Στάλιν – Η εμπορευματική παραγωγή στο σοσιαλισμό – Επίλογος
Συνέχεια από το 1ο Μέρος
Λένε πως η εμπορευματική παραγωγή πάντα και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες πρέπει να οδηγεί, και υποχρεωτικά οδηγεί, στον καπιταλισμό.
Αυτό δεν είναι σωστό. Δε συμβαίνει ούτε πάντα ούτε κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες!
Δεν πρέπει κανείς να εξομοιώνει την εμπορευματική παραγωγή με την καπιταλιστική παραγωγή.
Είναι δύο διαφορετικά πράγματα.
Η καπιταλιστική παραγωγή είναι η ανώτατη μορφή της εμπορευματικής παραγωγής.
Η εμπορευματική παραγωγή οδηγεί στον καπιταλισμό μονάχα όταν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ότανη εργατική δύναμη προσφέρεται στην αγορά σαν εμπόρευμα, που ο καπιταλιστής μπορεί να το αγοράσει και να το εκμεταλλευτεί στην εξέλιξη της παραγωγής,
όταν, επομένως, υπάρχει στη χώρα το σύστημα της εκμετάλλευσης των μισθωτών εργατών από τους καπιταλιστές.
Η καπιταλιστική παραγωγή αρχίζει εκεί όπου τα μέσα παραγωγής είναι συγκεντρωμένα σε ιδιωτικά χέρια και όπου οι εργάτες, στερημένοι από τα μέσα παραγωγής, είναι αναγκασμένοι να πουλάνε την εργατική τους δύναμη σαν εμπόρευμα.
Δίχως αυτά δεν μπορεί να υπάρξει καπιταλιστική παραγωγή.
Όταν, λοιπόν, δεν υπάρχουν οι συνθήκες αυτές, που μετατρέπουν την εμπορευματική παραγωγή σε καπιταλιστική παραγωγή, όταν τα μέσα της παραγωγής δεν είναι πια ατομική αλλά σοσιαλιστική ιδιοκτησία, όταν δεν υπάρχει το σύστημα της μισθωτής εργασίας κι όταν η εργατική δύναμη δεν είναι πια εμπόρευμα, όταν το σύστημα της εκμετάλλευσης έχει ήδη από καιρό καταργηθεί, τι πρέπει να γίνει τότε;
Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η εμπορευματική παραγωγή θα οδηγήσει παρ’ όλα αυτά στον καπιταλισμό;
Όχι, δεν επιτρέπεται να το θεωρήσουμε αυτό.
Και πραγματικά, η κοινωνία μας είναι μια τέτοια ακριβώς κοινωνία, όπου η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, το σύστημα της μισθωτής εργασίας, το σύστημα της εκμετάλλευσης, δεν υπάρχουν πια από καιρό.
Δεν μπορούμε να θεωρούμε την εμπορευματική παραγωγή σαν κάτι το αυθύπαρκτο, το ανεξάρτητο από τις γύρω οικονομικές συνθήκες.
Η εμπορευματική παραγωγή είναι παλιότερη από την καπιταλιστική παραγωγή.
Υπήρχε στο καθεστώς της δουλείας και το εξυπηρέτησε, όμως δεν το οδήγησε στον καπιταλισμό.
Υπήρχε στο καθεστώς της φεουδαρχίας και το εξυπηρέτησε, όμως, παρά το γεγονός ότι προετοίμασε μερικές προϋποθέσεις για την καπιταλιστική παραγωγή, δεν οδήγησε στον καπιταλισμό.
Γεννιέται, λοιπόν, το ερώτημα, γιατί να μην μπορεί η εμπορευματική παραγωγή να εξυπηρετεί, επίσης, σε μια ορισμένη περίοδο τη σοσιαλιστική μας κοινωνία, δίχως να οδηγεί στον καπιταλισμό, όταν έχουμε υπόψη μας:
• Η εμπορευματική παραγωγή δεν έχει σ’ εμάς μια τέτοια απεριόριστη και καθολική έκταση, όπως κάτω από τις καπιταλιστικές συνθήκες,
• ότι σ’ εμάς είναι τοποθετημένη μέσα σε στενά πλαίσια χάρη σε τέτοιες αποφασιστικές οικονομικές συνθήκες, όπως η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, η κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας, η κατάργηση του συστήματος της εκμετάλλευσης;
Λένε πως, ύστερα από την εγκαθίδρυση στη χώρα μας της κυριαρχίας της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και ύστερα από την κατάργηση της μισθωτής εργασίας και της εκμετάλλευσης, η ύπαρξη της εμπορευματικής παραγωγής έπαψε να έχει νόημα, πως γι’ αυτό το λόγο θα έπρεπε να καταργηθεί η εμπορευματική παραγωγή.
Αυτό, επίσης, είναι λάθος.
Σήμερα υπάρχουν στη χώρα μας δύο βασικές μορφές σοσιαλιστικής παραγωγής:
Η κρατική δημόσια και η κολχόζνικη που δεν μπορούμε να την ονομάσουμε δημόσια.
