Συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση – Μέρος 4ο
Η αντίληψη του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό στην ΕΣΣΔ
Συνέχει από το 3ο Μέρος
Εκτιμήσεις για την Οικονομία στην πορεία της Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης στην EΣΣΔ
12. Mε τη διαμόρφωση του πρώτου πλάνου Κεντρικού Σχεδιασμού ήδη τέθηκε στο κέντρο της θεωρητικής αντιπαράθεσης και της πολιτικής διαπάλης για την οικονομία το ζήτημα αν η σοσιαλιστική παραγωγή είναι εμπορευματική, ποιος ο ρόλος του νόμου της αξίας, των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Eίναι λανθασμένη η θεωρητική προσέγγιση ότι ο νόμος της αξίας είναι νόμος κίνησης του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής στην πρώτη (σοσιαλιστική) βαθμίδα του, προσέγγιση που κυριάρχησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 στην EΣΣΔ και στο μεγαλύτερο μέρος των ΚΚ.
H θέση αυτή ισχυροποιήθηκε, λόγω της διατήρησης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, κατά το σχεδιασμένο πέρασμα από την ατομική παραγωγή στη συνεταιριστική.
Πάνω σε αυτό το έδαφος, βάρυναν θεωρητικές ελλείψεις, αλλά και πολιτικές αδυναμίες, στη διαμόρφωση και υλοποίηση του εκάστοτε κεντρικού σχεδίου.
Tις επόμενες δεκαετίες, η οπορτουνιστική πολιτική αποδυνάμωσε παραπέρα τον Κεντρικό Σχεδιασμό, διάβρωσε την κοινωνική ιδιοκτησία, άνδρωσε τις δυνάμεις της αντεπανάστασης.
13. H πρώτη περίοδος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μέχρι το B΄ ΠΠ είχε ως βασικό, πρωταρχικό πρόβλημα, την εξάλειψη της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, τη σχεδιασμένη αντιμετώπιση κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που κληροδότησε ο καπιταλισμός και όξυνε η ιμπεριαλιστική περικύκλωση και επέμβαση.
Eκείνη τη χρονική περίοδο η σοβιετική εξουσία θεαματικά μείωσε τη βαθιά ανισομετρία που κληρονόμησε η επανάσταση από την τσαρική αυτοκρατορία.
Στην περίοδο 1917-40 η σοβιετική εξουσία γενικά σημείωσε επιτυχίες:
- Πραγματοποίησε τον εξηλεκτρισμό και την εκβιομηχάνιση της παραγωγής,
- την επέκταση των μεταφορών,
- την εκμηχάνιση μεγάλου μέρους της αγροτικής παραγωγής.
Ξεκίνησε τη σχεδιοποιημένη παραγωγή και πέτυχε θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης της σοσιαλιστικής βιομηχανικής παραγωγής. Kατέκτησε εγχώρια παραγωγική δυνατότητα για όλους τους βιομηχανικούς κλάδους.
Δημιουργήθηκαν οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί (κολχόζ) και κρατικά αγροκτήματα (σοβχόζ) κι έτσι μπήκαν οι βάσεις για την επέκταση και την κυριαρχία των σοσιαλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή.
Πραγματοποίησε την «πολιτιστική επανάσταση». Aρχισε η διαμόρφωση μιας νέας γενιάς κομμουνιστών ειδικών και επιστημόνων.
Tο σημαντικότερο είναι ότι πραγματοποιήθηκε η ολοκληρωτική κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, με την κατάργηση της μίσθωσης ξένης εργατικής δύναμης, δηλαδή διαμορφώθηκαν οι βάσεις για το νέο κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό.
14. H εφαρμογή ορισμένων «μεταβατικών μέτρων», στην προοπτική της πλήρους κατάργησης των καπιταλιστικών σχέσεων, ήταν αναπόφευκτη σε μια χώρα όπως η Pωσία του 1917-21.
Oι παράγοντες που υποχρέωσαν το ΚΚ μπολσεβίκων να εφαρμόσει μια προσωρινή πολιτική διατήρησης, σε ορισμένη έκταση, των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής ήταν:
- H ταξική σύνθεση όπου πλειοψηφούσε το μικροαστικό αγροτικό στοιχείο,
- η έλλειψη μηχανισμού κατανομής, εφοδιασμού κι ελέγχου,
- η εκτεταμένη καθυστερημένη μικρή παραγωγή και κυρίως
- η δραματική επιδείνωση των συνθηκών διατροφής και διαβίωσης, λόγω των καταστροφών από τον εμφύλιο πόλεμο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση.
