Οι προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής επανάστασης – Μέρος 2ο
Οι υλικές προϋποθέσεις για το πέρασμα στον Σοσιαλισμό – Κομμουνισμό
Συνέχεια από το 1ο Μέρος
Οι Μαρξ και Ένγκελς διατυπώνοντας την επιστημονική κατηγορία του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, αναφέρονταν στη σχέση της οικονομικής βάσης, και κυρίως των σχέσεων παραγωγής με το νομικοπολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα που αντιστοιχεί σε αυτήν.
«Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος: Οι πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης και τ’ αποτελέσματα της – τα διατάγματα, που τα καθορίζει η νικήτρια τάξη ύστερα από τη μάχη που κέρδισε κτλ. – οι νομικές μορφές, και ακόμα περισσότερο οι νομικές μορφές,
και ακόμα περισσότερο οι αντανακλάσεις όλων αυτών των πραγματικών αγώνων στον εγκέφαλο αυτών που συμμετέχουν στην πάλη, οι πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες, οι θρησκευτικές αντιλήψεις και η παραπέρα ανάπτυξη της σε συστήματα δογμάτων, ασκούν και αυτά την επίδρασή τους πάνω στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις αυτά κυρίως καθορίζουν τη μορφή τους.
Είναι μια αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων μέσα στην οποία επιβάλλεται, σε τελευταία ανάλυση, σαν αναγκαιότητα, η οικονομική κίνηση μέσα από το ατελείωτο πλήθος των συμπτώσεων…»[1]
Όταν αναφερόμαστε στην οικονομική βάση εννοούμε πρώτ’ απ’ όλα τις παραγωγικές δυνάμεις και ιδιαίτερα τη βασική παραγωγική δύναμη, τον άμεσο παραγωγό, τον εργαζόμενο άνθρωπο και τις σχέσεις μέσω των όποιων έρχεται σε επαφή με τα μέσα παραγωγής δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής.
Σε αυτή τη βάση οι κλασικοί διατύπωσαν το βασικό νόμο του ιστορικού υλισμού, ότι πηγή της ανάπτυξης του κοινωνιών είναι το γεγονός ότι οι οικονομικές σχέσεις (και πρώτα απ’ όλα οι σχέσεις παραγωγής) αντιστοιχούν κάθε φορά σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, γίνονται ιστορικά ξεπερασμένες όταν οδηγήσουν σε ένα νέο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που δεν χωράει πια σε αυτές τις σχέσεις.
Τότε μπαίνει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της αλλαγής των σχέσεων παραγωγής.
Πρόκειται για μια τεράστια αποκάλυψη των Μαρξ – Ένγκελς για το εσωτερικό αίτιο της ανάπτυξης όλων των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών.
Η θεωρία για την υπεραξία, όπως θεμελιώθηκε στο έργο του Μαρξ «Το Κεφάλαιο», είναι η βάση της ανάλυσης και της κριτικής του καπιταλισμού: το κεφάλαιο δεν είναι πράγμα, αλλά η ενσάρκωση της εκμεταλλευτικής σχέσης της μισθωτής εργασίας, το κεφάλαιο δεν εκφράζει απλά την έννοια της συσσώρευσης του πλούτου, αλλά πριν απ’ όλα ταξική εκμετάλλευση, παραγωγή υπεραξίας.
Η ουσία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν είναι απλώς η παραγωγή εμπορευμάτων, αλλά η παραγωγή υπεραξίας (ανισότιμη ανταλλαγή μεταξύ μισθωτής εργασίας – καπιταλιστική κατοχή μέσων παραγωγής).
Η οικονομική θεωρία του Μαρξ αποκαλύπτει τις βασικές αντιθέσεις και τάσεις εξέλιξης της καπιταλιστικής κοινωνίας, που νομοτελειακά οδηγούν στην ανατροπή της.
Ως βασικό παράγοντα της ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού, οι Μαρξ – Ένγκελς θεωρούσαν ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού:
– Κοινωνικοποίησης της εργασίας,
– συγκέντρωσης κεφαλαίων,
– ανάπτυξης και συγκέντρωσης της εργατικής δύναμης.
