Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο είναι να γνωρίσει το μίσος εκείνων για τους οποίους πρόσφερε τη ζωή του
Σαν σήμερα, στις 6 Μαίου του 1758, γεννήθηκε στη Γαλλική πόλη Αράς, η ισχυρότερη προσωπικότητα της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, ο ηγέτης των Ιακωβίνων και του κόμματος των «Ορεινών»,[1] ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος.
Ο «Αδιάφθορος»[2] είναι μια από τις συκοφαντημένες προσωπικότητες των νεότερων χρόνων.
Καταγόταν από φτωχική οικογένεια και παρά την πρόωρη απώλεια της μητέρας του, κατάφερε να σπουδάσει νομικά στο Παρίσι.
Από παιδί ήταν ιδιαίτερα φιλομαθής κι όπως γράφει ο αμερικανός ιστορικός Stanley Loomis:
«Ασχολήθηκε επίμονα με την καλλιέργεια της σκέψης του […] Η μελέτη ήταν ο Θεός του».[3]
Ο Ροβεσπιέρος επηρεάστηκε πολύ από τις αξίες της διαφώτισης και κυρίως από το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του Jean-Jacques Rousseau, ώστε να αποκτήσει συνείδηση, βασισμένη σε πανανθρώπινες αξίες κι αρετές.
Οι πιο αξιόπιστοι ιστορικοί τον περιγράφουν ως ένα μορφωμένο και ικανότατο άνθρωπο που ξεχώριζε για την ηθική και την εντιμότητά του και με ανεπτυγμένο το αίσθημα της δικαιοσύνης κι όσοι τον αντιπαθούν τον περιγράφουν ως:
«Την πιο μισητή φιγούρα ολόκληρης της Ιστορίας»,[4] «έναν αδέξιο, μυγιάγγιχτο, βαρετό, καλοπερασάκια, αόριστα γελοίο κι αντιπαθητικό ανθρωπάκο».[5]
Η επιρροή του Ροβεσπιέρου υπήρξε τόσο ισχυρή που ανάγκασε ακόμα και τον Γκουστάβ Λε Μπον, που τον χαρακτήριζε:
«Ανίκανο να αγγίξει την πραγματικότητα, πανούργο, υποκριτή κι αλαζόνα»,
να παραδεχτεί ότι:
«Τις ημέρες που αγόρευε, τα περάσματα φράσσονταν από γυναίκες… 700 ή 800 ήταν στα θεωρεία και τον χειροκροτούσαν με παραφορά […] Όταν μιλούσε, από την μεριά των Ιακωβίνων ακούγονταν λυγμοί, κραυγές και κτυπήματα ποδιών ικανά να καταστρέψουν την αίθουσα».[6]
«Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο είναι να γνωρίσει το μίσος εκείνων για τους οποίους πρόσφερε τη ζωή του»
Στους απίθανους υβριστικούς χαρακτηρισμούς που τον έχουν περιλούσει, αντιπαραθέτουμε την άποψη της συγγραφέως Hilary Mantel:
«Υπήρξε ο δικηγόρος των αδικημένων, έβαζε τις αρχές πριν από το προσωπικό κέρδος, πριν ακόμα κι από την προσωπική φιλία, έτοιμος πάντοτε να δεχθεί προσβολές όσο κι έτοιμος να δώσει.
Σε ένα ποίημά του λέει ότι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν δίκαιο άνθρωπο είναι να γνωρίσει, όταν αποχωρεί από την ζωή, το μίσος εκείνων για τους οποίους πρόσφερε την ζωή του».[7]
Κι ότι φοβόταν, αυτό ακριβώς του συνέβη.
Ο αντικειμενικότερος Μινιέ τον περιγράφει ως εξής:
«Ναι, είχε πραγματικές αρετές. Σοβαρός, ψυχρός, σταθερός, αμετάβλητος, ντυμένος πάντα με τον ίδιον τρόπο, μιλούσε στερεότυπα και έδειχνε συμπεριφορά ορισμένη. […]
Περιφρονούσε το χρήμα και θεωρούσε τον εαυτό του τόσο αγνό, ώστε του επέτρεπε ακόμα και την σκληρότερη πράξη. Απέδειξε ότι ήταν αξιόλογος οργανωτής και ότι διέθετε διοικητικές ικανότητες. […]
Οταν πήρε στα χέρια του την εξουσία, βρήκε την Ευρώπη ολόκληρη εχθρό της Γαλλίας, τα 2/3 της Γαλλίας εχθρούς της Δημοκρατίας και σε 6 μόνο μήνες κατόρθωσε να αποκαταστήσει την τάξη. Διεκήρυττε ότι προς χάρη της πατρίδας και των αξιών, έπρεπε να εκλείψει ολότελα ο ατομισμός».[8]
Ο Ροβεσπιέρος ήταν οπαδός της γενικής και ισότιμης παιδείας όλου του λαού, ως όργανο δημιουργίας της λεγόμενης «λαϊκής συνείδησης», η οποία κρινόταν ως η απαραίτητη προϋπόθεση για ένα δημοκρατικό καθεστώς.
