Πόσο χαίρομαι που δεν είμαι… χιμπατζής!
«Έχετε καλύψει όλη την απόσταση από το σκουλήκι μέχρι τον άνθρωπο και πολλά πράγματα μέσα σας είναι ακόμη του σκουληκιού. Κάποτε ήσασταν πίθηκοι, κι ακόμη και τώρα ο άνθρωπος είναι περισσότερο πίθηκος από τον όποιο πίθηκο»
Βεβαίως θα άξιζε να γνωρίζαμε και τη γνώμη των χιμπατζήδων. Τι να νιώθουν που δεν είναι άνθρωποι; Μήπως χαίρονται που τελικά δεν είμαστε εμείς χιμπατζήδες; Μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Αν ήμουν χιμπατζής, είναι γεγονός πως δεν θα κινδύνευα να πνιγώ από… σταφύλι, όπως εικάζεται πως πέθανε ο Σοφοκλής.
Στους χιμπατζήδες, αλλά και στους άλλους ανθρωποειδείς πιθήκους, η αναπνευστική οδός είναι εντελώς ανεξάρτητη από την πεπτική.
Μπορούν να καταπίνουν και να ρουφάνε συγχρόνως τη… μύτη τους.
Στην περίπτωση του χιμπατζή θα είχα αντιτακτά δάκτυλα και στα πόδια, ιδιομορφία που δεν θα μου επέτρεπε να φοράω επώνυμα παπούτσια.
Έστω και ξυπόλητος όμως, θα είχα τη δυνατότητα ν’ αποκτήσω όποια χιμπατζίνα ήθελα, φτάνει να διέθετα ικανή ποσότητα από μπανάνες ή να σκότωνα το αρσενικό που την διαφέντευε.
Στον κόσμο των ανθρώπων, αποκτάς σύντροφο σε μικρή ηλικία και σώνει και καλά θα πεθάνεις με τον ίδιο.
Ακόμη και όσοι τολμούν καμιά εξωσυζυγική περιπέτεια δεν μπορούν, σε καμιά περίπτωση, να διασκεδάσουν αυτή την ανθρώπινη κατάρα.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι χιμπατζήδες μας ρίχνουν κατακέφαλα στο σεξ.
Έχει αποφανθεί και η επιστήμη περί αυτού: Η εναλλαγή ερωτικών συντρόφων αυξάνει τη λίμπιντο.
Παραδόξως, ενώ τα βιβλία των ανθρώπων το γράφουν αυτό, οι ίδιοι φαίνεται να το αγνοούν. Ή ακόμη χειρότερα, να επιβάλουν στους άλλους το αντίθετο.
Σαν χιμπατζής θα κινδύνευα να βρίσκομαι κλεισμένος σ’ ένα κλουβί, περίγελος στα μάτια των πολιτισμένων εξαδέλφων μου ή πειραματόζωο.
Θα μου πείτε ότι και πολλοί άνθρωποι – οι περισσότεροι γίνονται περίγελος των ολίγων, αλλά τουλάχιστον δεν τους έχουν πίσω απ’ τα κάγκελα. Συνήθως.
Δεν θα ‘χα ούτε τον θεό μου.
Οι χιμπατζήδες σαν πρωτόγονα ζώα, δεν βρίσκουν να έχουν ανάγκη και δεν πιστεύουν σε μια… ανώτερη δύναμη.
Θα κυκλοφορούσα από δέντρο σε δέντρο και θα ‘χα το νου μου μη μου την πέσει κανένα φίδι, αιλουροειδές, αετός, κανένα άλλο μεγαλύτερο ανθρωποειδές ή στους ανθρώπους που είναι πιο επικίνδυνοι.
Στον ελεύθερο χρόνο μου θα ‘ξυνα τα τέτοια μου, θα με ξεψείριζε καμιά πρόθυμη χιμπατζίνα και θα μ’ απασχολούσε πώς θα διαιωνίσω τα εγωιστικά μου γονίδια και το πού θα βρω φρούτα και καρπούς.
Όμως, δεν είμαι χιμπατζής. Κι αυτό μου φαίνεται καλό.
Αν και για πολλούς, μεταξύ των οποίων και ο Νίτσε, είμαι ακόμη. Ίσως και σκουλήκι:
«Έχετε καλύψει όλη την απόσταση από το σκουλήκι μέχρι τον άνθρωπο και πολλά πράγματα μέσα σας είναι ακόμη του σκουληκιού. Κάποτε ήσασταν πίθηκοι, κι ακόμη και τώρα ο άνθρωπος είναι περισσότερο πίθηκος από τον όποιο πίθηκο».[1]
Εδώ που τα λέμε, δεν είναι και προς περηφάνια να ‘σαι χιμπατζής. Δεν αρθρώνει λόγο – πέρα από άναρθρες κραυγές, δεν πλένεται, δεν ντύνεται, σκοτώνει τους ομοίους του και τρώει τα παιδιά τους.
