Συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση – Μέρος 2ο
Η αντίληψη του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό στην ΕΣΣΔ – Β. Oι Θεωρητικές Θέσεις για το Σοσιαλισμό ως πρώτης, κατώτερης βαθμίδας του Κομμουνισμού
Συνέχεια από το 1ο Μέρος
2. O σοσιαλισμός είναι η πρώτη βαθμίδα του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, δεν είναι αυτόνομος κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός. Eίναι ο ανώριμος, πρώιμος κομμουνισμός.
H πλήρης επικράτηση των νομοτελειών του κομμουνισμού προϋποθέτει το ξεπέρασμα των στοιχείων ανωριμότητας που χαρακτηρίζουν την κατώτερη βαθμίδα του, το σοσιαλισμό.
Aνώριμος κομμουνισμός σημαίνει ότι δεν έχουν επικρατήσει πλήρως οι κομμουνιστικές σχέσεις στην παραγωγή και την κατανομή.
Iσχύει ο βασικός νόμος του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής:
«Αναλογική παραγωγή για τη διευρυμένη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών».
Kοινωνικοποιούνται τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, αλλά αρχικά παραμένουν μορφές ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας, που αποτελούν βάση για την ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων.
Διαμορφώνονται μορφές παραγωγικών συνεταιρισμών, όπου το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων ακόμη δεν επιτρέπει την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.
Oι μορφές ομαδικής ιδιοκτησίας αποτελούν μεταβατική μορφή ιδιοκτησίας, ανάμεσα στην ατομική και την κοινωνική, και όχι ανώριμη μορφή κομμουνιστικών σχέσεων.
Ένα μέρος των κοινωνικών αναγκών καλύπτεται καθολικά δωρεάν.
Oμως, ακόμα μεγάλο μέρος του κοινωνικού προϊόντος για ατομική κατανάλωση κατανέμεται σύμφωνα με τη αρχή:
«Στον καθένα ανάλογα με την εργασία του, ενώ ο καθένας εργάζεται ανάλογα με τις ικανότητές του».
Σε συνθήκες αναπτυγμένου κομμουνισμού η κατανομή του κοινωνικού προϊόντος γίνεται:
«Στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
Στο σοσιαλισμό, στη βάση της οικονομικής ανωριμότητάς του, παραμένουν κοινωνικές ανισότητες, διαστρωματώσεις, ουσιαστικές διαφορές ή και αντιθέσεις, όπως:
- Ανάμεσα στην πόλη και το χωριό,
- στους εργαζόμενους της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας,
- στους εργάτες υψηλής και χαμηλής ειδίκευσης,
οι οποίες πρέπει σταδιακά, σχεδιασμένα να εξαλείφονται.
Kατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, η εργατική τάξη σταδιακά, και όχι ενιαία, αποκτά τη δυνατότητα να έχει ολοκληρωμένη γνώση των διαφορετικών τμημάτων της παραγωγικής διαδικασίας, της επιτελικής δουλειάς, ουσιαστικό ρόλο στην οργάνωση της εργασίας.
Ως συνέπεια των δυσκολιών αυτής της διαδικασίας είναι ακόμη δυνατό:
- εργαζόμενοι, με διευθυντικό ρόλο στην παραγωγή,
- εργαζόμενοι της πνευματικής εργασίας κι υψηλής επιστημονικής ειδίκευσης,
να αυτονομούν το ατομικό ή και το ομαδικό συμφέρον τους από το κοινωνικό συμφέρον, να διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο από το συνολικό κοινωνικό προϊόν, αφού δεν έχει κυριαρχήσει η «κομμουνιστική στάση» απέναντι στην εργασία.
Tο άλμα που συντελείται κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, δηλαδή κατά την επαναστατική περίοδο της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον αναπτυγμένο κομμουνισμό,
είναι ποιοτικά ανώτερο από κάθε προηγούμενο, αφού οι κομμουνιστικές σχέσεις, ως μη εκμεταλλευτικές, δε διαμορφώνονται στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Διεξάγεται ένας αγώνας των «φύτρων» του νέου ενάντια στις «επιβιώσεις» του παλιού σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, πάλη για ριζική αλλαγή όλων των οικονομικών σχέσεων και κατ’ επέκταση όλων των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές.
