Print Friendly, PDF & Email

Ορισμένα συμπεράσματα από την πορεία του Πασόκ από το 1974 ως σήμερα

Στην Ελλάδα ο πολιτικός σπόρος της γέννησης σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, δηλαδή του Πασόκ (ιδρύθηκε επίσημα στις 3 Σεπτέμβρη 1974), ρίχτηκε κατά την περίοδο της διαμάχης στις γραμμές των ηγετικών στελεχών της Ενωσης Κέντρου (ΕΚ), κυρίως μέσα από τις διαφωνίες ανάμεσα στον Γ. Παπανδρέου και τον Α. Παπανδρέου (Α. Π.).

Ο Α. Π. στη μακρόχρονη παραμονή του στις ΗΠΑ μελετούσε το Δημοκρατικό Κόμμα και τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.

Κατανοούσε ότι η ΕΚ δεν μπορούσε να αποτελέσει τον εναλλακτικό πόλο στη διαχείριση των αναγκών της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος, ενώ προετοιμαζόταν η πορεία ένταξης στην ΕΟΚ.

Διέβλεπε ως βασικό εμπόδιο τη διατήρηση του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος που διαμορφώθηκε μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας.

Δεν ήταν μόνο ο Α. Π. που είχε κάνει την επιλογή του αστικού εκσυγχρονισμού, αυτός είχε ωριμάσει και σε έναν κύκλο στελεχών της ΕΡΕ με επικεφαλής τον Κ. Καραμανλή.

Ορισμένα συμπεράσματα από την πορεία του Πασόκ από το 1974 ως σήμερα
Ορισμένα συμπεράσματα από την πορεία του Πασόκ από το 1974 ως σήμερα

Σοσιαλδημοκρατικοί – μικρής εμβέλειας – σχηματισμοί υπήρξαν στην Ελλάδα από τον Μεσοπόλεμο, ορισμένα στελέχη τους συμμετείχαν στο ΕΑΜ και την ΠΕΕΑ, ενώ στη συνέχεια πήραν μέρος στη συγκρότηση της ΕΔΑ.

Παρά τον ρόλο της ΕΔΑ στην ανάπτυξη εργατικών – λαϊκών και νεολαιίστικων αγώνων, αυτή δεν μπορούσε να υποκαταστήσει το ΚΚΕ, που έχασε την αυτοτέλειά του με τη διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων το 1958 και τη διάχυση των κομμουνιστών και κομμουνιστριών στις γραμμές του κόμματος που αποτελούσε τη βασική σοσιαλδημοκρατική δύναμη στη μεταπολεμική Ελλάδα, έως το ’74.

Ο Α. Π. ανήγγειλε την ίδρυση του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος (ΠΑΚ) στις 27/2/1968, διατυπώνοντας ένα μείγμα αστικών, μικροαστικών, ρεφορμιστικών – οπορτουνιστικών, τροτσκιστικών αντιλήψεων, προσπαθώντας να εμφανιστεί ως η αριστερή γραμμή της σοσιαλδημοκρατίας.[1]

Στις 13/4/1969 δήλωνε στη σουηδική εφημερίδα «Ντάγκες Νίχετερ»:

«Δεν αναγνωρίζω το ΚΚΕ, για τον απλούστατο λόγο ότι στην υπό της χούντας διαλυθείσαν Βουλή δεν είχε αντιπροσώπους».

Πρόσθεσε μάλιστα ότι συνεργαζόταν με μια ομάδα αριστερών «καλών προθέσεων» και όχι με τους «πιστούς της Μόσχας».[2]

Το Πασόκ τα πρώτα χρόνια

Το Πασόκ το ’74 εμφανίστηκε εξιλεωμένο από τις αμαρτίες της ΕΚ, με το άλλοθι του παραμερισμού της, ενώ σήκωνε «στα άστρα» την αντιδεξιά σημαία έναντι της ΝΔ.

