Οπισθοχώρηση από την επαναστατική στρατηγική – Μέρος 1ο
Αναδημοσιεύουμε το εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του Μάκη Παπαδόπουλου με τίτλο:
«Από την Οκτωβριανή Επανάσταση στην Οπισθοδρόμηση από την επαναστατική Στρατηγική».
Το άρθρο εξαιτίας της μεγάλης του έκτασης θα το παρουσιάσουμε σε 5 μέρη.
Εισαγωγή
Η Οκτωβριανή Επανάσταση με τη νικηφόρα έκβασή της δικαίωσε τη στρατηγική επιλογή του Λένιν και του κόμματος των μπολσεβίκων με στόχο τη σοσιαλιστική επανάσταση, αμέσως μετά από το Φλεβάρη του ’17, και απέδειξε τη δυνατότητα της εργατικής τάξης να εκπληρώσει την ιστορική αποστολή της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Στη συνέχεια και για δεκαετίες, η σοσιαλιστική οικοδόμηση απέδειξε επίσης την υπεροχή των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής συγκριτικά με τις καπιταλιστικές σχέσεις για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας.
Η διαμόρφωση της συγκεκριμένης στρατηγικής των μπολσεβίκων δεν ήταν ένα εύκολο, μονόπρακτο έργο.
Η ωρίμανση της στρατηγικής επεξεργασίας προήλθε μέσα από:
- εντατική, επίπονη θεωρητική δουλειά,
- συστηματική μελέτη των εγχώριων και διεθνών εξελίξεων,
- μελέτη της πείρας της ταξικής πάλης στη Ρωσία ιδιαίτερα στις περιόδους όξυνσής της,
σε συνδυασμό με τη μαχητική πρακτική ικανότητα και τους πολιτικούς δεσμούς των μπολσεβίκων με ευρύτερες εργατικές και λαϊκές δυνάμεις.
Η ανάπτυξη της λενινιστικής στρατηγικής έγινε με σκληρή διαπάλη ενάντια στις οπορτουνιστικές και δογματικές πολιτικές απόψεις του Πλεχάνοφ, του Μάρτοφ, του Κάουτσκι, του Τρότσκι και στις επιφυλάξεις στελεχών των ίδιων των μπολσεβίκων, που εξακολουθούσαν να θεωρούν ότι η Ρωσία έπρεπε να περάσει υποχρεωτικά από ένα στάδιο μεγαλύτερης ωρίμανσης του καπιταλισμού.
Η οπορτουνιστική γραμμή, που οδηγούσε πρακτικά στην υποταγή του εργατικού κινήματος στην αστική πολιτική, εδραζόταν:
- Στη συγκριτική καθυστέρηση του επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης στη Ρωσία σε σχέση με τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη (ΗΠΑ, Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία),
- στην καθυστέρηση του εξηλεκτρισμού,
- στο μεγάλο ειδικό βάρος της αγροτικής παραγωγής στη ρωσική οικονομία και στο χαμηλό βαθμό μηχανοποίησής της,
- στις προκαπιταλιστικές επιβιώσεις σε μεγάλο μέρος της τσαρικής αυτοκρατορίας και
- στην έλλειψη εδραιωμένης λειτουργίας της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Ο Λένιν, στη μακρόχρονη, επίπονη προσπάθειά του για τη διαμόρφωση αποτελεσματικής επαναστατικής στρατηγικής, προσέγγισε από τα πρώτα έργα του με διαλεκτικό τρόπο το ζήτημα της ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Ρωσία, φωτίζοντας την αλληλεπίδραση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής.
