Σπέρνει εφιάλτες η νέα προτομή του Στάλιν στο Νοβοσιμπίρσκ!
Μετά από χρόνια προσπαθειών των τοπικών κομμουνιστών έγιναν τα αποκαλυπτήρια της πρώτης μετασοβιετικής προτομής του σοβιετικού ηγέτη στην πόλη, σκορπίζοντας αναταραχή στους επαγγελματίες αντισοβιετικούς
Τα αποκαλυπτήρια μιας νέας προτομής του Ιωσήφ Στάλιν πραγματοποιήθηκαν με αφορμή την επέτειο της αντιφασιστικής νίκης στις 9 Μάη στην πόλη Νοβοσιμπίρσκ (είναι η 3η μεγαλύτερη πόλη της Ρωσίας, μετά τη Μόσχα και το Λένινγκραντ).
Η κίνηση αυτή έρχεται λίγο καιρό μετά από πρόσφατη δημοσκόπηση του Κέντρου Levada, όπου η επιδοκιμασία του Στάλιν μεταξύ του ρωσικού πληθυσμού άγγιξε ιστορικό υψηλό με 70%.
Η απόφαση του δημάρχου προκαλεί αναταραχές στους αντικομμουνιστές της περιοχής, η οποία κάποτε ήταν κόμβος για άτομα που στέλνονταν στα γκουλάγκ.
Ένας απόγονός τους, ο Αλεξάντερ Ρουντνίτσκι, που με την ιδιότητα του αυτή έχει στήσει ΜΚΟ «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ξεσπά μιλώντας σε αμερικανική ιστοσελίδα, καθώς μόνο μια αναμνηστική πλακέτα είναι αφιερωμένη στα θύματα της «πολιτικής καταπίεσης», σε μια πόλη γεμάτη μνημεία κομμουνιστών.
Ο ίδιος θεωρεί πως παραβιάστηκε το άτυπο μορατόριουμ, βάσει του οποίου:
«Τα παλιά αγάλματα μπορούσαν να μείνουν, αλλά δε θα φτιάχνονταν καινούρια»
κι αποδίδει την ανέγερση της προτομής σε προσπάθεια της κυβέρνησης Πούτιν να δικαιολογήσει την «αυταρχική της διακυβέρνηση».
Στην πραγματικότητα, παρότι πράγματι η ρωσική κυβέρνηση προσπαθεί να οικειοποιηθεί πτυχές του σοβιετικού παρελθόντος για τους δικούς της σκοπούς, η ιστορία της ανέγερσης του γλυπτού δείχνει ότι τα πράγματα είναι αρκετά πιο περίπλοκα.
Σπέρνει εφιάλτες η νέα προτομή του Στάλιν στο Νοβοσιμπίρσκ
Η πρωτοβουλία φαίνεται πως ξεκίνησε από το 2008, από τον Αλεξέι Ντενισιούκ, ηγέτη του μικρού Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος, που κατέθεσε χωρίς επιτυχία την πρότασή του στο τότε δημοτικό συμβούλιο της πόλης.
Το 2014, τη δημαρχία ανέλαβε ο υποψήφιος του ΚΚΡΟ Ανατόλι Λόκοτ και η πρόταση επανακατατέθηκε.
Ο δήμαρχος έκανε δυο έρευνες κοινής γνώμης, μία για γενική συμφωνία με την ανέγερση του μνημείου το 2017, όπου σύμφωνα με το Ρουντνίτσκι το 60% απάντησε πως δε θέλει ή είναι ουδέτερο απέναντι στο άγαλμα
(χωρίς, όμως, τεχνηέντως, να αναφέρεται στα ακριβή ποσοστά και τις επιμέρους απαντήσεις) και μία πέρυσι, για το μέρος που προτιμούσαν οι πολίτες να ανεγερθεί το νέο άγαλμα.
Δεν είναι τυχαίο πως ο Ρουντνίτσκι αμφισβητεί την εγκυρότητα της δεύτερης αυτής και πιο πρόσφατης δημοσκόπησης, μάλλον επειδή διαφωνεί με το αφήγημά του.
Ξεκίνησε μάλιστα εις μάτην τη συλλογή υπογραφών κατά του μνημείου, το οποίο σύμφωνα με τη θέληση των δημοτών επρόκειτο να ανεγερθεί σε χώρο εκδηλώσεων σχετιζόμενο με το στρατό.
Τότε όμως παρενέβη το Υπουργείο Άμυνας της χώρας, που απαγόρευσε την ανέγερση προφασιζόμενο «σχέδια ανακαίνισης», αλλά και τον «αμφιλεγόμενο ρόλο του Στάλιν στην ιστορία».
Αυτά για τα περί δήθεν στήριξης της κυβέρνησης στο σχέδιο που πρόβαλε ο Ρουντνίτσκι και οι ομοϊδεάτες του.
Μετά την απόρριψη και ενός δεύτερου σημείου στην πόλη, τελικά η χρυσή τομή βρέθηκε από το δήμαρχο, με την απόφαση να ανεγερθεί η προτομή μπροστά από τα τοπικά γραφεία του ΚΚΡΟ, που δεν υπόκεινται σε κρατικό έλεγχο καθότι αποτελούν ιδιοκτησία του κόμματος.
Τα αποκαλυπτήρια έγιναν από το δήμαρχο υπό τους ήχους της 5ης Συμφωνίας του Μπετόβεν, παρουσία πολλών βετεράνων του Κόκκινου Στρατού και του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ενώ ο Λόκοτ στην ομιλία του έκανε λόγο για «νίκη του λαού».
Το λόγο πήρε και ο Ντενισιούκ, λέγοντας:
«Αγαπητοί σύντροφοι, η μακροχρόνια μάχη για την αποκατάσταση του ονόματος του ηγέτη μας τελικά στέφθηκε από επιτυχία».
Αξίζει να σημειωθεί πως είναι τέτοιος ο πόνος των αντικομμουνιστών με την ολοένα και αυξανόμενη δημοφιλία του σοβιετικού ηγέτη και κυρίως όλων όσων αντιπροσωπεύει η περίοδος της διακυβέρνησής του, που ακόμα προσπαθούν να υποσκάψουν την αξιοπιστία της πρόσφατης δημοσκόπησης.
Ενδεικτικά, ο καθηγητής κοινωνιολογίας Γκριγκόρι Γιουντίν, από την Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών της Μόσχας, ισχυρίζεται πως:
«Ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων απορρίπτουν μια πολωμένη άποψη της ιστορίας»
στη βάση «δικών του» ερευνών, για τις οποίες ωστόσο δε διαφωτίζει το κοινό με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Με πληροφορίες από The Atlantic και Ριζοσπάστης
Πηγή: Κατιούσα