Ταυτόχρονα, στη σύνθεση των κεντρικών οργάνων, του στελεχικού δυναμικού του μετείχαν επώνυμα στελέχη της ΕΚ, γενικώς στελέχη με κοινωνική προέλευση από την αστική τάξη. Εμφανιζόταν ότι σκόπευε να βαδίσει έναν δήθεν ιδιαίτερο δρόμο προς τον σοσιαλισμό, που δεν ταυτιζόταν με εκείνο της σοσιαλδημοκρατίας και δεν είχε καμία σχέση με τη σοσιαλιστική οικοδόμηση του 20ού αιώνα, εξ ου και ονομάστηκε «τρίτος δρόμος».

Εννοείται ότι το σύνθημα περί σοσιαλισμού ταυτιζόταν με τους αστικούς εκσυγχρονισμούς και τις αναγκαίες για το κεφάλαιο και το πολιτικό σύστημα αναδιαρθρώσεις.

Η ανάγκη οριοθέτησής του από τη ΝΔ, όπως και του προσεταιρισμού ριζοσπαστικοποιημένων λαϊκών μαζών, δημιουργίας αναχωμάτων απέναντι στο ΚΚΕ, οδήγησε την ηγεσία του να προβάλλει στις δημόσιες τοποθετήσεις έναν σχετικά εκλεπτυσμένο αντικομμουνισμό.

Σε φάση όξυνσης των σχέσεών του με το ΚΚΕ χρησιμοποιούσε ως όπλο τη λαθολογία, τα προβλήματα στρατηγικής του Κόμματος στις δεκαετίες ’50 – ’60 και τα επιχειρήματα του ευρωκομμουνισμού.

Ως ιδιαιτερότητα του Πασόκ πλασάρονταν τα ιδιαίτερα δημοφιλή συνθήματα για έξοδο από το ΝΑΤΟ, μη ένταξη στην ΕΟΚ, και, στην πορεία, διεξαγωγή δημοψηφίσματος για ένταξη ή όχι σε αυτήν.

Ιδιαίτερη απήχηση είχαν οι διακηρύξεις περί κοινωνικοποίησης των ιδιωτικών επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας.[3]

Ακόμα πιο ελκυστικές ήταν οι διακηρύξεις του για κατάργηση αντιδημοκρατικών νόμων και αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, με αποκορύφωμα τα εκλογικά συνθήματα ότι ως κυβέρνηση θα βάλει «τη δεξιά στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας» και «στις 18 Οκτώβρη σοσιαλισμός».

Επαιρνε υπόψη την αναγκαιότητα ορισμένων αστικών εκσυγχρονισμών, που είχαν καθυστερήσει στην Ελλάδα σε σύγκριση με τα κράτη – μέλη της ΕΟΚ, και την όποια ριζοσπαστική συνείδηση είχε αναπτυχθεί λόγω του ρόλου του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στη μετεμφυλιακή περίοδο, τη λαϊκή εμπειρία της στρατιωτικής δικτατορίας.

Ξεχωριστή θέση επίσης είχαν τα συνθήματα περί «εθνικής ανεξαρτησίας», «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες», μαζί και η πληθώρα υποσχέσεων κοινωνικών παροχών.

Εμφανιζόταν ως ένα δήθεν ιδιόμορφο σοσιαλιστικό κόμμα απέναντι στην πρακτική της σοσιαλδημοκρατίας.

Αυτή η εκτίμηση ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι στη δεκαετία του ’80 έδειξε φιλικό και υποστηρικτικό προς το παλαιστινιακό κίνημα, τους Σαντινίστας της Νικαράγουας, το «κίνημα των αδέσμευτων κρατών», ακόμα και προς την Κούβα, ενώ ανέπτυξε διακρατικές σχέσεις με αραβικά κράτη.

Εμφανιζόταν διαφοροποιημένο απέναντι στη ΝΔ ως προς την εκτίμηση ότι δεν υπήρχε ο «από βορρά κίνδυνος», σε σύγκριση με τον «εξ ανατολών».