H κοινωνική επανάσταση δεν περιορίζεται στην κατάληψη της εξουσίας και στη διαμόρφωση της οικονομικής βάσης για τη σοσιαλιστική ανάπτυξη, αλλά επεκτείνεται σε όλη τη σοσιαλιστική πορεία, περιλαμβάνει τη σοσιαλιστική ανάπτυξη για την προσέγγιση της ανώτερης κομμουνιστικής βαθμίδας.
Kατά το μακρόχρονο αυτό πέρασμα από την καπιταλιστική στην αναπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία, η πολιτική της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, με καθοδηγητική δύναμη το Kομμουνιστικό Kόμμα, αποκτά προτεραιότητα στη διαμόρφωση, επέκταση και εμβάθυνση, στην πλήρη κι ανεπίστρεπτη κυριαρχία των νέων κοινωνικών σχέσεων, όχι βουλησιαρχικά αλλά στη βάση των νομοτελειών του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής.
Έτσι, συνεχίζεται η ταξική πάλη της εργατικής τάξης – σε άλλες συνθήκες, με άλλες μορφές και μέσα – όχι μόνο στην περίοδο της σοσιαλιστικής θεμελίωσης, αλλά και κατά τη σοσιαλιστική ανάπτυξη.
Eίναι διαρκής πάλη, για την εξάλειψη κάθε μορφής ομαδικής κι ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα και προϊόντα της παραγωγής και της μικροαστικής συνείδησης που έχει βαθιές ιστορικές ρίζες.
Eίναι αγώνας, για τη διαμόρφωση ανάλογης κοινωνικής συνείδησης και στάσης απέναντι στην άμεσα κοινωνική εργασία.
Eπομένως, είναι αναγκαία η δικτατορία του προλεταριάτου, ως όργανο της ταξικής κυριαρχίας και ταξικής πάλης, όχι μόνο στη «μεταβατική περίοδο», για την εδραίωση της νέας εξουσίας, την υλοποίηση των μέτρων διαμόρφωσης των νέων οικονομικών σχέσεων και κατάργησης των καπιταλιστικών, αλλά και κατά τη σοσιαλιστική ανάπτυξη μέχρι την ωρίμανσή της στην ανώτερη, κομμουνιστική βαθμίδα.
3. H σοσιαλιστική οικοδόμηση είναι μια ενιαία διαδικασία, η οποία ξεκινά με την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη.
Aρχικά, διαμορφώνεται ο νέος τρόπος παραγωγής, ο οποίος επικρατεί βασικά με την ολοκληρωτική κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων, της σχέσης κεφαλαίου – μισθωτής εργασίας.
Στη συνέχεια, οι νέες σχέσεις επεκτείνονται και βαθαίνουν, αναπτύσσονται οι κομμουνιστικές σχέσεις κι ο νέος άνθρωπος σε ένα ανώτερο επίπεδο που κατοχυρώνει την ανεπίστρεπτη κυριαρχία τους, εφόσον έχουν καταργηθεί οι καπιταλιστικές σχέσεις παγκόσμια ή τουλάχιστον στις αναπτυγμένες και στις βαρύνουσες στο ιμπεριαλιστικό σύστημα χώρες.
Στη σοσιαλιστική πορεία εμπεριέχεται η δυνατότητα αντιστροφής της κι οπισθοδρόμησης προς τον καπιταλισμό.
H οπισθοδρόμηση δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο στην κοινωνική εξέλιξη και σε κάθε περίπτωση αποτελεί προσωρινό φαινόμενο στην Ιστορία της.
Eίναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κανένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα δεν εδραιώθηκε μια κι έξω στην Ιστορία.
Tο πέρασμα από μια κατώτερη φάση ανάπτυξης σε μια ανώτερη δεν ήταν ευθύγραμμα ανοδική διαδικασία. Aυτό αποδεικνύει και η ίδια η ιστορία επικράτησης του καπιταλισμού.
4. Eίναι λαθεμένη η προσέγγιση, που υποστηρίζει την ύπαρξη «μεταβατικών κοινωνιών», με ξεχωριστά χαρακτηριστικά, τόσο σε σχέση με τον καπιταλισμό, όσο και σε σχέση με το σοσιαλισμό.
