Οπισθοχώρηση από την επαναστατική στρατηγική – Μέρος 2ο
Η Στρατηγική των σταδίων στην περίοδο της Κομμουνιστικής Διεθνούς
Συνέχεια από το 1ο Μέρος
Το σημαντικό είναι ότι στην ουσία υιοθετείται ως κριτήριο για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επανάστασης το χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μιας χώρας, σε σχέση με το πιο υψηλό που είχαν φτάσει οι ηγετικές δυνάμεις στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα σε αρκετές καπιταλιστικές χώρες, που η ίδια η προγραμματική ανάλυση της ΚΔ θεωρεί ότι υπήρχαν οι ελάχιστες υλικές προϋποθέσεις για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Η συγκεκριμένη επεξεργασία δεν εμφανίστηκε ξαφνικά στις προγραμματικές θέσεις της ΚΔ.
Στην επεξεργασία του Σχεδίου Προγράμματος στο προηγούμενο 5ο Συνέδριό της γίνεται ήδη με πιο γενικόλογο τρόπο ο διαχωρισμός των χωρών μέσα στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Συγκεκριμένα αναφέρεται:
«Η διαφορά των τύπων καπιταλισμού, της μιας χώρας από την άλλη, και η ποικιλία των συνθηκών της επαναστατικής εξέλιξης φέρουν ως μοιραίο τους αποτέλεσμα και την ποικιλία των νέων τύπων που δημιουργούνται, και αυτή η ποικιλία θα είναι αναπόφευκτο χαρακτηριστικό γνώρισμα της μακράς αυτής μεταβατικής εποχής».[1]
Στο Σχέδιο Προγράμματος η συγκεκριμένη διάκριση γίνεται επίσης με το κριτήριο της σύγκρισης των επιπέδων ανάπτυξης του καπιταλισμού, χωρίς ανάλυση.
Η τοποθέτηση του Σχεδίου είναι η ακόλουθη:
«Η ΚΔ, ως Παγκόσμιο Κόμμα του προλεταριάτου, υποχρεώνει όλα τα τμήματά της να υπολογίζουν αυστηρά τις ιδιαίτερες συνθήκες μέσα στη χώρα του το καθένα. Μόνο όταν έχουν υπόψη τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες μπορούν να ακολουθούν πολιτική αληθινά μαρξιστική.
Η διαφορά μεταξύ των χωρών που ο καπιταλισμός τους είναι σε ανώτατο βαθμό αναπτυγμένος και που είναι στο κατώφλι της προλεταριακής επανάστασης, των χωρών όπου είναι στην ημερήσια διάταξη μια αστική επανάσταση η οποία θα μπορέσει να μετατραπεί σε προλεταριακή επανάσταση,
και τέλος των χωρών που είναι αποικίες ή μισοαποικίες των ιμπεριαλιστικών κρατών και θα περάσουν αναπόφευκτα μια φάση αποικιακών κι εθνικών πολέμων –η διάκριση αυτή θα έχει μια ουσιώδη επίδραση πάνω σε όλη τη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων κάτω από την ενιαία και συγκεντρωτική διεύθυνση της ΚΔ».[2]
Η ίδια η πορεία διαμόρφωσης του Σχεδίου και του τελικού Προγράμματος της ΚΔ, οι συζητήσεις για τη σύνταξή τους στο πλαίσιο της ΚΔ, έχουν αυτοτελές ιστορικό ενδιαφέρον.
Για παράδειγμα, στη σχετική αλληλογραφία του Μπουχάριν (ως υπεύθυνου των σχετικών επεξεργασιών) με τον Στάλιν, ο τελευταίος δίνει αρχικά μια διαφορετική κατηγοριοποίηση από αυτήν του Προγράμματος, η οποία από τις καπιταλιστικές χώρες ξεχωρίζει μόνο τις αποικιακές και μισοαποικιακές, και ασφαλώς διακρίνει την ΕΣΣΔ ως ξεχωριστή κατηγορία.[3]
Εξετάζοντας σήμερα αυτές τις στρατηγικές επεξεργασίες και λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική πείρα σχετικά με τις πολιτικές συνέπειές τους, πρέπει να κάνουμε δύο βασικές επισημάνσεις:
Α) Υποτιμήθηκε ότι ο χαρακτήρας της εποχής του μονοπωλιακού καπιταλισμού έχει διεθνή διάσταση ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις των καπιταλιστικών χωρών στο βαθμό και στον τρόπο ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό.