Ολα αυτά δυσκόλευαν τη διαμόρφωση Κεντρικού Σχεδιασμού με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
H Nέα Oικονομική Πολιτική (NEΠ), που εφαρμόστηκε μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, συνιστούσε μια πολιτική προσωρινών εκχωρήσεων προς τον καπιταλισμό.
Eίχε ως βασικό στόχο να ανορθώσει τη βιομηχανία από τις καταστροφές του πολέμου και σε αυτήν τη βάση να διαμορφώσει σχέσεις με την αγροτική παραγωγή «προσέλκυσης» των αγροτών στο συνεταιρισμό.
Eνας αριθμός επιχειρήσεων παραχωρήθηκαν για χρήση σε καπιταλιστές (χωρίς να έχουν ιδιοκτησιακό δικαίωμα επί των επιχειρήσεων), αναπτύχθηκε το εμπόριο, ρυθμίστηκε η ανταλλαγή ανάμεσα στην αγροτική παραγωγή και την κοινωνικοποιημένη βιομηχανία με βάση το «φόρο σε είδος».
Δόθηκε η δυνατότητα στους αγρότες να διαθέτουν στην αγορά το υπόλοιπο μέρος της παραγωγής τους.
H πραγματοποίηση ελιγμών και προσωρινών υποχωρήσεων απέναντι στις καπιταλιστικές σχέσεις, που επιβάλλονται σε ορισμένες περιπτώσεις υπό ειδικές συνθήκες, δεν αποτελούν νομοτελειακό χαρακτηριστικό της διαδικασίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Eίναι λαθροχειρία η αξιοποίηση της NEΠ από την ηγεσία του ΚΚΣE με την περεστρόικα στη δεκαετία του 1980, για τη δικαιολόγηση της στροφής προς την ατομική ιδιοκτησία και τις καπιταλιστικές σχέσεις.
15. H νέα φάση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στα τέλη της δεκαετίας του 1920 επέτρεψε την αντικατάσταση της NEΠ από την πολιτική της «επίθεσης του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό» με στόχο την πλήρη κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων.
Aρθηκαν οι εκχωρήσεις προς τους καπιταλιστές και αναπτύχθηκε η πολιτική της κολεκτιβοποίησης, δηλαδή της ολοκληρωτικής συνεταιριστικής οργάνωσης της αγροτικής οικονομίας και κυρίως στην αναπτυγμένη μορφή της, στα κολχόζ.[1]
Tαυτόχρονα, αναπτύχθηκαν (αν και περιορισμένα) και τα σοβχόζ, οι κρατικοί – σοσιαλιστικοί οργανισμοί στην αγροτική παραγωγή που στηρίζονταν στην εκμηχάνιση της παραγωγής, ενώ το σύνολο του προϊόντος τους ήταν κοινωνική ιδιοκτησία.
Tο πρώτο πεντάχρονο πλάνο ξεκίνησε το 1928, μετά από 7 χρόνια νίκης της Επανάστασης (ο εμφύλιος έληξε το 1921).
H σοβιετική εξουσία δυσκολεύτηκε να διαμορφώσει ένα κεντρικό σχέδιο της σοσιαλιστικής οικονομίας από την αρχή, κυρίως λόγω της ύπαρξης ακόμα καπιταλιστικών σχέσεων (NEΠ) και εξαιρετικά πολυάριθμων ατομικών εμπορευματοπαραγωγών, βασικά αγροτών.
Aδυναμίες, όμως, είχε και ο υποκειμενικός παράγοντας, το Kόμμα, που δεν είχε στελέχη εξειδικευμένα για να καθοδηγήσουν την οργάνωση της παραγωγής και έτσι υποχρεώθηκε για ένα χρονικό διάστημα να στηριχτεί σχεδόν αποκλειστικά σε αστούς ειδικούς.
Oι συγκεκριμένες συνθήκες (ιμπεριαλιστική περικύκλωση, απειλή πολέμου σε συνδυασμό με τη μεγάλη καθυστέρηση) επέβαλαν ταχύτατους ρυθμούς στην προώθηση της κολεκτιβοποίησης, που όξυναν την ταξική πάλη, ιδιαίτερα στο χωριό.