Μελετώντας την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία, γράφει χαρακτηριστικά:
«Από το ένα μέρος ο καπιταλισμός είναι ίσα-ίσα ο παράγοντας που προκαλεί και διευρύνει τη χρησιμοποίηση των μηχανών στην αγροτική οικονομία, από το άλλο η χρησιμοποίηση των μηχανών στη γεωργία έχει κεφαλαιοκρατικό χαρακτήρα, δηλαδή οδηγεί στη διαμόρφωση κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και στην παραπέρα ανάπτυξή τους».[1]
Προσδιορίζει επίσης τον προοδευτικό ιστορικό ρόλο του καπιταλισμού έναντι της φεουδαρχίας, εστιάζοντας στο:
«Ανέβασμα των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνικής εργασίας και της κοινωνικοποίησής της».[2]
Στη συνέχεια, μελετώντας το μονοπωλιακό καπιταλισμό, θα φωτίσει τη σημασία του περάσματος στη διεθνή εποχή του ιμπεριαλισμού, ως εποχή που έχουν ωριμάσει οι υλικές προϋποθέσεις για το πέρασμα στο σοσιαλισμό στις περιοχές της Γης που έχουν εδραιωθεί οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Ο Λένιν δεν θα περιοριστεί σε αυτές τις γενικές επισημάνσεις σχετικά με την αναγκαιότητα και την ιστορική επικαιρότητα του σοσιαλισμού.
Στη διαπάλη του με το οπορτουνιστικό ρεύμα, θα τονίσει τη δυνατότητα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής να απελευθερώσουν και να δώσουν μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Στο κορυφαίο έργο του «Κράτος και Επανάσταση», σημειώνει με ξεκάθαρο τρόπο:
«Η απαλλοτρίωση των καπιταλιστών θα φέρει αναπόφευκτα μια τεράστια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της ανθρώπινης κοινωνίας. Πόσο γρήγορα όμως θα προχωρήσει η ανάπτυξη αυτή, πόσο γρήγορα θα οδηγήσει στην κατάργηση του καταμερισμού εργασίας […] αυτό δεν το ξέρουμε και ούτε μπορούμε να το ξέρουμε».[3]
Η ζωή θα δικαιώσει στη συνέχεια τη συγκεκριμένη λενινιστική θέση.
Η ιστορία των πρώτων δεκαετιών της ΕΣΣΔ θα αποδείξει την υπεροχή του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού (που μόνο η εργατική εξουσία και η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής μπορεί να διασφαλίσει) για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Θα αποδείξει ότι η όποια σχετική καθυστέρηση στη Ρωσία και σε άλλες χώρες που υπάρχει ένα ελάχιστο επίπεδο υλικών προϋποθέσεων για το πέρασμα στο σοσιαλισμό μπορεί να ξεπεραστεί με επαναστατικό τρόπο, προς όφελος των κοινωνικών αναγκών.
Η ταχύτητα και η απόσταση που κάλυψε η εργατική εξουσία στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ήταν τεράστια, αν συνυπολογίσουμε την ενεργητική επέμβαση και διαρκή υπονόμευση από τον εσωτερικό εχθρό και το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, καθώς και την υστέρηση της προεπαναστατικής Ρωσίας σε σχέση με τα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης και τις ΗΠΑ.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τη γρήγορη εξάλειψη του αναλφαβητισμού και της ανεργίας, τον ταχύτατο εξηλεκτρισμό της χώρας, τα επιτεύγματα στη διερεύνηση του Διαστήματος, τη μετατροπή μονάδων της «ειρηνικής» βιομηχανίας σε πολεμική βιομηχανία πριν και μέσα στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[4]
Ο Λένιν φώτιζε με σαφήνεια τις ολέθριες πολιτικές συνέπειες που θα είχε η υιοθέτηση θέσεων του οπορτουνιστικού ρεύματος.
Γράφει στην πολεμική του απέναντι στον Κάουτσκι:
«Ο Μάρτοφ λέει (και ο Κάουτσκι επαναλαμβάνει τα ίδια) πως η Ρωσία δεν είναι ακόμα ώριμη για το σοσιαλισμό, απ’ όπου φυσικά βγαίνει: Είναι νωρίς ακόμα να μετατρέψουμε τα Σοβιέτ από όργανα πάλης σε κρατικές οργανώσεις (Διάβασε: Είναι καιρός να μεταβάλουμε τα Σοβιέτ, με τη βοήθεια των μενσεβίκων ηγετών, σε όργανα υποταγής των εργατών στην ιμπεριαλιστική αστική τάξη).