Η τακτική του, ιδιαίτερα απέναντι στα κινήματα που αντικειμενικά στρέφονταν κατά των ΗΠΑ ή διαφοροποιούνταν, δεν οφειλόταν αποκλειστικά σε λόγους δημαγωγίας.

Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της κριτικής προς την ΕΟΚ και της πίεσης που ασκούσε προκειμένου να αποσπάσει κοινοτικά προγράμματα, όπως τα Μεσογειακά (ΜΟΠ), που εκτός των άλλων αφορούσαν περιοχές με σημαντική συμμετοχή στην εκλογική του δύναμη.

Εξέφραζε, δηλαδή, τμήματα της αστικής τάξης, και σε ορισμένες περιπτώσεις μεσαίων στρωμάτων, που αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσκολίες στον δρόμο ενσωμάτωσης στην ΕΟΚ, ή είχαν συμφέρον από την ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων με αραβικά κράτη.

Η πολιτική αυτή ουσιαστικά εξαφανίστηκε τη δεκαετία του ’90 και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα ευθυγραμμίστηκε έμπρακτα με τη στρατηγική της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ.

Ο Α. Π. θεωρήθηκε χαρισματικός ηγέτης, που κατάφερε από τον Νοέμβρη του ’74 έως τις εκλογές του 1981 να εκτιναχθεί στην πρωθυπουργία.

Το Πασόκ τόσο τη δεκαετία του ’70 όσο και κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ’80 πορεύτηκε σε ένα αντικειμενικά ευνοϊκό έδαφος για τη σοσιαλδημοκρατία.

Οι ιδεολογικές και πολιτικές καταβολές της ΝΔ την οδήγησαν να δυσκολεύεται στο να δεχτεί ορισμένους αστικούς εκσυγχρονισμούς και προσαρμογές, στο να ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και με νέους τρόπους ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης πέρα από τους πάγιους της βίας, της καταστολής, των αντικομμουνιστικών νόμων.[4]

Το Πασόκ στην κυβέρνηση

Το Πασόκ κατάργησε το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση,[5] έδωσε τη δυνατότητα μαζικής επιστροφής των πολιτικών προσφύγων, και όχι μόνο ατομικής που επιτρεπόταν και η οποία συνοδευόταν και από ατομικές πιέσεις σε όσους έπιαναν.

Ορισμένα συμπεράσματα από την πορεία του Πασόκ από το 1974 ως σήμερα
Ορισμένα συμπεράσματα από την πορεία του Πασόκ από το 1974 ως σήμερα

Προχώρησε στην κατάργηση ορισμένων κραυγαλέων αντιδημοκρατικών νόμων, όπως έγινε με τον νόμο για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.

Η ελκτική δύναμή του ενισχύθηκε με την κρατικοποίηση προβληματικών και μη επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, βαφτίζοντάς την «κοινωνικοποίηση» προκειμένου να κρύψει τον ταξικό χαρακτήρα του αστικού κράτους.

Αυτή η επιλογή δεν ήταν μόνο της σοσιαλδημοκρατίας, καθώς κρατικοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν και από φιλελεύθερα κόμματα, παντού, και στην Ελλάδα. Η ΝΔ, μάλιστα, κατηγορήθηκε από ένα τμήμα της για «σοσιαλμανία».

Η καπιταλιστική κρατικοποίηση οδήγησε στην αύξηση της απασχόλησης στις μόνιμες θέσεις της δημόσιας διοίκησης, στις λεγόμενες ΔΕΚΟ και σε άλλα εργοστάσια, με καλύτερους σχετικά μισθούς και ορισμένες κοινωνικές παροχές.