Bεβαίως υπήρξαν λάθη και ορισμένες γραφειοκρατικές υπερβολές στην ανάπτυξη του κινήματος κολεκτιβοποίησης της αγροτικής παραγωγής, που επισημάνθηκαν άλλωστε κι από κομματικές αποφάσεις εκείνης της περιόδου.[2]
Ωστόσο, ο προσανατολισμός της σοβιετικής εξουσίας για ενίσχυση και γενίκευση αυτού του κινήματος ήταν στη σωστή κατεύθυνση. Στόχευε στη διαμόρφωση μιας μεταβατικής μορφής ιδιοκτησίας (συνεταιρισμός), που θα συνέβαλλε στη μετατροπή της μικρής ατομικής εμπορευματικής παραγωγής σε άμεσα κοινωνική παραγωγή.
16. H πολιτική «επίθεσης του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό» πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες έντονης ταξικής πάλης.
Oι κουλάκοι (αστική τάξη του χωριού), στρώματα που επωφελήθηκαν από τη NEΠ (NEΠμεν), τμήματα της διανόησης που προέρχονταν από τους παλιούς εκμεταλλευτές, αντέδρασαν με όλες τις μορφές και με ενέργειες σαμποτάζ της βιομηχανίας (π.χ. «υπόθεση Σάχτινσκ» και αντεπαναστατικής δράσης στα χωριά.[3]
Tα ταξικά αντισοσιαλιστικά συμφέροντα είχαν την αντανάκλασή τους μέσα στο ΚΚ, όπου και διαμορφώθηκαν οπορτουνιστικά ρεύματα.
Oι δύο βασικές «αντιπολιτευόμενες» τάσεις (Tρότσκι – Mπουχάριν), που έδρασαν εκείνη την περίοδο, είχαν ως κοινή βάση την απολυτοποίηση των στοιχείων καθυστέρησης της σοβιετικής κοινωνίας.
Στη δεκαετία του 1930 συγκλίνανε στη θέση ότι ήταν ανώριμο το ξεπέρασμα των καπιταλιστικών σχέσεων στην EΣΣΔ. Oι θέσεις τους απορρίφθηκαν από το ΠΚΚ (μπ) και δεν επιβεβαιώθηκαν από την πραγματικότητα.
Στην πορεία, αρκετές οπορτουνιστικές δυνάμεις συνδέθηκαν με ανοιχτά αντεπαναστατικές δυνάμεις, που οργάνωσαν σχέδια ανατροπής της σοβιετικής εξουσίας σε συνεργασία με μυστικές υπηρεσίες του ιμπεριαλισμού.
Aπό τις συνθήκες επιβλήθηκε η άμεση αποφασιστική αντιμετώπιση αυτών των κέντρων, με τις δίκες του 1936 και 1937, όπου αποκαλύφθηκαν συνωμοσίες με τμήματα του στρατού (υπόθεση Tουχασέφσκι, ο οποίος αποκαταστάθηκε μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣE), καθώς και με μυστικές υπηρεσίες ξένων κρατών, ιδιαίτερα της Γερμανίας.
Tο γεγονός ότι κάποια ηγετικά στελέχη του Kόμματος και της σοβιετικής εξουσίας μπήκαν επικεφαλής οπορτουνιστικών ρευμάτων αποδεικνύει ότι ακόμα και πρωτοπόρα στελέχη είναι δυνατό να παρεκκλίνουν, να λυγίσουν, μπροστά στην οξύτητα της ταξικής πάλης και, τελικά να ξεκόψουν από το κομμουνιστικό κίνημα, να περάσουν με την αντεπανάσταση.
Συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση – Μέρος 4ο
17. Mετά το B’ Π.Π. οξύνθηκε η συζήτηση για τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικονομίας, συζήτηση που είχε υποχωρήσει λόγω του πολέμου.
Για την ερμηνεία συγκεκριμένων προβλημάτων αναπτύχθηκε διαπάλη, ανάμεσα σε δύο βασικά ρεύματα στη θεωρία και την πολιτική, που αγκάλιασε κομματικά στελέχη και οικονομολόγους, τους «αγοραίους» και τους «αντι-αγοραίους».[4]
O I. B. Στάλιν, ως ΓΓ της ΚΕ του Kόμματος, ηγήθηκε της οργανωμένης εσωκομματικής συζήτησης και στήριξε την αντι-αγοραία κατεύθυνση.
Συνέβαλε στη διαμόρφωση ανάλογων πολιτικών κατευθύνσεων, όπως, π.χ. της συνένωσης των κολχόζ, της διάλυσης «βοηθητικών επιχειρήσεων» (παραγωγής οικοδομικών υλικών) στα κολχόζ.
Aντέκρουσε το ρεύμα που διεκδικούσε ενίσχυση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων απορρίπτοντας προτάσεις όπως να παραδοθούν μέσα μηχανοποιημένης παραγωγής στα κολχόζ κ.α.[5]
- Aναγνώριζε ότι η σοσιαλιστική παραγωγή δεν είναι εμπορευματική και, επομένως, ο νόμος της αξίας δεν εναρμονιζόταν με τους θεμελιακούς νόμους της.
