Θόδωρος Πάγκαλος – Από την ΚΕ του ΚΚΕ στο «όλοι μαζί τα φάγαμε»
Οι περισσότερες αναφορές στον Πάγκαλο εστιάζουν συνήθως στη σωματική του διάπλαση και στο «όλοι μαζί τα φάγαμε», που ακόμα κι αν ήταν σωστό, δε μας λέει ποιος είχε τη μερίδα του λέοντος και ποιος πήρε τα ψίχουλα.
Είναι λάθος όμως να αναλώνεται κανείς σε φτηνά σχόλια περί πάχους, όταν έχει ένα σωρό πατήματα για το πολιτικό κάλλος του Πάγκαλου.
Θόδωρος Πάγκαλος – Από την ΚΕ του ΚΚΕ στο «όλοι μαζί τα φάγαμε»
Εξάλλου, ο πολιτικός παχυδερμισμός δεν είναι ζήτημα κιλών.
Γεννήθηκε σαν σήμερα (17/8) το 1938, από πατέρα στρατιωτικό, ενώ ήταν εγγονός του δικτάτορα Θεόδωρου Πάγκαλου, με το ίδιο ακριβώς ονοματεπώνυμο, που είχε πάρει πραξικοπηματικά την εξουσία τη δεκαετία του 20′.
Αρχικά φάνηκε πως ο Πάγκαλος θα ξέφευγε από την πολιτική τροχιά της οικογένειάς του, κατάφερε όμως να επισκιάσει τελικά τη φήμη των προγόνων του, με τα δικά του πολιτικά κατορθώματα.
Σπούδασε νομικά κι οικονομικά και συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία, κατά την περίοδο της χούντας.
Ήταν από τα ηγετικά στελέχη της Νεολαίας Λαμπράκη και σύμφωνα με μαρτυρίες ήταν στην ομάδα που απέτρεψε την κηδεία -εν κρυπτώ κι εσπευσμένα- του Σωτήρη Πέτρουλα από τις αρχές, πριν πάρει το πτώμα του η οικογένειά του.
Συμμετείχε ως εκπρόσωπος των Οργανώσεων της Δυτικής Ευρώπης στην ιστορική 12η Ολομέλεια του ΚΚΕ, που οριστικοποίησε το ρήγμα και την οργανωτική διάσπαση με το λεγόμενο «ΚΚΕ Εσωτερικού».
Τα επόμενα χρόνια αποστασιοποιήθηκε από το Κομμουνιστικό Κίνημα, προσεγγίζοντας τη σοσιαλδημοκρατία του ΠΑΣΟΚ, όπου και βρήκε τη φυσική του θέση, φροντίζοντας να παραγραφούν οι πράξεις της πρώτης νιότης του, που έδειχνε πως θα γινόταν άλλος.
Εκλεγόταν σταθερά από τα χρόνια της Αλλαγής ως βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και ανέλαβε διάφορες θέσεις στις κυβερνήσεις Παπανδρέου και Σημίτη, κυρίως στο Υπουργείο Εξωτερικών.
Εκεί διαχειρίστηκε και την υπόθεση Οτσαλάν, όπου είχε την κωδική ονομασία «μεγάλος τραγουδιστής», για να παραδώσει ουσιαστικά τον Κούρδο ηγέτη στις τουρκικές υπηρεσίες και να εξαναγκαστεί σε παραίτηση για τους χειρισμούς του, ως αποδιοπομπαίος τράγος.
Λίγα χρόνια νωρίτερα είχε περάσει με μελανά γράμματα στην ιστορία ο χειρισμός του στην κρίση των Ιμίων, όταν και ειδοποιήθηκε από τον παρουσιαστή της εκπομπής «Ενώπιος Ενωπίω» Νίκο Χατζηνικολάου πως έπρεπε να μεταβεί επειγόντως για σύσκεψη στο γραφείο του πρωθυπουργού.
Η διαβόητη δήλωση του –σύμφωνα τουλάχιστον με τον τότε ναύαρχο Λυμπέρη– για τη «Σημαία που την πήρε ο αέρας», δεν τον εμπόδισε καθόλου πριν λίγους μήνες να επιδοθεί σε ένα τουρκοφαγικό παραλήρημα, κατά το οποίο ισχυρίστηκε πως είναι:
«Ένα τεράστιο θέμα το τουρκικό, είναι αδυσώπητος ο εχθρός και δεν πρόκειται να ξεπεραστεί όση καλή πίστη και να δείξουμε»
συνεχίζοντας:
«Ο μόνος καλός Τούρκος είναι ένας νεκρός Τούρκος. Εγώ το πιστεύω γιατί δεν έχω βρει καλό Τούρκο. Τους λείπουν στοιχειώδεις έννοιες. Ο Τούρκος δεν έχει την έννοια του δικαίου».
Στο ενδιάμεσο ήταν μέλος της «φράξιας των 4», που έκανε εσωκομματική αντιπολίτευση στον Παπανδρέου κι έδωσε το χρίσμα στο Σημίτη για τη διάδοχη κατάσταση στο ΠΑΣΟΚ.