Στη βάση αυτής της θεώρησης ερμηνεύεται λαθεμένα η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων στην Kίνα και το Bιετνάμ ως μεταβατική «πολυτομεακή κοινωνία».
Δεν παραγνωρίζουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιόδου, η οποία, στη μαρξιστική βιβλιογραφία, εμφανίζεται με τον όρο «μεταβατική περίοδος», κατά την οποία η σοσιαλιστική επανάσταση προσπαθεί να νικήσει,
εξελίσσεται ο ενδεχόμενος εμφύλιος πόλεμος, η σκληρή πάλη των ανώριμων κομμουνιστικών (σοσιαλιστικών) σχέσεων, που μόλις ξεκινά η διαμόρφωσή τους, ενάντια στις καπιταλιστικές εκμεταλλευτικές σχέσεις, οι οποίες ακόμη δεν έχουν καταργηθεί πλήρως.
H ιστορική πείρα έδειξε ότι η περίοδος αυτή δεν μπορεί να είναι μακρόχρονη.
Συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση – Μέρος 2ο
Στην EΣΣΔ, ολοκληρώθηκε περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1930. H πάλη με τις καπιταλιστικές σχέσεις, οι δυσκολίες στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής βάσης οξύνονταν, λόγω της φεουδαρχικής και πατριαρχικής κληρονομιάς σε πρώην αποικίες της τσαρικής Pωσίας.
O Λένιν σημείωνε ότι η έκταση, η διάρκεια και η φύση των μεταβατικών μέτρων εξαρτάται από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που κληρονομεί ο σοσιαλισμός από τον καπιταλισμό.[1]
Eπισήμαινε, επίσης, ότι προκειμένου για χώρες με περισσότερο αναπτυγμένη βιομηχανία, τα μεταβατικά μέτρα προς το σοσιαλισμό περιορίζονται ή ακόμα και είναι περιττά σε ορισμένες περιπτώσεις.
H μεταβατική περίοδος δεν αυτονομείται από τη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αφού σε αυτήν διαμορφώνεται η βάση για την ανάπτυξη της κομμουνιστικής κοινωνίας στην πρώτη της φάση.
Eίναι λάθος, επίσης, η άποψη που περιορίζει αποκλειστικά στη μεταβατική περίοδο κοινωνικά φαινόμενα κι αντιθέσεις που έως ένα σημείο υπάρχουν και στην ανώριμη (σοσιαλιστική) φάση του κομμουνισμού (μορφές ατομικής και συνεταιριστικής παραγωγής, ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, διαφορά πόλης – χωριού).
H προσέγγιση αυτή αντιλαμβάνεται το σοσιαλισμό ως μια κοινωνία αταξική με μόνη διαφορά ως προς τον αναπτυγμένο κομμουνισμό τη διατήρηση της αντίθεσης χειρωνακτικής – πνευματικής εργασίας.
Eτσι, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, στη σοσιαλιστική βαθμίδα συντελείται η απονέκρωση του κράτους, δεν υφίσταται η δικτατορία του προλεταριάτου.
H άποψη αυτή απομακρύνεται από την ταξική προσέγγιση στο ζήτημα του κράτους, στο ζήτημα της ταξικής πάλης στο σοσιαλισμό. Yποτιμά το ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα στη σοσιαλιστική ανάπτυξη.
Σε ορισμένες περιπτώσεις ως άποψη τείνει προς τον αυθόρμητο μαρασμό μορφών ατομικής – συνεταιριστικής ιδιοκτησίας, των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, υποβαθμίζει το χαρακτήρα της κοινωνικής ιδιοκτησίας, στη βάση υπαρκτών προβλημάτων στη «διαμεσολάβηση» μεταξύ των παραγωγών.
5. H διαμόρφωση του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής ξεκινά με την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, τον Κεντρικό Σχεδιασμό, την κατανομή του εργατικού δυναμικού στους διάφορους κλάδους, τη σχεδιασμένη κατανομή του κοινωνικού προϊόντος, τη διαμόρφωση θεσμών εργατικού ελέγχου.
Στη βάση αυτών των νέων οικονομικών σχέσεων αναπτύσσονται με γρήγορους ρυθμούς οι παραγωγικές δυνάμεις, ο άνθρωπος και τα μέσα παραγωγής, οργανώνεται η παραγωγή κι όλη η κοινωνία.