Στις κρατικές επιχειρήσεις, τα μέσα παραγωγής και τα προϊόντα της παραγωγής αποτελούν παλλαϊκή ιδιοκτησία.
Στις επιχειρήσεις όμως των κολχόζ, αν και τα μέσα παραγωγής (γη – μηχανές) ανήκουν στο κράτος, ωστόσο τα προϊόντα της παραγωγής αποτελούν ιδιοκτησία των ξεχωριστών κολχόζ, μια που η εργασία στα κολχόζ καθώς και ο σπόρος είναι δικά τους, και τη γη,
που τους παραδόθηκε να την εκμεταλλεύονται για απεριόριστο χρονικό διάστημα, τα κολχόζ τη διαθέτουν στην πράξη σαν δική τους ιδιοκτησία, παρά το γεγονός ότι δεν μπορούν να την πουλήσουν, να την αγοράσουν, να τη νοικιάσουν ή να την υποθηκεύσουν.
Αυτή η κατάσταση έχει σαν αποτέλεσμα ότι το κράτος μπορεί να διαθέτει μόνο τα προϊόντα των κρατικών επιχειρήσεων, ενώ τα κολχόζνικα προϊόντα τα διαθέτουν μόνο τα κολχόζ σαν δική τους ιδιοκτησία.
Όμως, τα κολχόζ δε θέλουν να παραχωρούν τα προϊόντα τους μ’ άλλο τρόπο παρά μόνο σαν εμπορεύματα, που σε αντάλλαγμα τους θέλουν να πάρουν εμπορεύματα που τους χρειάζονται.
Άλλους οικονομικούς δεσμούς με την πόλη, εκτός από τους εμπορευματικούς, εκτός από την ανταλλαγή μέσω της αγοράς – πώλησης, δεν πρόκειται να παραδεχτούν για σήμερα τα κολχόζ.
Για το λόγο αυτό, η εμπορευματική παραγωγή και η κυκλοφορία των εμπορευμάτων παρουσιάζονται σήμερα στη χώρα μας τόσο απαραίτητα όσο ήταν, ας πούμε, πριν τριάντα χρόνια, όταν ο Λένιν διακήρυξε την ανάγκη να εξασφαλιστεί στο έπακρο η ανάπτυξη του εμπορίου.
Φυσικά, όταν αντί των δύο βασικών παραγωγικών τομέων, του κρατικού και του κολχόζνικου, θα αναφανεί ένας καθολικός παραγωγικός τομέας, που θα έχει δικαίωμα να διαθέτει ολόκληρη την παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων της χώρας, η εμπορευματική κυκλοφορία μαζί με τη «χρηματική οικονομία» της, θα εξαφανιστεί, σαν στοιχείο άχρηστο της λαϊκής οικονομίας.
Αλλά όσο αυτό δε γίνεται, όσο παραμένουν οι δυο βασικοί παραγωγικοί τομείς, η εμπορευματική παραγωγή και η εμπορευματική κυκλοφορία πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν, σαν απαραίτητο και πολύ χρήσιμο στοιχείο στο σύστημα της λαϊκής μας οικονομίας.
Με ποιον τρόπο θα δημιουργηθεί ο ένας ενιαίος τομέας, μέσω, άραγε, της απλής απορρόφησης του κολχόζνικου τομέα από τον κρατικό τομέα, πράγμα που είναι λίγο απίθανο (γιατί αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν απαλλοτρίωση των κολχόζ),
είτε, άραγε, μέσω της δημιουγίας ενός ενιαίου δημόσιου οικονομικού οργάνου (όπου θα αντιπροσωπεύονται η κρατική βιομηχανία και τα κολχόζ), με τη δικαιοδοσία στην αρχή να υπολογίζει ολόκληρη την παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων της χώρας και με την πάροδο του χρόνου να καθορίζει, επίσης, και τη διάθεση της παραγωγής, της ανταλλαγής, ας πούμε, των προϊόντων – αυτό είναι ένα ζήτημα ειδικό που απαιτεί ξεχωριστή εξέταση.
Επομένως, η δική μας εμπορευματική παραγωγή δεν παρουσιάζεται σαν μια συνηθισμένη εμπορευματική παραγωγή, αλλά σαν μια εμπορευματική παραγωγή ειδικής φύσης, σαν μια εμπορευματική παραγωγή δίχως καπιταλιστές, που έχει να κάνει βασικά με προϊόντα ενοποιημένων σοσιαλιστικών παραγωγών (κράτος, κολχόζ, συνεταιρισμοί),
που η σφαίρα ενέργειας της περιορίζεται στα είδη ατομικής κατανάλωσης, που προφανώς με κανένα τρόπο δεν μπορεί να εξελιχτεί σε καπιταλιστική παραγωγή και που έχει προορισμό να εξυπηρετεί, σε συνδυασμό με τη «χρηματική οικονομία» της, την υπόθεση της ανάπτυξης και ενίσχυσης της σοσιαλιστικής παραγωγής.
