακτηριστικών:
-
- Η κατάταξή του στη λίστα των παγκόσμιων ΑΕΠ κι οι σχετικές συγκρίσεις,
- η ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα κι ειδικά η παραγωγή μέσων παραγωγής,
- η ανάπτυξη της έρευνας κι η παραγωγή νέων τεχνολογιών,
- οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις,
- η ισχύς του νομίσματός του,
- η στρατιωτική του δύναμη.
Επειδή όλα αυτά δε δύναται να τεθούν σε ένα μαθηματικό μοντέλο που να μας εξάγει συμπεράσματα για την «ιμπεριαλιστικότητα» μιας χώρας, τελικό κριτήριο είναι οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις (με οικονομική, πολιτική, διπλωματική, στρατιωτική μορφή) κι η ισχύς στις αποφάσεις στα κέντρα του ιμπεριαλισμού…»
Β. Λιόσης: «Η διόρθωση του «οπορτουνιστή» Λένιν (ή πώς η ηγεσία του ΚΚΕ αναθεωρεί το λενινισμό)», 1ο μέρος.
Άρθρο του Βασίλη Όψιμου,
μέλους της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ με τίτλο:
«Η Θεωρία του Λένιν για τον Ιμπεριαλισμό και οι διαστρεβλώσεις της»
Πηγή: ΚΟΜΕΠ Τεύχος 2 του 2017