Ο Κάουτσκι όμως δεν μπορεί να πει ανοιχτά ότι η Ευρώπη δεν είναι ώριμη για το σοσιαλισμό».[5]
Επίσης στην πολεμική του με τους οπορτουνιστές ο Λένιν θα επαναλάβει συχνά τη θέση του Μαρξ στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», ότι το κράτος ανάμεσα στην καπιταλιστική και στην κομμουνιστική κοινωνία δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου.[6]
Σε αρκετά έργα του ο Λένιν ασκεί με σαφήνεια κριτική σε όσους μεταθέτουν την πάλη για το σοσιαλισμό σ’ ένα απομακρυσμένο, πρακτικά ακαθόριστο μέλλον, σε όσους αναφέρονται γενικά στο σοσιαλισμό χωρίς να προπαγανδίζουν συγκεκριμένη επαναστατική πολιτική και χωρίς να προετοιμάζουν, να οργανώνουν και να συγκεντρώνουν δυνάμεις μέσα από την επαναστατική δράση.[7]
Ωστόσο, το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα στη συνέχεια αντί να μελετήσει και να εμβαθύνει θεωρητικά στην πολιτική πείρα από τη λενινιστική στρατηγική που οδήγησε στη νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση του Οκτώβρη του ’17, έμεινε στις προηγούμενες επεξεργασίες του 1905 για τη Ρωσία,
τις γενίκευσε μηχανιστικά για άλλες χώρες και σταδιακά επικράτησε η στρατηγική των δυο σταδίων για τις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες, με τη μορφή των δύο αλλεπάλληλων επανάστασεων, της αστικοδημοκρατικής και της σοσιαλιστικής επανάστασης,
και στη συνέχεια με τη μορφή του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού σταδίου που προηγείται της σοσιαλιστικής επανάστασης, με προβληματικά, λαθεμένα κριτήρια προσδιορισμού του χαρακτήρα της επανάστασης, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ασφαλώς η ολοκληρωμένη εξέταση του ζητήματος απαιτεί βαθιά, συλλογική, διεξοδική μελέτη από κάθε Κομμουνιστικό Κόμμα κι εκτεταμένη συζήτηση από τις ζωντανές δυνάμεις που έχουν απομείνει σήμερα στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα.
Το Κόμμα μας έχει καταβάλει προσπάθεια σε αυτήν την κατεύθυνση κι έχει παρουσιάσει ορισμένους παράγοντες και δυσκολίες που συνέβαλαν στην κυριαρχία των συγκεκριμένων αντιλήψεων στις επεξεργασίες της ΚΔ.[8]
Παράλληλα, συνεχίζει την έρευνα και μετέχει ενεργά στη συζήτηση που διεξάγεται μέσα στο πλαίσιο της «Διεθνούς Κομμουνιστικής Επιθεώρησης».[9]
Στη Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ «Για τα 100 χρόνια της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης» αναφέρονται ορισμένοι παράγοντες και δυσκολίες που αφορούν την υποχώρηση του κύματος επαναστατικής ανόδου μετά από την ήττα της επανάστασης του ’18 στη Γερμανία και το ’19 στην Ουγγαρία, την επίδραση της προσπάθειας της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ να καθυστερήσει την ιμπεριαλιστική επίθεση, τις εναλλαγές της γραμμής της ΚΔ κ.ά.
Στο συγκεκριμένο άρθρο, που έχει εισαγωγικό χαρακτήρα στη διερεύνηση του θέματος, δε θ’ ασχοληθούμε με το σύνολο αυτών των ιστορικών παραγόντων.
Θ’ ασχοληθούμε μόνο με ορισμένους παράγοντες που συνδέονται μεταξύ τους και αφορούν καθυστερήσεις στην αναγκαία θεωρητική επεξεργασία, καθώς και τη λαθεμένη μηχανιστική μεταφορά της αρχικής στρατηγικής επεξεργασίας των μπολσεβίκων του 1905 σε διαφορετικές ιστορικές συνθήκες.
Οπισθοχώρηση από την επαναστατική στρατηγική – Μέρος 1ο
Η Στρατηγική των σταδίων στην περίοδο της Κομμουνιστικής Διεθνούς
Η προαναφερόμενη θετική πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης δεν κυριάρχησε στη συνέχεια ως στρατηγική αντίληψη στις προγραμματικές επεξεργασίες της ΚΔ.