Πόσο χαίρομαι που δεν είμαι… χιμπατζής!
Δεν γνωρίζει από ιδιοκτησία – πέραν της περιοχής της ομάδας, αλλά έτσι μπορεί να ‘ρθει ο κάθε μαλάκας χιμπατζής να του πάρει τις μπανάνες.
Δεν εργάζεται, άρα κανείς δεν εκμεταλλεύεται την εργατική του δύναμη κι έχει μπόλικο ελεύθερο χρόνο ν’ ασχολείται μ’ ό,τι τέλος πάντων απασχολεί τους χιμπατζήδες.
Ακόμη χειρότερα, αγνοεί το παρελθόν και δεν τον απασχολεί κανένα μέλλον.
Το μέλλον στους χιμπατζήδες έρχεται από μονάχο του. Αν είσαι χιμπατζής, απλώς το συναντάς το μέλλον σου. Και βεβαίως το αποδέχεσαι όποιο και να ‘ναι.
Πόσο διαφορετικά είναι με τους ανθρώπους!
Σε αντίθεση με τους χιμπατζήδες έχουν τη δυνατότητα – όλοι ανεξαιρέτως, να γνωρίζουν το παρελθόν τους, γνώση που την λένε ιστορία.
Διδάσκονται από πού έρχονται, πού βρίσκονται σήμερα και γιατί υπάρχουν, και ως αποτέλεσμα αυτής τους της παιδείας, μπορούν να διαμορφώνουν το μέλλον τους.
Κάποιοι λίγοι – ελάχιστοι που αδιαφορούν, εξοστρακίζονται πάραυτα από τις κοινωνίες των ανθρώπων.
Διαθέτουν την ικανότητα να εκτιμούν και να αξιολογούν το περιβάλλον τους καλύτερα από τους χιμπατζήδες, ακόμη και να παρεμβαίνουν σ’ αυτό, έστω κι αν μερικοί – πάλι ελάχιστοι και παραδόξως, την έχουν χεσμένη (την ικανότητα).
Κατάφερε ως είδος να αναπτύξει την επιστήμη, την οποία μέσω της τεχνολογίας την χαίρονται όλοι αδιακρίτως. Με την τεχνολογία που διαθέτουν μπορούν να ζουν άνετα.
Μένουν σε σπίτια όπου προφυλάσσονται από τις καιρικές συνθήκες και διαθέτουν όλες τις ανέσεις της εποχής.
Χαίρονται δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο τους, μορφώνονται, καλλιεργούνται, μετακινούνται ασφαλώς και τάχιστα ακόμη και από το ένα μέρος της Γης στο άλλο, γνωρίζουν πολιτισμούς, κάνουν διακοπές.
Αν και έχουν όλοι τη δυνατότητα, αποφεύγουν τα ιδιωτικά μέσα για να εκμεταλλεύονται κι αυτόν ακόμη τον χρόνο της διαδρομής προς άγραν γνώσης. Συγκοινωνίες… αναγνωστήρια!
Πόσο πίσω είναι οι… χιμπατζήδες!
Εκεί μετράει η δύναμη, οι… μπανάνες και η ένταση ερεθισμού του αειφανούς αιδοίου των χιμπατζίνων.
Αντιθέτως, οι άνθρωποι προσδίδουν σημασία στο ήθος, την καλλιέργεια, τη μόρφωση, τις αξίες, τα ιδανικά.
Κι αν τους τύχει και καμία στραβή (των ανθρώπων) με την υγεία τους, περιθάλπονται σε άριστα νοσοκομεία, που είχαν εκ των προτέρων προνοήσει να υπάρχουν, τα οποία αν δύνατο ο χιμπατζής να τα εκτιμήσει θα ήταν συνεχώς άρρωστος.
Οι άνθρωποι γενικώς και σε πλήρη αντίθεση με τους χιμπατζήδες, επιδεικνύουν ιδιαίτερη πρόνοια για τους ανήμπορους και τους έχοντες ανάγκη.
Οι άνθρωποι έχουν αναπτύξει την ικανότητα της αφηρημένης σκέψης. Συνεπεία αυτού, κατάφεραν να καλλιεργήσουν τις τέχνες.