Στην εποχή του ιμπεριαλισμού οξύνεται η βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας σε κάθε καπιταλιστική χώρα.
Η συγκέντρωση κι επέκταση της εργατικής τάξης και γενικότερα της μισθωτής εργασίας, που αποτελεί την κύρια παραγωγική δύναμη, είναι ο βασικός δείκτης ωρίμανσης του καπιταλισμού.
Όπως επισημαίνεται στη Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ «Για τα 100 χρόνια της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης»:
«Γενικότερα στις στρατηγικές επεξεργασίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς υποτιμήθηκε ο χαρακτήρας της εποχής και κυριάρχησε ο προσδιορισμός του χαρακτήρα της επανάστασης με κριτήριο τη θέση μιας καπιταλιστικής χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Δηλαδή λαθεμένα υιοθετήθηκαν ως κριτήρια για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επανάστασης το χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μιας χώρας, σε σχέση με το πιο υψηλό που είχαν φτάσει οι ηγετικές δυνάμεις στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, καθώς και ο αρνητικός συσχετισμός σε βάρος του επαναστατικού εργατικού κινήματος».[4]
Ο χαρακτήρας της επανάστασης πρέπει να καθορίζεται αντικειμενικά από τη βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, που καλείται να επιλύσει σε κάθε καπιταλιστική χώρα, ανεξάρτητα από τη σχετική μεταβολή της θέσης κάθε χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Ο προσδιορισμός και η προσέγγιση του στόχου της εργατικής εξουσίας δηλαδή δεν πρέπει να γίνεται με κριτήριο τον εκάστοτε ταξικό συσχετισμό δυνάμεων, ούτε με βάση τον εκάστοτε βαθμό ανισότιμων διακρατικών σχέσεων, εξαρτήσεων που αποτελούν παράγωγες αντιθέσεις, οι οποίες μπορούν να λυθούν προς όφελος της εργατικής τάξης μόνο με τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Οι προαναφερόμενες επισημάνσεις φωτίζουν το γιατί ο χαρακτήρας της επανάστασης έπρεπε να είναι σοσιαλιστικός και όχι αστικοδημοκρατικός.
Β) Η συγκεκριμένη στρατηγική προσέγγιση υποτιμούσε την υπαρκτή δυνατότητα των σοσιαλιστικών σχέσεων να δώσουν μεγάλη ώθηση και ν’ απελευθερώσουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε κάθε χώρα, στην οποία είχε εδραιωθεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, μετά από την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.
Γράφει ο Λένιν χαρακτηριστικά:
«Αν για τη δημιουργία του σοσιαλισμού απαιτείται ένα ορισμένο επίπεδο πολιτισμού (αν και κανένας δεν μπορεί να πει ποιο είναι ακριβώς αυτό το ορισμένο επίπεδο πολιτισμού, γιατί κάθε δυτικοευρωπαϊκό κράτος έχει και διαφορετικό επίπεδο),
τότε γιατί δεν μπορούμε να αρχίσουμε πρώτα απ’ την κατάκτηση με επαναστατικό τρόπο των προϋποθέσεων γι’ αυτό το ορισμένο επίπεδο και μετά πια, βασισμένοι στην εργατοαγροτική εξουσία και στο σοβιετικό καθεστώς, να προχωρήσουμε για να φτάσουμε τους άλλους λαούς;»[5]
Όμως, όπως διαπιστώσαμε, υπερίσχυσε η αντίληψη που έθετε ως στόχο για τις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες ένα στάδιο μιας ενδιάμεσου τύπου εξουσίας ως μεταβατικής για τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Οι πολιτικές συνέπειες της λαθεμένης στρατηγικής του ενδιάμεσου σταδίου μπορούν σήμερα ν’ αποτιμηθούν ευκολότερα, αφού μπορούν να γίνουν πιο αντικειμενικές εκτιμήσεις στην υπαρκτή ιστορική πείρα δεκαετιών.
Στο συγκεκριμένο άρθρο θα μας απασχολήσει η διερεύνηση ορισμένων αιτιών αυτής της πορείας.