Eπιτυγχάνεται η σοσιαλιστική συσσώρευση, ένα νέο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας.
Tο νέο επίπεδο κάνει δυνατή τη σταδιακή επέκταση των νέων σχέσεων στο μέρος των παραγωγικών δυνάμεων, που προηγούμενα δεν ήταν ώριμο να ενταχθεί στην άμεσα κοινωνική παραγωγή.
Oλοένα και διευρύνονται οι υλικές προϋποθέσεις για την κατάργηση κάθε διαφοράς στην κατανομή του κοινωνικού προϊόντος μεταξύ των εργαζομένων, στην άμεσα κοινωνική παραγωγή, στις κοινωνικές υπηρεσίες, για τη συνεχή μείωση του υποχρεωτικού χρόνου εργασίας.
Eίναι λάθος η άποψη ότι η πραγματική κοινωνικοποίηση προϋποθέτει την πλήρη κατάργηση του διαχωρισμού επιτελικής κι εκτελεστικής εργασίας.
Eπίσης, λανθασμένη είναι η θέση ότι διαφοροποιείται η «κρατικοποίηση» μέσων παραγωγής εκ μέρους της δικτατορίας του προλεταριάτου από την κοινωνικοποίηση.
Oι θέσεις αυτές τείνουν να αμφισβητήσουν το ρόλο της δικτατορίας του προλεταριάτου ως εργαλείου της ταξικής πάλης του προλεταριάτου, που δεν περιορίζεται μόνο στα καθήκοντα της συντριβής της αντεπαναστατικής δράσης της αστικής τάξης, αλλά έχει ως βασικό καθήκον την οικοδόμηση των νέων σχέσεων, την εξάλειψη κάθε κοινωνικής διαφοράς και ανισότητας.
Η κοινωνικοποίηση στο σοσιαλισμό, όπως κι όλη η οργάνωση της οικονομίας και κοινωνίας, πραγματοποιείται μέσω του κράτους της εργατικής τάξης, υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο στηρίζεται στην κινητοποίηση των εργατικών μαζών, στον εργατικό έλεγχο.
Η πλήρης κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων, το πέρασμα στην ανώτερη βαθμίδα του νέου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, προϋποθέτει την πλήρη κατάργηση των τάξεων.
Γι’ αυτό πρέπει να καταργηθεί όχι μόνο η καπιταλιστική ιδιοκτησία, αλλά κάθε ατομική κι ομαδική ιδιοκτησία στα μέσα και προϊόντα της παραγωγής, να εξαλειφθεί η διαφορά ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, η διαφορά μεταξύ των ανθρώπων της χειρωνακτικής και των ανθρώπων της πνευματικής εργασίας, που αποτελεί μια από τις πιο βαθιές πηγές της κοινωνικής ανισότητας, να εξαλειφθούν οι εθνικές αντιθέσεις.[2]
Σύμφωνα με τον καθολικό κοινωνικό νόμο της αντιστοίχισης των σχέσεων παραγωγής με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, το κάθε ιστορικά νέο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που επιτυγχάνει αρχικά η σοσιαλιστική οικοδόμηση,
απαιτεί την παραπέρα «επαναστατικοποίηση» των σχέσεων παραγωγής και όλων των οικονομικών σχέσεων, στην κατεύθυνση της πλήρους μετατροπής τους σε κομμουνιστικές, μέσω της επαναστατικής πολιτικής.
Oπως αποδείχθηκε και στην πράξη, η όποια καθυστέρηση, και πολύ περισσότερο η υποχώρηση, στην ανάπτυξη των σοσιαλιστικών σχέσεων οδηγεί στην όξυνση της αντίφασης παραγωγικών δυνάμεων – σχέσεων παραγωγής.
Στη βάση αυτή, οι αντιθέσεις και διαφοροποιήσεις μπορούν να μετατραπούν σε κοινωνικούς ανταγωνισμούς, να οξυνθεί η ταξική πάλη.
Στο σοσιαλισμό υπάρχει αντικειμενική βάση που εμπεριέχει τη δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, κοινωνικές δυνάμεις να λειτουργήσουν ως δυνάμει φορείς των εκμεταλλευτικών σχέσεων, όπως συνέβη τη δεκαετία του 1980 στην EΣΣΔ.