Στις συγκεκριμένες επεξεργασίες υποτιμήθηκε ο διεθνής χαρακτήρας της εποχής του μονοπωλιακού καπιταλισμού και κυριάρχησε ο προσδιορισμός του χαρακτήρα της επανάστασης με βασικά κριτήρια τη θέση κάθε καπιταλιστικής χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα και το συσχετισμό δυνάμεων.
Στο Πρόγραμμα της ΚΔ που διαμορφώθηκε στο 6ο Συνέδριό της, προσδιορίζονται τρεις τύποι χωρών με κριτήριο το συγκριτικό επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού, οι οποίοι παραπέμπουν όχι μόνο σε διαφορετικούς δρόμους κατάκτησης της εργατικής εξουσίας, αλλά και σε διαφορετικές μορφές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Συγκεκριμένα το Πρόγραμμα της ΚΔ αναφέρει:
«Η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού, που οξύνθηκε στην περίοδο του ιμπεριαλισμού, προκάλεσε την ποικιλομορφία των τύπων του καπιταλισμού, διαφορετικές βαθμίδες της ανάπτυξής του στις διάφορες χώρες, καθώς και ποικιλόμορφους και ιδιαίτερους όρους του επαναστατικού προτσές.
Τα γεγονότα αυτά κάνουν ιστορικά εντελώς αναπόφευκτη την ποικιλομορφία των δρόμων και των ρυθμών της κατάκτησης της εξουσίας από το προλεταριάτο, την ανάγκη, σε σειρά από χώρες, ορισμένων μεταβατικών σταθμών που οδηγούν στη δικτατορία του προλεταριάτου, καθώς επίσης και την ποικιλομορφία των μορφών της ανοικοδόμησης του σοσιαλισμού στις διάφορες χώρες.
Την ποικιλομορφία των όρων και των δρόμων του περάσματος προς τη δικτατορία του προλεταριάτου στις διάφορες χώρες μπορούμε σχηματικά να την αναγάγουμε σε τρεις βασικούς τύπους».[10]
Στη συνέχεια, όταν επιχειρείται η συγκεκριμένη κατάταξη των χωρών στους τρεις βασικούς τύπους, διαπιστώνουμε ότι το κριτήριο που στην πραγματικότητα δεσπόζει είναι το συγκριτικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μεταξύ των καπιταλιστικών χωρών, σε συνδυασμό με άλλα κριτήρια, όπως το βαθμό λειτουργίας της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως μορφής της δικτατορίας του κεφαλαίου.
Ως χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού προσδιορίζονται οι χώρες:
«Με ισχυρές παραγωγικές δυνάμεις, με συγκεντροποιημένη σε μεγάλο βαθμό παραγωγή, όπου η μικρή οικονομία έχει σχετικά μικρή σημασία, με αστικοδημοκρατικό πολιτικό καθεστώς, που έχει συγκροτηθεί ήδη από πολύ καιρό».[11]
Μόνο στις συγκεκριμένες χώρες τίθεται ως προγραμματική απαίτηση το άμεσο πέρασμα στη δικτατορία του προλεταριάτου, με σοσιαλιστική επανάσταση.
Οι συγκεκριμένες αναφορές στις ΗΠΑ, Γερμανία, Αγγλία δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας ότι πρόκειται για τα καπιταλιστικά κράτη που βρίσκονταν τη συγκεκριμένη περίοδο στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας.
Ως χώρες μέσου επιπέδου ανάπτυξης του καπιταλισμού προσδιορίζονται οι χώρες:
«Που έχουν σημαντικά υπολείμματα μισοφεουδαρχικών σχέσεων στην αγροτική οικονομία, με ορισμένο μίνιμουμ υλικών προϋποθέσεων, αναγκαίων για τη σοσιαλιστική ανοικοδόμηση, κι όπου δεν έχει ακόμα αποτελειωθεί ο αστικοδημοκρατικός μετασχηματισμός».[12]
Ενώ αναγνωρίζεται ότι υπάρχει το μίνιμουμ των υλικών προϋποθέσεων στις συγκεκριμένες χώρες για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, προτείνονται δυο παρεμφερείς εναλλακτικοί δρόμοι, δηλαδή του πολύ γρήγορου περάσματος της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική, και της σοσιαλιστικής επανάστασης, που θα εκπληρώσει όμως σε μεγάλη έκταση καθήκοντα αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα.
Και σε αυτήν την περίπτωση η αναφορά σε συγκεκριμένες χώρες, όπως Ισπανία, Πορτογαλία, Πολωνία, Ουγγαρία και βαλκανικές χώρες, προσδιορίζει κυρίως χώρες που βρίσκονται στις μεσαίες θέσεις του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος τη συγκεκριμένη περίοδο.
Ως καθοδηγητική δύναμη της αστικοδημοκρατικής επανάστασης προσδιορίζεται η εργατική τάξη, ενώ δίνεται βάρος στην κοινωνική συμμαχία του προλεταριάτου με την αγροτιά και στο σημαντικό προοδευτικό ρόλο των αγροτικών επαναστάσεων.
Στην τρίτη κατηγορία των «μισοαποικιακών κι εξαρτημένων χωρών», τίθεται ο στόχος μιας ολόκληρης περιόδου μετατροπής της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε επανάσταση σοσιαλιστική.
Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει χώρες με σημαντική ανάπτυξη της βιομηχανίας, η οποία όμως κρίνεται ως:
«Ανεπαρκής, στις περισσότερες περιπτώσεις, για ανεξάρτητη σοσιαλιστική οικοδόμηση».
Αναφέρονται η Αργεντινή και η Βραζιλία ως παραδείγματα εξαρτημένων χωρών.
Στην ίδια κατηγορία περιλαμβάνονται και χώρες που δεν έχουν αποτινάξει τον αποικιακό ζυγό (Κίνα, Ινδίες) και στις οποίες κυριαρχούν σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ανάλυση φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής.
Ασφαλώς η επεξεργασία στρατηγικής σε αποικιακές και μισοαποικιακές χώρες την εποχή του ιμπεριαλισμού ήταν σύνθετο ζήτημα, που η ιστορική διερεύνησή του δε θα μας απασχολήσει στο συγκεκριμένο άρθρο.
Συνεχίζεται με το 2ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Β. Ι. Λένιν: «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία», «Άπαντα», τ. 3, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 230.
[2]. Στο ίδιο, σελ. 626.
[3]. Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και επανάσταση», «Άπαντα», τ. 33, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 96.
[4]. «Τα επιτεύγματα και οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης στο σοσιαλισμό», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 2017.
[5]. Β. Ι. Λένιν: «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1986, σελ. 35.
[6]. Στο ίδιο, σελ. 7.
[7]. Β. Ι. Λένιν: «Θεμελιακές θέσεις σχετικά με το ζήτημα του πολέμου», «Άπαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 214.
[8]. Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ: «Για τα 100 χρόνια της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης», σελ. 36-40, και Διημερίδα της ΚΕ του ΚΚΕ: «Η εμφάνιση της εργατικής τάξης, ο ρόλος της στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες στον 20ό αιώνα και η στρατηγική του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 14-15 και 77-81.
[9]. Η «Διεθνής Κομμουνιστική Επιθεώρηση – Βήμα Διαλόγου» διευθύνεται από Συντακτική Επιτροπή στην οποία μετέχουν σήμερα δέκα Κομμουνιστικά Κόμματα, με στόχο την ανάπτυξη της θεωρητικής δουλειάς και την ανταλλαγή απόψεων που συμβάλλουν στην ανασύνταξη του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος.
[10]. «Πρόγραμμα και Καταστατικό της Γ΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς», β΄ έκδοση, εκδ. «Ειρήνη», σελ. 59-60.
[11]. Στο ίδιο, σελ. 60
[12]. Στο ίδιο.
Άρθρο του Μάκη Παπαδόπουλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ
Δημοσιεύτηκε στο 5ο τεύχος της ΚΟΜΕΠ του 2017