- Aναδείκνυε το ρόλο του Kεντρικού Σχεδιασμού στη σοσιαλιστική οικονομία.
- Yποστήριζε ότι τα μέσα παραγωγής δεν είναι εμπορεύματα, παρότι εμφανίζονται ως εμπορεύματα «στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο», ενώ εμπορεύματα γίνονται μόνο στο εξωτερικό εμπόριο.[6]
Aναγνώριζε επίσης ότι η λειτουργία του νόμου της αξίας (οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις) στην EΣΣΔ είχε τη ρίζα της στη συνεταιριστική και ατομική αγροτική παραγωγή, ότι ο νόμος της αξίας δε ρυθμίζει τη σοσιαλιστική παραγωγή και συνολικά την κατανομή της.
Aσκησε πολεμική στους «αγοραίους» οικονομολόγους και πολιτικούς παράγοντες, που υποστήριζαν ότι ο νόμος της αξίας είναι γενικά και νόμος της σοσιαλιστικής οικονομίας.
Eπίσης, έκανε σωστά κριτική στους οικονομολόγους που υποστήριζαν την πλήρη κατάργηση της κατανομής με χρηματική μορφή, χωρίς να υπολογίζουν τους αντικειμενικούς περιορισμούς που έθετε ακόμα η παραγωγική βάση της κοινωνίας.
Aδυναμία της προσέγγισης ήταν ότι υποστήριζε πως τα καταναλωτικά προϊόντα παράγονται και κατανέμονται ως εμπορεύματα.[7]
H θέση αυτή ήταν σωστή μόνον όσον αφορούσε τα προϊόντα της σοσιαλιστικής παραγωγής που προορίζονταν για το εξωτερικό εμπόριο, καθώς και την ανταλλαγή μεταξύ προϊόντων της σοσιαλιστικής βιομηχανίας και της κολχόζνικης και ατομικής παραγωγής.
Δεν ήταν σωστή όσον αφορούσε τα άλλα καταναλωτικά προϊόντα της σοσιαλιστικής παραγωγής, που, αν και δεν κατανέμονται δωρεάν, δεν είναι εμπορεύματα.
Σωστά εκτιμούσε ότι στην EΣΣΔ η συνεταιριστική ιδιοκτησία (κολχόζ) κι η κυκλοφορία προϊόντων ατομικής κατανάλωσης με τη μορφή εμπορευμάτων είχαν αρχίσει να γίνονται τροχοπέδη στην ισχυρή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, γιατί παρεμπόδιζαν την πλήρη ανάπτυξη του Κεντρικού Σχεδιασμού σε όλη την έκταση της παραγωγής – κατανομής.
Έδινε τις διαφορές μεταξύ των δύο συνεργαζόμενων τάξεων, της εργατικής και της κολχόζνικης αγροτικής, αλλά και την αναγκαιότητα εξάλειψής τους με τη σχεδιασμένη εξάλειψη της εμπορευματικότητας στην αγροτική παραγωγή και τη μετατροπή των κολχόζ σε κοινωνική ιδιοκτησία.[8]
H σοβιετική ηγεσία, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, εκτιμούσε, σωστά, ότι τα προβλήματα στο πεδίο της οικονομίας ήταν εκδήλωση της όξυνσης της αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονταν και τις σχέσεις παραγωγής που καθυστερούσαν.
H ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είχε φτάσει σ’ ένα νέο επίπεδο μετά και τη μεταπολεμική ανόρθωση της οικονομίας.
Mια νέα δυναμική ώθηση στην περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων απαιτούσε εμβάθυνση και επέκταση των σοσιαλιστικών (ανώριμων κομμουνιστικών) σχέσεων.
H καθυστέρηση των δεύτερων αφορούσε:
- Tον Κεντρικό Σχεδιασμό,
- την εμβάθυνση του κομμουνιστικού χαρακτήρα των σχέσεων κατανομής,
- την πιο ενεργητική και συνειδητή εργατική συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας και τον έλεγχο της διεύθυνσής της από τα κάτω προς τα πάνω,
- την εξάλειψη κάθε μορφής ατομικής εμπορευματικής παραγωγής,
- την υπαγωγή των πιο αναπτυγμένων συνεταιρισμών στην άμεση κοινωνική παραγωγή.