Μπορούν να σκέπτονται, να ονειροπολούν, να κάνουν σχέδια για το μέλλον.
Εφηύραν το λόγο και με τον συμβολισμό στην αρχή, την γραφή αργότερα και τα ηλεκτρονικά μέσα σήμερα κατάφεραν να συσσωρεύουν γνώση.
Στην οποία και εμβριθούν ασυστόλως. Μέσω της γνώσης κατάντησαν ικανοί για όλα.
Πόσο χαίρομαι που δεν είμαι… χιμπατζής!
Μπορεί βέβαια σε μερικούς από τους ανθρώπους να μην τους κόβει πως αν χώσουν ένα κλαδάκι σε μυρμηγκοφωλιά θα βγάλουν μυρμήγκια – δεξιότητα που κατέχουν ακόμη και τα χιμπατζηδάκια, αλλά εμείς οι άνθρωποι δεν τρώμε μυρμήγκια. Ακόμη.
Ένα έργο τέχνης, που κάποιοι άλλοι πριν απ’ αυτούς δημιούργησαν, αρκεί για να κατακλυστούν από συναισθήματα.
Γι’ αυτό και οι άνθρωποι εκτιμούν την τέχνη.
Κατά χιλιάδες συσσωρεύονται όπου αυτή εκδηλώνεται, τα θέατρα ασφυκτιούν από κόσμο, ατέλειωτες ουρές στις συναυλιακές αίθουσες, ανάρπαστα τα εισιτήρια στους κινηματογράφους.
Ομηρικές δημόσιες διενέξεις, εκτός από τη σημασία του έργου του κάθε Ομήρου της ανθρωπότητας, ακόμη και για την επίδραση των… κουαρτέτων εγχόρδων του Μπετόβεν στα αντίστοιχα του Σούμπερτ. Ή για τον ξεφωνημένο ιδεαλισμό της θεωρίας του «Μπιγκ Μπάνγκ».
Στις πινακοθήκες πατείς με πατώ σε, οι έντυπες εκδόσεις εξαντλούνται αστραπιαία. Τα βιβλία είναι διάσπαρτα στα σπίτια.
Τις Κυριακές όλοι ξυπνούν με την «Καντάτα του Καφέ» του Μπαχ.
Απολύτως δικαιολογημένα υποστηρίζουν πως με την παρουσία τους και τα επιτεύγματά τους επήλθε ο εξανθρωπισμός του πιθήκου.
Σε αντίθεση με τους χιμπατζήδες που σέβονται (αναγκαστικά) τον δυνατότερο, οι άνθρωποι – γι’ αυτό και είναι άνθρωποι, δεν μασάνε με κάτι τέτοια.
Εκτιμούν εκείνους που πρόσφεραν στην ανθρωπότητα.
Έχουν σε ιδιαίτερη υπόληψη τους ανθρώπους των γραμμάτων, των τεχνών, της επιστήμης.
Όλους εκείνους που διέθεσαν την ενεργητικότητα, τις ικανότητές τους, ίσως και την ίδια τη ζωή τους σε πανανθρώπινες αξίες και ιδανικά.
Οι χιμπατζήδες, ως τέτοιοι, αγνοούν αυτούς τους όρους και τη σημασία τους. Αν και σ’ ένα βαθμό επιδεικνύουν ακόμη και αυτοί στοιχεία αλτρουισμού και αλληλεγγύης.
Τέλος, οι άνθρωποι δεν είναι χιμπατζήδες ώστε να τους κάθεται στο σβέρκο ο κάθε ένας δυνατότερος χιμπατζής, να τους παίρνει τις χιμπατζίνες και τα καλύτερα φρούτα.
Έχοντας κατακτήσει ένα υψηλό επίπεδο γνώσης και πολιτισμού, επιλέγουν, με κριτήριο τα συμφέροντα όλων των ανθρώπων, εκείνους που μαζί τους θα οδηγήσουν την ανθρωπότητα σ’ ένα καλύτερο μέλλον.
Σ’ ένα μέλλον όπου οι άνθρωποι θα έχουν μάθει και θα μπορούν να δημιουργούν και τα όποια κοινωνικά παράσιτα έχουν απομείνει, θα έχουν πάρει τη θέση τους στη χωματερή της ιστορίας.
Όπου θα υπάρχουν… μπανάνες για όλους. Ακόμη και για τους χιμπατζήδες!
Σημείωση:
[1]. Φ. Νίτσε: «Τάδε έφη Ζαρατούστρας».
Πηγή: Ατέχνως