Στον οικονομικό τομέα διέβλεπε τον κίνδυνο από την άνοδο της αστικής τάξης, την οποία αποκαλούσε αριστοκρατία των πλουσίων υψωμένη επάνω στα ερείπια της αριστοκρατίας των φεουδαρχών:
«Εγώ δεν βλέπω να κερδίζει απολύτως τίποτε ο λαός από μία τέτοια αλλαγή και τακτοποίηση».
Κατηγορούσε την πλουτοκρατία (!) (κι αυτός «ξύλινος»;) για υπερβολικό πλουτισμό και προειδοποιούσε το λαό για τον κίνδυνο να μην πετύχει η επανάσταση υπό το βάρος των συμφερόντων των πλουσίων:
«Ο λαός δεν έχει να κερδίσει τίποτα εάν την αριστοκρατία του αίματος διαδεχτεί η αριστοκρατία του πλούτου…»
προτείνοντας την εγκαθίδρυση της απόλυτης ισονομίας όλων των τάξεων και όλων των πολιτών μέσα από την γενίκευση της ιδιοκτησίας επάνω στην (ιδεαλιστική) αρχή:
«Η ιδιοκτησία του κάθε πολίτη δεν θα πρέπει να είναι επιζήμια για τους άλλους, για την ελευθερία τους, την ασφάλειά τους και την δική τους ιδιοκτησία».
Ο Ροβεσπιέρος έκανε σχέδια για κατασκευή ενός Κοινοβουλίου 10.000 θέσεων, ώστε οι συνελεύσεις να μορφώσουν πολιτικά όλο το λαό και να μην μένει αποκομένος από τις εξελίξεις.
Οι αποδεδειγμένα λανθασμένες (ιδεαλιστικές και μεταφυσικές) αντιλήψεις του για την Κοινωνία, την Οικονομία, την Παιδεία και την Ανθρώπινη Συνείδηση, προερχόταν από την αδυναμία να συνδέσει την πηγή των ανισοτήτων με την ατομική ιδιοκτησία στα Μέσα Παραγωγής, αφού η ανακάλυψη του νόμου της αξίας έγινε από τον Μαρξ μισό αιώνα αργότερα.
Παρόλα αυτά υπήρξε χαρισματικός και αυστηρός επαναστάτης. Θαρραλέος και ψύχραιμος, με τρομερή ευγλωττία κι οργανωτική ικανότητα.
Ο πολιτικός αντίπαλός του και Γιρονδίνος Κοντορσέ, θα γράψει:
«Απορούν όλοι γιατί τόσες πολλές γυναίκες ακολουθούν τον Ροβεσπιέρο παντού, στο σπίτι του, στην Λέσχη των Ιακωβίνων, στην Συνέλευση, στην Λέσχη των Κορδελιέρων. Ο λόγος είναι απλός:
Η Επανάσταση δεν διαφέρει από Θρησκεία και εκείνος, ως μέγας αρχιερέας της, έχει τους αφοσιωμένους του, κηρύσσει, διαφωτίζει, οργίζεται, μελαγχολεί και είναι αυστηρός στα έργα του όσο και στα λόγια του. Εξαπολύει κεραυνούς ενάντια στους πλουτοκράτες και τους ισχυρούς, δαπανά ελάχιστα και οι ανάγκες του είναι μηδαμινές.[…]
Εχει πάντα στα χείλη του την θεότητα και την Πρόνοια και στέκει ως πρόμαχος των φτωχών και των αδυνάτων, έχοντας απεριόριστη επιρροή στις γυναίκες και στις παιδικές καρδιές, ενώ την τιμή και τον σεβασμό που του δείχνουν, τα δέχεται πάντοτε με ύφος σοβαρό».
Ο Ροβεσπιέρος στάθηκε αρνητικά απέναντι στους Γιρονδίνους και στην εμπλοκή της επαναστατημένης Γαλλίας σε πόλεμο με τις ξένες μοναρχίες, τονίζοντας ότι:
«Ισως προδοθούμε και κατά συνέπεια ηττηθούμε, μα εάν νικήσουμε, ο νικητής στρατηγός θα γίνει ο νέος εχθρός του λαού»,
μία πρόβλεψη που επιβεβαιώθηκε αργότερα στο πρόσωπο του Ναπολέων Βοναπάρτη.
