Οπισθοχώρηση από την επαναστατική στρατηγική – Μέρος 4ο
Για το θεωρητικό ζήτημα της αλληλεπίδρασης της ανάπτυξης των Παραγωγικών Δυνάμεων και των Σχέσεων Παραγωγής
Συνέχεια από το 3ο Μέρος
Μελετώντας το μονοπωλιακό καπιταλισμό, ο Λένιν δε φωτίζει μόνο το διεθνή χαρακτήρα του ως ιστορικής εποχής.
Φωτίζει την όξυνση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής σε πρωτοφανή κλίμακα και την καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της.
Φωτίζει τον παρασιτισμό και την τάση προς τη σχετική στασιμότητα του μονοπωλιακού καπιταλισμού, σε σχέση με τις δυνατότητες και τη δυναμική που δημιουργεί το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Αναδεικνύει ότι ο ιμπεριαλισμός σηματοδοτεί την αντίδραση σε όλη τη γραμμή, κάτω απ’ οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς, κάτω απ’ οποιαδήποτε μορφή δικτατορίας του κεφαλαίου.
Παράλληλα, φωτίζει την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και τις δυνατότητες που δημιουργεί η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη για να νικήσει η σοσιαλιστική επανάσταση και να ξεκινήσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση σε μία χώρα ή ομάδα χωρών.
Τέλος, αναδεικνύει τη δυνατότητα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, της κοινωνικής ιδιοκτησίας και του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού του κράτους της εργατικής εξουσίας να δώσουν μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Αυτή η θεωρητική ανάλυση απάντησε αποφασιστικά στις θέσεις του Πλεχάνοφ, του Κάουτσκι, του Μάρτοφ, αλλά και πολλών μπολσεβίκων, που θεωρούσαν ακόμη ότι η Ρωσία έπρεπε να περάσει υποχρεωτικά από το στάδιο μεγαλύτερης ωρίμανσης του καπιταλισμού.
Ο επαναστατικός δρόμος ήταν η απάντηση στην προτεινόμενη παθητική αναμονή της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που ισοδυναμούσε με υποταγή στην αστική τάξη.
Ασκώντας κριτική στο ιδεολογικό ρεύμα του σοσιαλσοβινισμού της Β΄ Διεθνούς την περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, ο Λένιν γράφει:
«Ακόμα μια «μαρξιστική θεωρία» του σοσιαλσοβινισμού: Ο σοσιαλισμός βασίζεται στην ταχύρρυθμη ανάπτυξη του καπιταλισμού· η νίκη της χώρας μου θα επιταχύνει την ανάπτυξη του καπιταλισμού, άρα θα επισπεύσει την έλευση του σοσιαλισμού […]
Μια τέτοια στρουβιστική θεωρία αναπτύσσει στη χώρα μας ο Πλεχάνοφ και στη Γερμανία ο Λεντς και άλλοι».[1]
Είναι γνωστή επίσης η αντίδραση των «παλιών μπολσεβίκων» (Κάμενεφ, Ζινόβιεφ κλπ.) στην αλλαγή στρατηγικής και η κριτική τους ότι η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν έχει ολοκληρωθεί.
Ο Λένιν εξήγησε ότι το κύριο ζήτημα σε κάθε επανάσταση είναι το ζήτημα της εξουσίας και, με αυτήν την έννοια, η αστικοδημοκρατική επανάσταση είχε ολοκληρωθεί.
Ο Λένιν έδωσε μάχη τη συγκεκριμένη περίοδο για να εξηγήσει ότι έχει μείνει πίσω από τη ζωή όποιος μιλά μόνο για την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς.