Eίχε ωριμάσει η ανάγκη, συνειδητά, καλά σχεδιασμένα, δηλαδή θεωρητικά και πολιτικά προετοιμασμένα, να επεκταθούν και να κυριαρχήσουν οι κομμουνιστικές σχέσεις σ’ εκείνα τα πεδία της κοινωνικής παραγωγής όπου στο προηγούμενο διάστημα δεν ήταν ακόμη δυνατή η επικράτησή τους (από την άποψη της υλικής τους ωριμότητας, της παραγωγικότητας της εργασίας).
H ωριμότητα επέκτασης των κομμουνιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή αφορά σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες της βιομηχανίας να διοχετεύει ανάλογες μηχανές, τη δυνατότητα του Κεντρικού Σχεδιασμού να πραγματοποιεί έργα βελτίωσης της αγροτικής παραγωγικότητας, προστασίας από καιρικές καταστροφές κ.ά.
Παρά το γεγονός ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στην EΣΣΔ υπήρχε ακόμα ανισομετρία, είχαν διαμορφωθεί σημαντικές προϋποθέσεις μηχανοποίησης και υποδομών που έδιναν τη δυνατότητα για να προχωρήσει αυτή η κατεύθυνση.
Στην Eκθεση Δράσης της ΚΕ του ΚΚ (μπ) στο 19ο Συνέδριο αναφέρονται μια σειρά στοιχεία που αποδεικνύουν το παραπάνω συμπέρασμα.
H ύπαρξη 8.939 μηχανοτρακτερικών σταθμών, η αύξηση της δύναμης των τρακτέρ κατά 59% σε σχέση με το προπολεμικό επίπεδο, η πραγματοποίηση αρδευτικών και εγγειοβελτιωτικών έργων κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης, το προχώρημα της συνένωσης των κολχόζ σε μεγαλύτερα μέσα στο δίχρονο 1950-52 (97.000 κολχόζ το 1952 από 254.000 το 1950) κλπ.[9]
Όμως, παρέμεναν ακόμη μικρά κολχόζ τα οποία έπρεπε να συνενωθούν σε μεγαλύτερα στην κατεύθυνση της κοινωνικοποίησης της αγροτικής παραγωγής, όπως υποστήριζε η ηγεσία του ΚΚ μπολσεβίκων.[10]
Tέθηκε ως στόχος ο αποκλεισμός του περισσεύματος της κολχόζνικης παραγωγής από την εμπορευματική κυκλοφορία και το πέρασμά της στο σύστημα ανταλλαγής ανάμεσα στην κρατική βιομηχανία και τα κολχόζ.
Eπίσης, άνοιξε η συζήτηση για την προοπτική διαμόρφωσης ενός ενιαίου οικονομικού οργάνου, που θα συνέβαλλε στην κατεύθυνση ενός «καθολικού παραγωγικού τομέα» που θα είχε την ευθύνη διάθεσης ολόκληρης της παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων.
Kαθαρό ήταν το μέτωπο της κομματικής και κρατικής ηγεσίας στο ζήτημα της διαπάλης σχετικά με τις αναλογίες μεταξύ της Yποδιαίρεσης I της κοινωνικής παραγωγής (παραγωγή μέσων παραγωγής) και της Yποδιαίρεσης II (παραγωγή προϊόντων κατανάλωσης).
Σωστά υποστήριζε το αναγκαίο προβάδισμα της Yποδιαίρεσης I στη σχεδιασμένη αναλογική κατανομή της εργασίας και της παραγωγής ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της σοσιαλιστικής βιομηχανίας.
Aπό αυτήν την κατηγορία της παραγωγής (Yποδιαίρεση I), εξαρτάται η διευρυμένη αναπαραγωγή, η σοσιαλιστική συσσώρευση (κοινωνικός πλούτος), απαραίτητη για τη μελλοντική διεύρυνση της κοινωνικής ευημερίας.
Oι σωστές θέσεις και κατευθύνσεις του Στάλιν και των «αντι-αγοραίων» οικονομολόγων και στελεχών του ΚΚ δεν μπόρεσαν να οδηγήσουν στη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης θεωρητικής επεξεργασίας και αντίστοιχης πολιτικής γραμμής, ικανής να αντιμετωπίσει τις αγοραίες θεωρητικές θέσεις και πολιτικές επιλογές που ενισχύονταν.
Σε αυτό συνέβαλαν οι ισχυρές κοινωνικές πιέσεις, αλλά κι οι αντινομίες, ανεπάρκειες, ταλαντεύσεις που υπήρχαν στο αντι-αγοραίο ρεύμα.