Μετά την δολοφονία του Μαρά τον Ιούνιο του 1793 οι Ροβεσπιέρος, Σεν Ζυστ και Κουτόν, οργάνωσαν την επαναστατική κυβέρνηση αποκλειστικά γύρω από την Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, την Κομμούνα και τα επαναστατικά όργανα του λαού του Παρισιού.
Δίχως την παραμικρή στρατιωτική στήριξη και περικυκλωμένη από εχθρούς και συνωμότες, με τα μέλη της να μην τολμούν στο τέλος να κοιμηθούν ούτε στα σπίτια τους, η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας αναγκάστηκε να επιβάλει, από τον Οκτώβριο του 1793 έως τον Ιούλιο του 1794, την επαναστατική δικτατορία, τον «Τρόμο».
Κατά τα λεγόμενα του ίδιου του Ροβεσπιέρου:
«Ο Τρόμος είναι μόνο δικαιοσύνη: Άμεση, σοβαρή κι άκαμπτη».
Αυτός ο «Τρόμος» («La Τerreur») κι όχι «Τρομοκρατία», όπως σκοπίμως παραφράζουν κάποιοι ήταν αναγκαίο μέτρο άμυνας:
Πρώτα για να σωθεί η επανάσταση από την επικείμενη στρατιωτική πανωλεθρία και για την οριστική νίκη της.
Κατά την διάρκεια του «Τρόμου», η Επιτροπή Σωτηρίας, χωρίς να αποφύγει τις υπερβολές, καρατόμησε αντεπαναστάτες, πολιτικούς αντιπάλους, αλλά και συμβιβασμένους πρώην συναγωνιστές της.
Προς το τέλος πέρασε έναν νόμο, ο οποίος επέτρεπε να εκτελούνται με «συνοπτικές διαδικασίες» οι ύποπτοι, ενώ, από ένα σημείο και μετά, υποχρεώθηκε και σε επιχειρήσεις ελέγχου και καταστολής της Κομμούνας και των άλλων λαϊκών οργάνων που είχαν ακόμα πιο προοδευτικά και ριζοσπαστικά αιτήματα.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως οι πολιτικοί αντίπαλοι του Ροβεσπιέρου χρησιμοποίησαν το νόμο αυτό ενάντια στον ίδιο.
Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό, Eric Hobsbawm:
«Για τον ίδιον τον Ροβεσπιέρο όσο και για την Ιστορία, η Δημοκρατία των Ιακωβίνων δεν ήταν ένα επινόημα για να κερδίζονται οι πόλεμοι, αλλά ένα ιδεώδες: Η τρομερή και ένδοξη βασιλεία της Δικαιοσύνης και της Αρετής, όπου όλοι οι καλοί πολίτες ήσαν ίσοι στα μάτια του έθνους και ο λαός συνέτριβε τους προδότες».[9]
Η περίοδος της κυριαρχίας του Ροβεσπιέρου απετέλεσε τον θρίαμβο της Άτεγκτης Δικαιοσύνης και της Αρετής:
«Δίχως την οποία ο Τρόμος είναι ολέθριος»
στον ίδιο βαθμό που:
«Η Αρετή δίχως τον Τρόμο είναι ανίσχυρη».
Οι αντεπαναστάτες όταν περιγράφουν την 9μηνη επαναστατική διακυβέρνηση, κάνουν λόγο για «Βασιλεία της Τρομοκρατίας», χωρίς να απαντούν στο τι θα έπρεπε να πράξει η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας σε κείνες τις συνθήκες ούτε κι αν ο αριθμός των θυμάτων δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό.
Από τον Σεπτέμβριο του 1793 έως τον Φεβρουάριο του 1794 είχαν καρατομηθεί 238 άνδρες και 31 γυναίκες, την ίδια ώρα που είχαν αθωωθεί περίπου 200 άτομα, ο δε συνολικός 9μηνος απολογισμός δεν ξεπέρασε τους θανάτους που προκαλούσε κάθε μέρα ο Χριστιανισμός στα χρόνια της μεσαιωνικής παντοδυναμίας του.