Προσλήφθηκαν άνθρωποι με πιο ριζοσπαστικό – προοδευτικό προσανατολισμό, κάτι βεβαίως που επιδίωκε το Πασόκ, προκειμένου να ασκήσει έλεγχο απέναντι στους διαμορφωμένους κρατικούς μηχανισμούς της ΕΡΕ και της ΝΔ. Θετικό ρόλο έπαιξαν επίσης οι αλλαγές στον χώρο της Παιδείας, ιδιαίτερα στα ΑΕΙ.

Ανοιξαν πόρτες και για παιδιά της εργατικής τάξης, της φτωχής αγροτιάς, με τη διεύρυνση των εισερχόμενων αποφοίτων της 12χρονης Εκπαίδευσης και με αντίστοιχα αποτελέσματα στον εκσυγχρονισμό της Μεσαίας και Ανώτερης – Τεχνολογικής Εκπαίδευσης.

Τόσο οι αυξήσεις μισθών όσο και η δωρεάν Παιδεία είχαν «κοντά ποδάρια» – όπως συμβαίνει στον καπιταλισμό – με την άνοδο του πληθωρισμού και του κόστους ζωής, ενώ τα φροντιστήρια για την εισαγωγή στα ΑΕΙ – ΤΕΙ επιβάρυναν τα εργατικά – λαϊκά στρώματα.

Οι αλλαγές υπηρετούσαν την ανάγκη διαμόρφωσης πιο μορφωμένου εργατικού, ποιοτικά και ποσοτικά καταρτισμένου επιστημονικού δυναμικού, με βάση τις σύγχρονες ανάγκες της παραγωγής και του αστικού ιδεολογικού εποικοδομήματος.

Το Πασόκ στις κρατικές επιχειρήσεις και στους μηχανισμούς του αστικού κράτους ενίσχυσε τμήματα της εργατικής αριστοκρατίας, διαβρώνοντας και διαφθείροντας ριζοσπαστικές συνειδήσεις, χωρίς να καταργεί και τη μέθοδο της βίας.

Αξιοποίησε τη Δικαιοσύνη για την ανατροπή της νόμιμης διοίκησης της ΓΣΕΕ, ώστε να επιβάλει συνδικαλιστικές ηγεσίες που στήριζαν την πολιτική του.

Αυτό το τμήμα της εργατικής αριστοκρατίας επέδειξε μεγάλη αντοχή από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα, μάλιστα και μετά το 2012, που το Πασόκ κατακρημνίστηκε εκλογικά και πολιτικά.

Ενα σημαντικό μέρος της προσχώρησε πολιτικά ή συνδικαλιστικά στον Σύριζα, πράγμα βεβαίως που δείχνει την πορεία της σοσιαλδημοκρατικοποίησης του Σύριζα, την προσπάθεια να κατοχυρωθεί ως το ηγετικό κόμμα του χώρου.

Το Πασόκ, στα μάτια ενός μεγάλου μέρους του λαού που είχαν πάρει μέρος στη ΕΑΜική Αντίσταση ή ελκύστηκαν από αυτή, ιδιαίτερα ενός μέρους εκείνων που δέχτηκαν διώξεις μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, τα χρόνια του ΔΣΕ και τη μετεμφυλιακή περίοδο, φαινόταν σαν κόμμα που δήθεν η αστική τάξη και οι ΑμερικανοΝΑΤΟικοί σύμμαχοι θα μπορούσαν να το ανεχθούν, ή το ίδιο το κόμμα θα μπορούσε τάχα να τους παραπλανήσει με ελιγμούς και μικρά βήματα προκειμένου να υλοποιήσει τις διακηρύξεις περί «σοσιαλισμού», εξόδου από το ΝΑΤΟ κ.λπ.

Το Πασόκ από το ’81 έως το ’85 συστηματικά άμβλυνε τα παραπάνω αιτήματα και τους λεονταρισμούς απέναντι σε ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΟΚ, με σημαία τον «ρεαλισμό» της υποταγής.

Το όποιο κενό άφηνε η εγκατάλειψη των συνθημάτων αυτών το γέμισε επιμελώς με το κάλεσμα για μαζική υποστήριξη απέναντι στον κίνδυνο της επιστροφής της «επάρατης δεξιάς», που αν επέστρεφε θα άνοιγε Μακρονήσια.

Ετσι, ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων στις πόλεις και στην ύπαιθρο βρέθηκε ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά των αστικών εκσυγχρονισμών, από τη μία, με την όποια δυναμική αρχικά περιείχαν, και από την άλλη στην ψυχολογική, τρομοκρατική βία του «αντιδεξιού συνδρόμου», ενώ στην πορεία ένιωσε την απογοήτευση από την αντεπανάσταση στις σοσιαλιστικές χώρες.

Η στάση του ΚΚΕ

Το ΚΚΕ τις δεκαετίες ’70 και ’80 αντιμετώπισε το Πασόκ κάτω από την επίδραση της λαθεμένης στρατηγικής του για τον χαρακτήρα της επανάστασης, της μη αντικειμενικής εκτίμησης για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα, που οδηγούσε και στη μη αντικειμενική εκτίμηση της σοσιαλδημοκρατίας, την οποία έβλεπε ως δύναμη συμμετοχής στη ανάδειξη προοδευτικής διακυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού.

Ορισμένα συμπεράσματα από την πορεία του Πασόκ από το 1974 ως σήμερα

Η κριτική του κυρίως περιοριζόταν στην ασυνέπεια λόγων και έργων του Πασόκ, ή στην αρνητική του στάση να δεχτεί συνεργασία με το ΚΚΕ.

Στις Θέσεις της ΚΕ για το 10ο Συνέδριο ανάμεσα στα άλλα αναφερόταν για τη θεωρητική σύλληψη του Πασόκ ότι πρόκειται για ένα:

«Κράμα μικροαστικού σοσιαλισμού, διαποτισμένου και από εθνικιστικές αντιλήψεις».[6]

Στις Θέσεις για το 11ο Συνέδριο (1982), ως γραμμή κριτικής προς το Πασόκ καθόρισε ότι αυτή στοχεύει «στις αντιφάσεις, τις ασάφειες και υπαναχωρήσεις» που έκανε το Πασόκ, και ιδιαίτερα στην άρνηση για συνεργασία με το ΚΚΕ.[7]

Στις Θέσεις της ΚΕ για το 12ο Συνέδριο αναφερόταν ότι:

«Η συντηρητική στροφή της κυβερνητικής πολιτικής πραγματοποιήθηκε, τα χρόνια αυτά, βαθμιαία, αλλά και με σχετικά απότομες εξελίξεις, όπως έγινε με το άρθρο 4,[8] την υπογραφή της συμφωνίας για την παραμονή των βάσεων έως το 1988 τουλάχιστον, την ψήφιση του εκλογικού νόμου της υπερενισχυμένης αναλογικής, την ευθύνη της μονόπλευρης λιτότητας τον Οκτώβρη του ’85, την πλήρη μεταστροφή της κυβέρνησης απέναντι στο ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ».[9]

Δίνοντας στην κριτική του το θέμα της διάστασης της υποχώρησης, ουσιαστικά άφηνε στο απυρόβλητο τον χαρακτήρα και τον ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας.

Η κριτική προς το Πασόκ συμπληρώθηκε με τη θέση του Κόμματος για υποβοήθηση των θετικών εξελίξεων με την κοινή δράση των προς τα αριστερά δυνάμεων του Πασόκ, εναρκτήριο λάκτισμα που οδήγησε στον «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου».[10]

Η κριτική του Κόμματος απέβλεπε στο να ασκηθεί πίεση από την εκλογική και κομματική βάση του Πασόκ πάνω στην ηγεσία του, ώστε να γίνουν ανακατατάξεις και να λειτουργήσουν υπέρ της συνεργασίας με το ΚΚΕ.