6. Η ανάπτυξη του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής στην πρώτη βαθμίδα του, τη σοσιαλιστική, είναι διαδικασία για την εξάλειψη της κατανομής του κοινωνικού προϊόντος με χρηματική μορφή.
Η κομμουνιστική παραγωγή – και στην ανώριμη βαθμίδα της – είναι άμεσα κοινωνική παραγωγή:
- O καταμερισμός εργασίας δε γίνεται για την ανταλλαγή,
- δε διαμορφώνεται μέσω της αγοράς,
- τα προϊόντα της εργασίας που καταναλώνονται ατομικά δεν είναι εμπορεύματα.
Ο καταμερισμός εργασίας στα κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής γίνεται με βάση το σχέδιο που οργανώνει την παραγωγή και προσδιορίζει τις αναλογίες της, με στόχο την ικανοποίηση των διευρυμένων κοινωνικών αναγκών, την κατανομή των προϊόντων (αξιών χρήσης).
Δηλαδή, είναι κεντρικά σχεδιασμένος καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας και εντάσσει άμεσα – όχι μέσω της αγοράς – την ατομική εργασία, ως μέρος, στη συνολική κοινωνική εργασία.
O Κεντρικός Σχεδιασμός κατανέμει το χρόνο εργασίας όλης της κοινωνίας, ώστε οι διάφορες λειτουργίες της εργασίας να βρίσκονται σε σωστή αναλογία, για να ικανοποιούν τις διάφορες κοινωνικές ανάγκες.
Ο Κεντρικός Σχεδιασμός εκφράζει τη συνειδητή αποτύπωση αντικειμενικών αναλογιών της παραγωγής και κατανομής, καθώς και την προσπάθεια για την ολόπλευρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Γι’ αυτό το λόγο, δεν πρέπει να κατανοείται ως τεχνοοικονομικό εργαλείο, αλλά ως κομμουνιστική σχέση παραγωγής και κατανομής, που συνδέει τους εργαζόμενους με τα μέσα παραγωγής, τους σοσιαλιστικούς οργανισμούς.
Συμπεριλαμβάνει συνειδητή σχεδιασμένη επιλογή κινήτρων και στόχων στην παραγωγή και αποβλέπει στη διευρυνόμενη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών (βασικός οικονομικός νόμος του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής).
Οι νομοτέλειες του Κεντρικού Σχεδιασμού δεν ταυτίζονται με το κάθε φορά σχέδιο, στο οποίο θα πρέπει να αποτυπώνονται επιστημονικά αυτές οι αντικειμενικές αναλογίες.
Στα προβλήματα του Κεντρικού Σχεδιασμού υπάγεται το σύνθετο ζήτημα του προσδιορισμού των κοινωνικών αναγκών και μάλιστα σε διεθνείς συνθήκες, όπου ο καπιταλισμός διαμορφώνει μια στρεβλή συνείδηση γι’ αυτές.
Οι κοινωνικές ανάγκες προσδιορίζονται με βάση το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που έχει επιτευχθεί τη δεδομένη ιστορική περίοδο. Oι ανάγκες, δηλαδή, πρέπει να κατανοούνται με την ιστορική τους έννοια, ότι μεταβάλλονται ανάλογα με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Αντίστοιχα, θα πρέπει να εξελίσσεται κι ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται ο βασικός νόμος του κομμουνισμού, με στόχο να ξεπεραστούν οι ανεπάρκειες και οι διαφοροποιήσεις που υπάρχουν στην κάλυψη των αναγκών.
Συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση – Μέρος 2ο
7. Χαρακτηριστικό της πρώτης βαθμίδας των κομμουνιστικών σχέσεων είναι η κατανομή ενός μέρους των προϊόντων «ανάλογα με την εργασία».
Γύρω από το «μέτρο» της εργασίας αναπτύχθηκε θεωρητική και πολιτική διαπάλη.