Καταρχάς θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στις επεξεργασίες της ΚΔ αναδεικνύεται η σημασία της εποχής του ιμπεριαλισμού.
Στο Πρόγραμμά της τονίζεται ότι:
«Ο ιμπεριαλισμός ανέπτυξε σε μεγάλο βαθμό τις παραγωγικές δυνάμεις του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αποτελείωσε την προετοιμασία όλων των υλικών προϋποθέσεων για τη σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας».[6]
Αναφέρεται με σαφήνεια ότι η μονοπωλιακή μορφή του κεφαλαίου αναπτύσσει τα στοιχεία του παρασιτισμού και τείνει να παρεμποδίσει την περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Αναφέρεται η υπεροχή των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η ώθηση που δίνει στην κοινωνική πρόοδο η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Το Πρόγραμμα της ΚΔ διακηρύσσει:
«Κανένας περιορισμός κοινωνικού χαρακτήρα δεν μπαίνει μπροστά στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ούτε ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ούτε οι ιδιοτελείς υπολογισμοί του κέρδους, ούτε η αμάθεια των μαζών που υποστηρίζεται τεχνητά, ούτε η φτώχεια τους που παρεμποδίζει την τεχνική πρόοδο στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία, ούτε τα τεράστια μη παραγωγικά έξοδα δεν υπάρχουν στην κομμουνιστική κοινωνία.
- Η πιο σκόπιμη χρησιμοποίηση των δυνάμεων της φύσης και των φυσικών όρων της παραγωγής στα διάφορα μέρη του κόσμου,
- η εξάλειψη της αντίθεσης μεταξύ της πόλης και του χωριού, αντίθεσης που είναι συνδεδεμένη με τη συστηματική καθυστέρηση της αγροτικής οικονομίας και με το χαμηλό επίπεδο της τεχνικής της,
- η συνένωση σε ανώτατο βαθμό της επιστήμης με την τεχνική των επιστημονικών ερευνών, με την πρακτική εφαρμογή τους στην πιο πλατιά κοινωνική κλίμακα,
- η με σχέδιο οργάνωση της πιο επιστημονικής δουλειάς,
- η εφαρμογή των πιο τελειοποιημένων μεθόδων στατιστικής και διακανονισμού της οικονομίας πάνω σε σχέδιο,
- οι πολύ γρήγορα αναπτυσσόμενες κοινωνικές ανάγκες –ισχυρότατοι εσωτερικοί κινητήρες όλου του συστήματος–
όλα αυτά εξασφαλίζουν το ανώτατο όριο παραγωγικότητας της κοινωνικής δουλειάς και απελευθερώνουν με τη σειρά τους την ανθρώπινη δραστηριότητα για την πιο ισχυρή άνοδο της επιστήμης και της τέχνης».[7]
Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι την ίδια περίοδο η θεωρητική σκέψη του ΚΚ (μπ), όπως συνοψίζεται από τον Στάλιν στο έργο του «Διαλεκτικός και Ιστορικός Υλισμός», αναφέρεται με σαφήνεια στην αλληλεπίδραση των σχέσεων παραγωγής και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Οπισθοχώρηση από την επαναστατική στρατηγική – Μέρος 2ο
Εμφανίζεται λοιπόν μια αντιφατική εικόνα.
Από τη μια:
- οι επεξεργασίες της ΚΔ διαπιστώνουν σωστά ότι μέσα στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία της εποχής του μονοπωλιακού καπιταλισμού ωρίμασαν οι υλικές προϋποθέσεις του σοσιαλισμού
- και αναγνωρίζουν την προωθητική δύναμη των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής
και, από την άλλη:
- δεν εφαρμόζουν ουσιαστικά αυτές τις θέσεις όταν προσδιορίζουν το χαρακτήρα, τα καθήκοντα και τις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης σε κάθε καπιταλιστική χώρα,
- ή τουλάχιστον δεν εστιάζουν στο κριτήριο της όξυνσης της βασικής αντίθεσης σε μια σειρά καπιταλιστικών χωρών
- ή δε δίνουν έμφαση στον καπιταλιστικό τους χαρακτήρα αλλά σε εξωγενείς παράγοντες.
