Τα «Νοεμβριανά» του 1916 (Β’ Μέρος)
«Η μάχη των Αθηνών»
Συνέχεια από το Α’ Μέρος
Η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο αστικών κυβερνήσεων οξύνονταν όπως και η πίεση και οι απαιτήσεις της Αντάντ στην κυβέρνηση της Αθήνας.
Στη διαμάχη αξιοποιούνταν προβοκάτσιες, όπως η πυρκαγιά στο Τατόι και άλλες, η δράση πρακτόρων και των δύο ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων, η εξαγορά του Τύπου.
Έως τις αρχές του Οκτώβρη 1916, η Αντάντ είχε αναγκάσει το «κράτος των Αθηνών» να παραδώσει σε αυτή τον έλεγχο του ελαφρού στόλου, των ταχυδρομείων και του στρατηγικής σημασίας σιδηροδρόμου Αθηνών – Λαρίσης, αλλά και εκτεταμένες αστυνομικού τύπου εξουσίες.[1]
Η απαίτηση, όμως, παράδοσης των όπλων και των πολεμοφοδίων του ελληνικού στρατού με τη διακοίνωση της 3ης / 16ης Νοέμβρη 1916 αντιμετωπίστηκε από την κυβέρνηση της Αθήνας αρνητικά.
Πιο συγκεκριμένα, ο Γάλλος Ναύαρχος Νταρντίζ ντε Φουρνέ απαίτησε, με εντολή της κυβέρνησής του, την παράδοση 16 πεδινών και 16 ορεινών πυροβολαρχιών «μετά χιλίων βολών δι’ έκαστον πυροβόλον», 40.000 όπλα τύπου «Μάνλιχερ» με 220 φυσίγγια για κάθε όπλο, 140 πολυβόλα με τον ανάλογο αριθμό φυσιγγίων και 50 φορτηγά αυτοκίνητα.[2]
Στις 8 / 21 Νοέμβρη 1916, η κυβέρνηση της Αθήνας απάντησε αρνητικά στη διακοίνωση του Γάλλου Ναυάρχου, ο οποίος επανήλθε στις 11 / 24 Νοέμβρη, ζητώντας την παράδοση δέκα ορειβατικών πυροβολαρχιών ως ένδειξη καλής θέλησης μέχρι τις 18 Νοέμβρη / 1 Δεκέμβρη.
Η κυβέρνηση παρέμεινε στην αρχική της θέση και ταυτόχρονα οργανώθηκαν συλλαλητήρια ενάντια στην παράδοση των όπλων σε διάφορες πόλεις. Στην Καρδίτσα, για παράδειγμα, το εκεί «πάνδημον» συλλαλητήριο σημείωνε σε απόφασή του:
«Ικετεύει την Α. Μ. τον Βασιλέα και την Κυβέρνησιν, όπως εμμείνωσιν ανένδοτοι και ακλόνητοι εις την σταθεράν άρνησιν περί παραδόσεως οιουδήποτε μέρους όπλων και υλικού τα οποία απεκτήθησαν και ανήκουσιν εις τον Ελληνικόν λαόν προς προάσπισην των υψίστων αυτού συμφερόντων».[3]
Σημειώθηκε επίσης αθρόα «εθελοντική» στράτευση. Σύμφωνα με πληροφορίες του αντιβενιζελικού Τύπου, ο αριθμός των καταταχθέντων στα σώματα της Αθήνας έφτασε τους 25.000 και στην υπόλοιπη Ελλάδα τους 100.000.[4]
Στη λήξη της προθεσμίας παράδοσης του πολεμικού υλικού (18 Νοέμβρη / 1 Δεκέμβρη), γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά αγήματα, περίπου 3.000 άνδρες, αποβιβάστηκαν στον Πειραιά με σκοπό την κατάληψη στρατηγικών σημείων της Αθήνας.
Συνάντησαν όμως την αντίσταση υπέρτερων ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων και Επίστρατων.
Η συμπλοκή άρχισε κοντά στο Θησείο και γρήγορα επεκτάθηκε σε άλλα σημεία της πόλης.
Το Ζάππειο, όπου ο Φουρνέ είχε εγκαταστήσει το στρατηγείο του, έγινε στόχος καταιγιστικών πυρών, ενώ αργότερα γαλλικά πλοία βομβάρδισαν το κέντρο της Αθήνας, ενώ οβίδες έσκασαν και στον κήπο των Ανακτόρων.[5]
Τελικά, τα συμμαχικά στρατεύματα αποσύρθηκαν, αφού πρώτα συμφωνήθηκε ότι η κυβέρνηση θα παρέδιδε στους Συμμάχους 6 ορεινές πυροβολαρχίες αντί των 10 που είχαν απαιτήσει.[6]
Στο πεδίο των μαχών έπεσαν 6 αξιωματικοί και 58 οπλίτες απ’ την πλευρά των Συμμάχων και 4 αξιωματικοί και 26 στρατιώτες απ’ την πλευρά των Ελλήνων.