Ήδη από το 1848, όταν ακόμη ο καπιταλισμός από ιστορικής άποψης ήταν νέο κοινωνικό σύστημα και η εργατική τάξη όντας αριθμητικά αδύνατη μόλις είχε αρχίσει να δρα στην ιστορία ως «τάξη για τον εαυτό της»,
όταν ακόμη δεν είχαν ωριμάσει αλλά συσσωρεύονταν οι υλικές προϋποθέσεις που θα έκαναν αναγκαίο ένα νέο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, οι Μαρξ – Ένγκελς συνέλαβαν την τάση που γεννιόταν στους κόλπους του καπιταλισμού:
«Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, όμως το προλεταριάτο δεν πληθαίνει μοναχά, αλλά και συσπειρώνεται σε μεγαλύτερες μάζες, η δύναμή του μεγαλώνει και τη δύναμή του αυτή τη νιώθει περισσότερο.
Τα συμφέροντα, οι συνθήκες ζωής του προλεταριάτου εξισώνονται όσο πάει και περισσότερο από το γεγονός ότι η μηχανή σβήνει όλο και πιο πολύ τις διακρίσεις στη δουλιά και πιέζει, σχεδόν παντού το μεροκάματο σ’ ένα εξίσου χαμηλό επίπεδο.
Ο αυξανόμενος συναγωνισμός των αστών ανάμεσα τους και οι εμπορικές κρίσεις που προκαλεί ο συναγωνισμός αυτός, κάναν το μισθό των εργατών όλο και πιο ασταθή. Η αδιάκοπη, όσο και πιο γρήγορη τελειοποίηση της μηχανής κάνει τη θέση τους όλο και πιο επισφαλή.
ΟΙ συγκρούσεις ανάμεσα στο μεμονωμένο εργάτη και στο μεμονωμένο αστό παίρνουν όλο και περισσότερο το χαρακτήρα σύγκρουσης ανάμεσα σε δυο τάξεις. Οι εργάτες αρχίζουν έτσι να συγκροτούν συνασπισμούς ενάντια στους αστούς.
Συνασπίζονται για να υπερασπίσουν το μισθό της εργασίας τους. Ιδρύουν ακόμη και μόνιμες ενώσεις για να εξασφαλίσουν τα μέσα στην περίπτωση ενδεχόμενων ανταρσιών. Εδώ και εκεί η πάλη ξεσπάει με τη μορφή εξεγέρσεων. Από καιρό σε καιρό οι εργάτες νικούν, αλλά η νίκη τους είναι παροδική.
Το πραγματικό αποτέλεσμα των αγώνων τους δεν είναι η άμεση επιτυχία, αλλά η συνένωση των εργατών που ολοένα επεκτείνεται. Η ενότητα αυτή προωθείται από τα αναπτυσσόμενα μέσα συγκοινωνίας που παράγονται από τη μεγάλη βιομηχανία και που συνδέουν μεταξύ τους τους εργάτες από διάφορα μέρη.
Και φθάνει μονάχα να συνδεθούν μεταξύ τους για να συνενωθούν οι πολλοί τοπικοί αγώνες, που έχουν παντού τον ίδιο χαρακτήρα, σε μια εθνική πάλη, σε μια ταξική πάλη. Κάθε ταξικός αγώνας όμως είναι πολιτικός αγώνας.
Και την ένωση που οι αστοί του μεσαίωνα με τους καρόδρομους του χρειάστηκαν αιώνες για να την πραγματοποιήσουν, οι σύγχρονοι προλετάριοι την πραγματοποιούν με τους σιδηροδρόμους μέσα σε λίγα χρόνια».[2]
Βασικός δείκτης λοιπόν είναι η συγκέντρωση και επέκταση της μισθωτής εργασίας, μέσω της οποίας παράγεται και οξύνεται η βασική αντίθεση του καπιταλισμού, δηλαδή η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας και την ατομική καπιταλιστική ιδιοποίηση των προϊόντων της.
Αυτό δε σημαίνει ότι η ανάπτυξη της μισθωτής εργασίας αποτυπώνεται μόνο με το ποσοστό που αυτή αντιπροσωπεύει στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό.
Αν δεν πλειοψηφεί ποσοστιαία η μισθωτή εργασία, δεν σημαίνει ότι δεν έχει ήδη κυριαρχήσει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, ότι δεν έχει ωριμάσει σε μονοπωλιακό καπιταλισμό.
Αυτό μπορεί να συμβεί διατηρώντας και αναπαράγοντας βαθύτατη ανισομετρία, ενσωματώνοντας επί μακρόν και σε ορισμένες περιπτώσεις σε μεγάλη έκταση επιβιώσεις προκαπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Το φαινόμενο αυτό δεν υπήρχε μόνο πριν το 1917 στη Ρωσία, αλλά και στη σημερινή Ινδία.