Τόνισε επίσης τη μαρξιστική θέση ότι δεν μπορεί να υπάρχει ενδιάμεσος τύπος εξουσίας μεταξύ της δικτατορίας της αστικής τάξης και της δικτατορίας του προλεταριάτου.[2]
Η αποφασιστικότητα του Λένιν και όσων μπολσεβίκων υποστήριξαν τη γραμμή της σοσιαλιστικής επανάστασης δικαιώθηκε με τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Στη συνέχεια αποδείχτηκε στην πράξη η δυνατότητα της σοβιετικής εργατικής εξουσίας ν’ αντιμετωπίσει, να ξεπεράσει γρήγορα ορισμένα προβλήματα που πήγαζαν από μια σχετική καθυστέρηση της προσοσιαλιστικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Αποδείχτηκε επίσης ότι τα άμεσα οξυμμένα λαϊκά προβλήματα, που αφορούσαν την επιβίωση, την ειρήνη, το ζήτημα της γης, τα αντιμετώπισε η εργατική εξουσία και όχι κάποια «ενδιάμεση» εξουσία.
Ωστόσο, στις νέες συνθήκες η πολιτική πείρα δεν αξιοποιήθηκε στον αναγκαίο βαθμό για βαθύτερη θεωρητική επεξεργασία.
Επανήλθαν και κυριάρχησαν στη χάραξη της επαναστατικής πολιτικής λαθεμένες αντιλήψεις για την ανάγκη μεγαλύτερης ωρίμανσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης των σχετικά καθυστερημένων χωρών (μέσου επιπέδου ανάπτυξης κλπ.), ενώ βρισκόμασταν πλέον στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Αντί για την ώριμη επεξεργασία της γραμμής της σοσιαλιστικής επανάστασης που διαμορφώθηκε σε αντιπαράθεση με το οπορτουνιστικό ρεύμα, επανήλθαν στο προσκήνιο οι αρχικές στρατηγικές επεξεργασίες, όταν ακόμα ο Λένιν μαζί με τον Πλεχάνοφ πάλευαν ενάντια στους ναρόντνικους κι εξηγούσαν τον προοδευτικό ρόλο της καπιταλιστικής ανάπτυξης συγκριτικά με τη φεουδαρχία, όταν ακόμα στη Ρωσία κυριαρχούσε η τσαρική απολυταρχία και πριν ξεκινήσει ουσιαστικά η διεθνής εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Έτσι, μεταφέρθηκε μηχανιστικά σε διαφορετικές ιστορικές συνθήκες η στρατηγική προσέγγιση των σταδίων.
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι λενινιστικές επεξεργασίες της περιόδου 1905-1917 διαμορφώθηκαν σε σκληρή αντιπαράθεση με τον Τρότσκι, ο οποίος υποτιμούσε το ζήτημα των αναγκαίων κοινωνικών συμμαχιών του προλεταριάτου.
Ο Λένιν τόνιζε ότι η θέση του Τρότσκι οδηγούσε στην «άρνηση του ρόλου της αγροτιάς» στη Ρωσία της εποχής εκείνης και στο χαντάκωμα της επανάστασης, ακυρώνοντας τον επαναστατικό ρόλο της εργατικής τάξης στις δεδομένες συνθήκες και βοηθώντας έμμεσα την αστική τάξη.
Για το θεωρητικό ζήτημα της αλληλεπίδρασης της ανάπτυξης των Παραγωγικών Δυνάμεων και των Σχέσεων Παραγωγής
Η θεωρητική διερεύνηση της αλληλεπίδρασης της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής σχετίζεται τόσο με τα ζητήματα που αφορούν την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης όσο και με τη διαμόρφωση της στρατηγικής του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος.
Από τα πρώτα έργα του ο Λένιν, μελετώντας την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία, θα αναδείξει τη σημασία της μαρξιστικής θεωρίας για την κοινωνική εξέλιξη, δηλαδή ότι αυτή καθορίζεται ιστορικά από τον τρόπο παραγωγής της υλικής ζωής.[3]
Το σύνολο της λενινιστικής ανάλυσης στηρίζεται στη μαρξιστική θέση ότι η διαδικασία της υλικής παραγωγής αποτελεί ενότητα των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής και πραγματοποιείται στην κοινή τους κίνηση.