Αντίθετα, όταν η επεξεργασία φτάνει στο βασικό πολιτικό «διά ταύτα», εμφανίζεται ξανά η αρχική στρατηγική επεξεργασία των μπολσεβίκων του 1905.
Συγκεκριμένα, στο Πρόγραμμα της ΚΔ για τις χώρες μέσου επιπέδου ανάπτυξης διευκρινίζεται ότι:
«Εδώ συνεπώς μπορεί να μην επέλθει μονομιάς η δικτατορία του προλεταριάτου, μα να επανέλθει στο προτσές του περάσματος απ’ τη δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς…»[8]
Για να κατανοήσουμε αυτήν την αντιφατική εικόνα της στρατηγικής επεξεργασίας της ΚΔ, οφείλουμε να εξετάσουμε, μεταξύ άλλων, δυο παράγοντες που αλληλοδιαπλέκονται.
Οφείλουμε συγκεκριμένα να εξετάσουμε το ειδικό βάρος της ιστορικής κληρονομιάς της περιόδου 1900-1917 της επαναστατικής δράσης στη Ρωσία και τις συνέπειες από την άστοχη, μηχανιστική γενίκευση της αρχικής στρατηγικής επεξεργασίας του 1905 σε διαφορετικές ιστορικές συνθήκες.
Επίσης σημαντικός παράγοντας είναι ο βαθμός που προχώρησε και βάθυνε η θεωρητική επεξεργασία στο ζήτημα της αλληλεπίδρασης των σχέσεων παραγωγής και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, καθώς και ο βαθμός που τα όποια συμπεράσματά της ενσωματώθηκαν στην επαναστατική πολιτική της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου.
Ασφαλώς υπάρχουν αρκετοί ακόμη παράγοντες που απαιτούν ιδιαίτερη ιστορική διερεύνηση.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, ενώ οι «Θέσεις του Απρίλη» του Λένιν διαμορφώθηκαν και υλοποιήθηκαν σε επαναστατική κατάσταση, το 1917, οι επεξεργασίες της ΚΔ στη συνέχεια διαμορφώθηκαν σε αρνητικό συσχετισμό, που αντικειμενικά ασκούσε κάποια πίεση.
Στις επεξεργασίες της ΚΔ επιδρούσε η προσπάθεια της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ να καθυστερήσει την ιμπεριαλιστική επίθεση εναντίον της.
Στα όργανα της ΚΔ υπήρχαν στελέχη των μπολσεβίκων (π.χ. Μπουχάριν) με πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις, οι οποίες είχαν ήδη αποκαλυφθεί στη σχετική διαπάλη που εκδηλώθηκε στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ τη δεκαετία του ’20 και στη συνέχεια.
Ιδιαίτερη διερεύνηση απαιτείται και για τις αναλύσεις της συγκεκριμένης περιόδου σχετικά με τον αγροτικό τομέα, τις εκτιμήσεις τους για ύπαρξη ισχυρών προκαπιταλιστικών επιβιώσεων σε πολλά καπιταλιστικά κράτη, καθώς και για τα ζητήματα που αφορούσαν την κοινωνική συμμαχία με την αγροτιά.
Η διερεύνηση όλων αυτών των παραγόντων θα βοηθήσει να διαμορφωθεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για τη συγκεκριμένη περίοδο, που ξεφεύγει από τα όρια του παρόντος άρθρου.
Συνεχίζεται με το 3ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. «Το Κομμουνιστικό Πρόγραμμα», εκδ. «Σοσιαλιστικού Βιβλιοπωλείου», 1924, σελ. 24-25.
[2]. Στο ίδιο, σελ. 49-50.
[3]. РГАСПИ, Ф. 558 (Ρωσικά Κρατικά Αρχεία Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας).
[4]. Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ: «Για τα 100 χρόνια της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης», σελ. 38.
[5]. Β. Ι. Λένιν: «Για την επανάστασή μας», «Άπαντα», τ. 45, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 381.
[6]. «Πρόγραμμα και Καταστατικό της Γ΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς», β’ έκδοση, εκδ.«Ειρήνη», σελ. 18.
[7]. Στο ίδιο, σελ. 33-34.
[8]. Στο ίδιο, σελ. 60-61.
Άρθρο του Μάκη Παπαδόπουλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ
Δημοσιεύτηκε στο 5ο τεύχος της ΚΟΜΕΠ του 2017