Το 94’ διεκδίκησε το Δήμο Αθηναίων, για να ηττηθεί από τον «κύριο Τίποτα», όπως είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος τον Αβραμόπουλο.
Προς το τέλος της ενασχόλησής του με την πολιτική, ήταν ένα είδος ωρολογιακής βόμβας που μπορούσε να σκάσει ανά πάσα στιγμή, με ελεγχόμενες ωστόσο εκρήξεις, ή βασικά κάτι σαν «πολιτική Μαντόνα», που έκανε σκόπιμες και υπολογισμένες προκλητικές δηλώσεις και αθυρόστομες δημόσιες παρεμβάσεις.
Βασικά όμως ήταν πάντα φερέφωνο της κυρίαρχης πολιτικής και αιχμή του δόρατος για το σύστημα, εκφράζοντας επιθετικά κι αφιλτράριστα τη γραμμή του.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η διαβόητη φράση στη Βουλή «όλοι μαζί τα φάγαμε», που περνούσε τη θεωρία της συνενοχής πολιτών και κυβερνήσεων για τη διαφθορά και τη φαυλότητα.
Μία ατάκα για την οποία όχι μόνο δε μετάνιωσε, αλλά την έκανε και τίτλο ενός βιβλίου του, όπου αυτοδικαιωνόταν παραθέτοντας «αυθόρμητα σχόλια» αναγνωστών της προσωπικής του ιστοσελίδας, που συμφωνούσαν μαζί του.
Πρόσφερε πολλές άλλες φαιδρές στιγμές, όπως το εσώρουχό του που έστειλε στη σατιρική εκπομπή Ράδιο-Αρβύλα, ή την ατάκα «δε γ…σαι πρωί-πρωί» σε ένα δημοσιογράφο που κάλυπτε το ρεπορτάζ της Βουλής.
Αλλά και διάφορες άλλες, λιγότερο κωμικές, όπως τη χυδαία επίθεσή του στο διαδηλωτή Μανόλη Γλέζο, ή την εκτίμησή του για τους «Αγανακτισμένους», που είναι ένα μείγμα από:
«Κομμουνιστές, φασίστες και μ…ες».
Κατά βάση όμως ήταν το βαρύ πυροβολικό του αντικομμουνιστικού οχετού, με αγαπημένο στόχο το ΚΚΕ και χυδαίες επιθέσεις ενάντια στο παλιό του κόμμα.
Δεν ήταν τυχαίο πως ανέλαβε εργολαβικά να το συκοφαντήσει ότι διαθέτει δήθεν μετοχές στο «Γερμανό» και μια τεράστια περιουσία, χωρίς ποτέ να μπει στον κόπο να αποδείξει κάτι από τη λάσπη που εκτόξευε.
Ενώ σε μια άλλη περίπτωση, έλεγε ειρωνικά πως μπορεί να επιστρέψει στο ΚΚΕ, αλλά δεν ξέρει ούτε καν πώς λέγεται ο Γραμματέας του.
Ενώ το δικό του όνομα (άξιος εγγονός του παππού του) και το πρόσωπό του αποκλείεται να τα μπερδέψει κανείς, όπως δείχνει παρακάτω κι ένα παλιότερο σκίτσο του Κ. Ρουγγέρη.
Το Μάρτη του 11′ βρέθηκε σε μια ταβέρνα στην περιοχή της Λαυρεωτικής, όπου τον γιαούρτωσαν οργισμένοι κάτοικοι της Κερατέας.
Ο Πάγκαλος αναγκάστηκε να πληρώσει πρόστιμο για συκοφαντική δυσφήμηση εναντίον ενός πρώην δημάρχου της Κερατέας, που κατονόμασε ως υπεύθυνο για τα γιαούρτια που δέχτηκε.
Ενώ ο Παύλος Τσίμας επέστρεψε πρόσφατα στο θέμα, για να εξισώσει τα «φονικά γιαούρτια» εναντίον του Πάγκαλου με τη βία των νεοναζί και τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Στις εκλογές του 12′, κι ενώ ήταν βέβαιο πως το εκλογικό σώμα θα μαύριζε τον Πάγκαλο, που ήταν από τους πιο χαρακτηριστικούς εκφραστές της μνημονιακής πολιτικής, αυτός ανακοίνωσε πως δε θα κατέβει υποψήφιος, για να μη δώσει στον κόσμο τη χαρά της απόρριψής του -που αποτυπώθηκε και στην εκλογική κατρακύλα του ΠΑΣΟΚ.
Έκτοτε ιδιωτεύει, κάνοντας περιστασιακά ορισμένες τηλεοπτικές και δημόσιες εμφανίσεις, για να μην τον ξεχνάει ο κόσμος και να εκτιμήσει το πολιτικό κάλλος και το ήθος του που λείπει τα τελευταία χρόνια από τα κοινοβουλευτικά έδρανα.
Πηγή: Κατιούσα