Οι μαρξιστές θεωρητικοί, παρά τις σημαντικές διαφορές τους, ήδη από τη δεκαετία του ’20 αναγνωρίζουν γενικά τη διαλεκτική διαδικασία της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής.
Στο πλαίσιο της συζήτησης για θέματα πολιτικής οικονομίας στην ΕΣΣΔ στα τέλη της δεκαετίας του ’20 ο Γκ. Ντεμπόριν γράφει χαρακτηριστικά:
«Σύμφωνα με την ίδια τους την ονομασία οι σχέσεις παραγωγής αποτελούν εκείνες τις αμοιβαίες σχέσεις που εμφανίζονται μεταξύ των ανθρώπων στη διαδικασία της υλικής παραγωγής, δηλαδή ως αποτέλεσμα της χρησιμοποίησης από τον κοινωνικό άνθρωπο των παραγωγικών δυνάμεων που του ανήκουν.
Χωρίς τις παραγωγικές δυνάμεις, φυσικά, είναι αδύνατες οι σχέσεις παραγωγής, οι οποίες εμφανίζονται μόνο ως αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων στη βάση της χρησιμοποίησης και αξιοποίησης αυτών των παραγωγικών δυνάμεων.
Από την άλλη πλευρά, οι παραγωγικές δυνάμεις προϋποθέτουν την ύπαρξη σχέσεων παραγωγής, χωρίς τις οποίες μετατρέπονται αναπόφευκτα σε σκόρπια μέσα παραγωγής και οι προϋποθέσεις παραγωγής, γίνονται νεκρές και όχι ζωτικές».[4]
Όπως είδαμε στην προηγούμενη ενότητα, ο Λένιν μέσα από τη συνεχή, επίπονη επεξεργασία της επαναστατικής πολιτικής των μπολσεβίκων την περίοδο 1905-1917, κατέληξε σε αποφασιστική αντιπαράθεση με τις θέσεις του Πλεχάνοφ, του Κάουτσκι και των μενσεβίκων, που θεωρούσαν ότι η Ρωσία έπρεπε να περάσει υποχρεωτικά από ένα στάδιο μεγαλύτερης ωρίμανσης του καπιταλισμού.
Τόσο με τα έργα του (όπως το κορυφαίο «Κράτος και Επανάσταση») όσο και με την πολιτική καθοδήγηση της επαναστατικής δράσης την περίοδο της Οκτωβριανής Επανάστασης, απέδειξε στην πράξη ότι δεν ήταν αναγκαία η παθητική αναμονή της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στη Ρωσία, μέσα στο πλαίσιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Απέδειξε ότι η όποια σχετική προσοσιαλιστική καθυστέρηση μπορεί να ξεπεραστεί με επαναστατικό τρόπο.
Ωστόσο, στη διαμόρφωση της προαναφερόμενης στρατηγικής των σταδίων στο πλαίσιο της ΚΔ, υποτιμήθηκαν στην πράξη οι δυνατότητες απελευθέρωσης της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων
που προκύπτουν από την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και στη συνέχεια από την αποφασιστική πάλη, μέχρι την πλήρη εξάλειψη κάθε μορφής σχέσεων ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας.
Δηλαδή υποτιμήθηκε ουσιαστικά ο ενεργητικός ρόλος των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, παρότι αναγνωριζόταν τυπικά, διακηρυκτικά.
Στις συγκεκριμένες επεξεργασίες υποτιμήθηκε ο προωθητικός ρόλος των νέων σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής που μπορούσαν να επενεργήσουν αποφασιστικά στην ανάπτυξη των σχετικά πιο καθυστερημένων παραγωγικών δυνάμεων, αν και υπήρχε ορισμένη θεωρητική συζήτηση.
Στην ουσία δεν ενσωματώθηκε δημιουργικά η μαρξιστική θέση για την καθοριστική επίδραση της επαναστατικής αλλαγής των σχέσεων παραγωγής, στην αλλαγή των σκοπών, των κινήτρων, της κατεύθυνσης, της έκτασης και του ρυθμού ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που προσφέρει το εκάστοτε κληρονομημένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.[5]
Υποτιμήθηκε, απ’ την πλευρά των υποστηρικτών της ανάγκης ωρίμανσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης σε αρκετές χώρες, το σκέλος του παρασιτισμού, της σχετικής παρεμπόδισης της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στην εποχή του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού.
Οπισθοχώρηση από την επαναστατική στρατηγική – Μέρος 4ο
Ο Λένιν θα επισημάνει, στη μελέτη του ιμπεριαλισμού, ότι:
«Οι επιχειρήσεις των μεγάλων τραπεζών μπορούν να προωθούν προς τα μπρος την τεχνική πρόοδο με μέσα που δεν επιδέχονται καμία σύγκριση με τα προηγούμενα»[6]
και θα εξηγήσει πως οι μονοπωλιακοί όμιλοι βαθαίνουν την κοινωνικοποίηση της παραγωγής, οργανώνοντας σε μεγάλη κλίμακα την προμήθεια, τη μεταφορά και την κατεργασία των πρώτων υλών, τη βιομηχανική παραγωγή και την προώθηση στην αγορά μεγάλης ποικιλίας εμπορευμάτων.[7]
Ταυτόχρονα όμως αναδεικνύει τα στοιχεία παρασιτισμού του καπιταλισμού και σχετικής στασιμότητας σε σύγκριση με τις δυνατότητες των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής με πλήθος παραδειγμάτων, όπως οι πατέντες περιορισμού της διάχυσης της τεχνολογίας και τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας σύγχρονων μηχανών που αγοράζουν τα μονοπώλια.[8]
Η προωθητική δύναμη της ιστορικής εξέλιξης επομένως δεν προέρχεται από μια αυτοτελή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ανεξάρτητη από τις σχέσεις παραγωγής και την έκβαση της ταξικής πάλης.
Σε τελευταία ανάλυση, μόνο η νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί ν’ ανοίξει στην εποχή του ιμπεριαλισμού το δρόμο για την απελευθέρωση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, για την επαναστικοποίηση των ίδιων των παραγωγικών δυνάμεων και τη μεγάλη άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας.
Αυτό που επίσης πρέπει να κατανοηθεί είναι ότι ο ενεργητικός ρόλος των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής πραγματοποιείται μέσω της εργατικής εξουσίας, μέσω των πιο ώριμων και συνειδητών τμημάτων της εργατικής τάξης, με την προσπάθειά τους για την εξάλειψη των επιβιώσεων της ατομικής ιδιοκτησίας και της συνειδητής αντίδρασης.
Μ’ αυτή την έννοια πρόκειται για συνεχή, διαρκή ταξική πάλη.
Συνοψίζοντας διαλεκτικά την αλληλεπίδραση της ανάπτυξης των σχέσεων παραγωγής και των παραγωγικών δυνάμεων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι:
Καθορισμένες σχέσεις παραγωγής αντιστοιχούν σε ορισμένες παραγωγικές δυνάμεις, λειτουργούν σαν μορφές ανάπτυξής τους, μετατρέπονται σ’ ένα ορισμένο σημείο εξέλιξης ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής σε δεσμά των παραγωγικών δυνάμεων.
Αυτές οι σχέσεις παραγωγής αντικαθίστανται με νέες, που αντιστοιχούν στις ανεπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις.
Αυτή η νομοτελειακή αλληλεπίδραση πραγματοποιείται στους ταξικούς εκμεταλλευτικούς κοινωνικούς σχηματισμούς σε σημαντικό βαθμό μέσω της σκληρής ταξικής πάλης και τελικά μέσω της απελευθερωτικής δύναμης των κοινωνικών επαναστάσεων.
Η διαλεκτική αλληλεπίδραση και οι αντιθέσεις των σχέσεων παραγωγής και των παραγωγικών δυνάμεων δεν εμφανίζονται μόνο στις ιστορικές στιγμές που σηματοδοτούν την αλλαγή ενός τρόπου παραγωγής, αλλά από την αρχή ως το τέλος κάθε τρόπου παραγωγής.
Γι’ αυτό και έχει μεγάλη θεωρητική και πολιτική σημασία η γνώση της συγκεκριμένης διαλεκτικής αλληλεπίδρασης για τη βαθύτερη κατανόηση των όρων γέννησης, διαμόρφωσης, εξέλιξης και ωρίμανσης κάθε τρόπου παραγωγής.
Η συγκεκριμένη γνώση παίζει καθοριστικό ρόλο τόσο για τη διαμόρφωση αποτελεσματικής επαναστατικής στρατηγικής ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου, όσο και στη συνέχεια για τα καθήκοντα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, τα οποία δε μένουν στατικά στον ιστορικό χρόνο.
Ο Στάλιν, την περίοδο που εξετάζουμε, ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο θέμα, συγγράφοντας ένα συνοπτικό κεφάλαιο της ιστορίας του μπολσεβίκικου κόμματος με τίτλο «Διαλεκτικός και Ιστορικός Υλισμός».
Σ’ αυτό το έργο προσδιόριζε ότι οι παραγωγικές δυνάμεις είναι η καθοριστική πλευρά για την εξέλιξη της παραγωγής, τόνιζε όμως ταυτόχρονα ότι:
«Αυτό όμως δε θα πει πως οι παραγωγικές σχέσεις δεν επιδρούν στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων και πως οι τελευταίες δεν εξαρτώνται από τις πρώτες.
Οι παραγωγικές σχέσεις, που η εξέλιξή τους εξαρτάται από την εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων, επιδρούν με τη σειρά τους στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων, επιταχύνοντας ή επιβραδύνοντάς την».[9]
Αναφερόμαστε στο γνωστό ορισμό που αναπαράγεται στη συνέχεια σε πολλά εγχειρίδια:
«Τα εργαλεία παραγωγής που με τη βοήθειά τους παράγονται υλικά αγαθά, οι άνθρωποι που βάζουν σε κίνηση αυτά τα εργαλεία παραγωγής και παράγουν τα υλικά αγαθά, χάρη σε μια ορισμένη παραγωγική πείρα και συνήθειες δουλειάς, όλα αυτά μαζί τα στοιχεία αποτελούν τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας.
Οι παραγωγικές δυνάμεις αποτελούν μόνο τη μία πλευρά της παραγωγής, τη μία πλευρά του τρόπου παραγωγής, εκείνη που εκφράζει τη σχέση των ανθρώπων με τα αντικείμενα και τις δυνάμεις της φύσης, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των υλικών αγαθών».[10]
Ωστόσο, τη συγκεκριμένη περίοδο δεν προχώρησε βαθύτερα η θεωρητική επεξεργασία για να φωτίσει πλευρές που σε τελευταία ανάλυση αφορούν τη δυνατότητα να ξεπεραστούν προσοσιαλιστικές καθυστερήσεις με την επαναστατική ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Καταρχήν είχε σημασία να αναδειχθεί περισσότερο ότι οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει μια κοινωνία δεν είναι ένα απλό, στατικό άθροισμα χωριστών παραγωγικών στοιχείων, ότι αποτελούν ένα οργανικό σύνολο που αναπτύσσεται ιστορικά.
Οι παραγωγικές δυνάμεις εκπληρώνουν το ρόλο τους σαν τέτοιες, μόνο εφόσον μπουν στη διαδικασία της παραγωγής, δηλαδή μόνο εφόσον τα μέσα παραγωγής και τα αντικείμενα της εργασίας χρησιμοποιηθούν παραγωγικά από τον εργαζόμενο άνθρωπο.
Για παράδειγμα, μια απλή συσσώρευση μηχανών, οικοδομικών υλικών, οικοδόμων, μηχανικών και τεχνικών δεν επαρκεί για να σηματοδοτήσει την έναρξη και την ύπαρξη μιας παραγωγικής κατασκευαστικής δραστηριότητας.
Χρειάζεται οργάνωση και διεύθυνση αυτής της διαδικασίας κατασκευής.
Στον καπιταλισμό το συνεκτικό στοιχείο είναι το κίνητρο του καπιταλιστικού κέρδους, στο οποίο αντικειμενικά υποτάσσεται η εργατική δύναμη.
Αυτό το κίνητρο προωθεί και την οργάνωση της κατασκευής με συγκεκριμένο κάθε φορά επιστημονικό σχέδιο.
Ο Μαρξ τονίζει εύστοχα:
«Κάθε άμεσα κοινωνική ή κοινή εργασία σε μεγάλη κλίμακα χρειάζεται λιγότερο ή περισσότερο μια διεύθυνση που εξασφαλίζει την εναρμόνιση των ατομικών δραστηριοτήτων και πραγματοποιεί τις γενικές λειτουργίες που ξεπηδούν απ’ την κίνηση όλου του παραγωγικού σώματος σε διάκριση απ’ την κίνηση των ανεξάρτητων οργάνων του. Ένας βιολιστής διευθύνεται μόνος του, μια ορχήστρα χρειάζεται μαέστρο».[11]
Στην ουσία δεν υπάρχει κάποιος αφηρημένος «εξωιστορικός» άνθρωπος που επιδρά στη φύση, αλλά κάθε φορά μια συγκεκριμένη, ιστορικά προσδιορισμένη κοινωνία που παράγει μέσα στο πλαίσιο συγκεκριμένων σχέσεων παραγωγής. Στον καπιταλισμό το κεφάλαιο καθορίζει τι, πώς, πότε και πόσο θα παραχθεί, με γνώμονα το καπιταλιστικό κέρδος.
Γι’ αυτό και η σχέση των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής δεν αφορά μια εξωτερική, μηχανική σύνδεση δυο ανεξάρτητων, αυτόνομων μεταβλητών, αλλά την αλληλεπίδραση δυο πλευρών μιας οργανικής ενότητας, του συγκεκριμένου κάθε φορά τρόπου παραγωγής.
Γι’ αυτό η επιστημονική τεχνική πρόοδος δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως αυτόνομος παράγοντας που δρα ανεξάρτητα από τους κοινωνικούς σχηματισμούς και τις ταξικές δυνάμεις που την πραγματοποιούν.
Ολοκληρώνεται με το 5ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Β. Ι. Λένιν: «Η χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 27.
[2]. Β. Ι. Λένιν: «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 7.
[3]. Β. Ι. Λένιν: Τι είναι οι «φίλοι του λαού», «Άπαντα», τ. 1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 134-135.
[4]. «Συζήτηση για θέματα Πολιτικής Οικονομίας στα τέλη της πρώτης δεκαετίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 2005, σελ. 289.
[5]. W. Eichhorn, A. Bauer, G. Koch: «Η διαλεκτική των παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων», εκδ. «Αναγνωστίδη», σελ. 128.
[6]. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», «Άπαντα», τ. 27, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 347.
[7]. Στο ίδο, σελ. 432.
[8]. Στο ίδο, σελ. 403.
[9]. Ι. Β. Στάλιν: «Διαλεκτικός και Ιστορικός Υλισμός», εκδ. «Γνώσεις», σελ. 30.
[10]. Στο ίδιο, σελ. 27.
[11]. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 346.
Άρθρο του Μάκη Παπαδόπουλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ
Δημοσιεύτηκε στο 5ο τεύχος της ΚΟΜΕΠ του 2017