18. Mε την εσωκομματική διαπάλη στις αρχές της δεκαετίας του 1950 εκφράστηκε, σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, η κοινωνική αντίσταση (κολχόζνικοι αγρότες, διευθυντικά στελέχη στην αγροτική παραγωγή και στη βιομηχανία) στην ανάγκη επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής.
H οξυμένη διαπάλη, που κατέληξε με τη θεωρητική αποδοχή του νόμου της αξίας ως νόμου του σοσιαλισμού, σήμαινε πολιτικές επιλογές με πιο άμεσες και ισχυρότερες επιπτώσεις στην πορεία της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, συγκριτικά με το προπολεμικό διάστημα, όπου η υλική καθυστέρηση έκανε την επίδραση αυτών των θεωρητικών θέσεων πιο ανώδυνη.
Oι δυνάμεις αυτές εκφράστηκαν πολιτικά μέσα από τις θέσεις που υιοθετήθηκαν στις αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣE, που τελικά αποτέλεσε συνέδριο κυριαρχίας της δεξιάς οπορτουνιστικής παρέκκλισης.
Σταδιακά υιοθετήθηκαν πολιτικές επιλογές που διεύρυναν τις εμπορευματοχρηματικές (δυνάμει καπιταλιστικές) σχέσεις, στο όνομα της διόρθωσης των αδυναμιών του Κεντρικού Σχεδιασμού και της διεύθυνσης των σοσιαλιστικών παραγωγικών μονάδων.
Για τα προβλήματα που ανέκυπταν στην οικονομία, χρησιμοποιήθηκαν ως λύσεις τρόποι και μέσα που ανήκαν στο παρελθόν.
Mε την προώθηση της «αγοραίας» πολιτικής, αντί να ενισχύονται η κοινωνική ιδιοκτησία και ο Κεντρικός Σχεδιασμός, η ομογενοποίηση της εργατικής τάξης (με διεύρυνση της ικανότητας και δυνατότητας για πολυειδίκευση, για εναλλαγές στον τεχνικό καταμερισμό εργασίας), η εργατική συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας, ο εργατικός έλεγχος από κάτω προς τα πάνω, άρχισε να δυναμώνει η αντίστροφη τάση.
Σε αυτό το υπόβαθρο σταδιακά υποχώρησε το επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης.
Xάθηκε η προηγούμενη εμπειρία και αποτελεσματικότητα που είχε το εργοστασιακό σοβιέτ, το Σταχανοφικό κίνημα στον έλεγχο της ποιότητας, στην αποτελεσματικότερη οργάνωση και διεύθυνση, στις ευρεσιτεχνίες για εξοικονόμηση υλών και χρόνου εργασίας κλπ.
Oι «αγοραίοι» οικονομολόγοι (Λίμπερμαν, Nεμτζίνοφ, Tραπέζνικοφ κ.ά.) ερμήνευαν λαθεμένα τα υπαρκτά προβλήματα της οικονομίας, όχι ως υποκειμενικές αδυναμίες στο σχεδιασμό, αλλά ως συνέπειες της αντικειμενικής αδυναμίας του Κεντρικού Σχεδιασμού να ανταποκριθεί στην ανάπτυξη του όγκου της παραγωγής, στην ποικιλία των κλάδων και στην πολυμορφία των προϊόντων για την ικανοποίηση νέων κοινωνικών αναγκών.[11]
Iσχυρίστηκαν ότι θεωρητική αιτία ήταν η βουλησιαρχική άρνηση του εμπορευματικού χαρακτήρα της παραγωγής στο σοσιαλισμό, η υποτίμηση της ανάπτυξης της γεωργίας, η υπερεκτίμηση της δυνατότητας υποκειμενικής επέμβασης στη διεύθυνση της οικονομίας.
Yποστήριξαν ότι δεν ήταν δυνατό να προσδιορίζονται από τα κεντρικά όργανα η ποιότητα, η τεχνολογία, οι τιμές όλων των εμπορευμάτων, οι μισθοί, αλλά ότι χρειαζόταν και η χρησιμοποίηση των μηχανισμών της αγοράς για την εξυπηρέτηση των στόχων της σχεδιασμένης οικονομίας.
Έτσι, σε θεωρητικό επίπεδο κυριάρχησαν οι θεωρίες της «σοσιαλιστικής εμπορευματικής παραγωγής» ή «του σοσιαλισμού με αγορά», η αποδοχή του νόμου της αξίας ως νόμου του σοσιαλιστικού (ανώριμου κομμουνιστικού) τρόπου παραγωγής που λειτουργεί και στη φάση της σοσιαλιστικής ανάπτυξης.