Ο ίδιος πάντως ο Ροβεσπιέρος στην ομιλία του της 5ης Φεβρουαρίου 1794 προς την Συντακτική, θα εξηγήσει με πλήρη λογικότητα την αναγκαία καταφυγή της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας στην βία κατά των αντεπαναστατών και των προδοτών:
«Επιείκεια για τους μοναρχικούς, φωνάζουν κάποιοι, έλεος για τους εγκληματίες! Όχι! Έλεος υπάρχει για τους αθώους, υπάρχει για τους αδύναμους, υπάρχει για τους άτυχους, υπάρχει για την ανθρωπότητα.
Η κοινωνία χρωστάει ασφάλεια μόνον στους σωστούς πολίτες, και τέτοιοι στην Δημοκρατία είναι μόνον οι δημοκρατικοί. Για την Δημοκρατία, οι μοναρχικοί και οι συνωμότες δεν είναι παρά ξένοι προς αυτήν, ή, σωστότερα, εχθροί της.
Δεν είναι ο σκληρός αγώνας της Ελευθερίας κατά της τυραννίας συγκεκριμένος και αδιαίρετος; Δεν είναι οι ανάμεσά μας εχθροί, σύμμαχοι όλων εκείνων, που επιτίθενται απέξω;
Οι δολοφόνοι που διαλύουν την χώρα μας, οι συνομωσίες που εξαγοράζουν συνειδήσεις για να ακυρώσουν τις λαϊκές επιταγές, οι προδότες που τις πουλάνε, οι μισθοφόροι συντάκτες προκηρύξεων που στοχεύουν στο να εξευτελίσουν την λαϊκή υπόθεση, να σκοτώσουν την δημόσια αρετή, να υποδαυλίσουν την πυρά της ανταρσίας και να προετοιμάσουν την πολιτική αντεπανάσταση μέσα από την ηθική αντεπανάσταση, είναι άραγε λιγότερο ένοχοι ή λιγότερο επικίνδυνοι από τους τυράννους τους οποίους υπηρετούν;»[10]
Χλευασμός και συκοφάντηση
Αμέσως μετά την πτώση του Ροβεσπιέρου, οι αντεπαναστάτες βγήκαν εκ του ασφαλούς να μαγαρίσουν την μνήμη του, φτάνοντας στο σημείο να χύσουν κουβάδες αγελαδινού αίματος στην πρόσοψή του σπιτιού όπου κατοικούσε.
Παρά την δηλωμένη εχθρότητα στον Ροβεσπιέρο, ο Γκουστάβ Λε Μπον, θα γράψει το 1908:
«Τίποτε δεν είναι τρομερότερο από ανθρώπους που φοβούνταν και τώρα πάψαν να φοβούνται. Οι Πεδινοί εκδικήθηκαν για την τρομοκρατία των Ορεινών, τρομοκρατώντας τους με την σειρά τους.
Από την άλλη, η δουλικότητα των πρώην συντρόφων του Ροβεσπιέρου προς την Εθνοσυνέλευση δεν οφείλετο καθόλου σε αισθήματα συμπάθειας προς αυτήν. Ο Ροβεσπιέρος τους ενέπνεε έναν αξεπέραστο φόβο, αλλά πίσω από τα άφθονα δείγματα θαυμασμού που του έδειχναν κρυβόταν ένα βαθύ μίσος».[11]
Σημειώσεις:
[1]. A. Soboul: «Dictionnaire historique de la Revolution francaise», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Γαλλίας.
[2]. A. Soboul – W. Markov: «1789, Η Μεγάλη Επανάσταση των Γάλλων», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
[3]. Stanley Loomis: «Paris in the Terror June 1793 – July 1794», σελ. 266.
[4]. Σύμφωνα με τον Λόρδο Emerich Edward Dalberg Acton.
[5]. Σύμφωνα με τον Άγγλο ιστορικό Richard Cobb.
[6]. Βλάσης Γ. Ρασσιάς: «Λαιμητόμος Αρετή, Ροβεσπιέρος – Σαιν Ζυστ – Κουτόν», εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη».
[7]. Ruth Scurr: «Robespierre and the French Revolution»,«London Review of Books», τόμος 28, νο 8, 20 Απριλίου 2006.
[8]. Βλάσης Γ. Ρασσιάς: «Λαιμητόμος Αρετή, Ροβεσπιέρος – Σαιν Ζυστ – Κουτόν», εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη».
[9]. E. J. Hobsbawm: «Η Εποχή των Επαναστάσεων, 1789 – 1848», σελ. 100.
[10]. A. Soboul – W. Markov: «1789, Η Μεγάλη Επανάσταση των Γάλλων», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
[11]. Βλάσης Γ. Ρασσιάς: «Λαιμητόμος Αρετή, Ροβεσπιέρος – Σαιν Ζυστ – Κουτόν», εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη».