Print Friendly, PDF & Email

Οπισθοχώρηση από την επαναστατική στρατηγική – Επίλογος

Για το θεωρητικό ζήτημα της αλληλεπίδρασης της ανάπτυξης των Παραγωγικών Δυνάμεων και των Σχέσεων Παραγωγής – Συνοπτικά Συμπεράσματα

Συνέχεια από το 4ο Μέρος

Κύρια παραγωγική δύναμη είναι ο άνθρωπος. Όμως όχι ένας αφηρημένος, αποσπασμένος από τις ιστορικές συνθήκες άνθρωπος.

Αλλά ο εργαζόμενος άνθρωπος που καθορίζεται τόσο από τη σχέση του με το σύνολο του υπάρχοντος συστήματος των παραγωγικών δυνάμεων όσο και από τις ταξικές αντιθέσεις και την ταξική πάλη που κάθε φορά εδράζονται σε συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής.

Οπισθοχώρηση από την επαναστατική στρατηγική - Επίλογος

Τόσο η οργάνωση όσο και η κατανομή παραγωγικών δυνάμεων είναι κοινωνικά φαινόμενα που, από την άποψη της τεχνικής λειτουργίας, εντάσσονται στο σύστημα παραγωγικών δυνάμεων, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων.

Σε κάθε τρόπο παραγωγής, μια αποτελεσματικότερη οργάνωση της παραγωγής, δηλαδή του τρόπου συνένωσης και συντονισμού του εργατικού δυναμικού και των μέσων παραγωγής, οδηγεί σε σημαντική άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας.

Όμως δεν υπάρχει μια ταξικά ουδέτερη οργάνωση της εργασίας.

Κριτήριο της αποτελεσματικότητας της οργάνωσης της εργασίας στο σοσιαλισμό σε αντίθεση με τον καπιταλισμό δεν αποτελεί το καπιταλιστικό κέρδος, αλλά η ικανοποίηση των διευρυνόμενων σύγχρονων αναγκών.

Γύρω από αυτά τα σύνθετα ζητήματα αναπτύχθηκε σημαντική επιστημονική συζήτηση, διερεύνηση και διαπάλη, κυρίως στην ΕΣΣΔ και στη ΓΛΔ, που δεν είναι γνωστή σε όλη της την έκταση στη χώρα μας.

Την περίοδο 1927-1929 υπήρξε θεωρητική συζήτηση στην ΕΣΣΔ για τη διαλεκτική σχέση των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής.[1]

Το περιεχόμενο της αντιπαράθεσης εστιάστηκε στο επιστημονικό αντικείμενο της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, στην ανάγκη διαχωρισμού του από το ευρύτερο επιστημονικό αντικείμενο του ιστορικού υλισμού και στην ανάγκη περιορισμού της πολιτικής οικονομίας στη μελέτη της εξέλιξης των σχέσεων παραγωγής.

Στη συζήτηση εκείνη, παρά τις διαφορές ήταν γενικά αποδεκτό ότι χρειάζεται βαθύτερη διερεύνηση του ζητήματος της αλληλεπίδρασης.

Ο Ρούμπιν,[2] για παράδειγμα, αναφέρει ότι ο Μαρξ στις συνοπτικές διατυπώσεις του δεν ξεκαθαρίζει ποιες αλλαγές των παραγωγικών δυνάμεων προκαλούσαν τη μια ή την άλλη μεταβολή στις σχέσεις παραγωγής.

Οπισθοχώρηση από την επαναστατική στρατηγική - Επίλογος
Οπισθοχώρηση από την επαναστατική στρατηγική – Επίλογος

Η συζήτηση και διερεύνηση σε ακαδημαϊκό, θεωρητικό επίπεδο συνεχίστηκε τις επόμενες δεκαετίες μετά από την προαναφερόμενη διαπάλη με πρωταγωνιστές τους Ρούμπιν, Μπεσόνοφ και Ντεμπόριν.

Το 1974 κυκλοφόρησε στο Βερολίνο το έργο των W. Eichhorn – A. Bauer – G. Koch «Η διαλεκτική των σχέσεων παραγωγής και των παραγωγικών δυνάμεων», που περιλαμβάνει μια πολύ συνοπτική αναφορά σε προηγούμενες σχετικές εργασίες και συζητήσεις.

Στο συγκεκριμένο έργο γίνονται αναφορές σε αρκετούς θεωρητικούς (Β. Ι. Γκόρεφ, Β. Ν. Τσερκόβετς κ.ά.) που εστίασαν στα ζητήματα αυτά, και ιδιαίτερα στους Γκ. Κόζελ και Κ. Τέσμαν που ασχολήθηκαν με το ζήτημα της επιστήμης ως παραγωγικής δύναμης.

Οι συγγραφείς της συγκεκριμένης μελέτης τοποθετούνται σωστά για το ζήτημα του ενεργητικού ρόλου των σχέσεων παραγωγής με βάση τη μαρξιστική αντίληψη, τονίζοντας ότι:

«Οι σχέσεις παραγωγής δε γίνονται δεσμά των παραγωγικών δυνάμεων γιατί είναι ένα παθητικό και κοκκαλιασμένο περίβλημα των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά αντίθετα γιατί παίζουν ένα ρόλο ενεργητικό,

γιατί, στα πλαίσια των δυνατοτήτων που προσφέρονται υλικά από μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, προκαλούν μια ορισμένη δυναμική στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που έχει τελικά σαν συνέπεια να στενεύουν και να εμποδίζουν την ανάπτυξη οι ίδιες σχέσεις που την προκαλούν».[3]

Ιδιαίτερη συζήτηση και διαπάλη γι’ αυτά τα θεωρητικά ζητήματα υπήρξε και σε σχέση με τα προβλήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ένα μέρος μόνο της οποίας είναι γνωστό στη χώρα μας από τη δημοσίευση του έργου «Οικονομικά προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» του Στάλιν τη δεκαετία του ’50.

Θεωρητική κριτική και πολιτική διαπάλη υπήρξε και τη δεκαετία του ’60 απέναντι στις οπορτουνιστικές θέσεις υπέρ της ενίσχυσης της αγοράς και των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, οι οποίες τελικά επικράτησαν (π.χ. Κοσίγκιν).

Υπήρχαν διαφορετικές απόψεις, κυρίως του Ο. Κ. Αντόνοφ και άλλων ακαδημαϊκών (π.χ. Α. Ι. Μπεργκ, Β. Μ. Γκλουσκόφ), που αντιπρότειναν την αναβάθμιση και γρήγορη συνεχή προσαρμογή του κεντρικού σχεδιασμού, καθώς και την επέκταση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής ως απάντηση στα νέα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί.

Ο Ο. Κ. Αντόνοφ πρότεινε ν’ αλλάξουν οι δείκτες του κεντρικού σχεδιασμού[4] (που στηρίζονταν στην καταμέτρηση προϊόντων με βάση το ακαθάριστο προϊόν, στο κόστος παραγωγής και στην αποδοτικότητα κάθε μεμονωμένης επιχείρησης), γιατί είναι δείκτες κατάλληλοι μόνο για την οικονομία της αγοράς, όπου η κοινωνική παραγωγή είναι κατακερματισμένη και υπάρχουν σχέσεις ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας.

Οπισθοχώρηση από την επαναστατική στρατηγική - Επίλογος

Εξήγησε ότι ο συγκεκριμένος κεντρικός σχεδιασμός αυτούς τους δείκτες δε λάμβανε υπόψη κι εμπόδιζε την ταχεία βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων, που με τη σειρά της εμπόδιζε τη γρήγορη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Π.χ., το κόστος παραγωγής μιας παραγωγικής μονάδας που έφτιαχνε υλικά για αεροσκάφη αυξανόταν αν βελτίωνε τη σύνθεσή τους, όμως αυτό έπρεπε να γίνει για ν’ αναβαθμιστούν τα τεχνικά χαρακτηριστικά του παραγόμενου αεροσκάφους.

Σε κάθε περίπτωση, όλες αυτές οι θεωρητικές συζητήσεις έμειναν δυστυχώς σε ακαδημαϊκό επίπεδο και δε σφράγισαν τις κομματικές επεξεργασίες και αποφάσεις της στρατηγικής του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος.

Οπισθοχώρηση από την επαναστατική στρατηγική – Επίλογος

Συνοπτικά Συμπεράσματα

Η πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ανέδειξε ότι η σοβιετική εργατική εξουσία, η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ο επιστημονικός κεντρικός σχεδιασμός μπορούν ν’ «απελευθερώσουν» και να δώσουν μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Απέδειξε επίσης ότι το αποφασιστικό στοιχείο μέσα στο σύνολο των παραγωγικών δυνάμεων είναι ο εργαζόμενος άνθρωπος, ότι η εργατική τάξη είναι η κύρια παραγωγική δύναμη της σύγχρονης εποχής.

Τα αποτελέσματα των πρώτων πεντάχρονων πλάνων[5] του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού στην ΕΣΣΔ ως το 1937 απέδειξαν τι μπορούν να πετύχουν οι εργαζόμενοι όταν κατακτήσουν την πολιτική εξουσία και γίνουν κυρίαρχοι των μέσων παραγωγής.

Η ταχύτατη μείωση της απόστασης που χώριζε την προεπαναστατική Ρωσία από τα πιο ισχυρά καπιταλιστικά κράτη σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης και οξυμμένης ταξικής πάλης στο εσωτερικό της χώρας,

η γρήγορη εξάλειψη της ανεργίας και του αναλφαβητισμού, η θεαματική ανάπτυξη των βιομηχανικών κλάδων παραγωγής μέσων παραγωγής, η γρήγορη ολοκλήρωση του εξηλεκτρισμού της χώρας είναι μερικά μόνο από τα μεγάλα αναμφισβήτητα επιτεύγματα της περιόδου.

Αυτός ο δρόμος άνοιξε με τη νικηφόρα στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης των μπολσεβίκων.

Αυτή η πλούσια πολιτική πείρα δεν μπόρεσε έγκαιρα ν’ αποτελέσει αντικείμενο βαθύτερης θεωρητικής επεξεργασίας, ώστε να κυριαρχήσει στην πράξη στις στρατηγικές επεξεργασίες της ΚΔ που ολοκληρώθηκαν στο Πρόγραμμα που ψήφισε το 6ο Συνέδριό της το 1928.

Υιοθετήθηκαν λαθεμένα ως κριτήρια για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επανάστασης το χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μιας χώρας, σε σχέση με το υψηλότερο που είχαν φτάσει οι ηγετικές δυνάμεις στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, καθώς και ο αρνητικός συσχετισμός σε βάρος του εργατικού επαναστατικού κινήματος.

Ιμπεριαλισμός

Η προβληματική προσέγγιση του Προγράμματος της ΚΔ αντικειμενικά υποτιμούσε την υπεροχή των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, το ρόλο της εργατικής τάξης ως κύριας παραγωγικής δύναμης και τη διεθνή διάσταση της ιστορικής εποχής του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μεταξύ των καπιταλιστικών χωρών.

Στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ο χαρακτήρας της επανάστασης σε κάθε καπιταλιστική χώρα πρέπει να προσδιορίζεται αντικειμενικά από τη βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, που καλείται να επιλύσει.

Θα πρέπει βέβαια να σημειώσουμε ότι η επεξεργασία του Προγράμματος της ΚΔ έγινε πριν αναδειχτούν πλήρως και σε μεγάλη έκταση τα επιτεύγματα και οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης στο σοσιαλισμό.

Στη δεκαετία του ’20 η προσπάθεια να ξεκινήσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση έγινε μέσα σε συνθήκες οξυμμένης ταξικής πάλης, ιμπεριαλιστικής επέμβασης και στη συνέχεια προσωρινών υποχωρήσεων κι ελιγμών την περίοδο της ΝΕΠ.

Θα πρέπει επίσης να συνυπολογίσουμε τη σταδιακή υποχώρηση του επαναστατικού κύματος, μέχρι το 1923 (μετά από τις ήττες των εργατικών επαναστάσεων κι εξεγέρσεων σε Ουγγαρία, Γερμανία, Ιταλία), και της επίδρασης που είχε στη διαμόρφωση της στάσης της ΚΔ απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία, καθώς και στα ζητήματα της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης.

Να συνυπολογίσουμε επίσης την επίδραση που είχε στις επεξεργασίες της ΚΔ η προσπάθεια της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ, η οποία επιδίωκε να καθυστερήσει την ιμπεριαλιστική επίθεση εναντίον της.

Επίσης πρέπει να διερευνηθεί ουσιαστικά η επίδραση της διαπάλης στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ και της ΚΔ τη δεκαετία του ’20, καθώς και οι εκτιμήσεις που υπήρχαν σχετικά με το μεγάλο βαθμό ύπαρξης προκαπιταλιστικών επιβιώσεων στον αγροτικό τομέα σε πολλές καπιταλιστικές χώρες.

Ακόμη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι μια περίοδος που το κόμμα των μπολσεβίκων προσπαθεί να σταθεροποιήσει τη σοβιετική εξουσία στην ίδια τη Ρωσία.

Μεταξύ των αιτιών που συνέβαλαν στην επικράτηση της στρατηγικής των σταδίων ήταν η υποτίμηση και τελικά η έλλειψη μιας βαθύτερης θεωρητικής επεξεργασίας της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής.

Αυτή η επεξεργασία θα μπορούσε να φωτίσει καλύτερα τόσο τον ενεργητικό ρόλο των σχέσεων παραγωγής στην πορεία ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, όσο και την εξάρτηση των σχέσεων παραγωγής από τις παραγωγικές δυνάμεις.

Θα μπορούσε να συμβάλει στην αντιμετώπιση μηχανιστικών, οικονομίστικων αντιλήψεων, που υποτιμούσαν τη δυνατότητα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής ν’ απελευθερώσουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και να ξεπεράσουν γρήγορα την όποια σχετική προσοσιαλιστική καθυστέρηση υπήρχε σε μια χώρα.

Αντιλήψεις που υποτιμούσαν στην ουσία τη δυνατότητα περαιτέρω ωρίμανσης με επαναστατικό τρόπο των υλικών προϋποθέσεων για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, δηλαδή με την επαναστατική ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Οπισθοχώρηση από την επαναστατική στρατηγική - Επίλογος
Οπισθοχώρηση από την επαναστατική στρατηγική – Επίλογος

Ασφαλώς υπήρξαν μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση θεωρητικές συζητήσεις και μαρξιστικές προσεγγίσεις, που ανέδειξαν ότι η διαδικασία της υλικής παραγωγής πραγματοποιείται μόνο ως οργανική ενότητα των παραγωγικών δυνάμεων με τις σχέσεις παραγωγής και ότι μέσα σε αυτήν την ενότητα κάθε ιστορικού τρόπου παραγωγής εξελίσσεται και ωριμάζει η αντίθεση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής.

Υπήρξαν προσπάθειες εμβάθυνσης σχετικά με την ίδια την έννοια των παραγωγικών δυνάμεων, ώστε αυτές να μην εκλαμβάνονται ως ένα στατικό άθροισμα, μια απλή συσσώρευση και απαρίθμηση των χωριστών στοιχείων της παραγωγής (εργαζόμενος άνθρωπος, μέσα παραγωγής, αντικείμενα εργασίας), αλλά να φωτίζεται η οργανική ενότητα αυτών των στοιχείων που συμπράττουν μέσα στην ιστορική κίνηση της παραγωγικής διαδικασίας.

Να φωτίζεται κυρίως ότι οι σχέσεις παραγωγής καθορίζουν το σκοπό, τα κίνητρα, την έκταση και το ρυθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

Ασφαλώς αυτό συμβαίνει μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που καθορίζει κάθε φορά το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά αυτό δεν αναιρεί όσα επισημάναμε προηγουμένως.

Ωστόσο, αυτές οι θεωρητικές συζητήσεις έμειναν σε ακαδημαϊκό επίπεδο, δεν έγιναν ουσιαστικά αντικείμενο της πολιτικής διαπάλης, δεν ενσωματώθηκαν δημιουργικά στις όποιες στρατηγικές επεξεργασίες του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, ούτε μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Πρόκειται για ένα γενικότερο πρόβλημα που αφορά τη σημασία της προσπάθειας ανάπτυξης της θεωρίας της επαναστατικής πολιτικής και γενικότερα της κοσμοθεωρίας του μαρξισμού-λενινισμού, από κάθε κομμουνιστικό κόμμα, ως απαραίτητο όρο για να συνεχίσει να παίζει το ρόλο του ως επαναστατική πρωτοπορία της εργατικής τάξης.

Ο Λένιν, από τα πρώτα έργα του, τόνισε τη σημασία της συνεχούς θεωρητικής επεξεργασίας, στηριγμένης πάντοτε στη μελέτη της ιστορικής πείρας και της σύγχρονης πραγματικότητας, καθώς και την ανάγκη κατεύθυνσης της θεωρητικής δουλειάς προς την τροχιά των απαιτήσεων της επαναστατικής πράξης.

Ακολούθησε με συνέπεια αυτήν την πορεία όσο ζούσε.

Η σχετική υποχώρηση αυτής της αναγκαίας επίπονης προσπάθειας συνοδεύτηκε με την επανεμφάνιση και την κυριαρχία θεωρητικών αντιλήψεων της ιστορικής κληρονομιάς της προεπαναστατικής Ρωσίας (1900-1917).

Αντιλήψεων του Πλεχάνοφ, του Μάρτοφ, για την ανάγκη ενός σταδίου ωρίμανσης του καπιταλισμού στη Ρωσία, στις οποίες είχε ήδη αντιπαρατεθεί ο Λένιν καθώς προχωρούσε στην αναμόρφωση της στρατηγικής των μπολσεβίκων σε σχέση με την αρχική επεξεργασία του 1905.

Η μηχανιστική μεταφορά και γενίκευση της στρατηγικής του 1905 και η θεωρητική καθυστέρηση ήταν δυο συνδεόμενοι αρνητικοί παράγοντες.

Η μελέτη της στρατηγικής των μπολσεβίκων στη νικηφόρα Οκτωβριανή Επανάσταση, καθώς και της βασανιστικής πορείας για την ωρίμανσή της (από το 1905 ως το 1917), βοηθά στην εξαγωγή πολύτιμων συμπερασμάτων για την εκπλήρωση της ιστορικής αποστολής της εργατικής τάξης.

Το ΚΚΕ σε δύσκολες συνθήκες προσπάθησε όλα αυτά τα χρόνια να μελετήσει την ιστορική πείρα και να βγάλει συμπεράσματα, που αποτυπώθηκαν στις Εκτιμήσεις για το Σοσιαλισμό στην ΕΣΣΔ (18ο Συνέδριο, 2009) και στο Πρόγραμμά του που ψήφισε το 19ο Συνέδριο το 2013.

Μάκης Παπαδόπουλος
Οπισθοχώρηση από την επαναστατική στρατηγική – Επίλογος

Η σχετική μελετητική προσπάθεια και η συζήτηση με άλλα ΚΚ συνεχίζεται και θ’ αποδώσει νέους καρπούς.

Σε κάθε περίπτωση, η διαρκής προσπάθεια θεωρητικής ετοιμότητας και αναβάθμισης της μαχητικής πρακτικής ικανότητας του Κόμματος αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για να τιμήσουμε τα 100 χρόνια της νίκης του Οκτώβρη του 1917.

Σημειώσεις:

[1]. «Συζήτηση για θέματα Πολιτικής Οικονομίας στα τέλη της πρώτης δεκαετίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 2005.
[2]. Ο Ρούμπιν Ισαάκ Ιλίτς ήταν οικονομολόγος που τη δεκαετία του 1920 εργαζόταν σε επιστημονικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα της Μόσχας. Ήταν ο συγγραφέας των «Δοκιμίων για τη θεωρία της αξίας του Μαρξ», με αφορμή τα οποία εκτυλίχθηκε σχετική συζήτηση των σοβιετικών οικονομολόγων.
[3]. W. Eichhorn, A. Bauer, G. Koch: «Η διαλεκτική των παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων», εκδ. «Αναγνωστίδη», σελ. 131-132.
[4]. Άρθρο του Α. Σαμάρσκιι: «Οι απόψεις του Ο. Κ. Αντόνοφ για την οικονομία του σοσιαλισμού», περιοδικό «Μαρξισμός και Σύγχρονη Εποχή», τεύχ. 1-2/2011.
[5]. «Russia has a Plan», by Kursky, έκδοση Soviet News, London, 1945.

Άρθρο του Μάκη Παπαδόπουλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ

Δημοσιεύτηκε στο 5ο τεύχος της ΚΟΜΕΠ του 2017

(Visited 299 times, 1 visits today)