Όλη η πορεία ανάπτυξης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής αποτελεί ουσιαστικά διαδικασία της υλικής προετοιμασίας για το πέρασμα στην άμεσα κοινωνική παραγωγή, δηλαδή για το πέρασμα στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής.
Δεν είναι τυχαία χρονικά η στιγμή που αρχίζει να διαμορφώνεται το επαναστατικό εργατικό κίνημα, με ορόσημο τη συγγραφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου από τους Μαρξ – Ένγκελς, το 1848.
Είναι η εποχή των αστικών επαναστάσεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, οι οποίες οδηγούν οριστικά στην πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης, η οποία στη συνέχεια διευρύνει την οικονομική της κυριαρχία και μαζί με αυτήν τις αντιφάσεις της και το δικό της νεκροθάφτη, την εργατική τάξη.
«Η κοινωνία δεν μπορεί πια να ζήσει κάτω από την κυριαρχία της αστικής τάξης, δηλαδή η ύπαρξη της αστικής τάξης δεν συμβιβάζεται άλλο με την κοινωνία.
Ο ουσιαστικός όρος για την ύπαρξη και κυριαρχία της αστικής τάξης είναι η συσσώρευση του πλούτου στα χέρια ιδιωτών, ο σχηματισμός και η αύξηση του κεφαλαίου. Η προϋπόθεση του κεφαλαίου είναι η μισθωτή εργασία.
Η μισθωτή εργασία στηρίζεται αποκλειστικά στο συναγωνισμό ανάμεσα στους ίδιους τους εργάτες. Η πρόοδος της βιομηχανίας που η αστική τάξη είναι ο άβουλος και παθητικός φορέας, βάζει στη θέση της απομόνωσης των εργατών μέσα από το συναγωνισμό την επαναστατική τους συνένωση μέσα από την οργάνωση.
Έτσι με την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας αφαιρείται κάτω από τα πόδια της αστικής τάξης το ίδιο το έδαφος που πάνω στη βάση του παράγει και ιδιοποιείται τα προϊόντα. Πριν απ’ όλα η αστική τάξη παράγει τους ίδιους τους νεκροθάφτες της.
Η πτώση της και η νίκη του προλεταριάτου είναι το ίδιο αναπόφευκτα».[3]
Η διαδικασία ανάπτυξης του καπιταλισμού, της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, οδηγεί αντικειμενικά στην ανάπτυξη της εργατικής τάξης, στην όξυνση της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας,
στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης και στην διαμόρφωση του νέου επαναστατικού υποκειμένου, δηλαδή της εργατικής τάξης και της πρωτοπορίας της.
Βλέπουμε, σε αντίθεση με την αστική επανάσταση του 1789, ότι στις επαναστάσεις του 1848 η εργατική τάξη έστω και ανώριμα θέτει τις δικές της διεκδικήσεις και στόχους, πλέον
«Το φάντασμα του κομμουνισμού πλανάται πάνω από την Ευρώπη».
Η αντανάκλαση των οικονομικών διαδικασιών στο επίπεδο της ταξικής πάλης και της ανάπτυξης της εργατικής τάξης από «τάξη καθεαυτό» σε «τάξη για τον εαυτό της» δεν γίνεται ευθύγραμμα και αυτόματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Μ. Βρετανία, η πλέον αναπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία του 19ου αιώνα, όπου καθυστερεί η εμφάνιση εργατικού κόμματος και στη συνέχεια με αδύνατη παρουσία επαναστατικού σοσιαλιστικού ρεύματος σε αυτό.
Η θέση του Μαρξ ότι:
«Νέες ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμφανίζονται προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της ύπαρξής τους, μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας»,[4]
διαστρεβλώνεται από αυτοαποκαλούμενους μαρξιστές και δεδηλωμένους αντιλενινιστές, σύγχρονους οπορτουνιστές, οι οποίοι μιλούν για ανωριμότητα των υλικών προϋποθέσεων περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και φέρνουν ως απόδειξη ότι ο σοσιαλισμός δεν επιβίωσε.
Ως προς το παραπάνω απόσπασμα του Μαρξ, το ξεκόβουν από την αμέσως επόμενη πρόταση:
«Γι’ αυτό η ανθρωπότητα βάζει πάντα μπροστά της μόνο τα καθήκοντα εκείνα που μπορεί να λύσει, γιατί με μια προσεκτικότερη εξέταση γίνεται πάντα φανερό, ότι το ίδιο το καθήκον ξεπηδάει μόνο τότε, όταν οι υλικοί όροι για τη λύση του υπάρχουν κιόλας ή τουλάχιστον βρίσκονται στην πορεία του γίγνεσθαι».