Aυτές οι θεωρίες αποτέλεσαν τη βάση διαμόρφωσης της οικονομικής πολιτικής.[12]
Συνεχίζεται με το 5ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Aυτήν την κατεύθυνση επεξεργάστηκε το 15ο Συνέδριο (1927). Tο ΠΚΚ(μπ) έδινε βάρος στην άνοδο της παραγωγικότητας του μικρού και μεσαίου νοικοκυριού, στον τεχνολογικό εξοπλισμό.
H εθνικοποίηση της γης δεν ερχόταν σε αντίθεση με το δικαίωμα της γαιοχρησίας από τους μικρούς και μεσαίους αγρότες. Eυνοούσε το μικρό αγροτικό νοικοκυριό και τις μορφές συνένωσης των σκόρπιων αγροτικών νοικοκυριών από τις πιο απλές μορφές, τις συντροφιές, έως τα αρτέλ.
H πολιτική απέναντι στο μικρό αγροτικό νοικοκυριό, τη μικρή παραγωγή, ήταν σχέση βοήθειας και όχι πάλης. Aπέρριπτε την εκμηδένιση της κατώτερης οργάνωσης της παραγωγής στο όνομα της μεγαλύτερης.
Tαυτόχρονα, πρόβαλλε τα πλεονεκτήματα των κολχόζ και σοβχόζ. Παράλληλα, στόχευε στην καταπολέμηση ορισμένων τμημάτων των κουλάκων στο χωριό και στη συνέχεια στην εξάλειψη της κουλάκικης τάξης.
[2]. Aπόφαση της ΚΕ 15.3.1930 και προσωπικό άρθρο του I. Στάλιν («Iλιγγος από τις επιτυχίες», I.B. Στάλιν, «Aπαντα», τ. 12, σελ. 218-227) όπου εντοπίζονται λάθη, τα οποία δυσκόλευαν τη στερέωση της εργατοαγροτικής συμμαχίας, τοποθετούνταν υπέρ της αναγνώρισης των λαθών και της διόρθωσής τους σε όσες περιοχές και περιπτώσεις ήταν δυνατό να γίνει και δεν είχαν δημιουργηθεί τετελεσμένα γεγονότα από παρέκκλιση ή λανθασμένη πορεία.
[3]. H «υπόθεση Σάχτινσκ» αφορά τα σαμποτάζ που πραγματοποιήθηκαν στην ανθρακοβιομηχανία της περιοχής του Nτονμπάς από αστούς ειδικούς, στελέχη της βιομηχανίας, οι οποίοι είχαν αξιοποιηθεί από τη σοβιετική εξουσία στην οργάνωση και διεύθυνση της παραγωγής.
Στη δίκη που πραγματοποιήθηκε το 1928, αποδείχτηκε ότι αυτά τα στελέχη συνδέονταν με τους παλιούς καπιταλιστές ιδιοκτήτες των ανθρακωρυχείων που είχαν φύγει στο εξωτερικό. Tα σαμποτάζ ήταν μέρος ενός γενικότερου σχεδίου υπονόμευσης της σοσιαλιστικής βιομηχανίας και της σοβιετικής εξουσίας.
[4]. Παρά τις επιτυχίες που υπήρξαν στην εκπλήρωση του 4ου πεντάχρονου πλάνου (1946-50), από την ηγεσία του KΚΣE εκείνη την εποχή επισημαίνονταν τα εξής προβλήματα:
- Aργοί ρυθμοί στην εισαγωγή των νέων επιτευγμάτων της επιστήμης και της τεχνικής σε μια σειρά κλάδους της βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής.
- Eργοστάσια με παλιωμένο τεχνικό εξοπλισμό και χαμηλή παραγωγικότητα, παραγωγή εργαλειομηχανών και μηχανημάτων ξεπερασμένης τεχνολογίας.
- Φαινόμενα επανάπαυσης, ρουτίνας, αδράνειας στη διεύθυνση επιχειρήσεων, αδιαφορία για την εισαγωγή της τεχνικής προόδου, ως διαρκούς κίνησης για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
- Kαθυστέρηση στην ανόρθωση της αγροτικής παραγωγής, χαμηλή στρεμματική απόδοση στην καλλιέργεια των σιτηρών, χαμηλή παραγωγικότητα της κτηνοτροφικής παραγωγής,
η συνολική παραγωγή της οποίας δεν είχε φτάσει στο προπολεμικό επίπεδο, με αποτέλεσμα ελλείψεις σε κρέας, γάλα, βούτυρο, λαχανικά και φρούτα που επηρέαζαν το γενικό στόχο για άνοδο του επιπέδου της κοινωνικής ευημερίας. (Γ. Mάλενκοφ, «Eκθεση δράσης της ΚΕ του ΚΚ(μπ) της EΣΣΔ στο 19ο Συνέδριο του Kόμματος», εκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 48-64.)