Για το λόγο αυτό δεν έχουν καθόλου δίκιο οι σύντροφοι εκείνοι που δηλώνουν ότι όσο η σοσιαλιστική κοινωνία δεν καταργεί τις εμπορευματικές μορφές παραγωγής, θα πρέπει τάχατες να αποκατασταθούν εδώ όλες οι οικονομικές έννοιες που αποτελούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού:
Η εργατική δύναμη σαν εμπόρευμα, η υπεραξία, το κεφάλαιο, το κέρδος του κεφαλαίου, το μέσο ποσοστό κέρδους κλπ.
Οι σύντροφοι αυτοί συγχέουν την εμπορευματική παραγωγή με την καπιταλιστική παραγωγή και υποθέτουν πως μια και υπάρχει εμπορευματική παραγωγή, θα πρέπει τότε να υπάρχει και καπιταλιστική παραγωγή.
Δεν καταλαβαίνουν ότι η δική μας εμπορευματική παραγωγή διαφέρει ριζικά από την εμπορευματική παραγωγή στον καπιταλισμό.
Επιπλέον, νομίζω πως είναι απαραίτητο να απορρίψουμε και μερικές άλλες έννοιες παρμένες από το Κεφάλαιο του Μαρξ, όπου ο Μαρξ ασχολιότανε με την ανάλυση του καπιταλισμού, και που τις προσκολλούν τεχνητά στις δικές μας σοσιαλιστικές σχέσεις.
Έχω υπόψη μου, ανάμεσα στ’ άλλα, τέτοιες έννοιες σαν την «αναγκαία» και «πρόσθετη» εργασία, το «αναγκαίο» και «πρόσθετο» προϊόν, τον «αναγκαίο» και «πρόσθετο» χρόνο.
Ο Μαρξ ανέλυσε τον καπιταλισμό με σκοπό να κάνει φανερή την πηγή εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, την υπεραξία, και να δώσει στην εργατική τάξη, τη στερημένη από τα μέσα παραγωγής, το πνευματικό όπλο για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Είναι φανερό ότι ο Μαρξ χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτό έννοιες που αντιστοιχούν πέρα για πέρα στις καπιταλιστικές σχέσεις.
Όμως, είναι περισσότερο από παράδοξο το να χρησιμοποιούμε τώρα τις έννοιες αυτές, όταν η εργατική τάξη όχι μόνο δεν έχει αποστερηθεί την εξουσία και τα μέσα παραγωγής, αλλά, αντίθετα, κρατάει την εξουσία στα χέρια της και κατέχει τα μέσα παραγωγής.
Σήμερα, στο δικό μας καθεστώς, αρκετά παράξενα ακούγονται λέξεις για την εργατική δύναμη σαν εμπόρευμα και για τη «μίσθωση» εργατών:
Σάμπως τάχατες η εργατική τάξη που κατέχει τα μέσα παραγωγής να μισθώνει τον ίδιο τον εαυτό της και να πουλάει στον εαυτό της τη δικιά της εργατική δύναμη.
Το ίδιο παράξενο είναι σήμερα το να μιλάει κανείς για «αναγκαία» και για «πρόσθετη» εργασία:
Σάμπως τάχατες η εργασία των εργατών στις δικές μας συνθήκες, που παραδίνεται στην κοινωνία για την επέκταση της παραγωγής, για την ανάπτυξη της εκπαίδευσης, για τη δημόσια υγεία, για την οργάνωση της άμυνας κλπ. να μην είναι τόσο αναγκαία για την εργατική τάξη που βρίσκεται σήμερα στην εξουσία, όσο είναι η εργασία που ξοδεύεται για την κάλυψη των προσωπικών αναγκών του εργάτη και της οικογένειας του.
Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο Μαρξ στο έργο του Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, όπου πια ερευνά όχι τον καπιταλισμό αλλά, ανάμεσα στ’ άλλα, την πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας,
παραδέχεται ότι η εργασία που αποδίνεται στην κοινωνία για την επέκταση της παραγωγής, για την εκπαίδευση, τη δημόσια υγεία, τα διοικητικά έξοδα, τη δημιουργία αποθεμάτων κλπ., είναι το ίδιο αναγκαία όπως και η εργασία που ξοδεύεται για την κάλυψη των καταναλωτικών αναγκών της εργατικής τάξης.
Νομίζω ότι οι οικονομολόγοι μας πρέπει να βάλουν τέλος σ’ αυτή την ασυμφωνία ανάμεσα στις παλιές έννοιες και στη νέα κατάσταση πραγμάτων στη σοσιαλιστική μας χώρα, αλλάζοντας τις παλιές έννοιες με καινούργιες που να αντιστοιχούν στη νέα κατάσταση.
Μπορούμε να ανεχόμαστε την ασυμφωνία αυτή πριν από έναν ορισμένο καιρό, τώρα, όμως, έφτασε ο καιρός, όπου πρέπει επιτέλους να καταργήσουμε αυτή την ασυμφωνία.
Στάλιν: «Οικονομικά προβλήματα στον Σοσιαλισμό»,
Κεφ. 2ο, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»