Η θέση αυτή επαναλαμβάνεται και στο έργο του «Η αθλιότητα της Φιλοσοφίας» όπου αναφέρεται:
«Απ’ όλα τα μέσα παραγωγής η μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη είναι η ίδια η επαναστατική τάξη.
Η οργάνωση των επαναστατικών στοιχείων σε τάξη προϋποθέτει ότι υπάρχουν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορούσαν να αναπτυχθούν στα σπλάχνα της παλιάς κοινωνίας».[5]
Κριτήριο ωριμότητας των υλικών προϋποθέσεων δεν είναι απλά η ύπαρξη της εργατικής τάξης αλλά και η πολιτική συγκρότηση της σε επαναστατική δύναμη, η ανάπτυξη δηλαδή της ταξικής πάλης.
Δεν μπορεί λοιπόν να ξεσπάσει η σοσιαλιστική επανάσταση όταν δεν υπάρχει ένα ελάχιστο επίπεδο ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων του κομμουνισμού, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να επικρατήσει.
Η εκδήλωση της σοσιαλιστικής επανάστασης (η οποία έχει τις δικές της αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις που θα εξετάσουμε στη συνέχεια) σημαίνει ότι οι αντιφάσεις του συστήματος έχουν ωριμάσει, ότι ο σοσιαλισμός από τη σύγκρουση των σχέσεων παραγωγής με τις παραγωγικές δυνάμεις προβάλλει ως αδήριτη ανάγκη.
Η δημιουργία λοιπόν του επιστημονικού κομμουνισμού και των επαναστατικών εργατικών κομμάτων ως φορέων συνένωσης της επαναστατικής θεωρίας με το εργατικό κίνημα, αποδεικνύουν την ωρίμανση των αντιφάσεων του καπιταλισμού από ιστορική άποψη.
Το γενικό επίπεδο ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων για το νέο κοινωνικό μετασχηματισμό είναι αυτό που προσδιορίζει την ιστορική εποχή στην εξέλιξη του καπιταλιστικού.
Μέσα σε αυτή την εποχή, υπάρχει διαφοροποίηση στο βαθμό ωρίμανσης από τη μια καπιταλιστική κοινωνία στην άλλη.
Ο Λένιν αναδεικνύοντας τα κριτήρια χαρακτηρισμού των εποχών έγραφε:
«Δεν μπορούμε να ξέρουμε με ποια ταχύτητα θα αναπτυχθούν τα διάφορα ιστορικά κινήματα μιας δοσμένης εποχής και σε τι βαθμό θα επιτύχουν.
Μπορούμε όμως να ξέρουμε – και ξέρουμε – ποια τάξη βρίσκεται στο κέντρο της μιας ή της άλλης εποχής, όταν καθορίσουμε το κύριο περιεχόμενο της, την κύρια κατεύθυνση της αποστολής της, τις κύριες ιδιομορφίες των ιστορικών συνθηκών της δοσμένης εποχής κτλ».[6]
Με βάση την παραπάνω θέση υιοθέτησε την ιστορική περιοδολόγηση του καπιταλισμού (που επεξεργάστηκαν άλλοι μαρξιστές) σε τρεις εποχές, με συμβατικά και σχετικά ορόσημα τις κοινωνικές επαναστάσεις και τους πολέμους.
Ταυτόχρονα επεσήμαινε ότι παντού στη φύση και την κοινωνία τα όρια είναι συμβατικά και κινητά, σχετικά και όχι απόλυτα:
1789-1871
Η πρώτη εποχή, από τη μεγάλη γαλλική επανάσταση ως το γαλλοπρωσσικό πόλεμο και την Κομμούνα, είναι η εποχή της ανόδου της αστικής τάξης, της ολοκληρωτικής νίκης της.
Είναι η ανοδική γραμμή της αστικής τάξης, των αστικοδημοκρατικών κινημάτων, η εποχή της συντριβής των ιστορικά ξεπερασμένων φεουδαρχικών δεσμών.
1871-1914
Η δεύτερη εποχή, είναι η εποχή της ολοκληρωτικής κυριαρχίας και της παρακμής της αστικής τάξης, που χάνει τον προοδευτικό χαρακτήρα της στην κοινωνική εξέλιξη.
Είναι εποχή της προετοιμασίας και της αργής συγκέντρωσης δυνάμεων από το νέο υποκείμενο της ιστορίας, την εργατική τάξη.