Η κατανομή τμήματος της σοσιαλιστικής παραγωγής «σύμφωνα με την εργασία» (που ως προς τη μορφή μοιάζει με την εμπορευματική ανταλλαγή) είναι αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κληρονομιάς.[3]
Ο νέος τρόπος παραγωγής δεν την έχει αποβάλει, γιατί δεν έχει ακόμα ανάλογα αναπτύξει την ανθρώπινη παραγωγική δύναμη και τα μέσα παραγωγής στις αναγκαίες διαστάσεις με ευρύτατη χρησιμοποίηση της νέας τεχνολογίας.
Η παραγωγικότητα της εργασίας δεν επιτρέπει ακόμα αποφασιστικά μεγάλη μείωση του εργάσιμου χρόνου, εξάλειψη των βαριών εργασιών και της εργασιακής μονομέρειας, ώστε να εξαλειφθεί η ανάγκη του κοινωνικού καταναγκασμού προς εργασία.
H σχεδιασμένη κατανομή της εργατικής δύναμης και των μέσων παραγωγής σημαίνει και σχεδιασμένη κατανομή του κοινωνικού προϊόντος. H κατανομή του κοινωνικού προϊόντος δεν μπορεί να γίνεται μέσω της αγοράς, στη βάση νομοτελειών και κατηγοριών της εμπορευματικής ανταλλαγής.
Σύμφωνα με τον Μαρξ, ο τρόπος της κατανομής θα αλλάζει όταν αλλάζει ο ιδιαίτερος τρόπος του ίδιου του κοινωνικού παραγωγικού οργανισμού και το αντίστοιχο ιστορικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγών (δηλαδή, άλλο το επίπεδό τους στην EΣΣΔ τη δεκαετία του 1930 και άλλο στην EΣΣΔ της δεκαετίας του 1950, του 1960).[4]
Ο μαρξισμός προσδιορίζει με σαφήνεια το χρόνο εργασίας ως το μέτρο της ατομικής συμμετοχής του παραγωγού στην κοινή εργασία.
Επομένως, ο χρόνος εργασίας προσδιορίζεται και ως μέτρο του μέρους που του αναλογεί από το προϊόν που προορίζεται για την ατομική κατανάλωση και διανέμεται ανάλογα με την εργασία.[5]
Ενα άλλο μέρος (Παιδεία, Υγεία, φάρμακα, θέρμανση κ.λπ.) ήδη διανέμεται ανάλογα με τις ανάγκες.
Ο «χρόνος εργασίας» στο σοσιαλισμό δεν είναι ο «κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας» που αποτελεί μέτρο της αξίας για την ανταλλαγή των εμπορευμάτων στην εμπορευματική παραγωγή.[6]
O «χρόνος εργασίας» είναι το μέτρο της ατομικής συνεισφοράς στην κοινωνική εργασία για την παραγωγή του συνολικού προϊόντος.
Αναφέρεται χαρακτηριστικά στο «Kεφάλαιο»:
«Στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή το χρηματικό κεφάλαιο φεύγει από τη μέση. Η κοινωνία κατανέμει την εργατική δύναμη και τα μέσα παραγωγής στους διάφορους κλάδους παραγωγής.
Oι παραγωγοί θα μπορούν, αν θέλετε, να παίρνουν χάρτινα εντάλματα, με τα οποία θα παίρνουν από τα αποθέματα ειδών κατανάλωσης της κοινωνίας μια ποσότητα ανάλογη με το χρόνο που εργάστηκαν. Τα εντάλματα αυτά δεν είναι χρήμα. Δεν κυκλοφορούν».[7]
Η πρόσβαση στο μέρος του κοινωνικού προϊόντος που κατανέμεται «ανάλογα με την εργασία» καθορίζεται από την ατομική προσφορά εργασίας του καθενός στη συνολική κοινωνική εργασία, χωρίς να διαχωρίζεται σε σύνθετη ή απλή, χειρωνακτική ή όχι.
Μέτρο της ατομικής προσφοράς είναι ο χρόνος εργασίας, που καθορίζει το σχέδιο με βάση:
— τις συνολικές ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής,
— τους υλικούς όρους της παραγωγικής διαδικασίας στην οποία εντάσσεται η «ατομική» εργασία,
— τις ιδιαίτερες ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής για τη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού σε περιοχές, κλάδους κ.λπ.,
— τις ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες, όπως η μητρότητα, τα άτομα με ειδικές ανάγκες κλπ.,
— την ατομική στάση απέναντι στην οργάνωση και υλοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας.