Η μακρόχρονη Ιστορία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος περικλείει άφθονες αποδείξεις ότι η ιδεολογική και πολιτική χειραφέτηση εργατικών – λαϊκών μαζών, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, συντελείται όχι μέσω της κριτικής για μη αποδοχή της συνεργασίας με ένα αστικό κόμμα, αλλά με την αποκάλυψη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του χαρακτήρα και του ρόλου της σοσιαλδημοκρατίας αυτοτελώς και στις γραμμές του κινήματος.

Η θέση του ΚΚΕ για συνεργασία με το Πασόκ διατηρήθηκε έως το 1991, παρά τη μεγάλη όξυνση στις σχέσεις των δύο κομμάτων την περίοδο ’89 – ’91.[11]

Το Πασόκ το ’89 – ’91 πέρασε έντονη φάση κρίσης, που τελικά δεν είχε σοβαρή επίπτωση στην εκλογική του δύναμη, αφού το 1993 επανήλθε στη διακυβέρνηση.

Οι ομαδοποιήσεις και η διαπάλη, που οδήγησαν σε ορισμένες προσωρινές αποχωρήσεις ηγετικών στελεχών του, δεν μπορεί να αποδοθούν αποκλειστικά στις διαφωνίες για τις επιπτώσεις από την ασθένεια του Α. Π., του σκανδάλου Κοσκωτά, όσο κι αν ήταν υπαρκτές οι προσωπικές φιλοδοξίες.

Στην πραγματικότητα αντιμετώπιζε την ανάγκη να ανταποκριθεί στις νέες εξελίξεις και σε ανάγκες του καπιταλιστικού συστήματος που προέκυπταν για την Ελλάδα στις παραμονές της μετεξέλιξης της ΕΟΚ σε ΕΕ, ενόψει της ΟΝΕ.

Ταυτόχρονα ωρίμαζαν προβληματισμοί, νέες απαιτήσεις που πήγαζαν από τη νίκη της αντεπανάστασης στις σοσιαλιστικές χώρες, την αναγγελία από τον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους για τη «νέα τάξη πραγμάτων».

Την ίδια περίοδο η κρίση που ξέσπασε στο ΚΚΕ έδειξε ότι η οπορτουνιστική ομάδα στην ΚΕ και στο ΠΓ, σε ένα τμήμα της τουλάχιστον, απέβλεπε όχι μόνο στη διάχυση του ΚΚΕ στον «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου» αλλά και στη σύγκλιση, ενδεχομένως ενσωμάτωση σε ένα κοινό σοσιαλδημοκρατικό σχήμα.

Στη διακυβέρνηση από το 1993 έως το 2012 και μαζί με τη ΝΔ έως το 2015, το Πασόκ υλοποίησε τις αντιδραστικές αναπροσαρμογές της ΕΕ και του κεφαλαίου στην Ελλάδα μέσω των μνημονίων, αποδείχθηκε το αδιαφιλονίκητο στήριγμα του συστήματος.

Ορισμένα συμπεράσματα από την πορεία του Πασόκ από το 1974 ως σήμερα

Η πορεία και η πρακτική του Πασόκ απέδειξαν ότι δεν ήταν ένα κόμμα που υποχώρησε κάτω από το βάρος δυσκολιών ή λαθών, αλλά κόμμα αστικό, σοσιαλδημοκρατικό, που ανταποκρίθηκε στο καθήκον τού να γίνει ο σωτήριος πόλος στο αστικό πολιτικό σύστημα, στις συγκεκριμένες ανάγκες του καπιταλιστικού κύκλου, με αποτελεσματικότητα στη διάβρωση συνειδήσεων.

Η εναλλαγή από την κυβέρνηση Σύριζα – Ανέλ οδήγησε στην καθήλωση και σε κατά κάποιον τρόπο διαρκή κρίση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας.[12]

Το γεγονός ότι μαζικά ψηφοφόροι – οπαδοί του Πασόκ, αυθόρμητα αλλά και με την καθοδήγηση στελεχών και οργανώσεών του, οδήγησαν στη νίκη του Σύριζα ήταν απόδειξη της πορείας σοσιαλδημοκρατικοποίησης του τελευταίου, που είχε αρχίσει πολύ πιο πριν, πράγμα που το ΚΚΕ είχε έγκαιρα επισημάνει.