1914 – …
Η τρίτη εποχή χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία του μονοπωλίου, είναι η εποχή του ιμπεριαλισμού και των ιμπεριαλιστικών πολέμων που βάζει την αστική τάξη στην ίδια ιστορική θέση που βρίσκονταν οι φεουδάρχες την πρώτη εποχή.
Ο ιμπεριαλισμός, ως μονοπωλιακός καπιταλισμός, είναι η εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων, για το πέρασμα στην κομμουνιστική κοινωνία.
Ήδη ο Μαρξ στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου, στην ανάλυσή του για τη μετοχική εταιρεία θίγει την εμφάνιση ενός φαινομένου που στην εποχή του ακόμη δεν είναι κυρίαρχο αλλά έγινε κυρίαρχο στα επόμενα χρόνια.
Οι προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής επανάστασης – Μέρος 2ο
Το ζήτημα της εμφάνισης του μονοπωλίου:
Το μονοπώλιο δεν είναι απλά μια μεγάλη καπιταλιστική επιχείρηση, αλλά αποτελεί έκφραση του υψηλού βαθμού της κοινωνικοποίησης της εργασίας και της παραγωγής ως αποτέλεσμα της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στις οποίες υποτάσσεται η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Τα μονοπώλια εκφράζουν μεγάλη κεφαλαιακή συσσώρευση με τη μορφή μετοχικής ιδιοκτησίας σε εταιρεία ή όμιλο εταιρειών, με ανάλογη συγκέντρωση μεγάλου μεριδίου αγοράς.
Είναι δείκτης της μεγάλης όξυνσης της αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας.
Είναι η μορφή που παίρνει η κεφαλαιοκρατική σχέση, σε συνθήκες που έχουν υπερωριμάσει οι παραγωγικές δυνάμεις και ασφυκτιούν στα στενά πλαίσια των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Ο Μαρξ στο ίδιο έργο αναφέρει ότι ο σχηματισμός μετοχικών εταιρειών είναι:
«Η κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μέσα στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και γι’ αυτό είναι μια αυτοαναιρούμενη αντίφαση»,[7]
αφού όπως εξηγεί στις μετοχικές εταιρείες:
«…η λειτουργία είναι χωρισμένη από την ιδιοκτησία του κεφαλαίου, επομένως και η εργασία είναι εντελώς χωρισμένη από την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και την υπερεργασία.
Αυτό είναι αποτέλεσμα της ανώτατης ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, αναγκαίο σημείο περάσματος για την ξαναμετατροπή του κεφαλαίου σε ιδιοκτησία των παραγωγών, όχι όμως πια σαν ατομική ιδιοκτησία ξεχωριστών παραγωγών αλλά σαν ιδιοκτησία των συνεταιρισμένων παραγωγών, σαν άμεσα κοινωνική ιδιοκτησία».[8]
Έτσι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής γίνεται φραγμός στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, οξύνονται όλες οι αντιθέσεις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές.
Αυτή η εξέλιξη καθορίζει την ανάπτυξη της ταξικής πάλης στην κατεύθυνση να επιλυθεί η βασική αντίθεση με το επαναστατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
«Το μονοπώλιο του κεφαλαίου μετατρέπεται σε δεσμά του τρόπου παραγωγής που άνθισε μαζί του και κάτω από αυτό.
Η συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φθάνουν σε ένα σημείο, όπου δεν συμβιβάζεται με το κεφαλαιοκρατικό της περίβλημα.
Το περίβλημα αυτό σπάει. Σημαίνει τέλος της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται».[9]
Συνεχίζεται με το 3ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς: Διαλεχτά Εργα, τόμος ΙΙ, σελ. 572-573.
[2]. Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς: Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 36-37.
[3]. Στο ίδιο, σελ. 40.
[4]. Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς: Διαλεχτά Εργα, τόμος 1, σελ. 425.
[5]. Κ. Μαρξ: «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας» , εκδόσεις Αναγνωστίδη σελ 173.
[6]. Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 26, σελ. 142.
[7]. Κ. Μαρξ: Το Κεφάλαιο, τόμος 3, σελ. 553, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
[8]. Στο ίδιο, σελ. 551.
[9]. Κ. Μαρξ: Το Κεφάλαιο, τόμος 1, σελ. 787, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» .
Κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ με τίτλο:
«Θεωρητικά ζητήματα για τις προϋποθέσεις της Σοσιαλιστικής Επανάστασης»
Δημοσιεύτηκε στο 2ο τεύχος της ΚΟΜΕΠ το 2008