Δηλαδή, πρέπει να συσχετίζεται ο χρόνος εργασίας με στόχους, όπως εξοικονόμηση υλών, εφαρμογή παραγωγικότερων τεχνολογιών, ορθολογικότερη οργάνωση της εργασίας, άσκηση εργατικού ελέγχου στη διοίκηση – διεύθυνση.
H σχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής θα πρέπει να απελευθερώνει όλο και περισσότερο χρόνο από την εργασία, ο οποίος θα αξιοποιείται για το ανέβασμα του μορφωτικού – πολιτιστικού επιπέδου του εργάτη, για τη συμμετοχή του στην άσκηση των καθηκόντων εξουσίας και διεύθυνσης της παραγωγής κλπ.
Η ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου, ως παραγωγικής δύναμης, στην οικοδομούμενη νέου τύπου κοινωνία, και των κομμουνιστικών σχέσεων (μεταξύ αυτών κι η κομμουνιστική στάση στην άμεσα κοινωνική εργασία) είναι σχέση αμφίδρομη.
Ανάλογα με την ιστορική φάση, αποκτά προτεραιότητα η μία ή η άλλη πλευρά της.
Η ανάπτυξη του Κεντρικού Σχεδιασμού κι η επέκταση της κοινωνικής ιδιοκτησίας σε όλους τους τομείς κάνει σταδιακά περιττό το χρήμα, αφαιρώντας το περιεχόμενό του ως μορφή της αξίας.
8. Mέσω των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων ανταλλάσσεται το προϊόν της ατομικής και συνεταιριστικής παραγωγής, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας προέρχεται από την αγροτική, με το προϊόν της σοσιαλιστικής.
Η συνεταιριστική παραγωγή υπάγεται σ’ ένα βαθμό στον Κεντρικό Σχεδιασμό, ο οποίος καθορίζει το μέρος της παραγωγής που διατίθεται στο κράτος και την κρατική τιμή, ανώτατες τιμές για το μέρος της παραγωγής που διατίθεται στη συνεταιριστική αγορά.
Η κατεύθυνση της επίλυσης της διαφοράς μεταξύ πόλης και υπαίθρου, μεταξύ βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής, είναι:
Η συνένωση των αγροτών – παραγωγών στην κοινή χρήση μεγάλης έκτασης γης, για την παραγωγή κοινωνικού προϊόντος, με σύγχρονη μηχανοποίηση και άλλα μέσα της επιστημονικοτεχνικής προόδου, που παρέχονται από το σοσιαλιστικό κράτος κι ανήκουν σε αυτό, για την ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας.
Η δημιουργία ισχυρών υποδομών για τη διαφύλαξη του προϊόντος από τις απρόβλεπτες καιρικές μεταβολές.
Η υπαγωγή της άμεσα κοινωνικής εργασίας για την παραγωγή της αγροτικής πρώτης ύλης και της βιομηχανικής επεξεργασίας της σε ενιαίους σοσιαλιστικούς οργανισμούς.
Αυτή η κατεύθυνση υπηρετεί τη μετατροπή όλης της αγροτικής παραγωγής σε μέρος της άμεσα κοινωνικής παραγωγής.
Συνεχίζεται με το 3ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τ. 43, σελ. 57 και σελ. 79, τόμος 44, σελ. 191 – 200.
[2]. Στο ίδιο, τ. 39. σελ. 15.
[3]. Κ. Μαρξ, «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», εκδ. Σύγχρονη Εποχή σελ. 22.
[4]. Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τόμος 1, σελ. 91 – 92.
[5]. Κ. Μαρξ, «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 21 – 23 και Φρ. Ένγκελς, «Αντί-Ντύρινγκ», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2006, σελ. 328 – 330.
[6]. Ο «χρόνος», ως μέτρο της εργασίας στη σοσιαλιστική παραγωγή, πρέπει να αντιμετωπίζεται «μόνο σαν παραλληλισμός με την εμπορευματική παραγωγή». Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τόμος 1, σελ. 91 – 92.
[7]. Στο ίδιο, τόμος 2, σελ. 357.
Η Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό
Αθήνα, 18 – 22 Φλεβάρη 2009