Εξέλιξη που επιβεβαιώνει τη σχέση του οπορτουνισμού με τη σοσιαλδημοκρατία.

ΣΥΡΙΖΑ - Το ανέκδοτο που έγινε ιστορία

Το σημερινό Πασόκ / Κινάλ είναι πια αντιμέτωπο όχι μόνο με τις αντιθέσεις και αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, τις συνέπειες των ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, τον φόβο της ανόδου της ταξικής πάλης, αλλά και με την αναζήτηση ζωτικού πολιτικού χώρου μέσω εγκλωβισμού εργατικών – λαϊκών μαζών που είναι ανάμεσα στη ΝΔ και τον Σύριζα.

Το ερώτημα «με ποιον θα πας και ποιον θα αφήσεις» αφορά και το Πασόκ / Κινάλ, και τον Σύριζα – «Προοδευτική Συμμαχία», και την ίδια τη ΝΔ.

Δεν χρειάζεται βιασύνη πρόβλεψης για το πώς θα εξελιχθεί η σχέση του Πασόκ / Κινάλ με τη ΝΔ και τον Σύριζα.

Δεν θα προκύψει αποκλειστικά από τις επιλογές του ενός ή του άλλου αρχηγού, αλλά από τις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, βραδυπορούσας ή όχι, εν μέσω και των συνεπειών της πανδημίας, από το ενδεχόμενο μια νέας οικονομικής κρίσης, από τη διασφάλιση σταθερού πολιτικού συστήματος, ικανού να προλάβει την άνοδο και όξυνση της ταξικής πάλης, έως και να επιχειρήσει να την τσακίσει.

Σημειώσεις:

[1]. «Νέος Κόσμος» τεύχος 9.69, σελ. 34 – 39, «Οι Θέσεις του ΚΚΕ για το 9ο Συνέδριο».
[2]. Στο ίδιο, σελ. 38 – 39.
[3]. Ηταν δηλαδή υπέρ της άμεσης παρέμβασης του αστικού κράτος στην οικονομία μέσω κρατικοποιημένων επιχειρήσεων.
[4]. Λόγου χάρη, η ΝΔ αποχώρησε από τη Βουλή κατά τη διάρκεια της ψήφισης του νόμου για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης.
[5]. Αναγνώρισε και εκείνες τις οργανώσεις που κύριο ρόλο είχαν να εμποδίσουν τη δράση του ΕΛΑΣ στο πλευρό των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων ή άλλες στο πλευρό των δυνάμεων κατοχής.
[6]. Εκδοση της ΚΕ, Θέση 79, σελ. 85 – 87.
[7]. Εκδοση Θέσεις της ΚΕ για το 11ο Συνέδριο, σελ. 21.
[8]. Παρεμπόδιση του δικαιώματος στην απεργία στις κρατικές επιχειρήσεις.
[9]. Εκδοση της ΚΕ, «Ντοκουμέντα του 12ου Συνεδρίου», σελ. 175.
[10]. Στο ίδιο, σελ. 176.
[11]. Σκάνδαλο Κοσκωτά, συγκρότηση κυβέρνησης Τζαννετάκη, στη συνέχεια με πρωθυπουργό Ζολώτα και τη συμμετοχή του Πασόκ.
[12]. Η πορεία του Πασόκ / Κινάλ σηματοδοτήθηκε με τη νέα εκλογική διαδικασία του Δεκέμβρη 2021, ωστόσο θα χρειαστεί κάποιος χρόνος για να φανεί πώς θα αντιμετωπιστεί η ανταγωνιστική συνύπαρξη με τον Σύριζα.

Αλέκα Παπαρήγα,
μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ

Πηγή: Ριζοσπάστης

(Visited 511 times, 1 visits today)