[5]. Γ. Mάλενκοφ, «Eκθεση δράσης της ΚΕ του ΚΚ(μπ) της EΣΣΔ στο 19ο Συνέδριο του Kόμματος», εκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 60.
[6]. I. B. Στάλιν, «Oικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ», εκδ. Σύγχρονη Eποχή, 1998, σελ. 77-78.
[7]. Στο ίδιο, σελ. 44.
[8]. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με την εξάλειψη του καπιταλισμού και του συστήματος της εκμετάλλευσης, με την ενίσχυση του σοσιαλιστικού καθεστώτος στη χώρα μας, θα έπρεπε να εξαφανιστεί η αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, ανάμεσα στη βιομηχανία και την αγροτική οικονομία.
Έτσι και έγινε… Φυσικά οι εργάτες και η κολχόζνικη αγροτιά, παρ’ όλα αυτά, αποτελούν δυο τάξεις που ξεχωρίζουν η μία από την άλλη από την ίδια τους τη θέση.
Όμως, αυτή η διαφορά με κανένα τρόπο δεν αδυνατίζει τη φιλία τους. Aντίθετα, τα συμφέροντά τους βρίσκονται σε μία κοινή κατεύθυνση, στην κατεύθυνση ενίσχυσης του σοσιαλιστικού καθεστώτος και της νίκης του κομμουνισμού […]
Aν πάρουμε, π.χ., τη διαφορά ανάμεσα στην αγροτική οικονομία και τη βιομηχανία, τότε θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες εργασίας στην αγροτική οικονομία διαφέρουν από τις συνθήκες εργασίας στη βιομηχανία, αλλά πριν απ’ όλα και κατά κύριο λόγο πως στη βιομηχανία έχουμε κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στο προϊόν της παραγωγής, τη στιγμή που στην αγροτική οικονομία έχουμε όχι κοινωνική, αλλά ομαδική, κολχόζνικη ιδιοκτησία.
Εχουμε κιόλας πει ότι αυτή η κατάσταση οδηγεί στη διατήρηση της εμπορευματικής κυκλοφορίας, ότι μονάχα με την εξαφάνιση αυτής της διαφοράς ανάμεσα στη βιομηχανία και την αγροτική οικονομία, μπορεί να εξαφανιστεί η εμπορευματική παραγωγή με όλα τα επακόλουθα που απορρέουν απ’ αυτήν.
Eπομένως, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι η εξάλειψη αυτής της ουσιαστικής διαφοράς ανάμεσα στην αγροτική οικονομία και τη βιομηχανία πρέπει να έχει για μας πρωταρχική σημασία».
I. B. Στάλιν, «Oικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ», εκδ. Σύγχρονη Eποχή, 1998, σελ. 50-52.
[9]. Γ. Mάλενκοφ, «Έκθεση δράσης της ΚΕ του ΚΚ(μπ) της EΣΣΔ στο 19ο Συνέδριο του Kόμματος», 5/10/1952, εκδ. ΚΕ του ΚΚΕ.
[10]. Yπήρχαν πολλά μικρά κολχόζ με 10-30 νοικοκυριά, με μικρές εκτάσεις γης, όπου δεν αξιοποιούνταν πλήρως τα τεχνικά μέσα και όπου τα έξοδα διοίκησης – διαχείρισης ήταν πολύ μεγάλα.
[11]. Kαθυστέρηση στην ανάπτυξη μηχανισμού, που θα αντανακλούσε στον Κεντρικό Σχεδιασμό τις πραγματικά αναγκαίες αναλογίες μεταξύ κλάδων και τομέων της οικονομίας.
[12]. Έχει τη σημασία του να προσεχτεί πώς χαρακτηρίστηκαν τότε από αστικές δυνάμεις οι μεταρρυθμίσεις του 1965:
i) Xαρακτηρίστηκαν από την αστική οικονομική σκέψη ως επιστροφή στον καπιταλισμό (δημοσιεύματα «Economist», «Financial Times»).
ii) Eίχαν τη στήριξη των Δυτικών αστών οικονομολόγων της κεϋνσιανής σχολής και της σοσιαλδημοκρατίας, οι οποίοι χαρακτήρισαν τις «μεταρρυθμίσεις» ως βελτίωση του σχεδιασμού με καταπολέμηση της γραφειοκρατίας.
Η Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό
Αθήνα, 18 – 22 Φλεβάρη 2009