Οι τραυματίες ήταν 167 και 52 αντίστοιχα, ενώ οι αιχμάλωτοι 80 και 60 για κάθε πλευρά.[7]
Το πογκρόμ εναντίον των Βενιζελικών
Το επόμενο πρωί, ξεκίνησε πογκρόμ εναντίον των Βενιζελικών, αφού προηγουμένως σπίτια και καταστήματα που τους ανήκαν είχαν σημαδευτεί με κόκκινη μπογιά:
«Επίστρατοι, χωροφύλακες, στρατιώτες, ναύτες, αγανακτισμένοι πολίτες σε ασύντακτες ομάδες περιέρχονται την πόλη με αλαλαγμούς και πυροβολούν ασταμάτητα καταπάνω στα σπίτια των βενιζελικών.
Σπάζουν τις πόρτες, κακοποιούν τους περίτρομους ενοίκους, λεηλατούν, συλλαμβάνουν. Εκατοντάδες ένοπλοι χτυπούν το άδειο σπίτι του Βενιζέλου στην οδό Πανεπιστήμιου και κατόπιν το «κυριεύουν» με έφοδο.
Τα γραφεία και τα τυπογραφεία των βενιζελικών εφημερίδων καταστρέφονται μεθοδικά. Αλλωστε, απαγορεύτηκε πια η έκδοσή τους».[8]
Στα παραπάνω, ο Γιάννης Κορδάτος συμπληρώνει:
«Η κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας» απαγγελλόταν κάθε μέρα σε εκατοντάδες πολίτες. […] που όμως αφήνονταν ελεύθεροι αν υπόγραφαν «δηλώσεις μετανοίας». […] Εβλεπες στους δρόμους της Αθήνας […] να φέρνουν στο «Μικρό Φρουραρχείο» πολίτες δεμένους σαν τραγιά…».[9]
Αργότερα, η Επιτροπή που συστάθηκε, επί κυβέρνησης Φιλελευθέρων, για να ερευνήσει τα γεγονότα, επιβεβαίωσε 35 φόνους, 922 φυλακίσεις, 503 περιπτώσεις λεηλασίας, 359 περιπτώσεις μποϊκοτάζ, 66 περιπτώσεις καταστροφής περιουσίας, 31 περιπτώσεις αναστολής κυκλοφορίας εφημερίδων, 980 απελάσεις ή βίαιες αναχωρήσεις που προκλήθηκαν από την απειλή των Επίστρατων.[10]
Ο συνολικός αριθμός των νεκρών δεν είναι γνωστός.
Ωστόσο υπολογίζεται πως τη ζωή τους έχασαν και 100 έως 300 πρόσφυγες, οι οποίοι «ανώνυμοι και άγνωστοι μεταξύ αγνώστων και θαμμένοι σε μαζικούς τάφους, δεν περιλαμβάνονται στην επίσημη καταμέτρηση».[11]
Στα «Νοεμβριανά», όπως καταγράφηκαν τα γεγονότα αυτά στην Ιστορία, έδρασαν από κοινού και σε συνεργασία το κράτος «των Αθηνών» και ανεπίσημοι μηχανισμοί όπως οι Σύλλογοι των Επίστρατων.
Η αξιοποίηση άλλωστε «ανεπίσημων» μηχανισμών καταστολής, που πάντοτε έχουν στενούς δεσμούς με το αστικό κράτος, είναι ένα φαινόμενο που διατρέχει την Ιστορία.
Η επικράτηση των Βενιζελικών
Η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης μετά τα «Νοεμβριανά» κήρυξε έκπτωτο τον Κωνσταντίνο και ταυτόχρονα κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και της Βουλγαρίας.
Η απάντηση της αντίπαλης πλευράς ήρθε με τη σύμπραξη της Εκκλησίας, με το «ανάθεμα» στον Ελ. Βενιζέλο, δηλαδή την οριστική του αποβολή από μέλος της Εκκλησίας.
Χιλιάδες κόσμου συγκεντρώθηκαν στις 12 / 25 Δεκέμβρη 1916 στο Πεδίο του Αρεως και έριξαν από μια πέτρα, σχηματίζοντας ένα μεγάλο σωρό, σε μια σύναξη που ηγούνταν ο αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος και μέλη της Ιεράς Συνόδου, οι αρχηγοί των κομμάτων, καθηγητές, αυλικοί, αξιωματικοί κ.ά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι Βενιζελικοί αξιοποίησαν την Εκκλησία στην αντιπαράθεσή τους με τους Αντιβενιζελικούς.
Στις 30 Νοέμβρη / 13 Δεκέμβρη 1916, ο Αντιπρόσωπος της Προσωρινής Κυβέρνησης στην Κρήτη έγραφε σε επιστολή του προς την Ιερά Μητρόπολη Κρήτης και τους «Θεοφιλέστατους Επισκόπους» (30-11-1916):
«Γνωρίζομεν υμίν ότι μετά τας εν Αθήναις εσχάτως γενομένας φρικαλέας σκηνάς ων ακεραίαν την ευθύνην υπέχει ο βασιλεύς Κωνσταντίνος απηυθύνθη υπό του επί της Παιδείας και των Θρησκευμάτων Συμβούλου το υπ’ αριθ. 503 έγγραφον, όπως η Εκκλησία παύσηται μνημονεύουσα καθ’ οιονδήποτε τρόπον εν ταις ιεροτελεστίαις αυτής τόσον τον βασιλεά Κωνσταντίνον όσον και ολόκληρον τον οίκον αυτού».[12]
Τελικά, με παρέμβαση της Αντάντ, ο Κωνσταντίνος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση υπέρ του διαδόχου Αλέξανδρου και ο Ελ. Βενιζέλος ανέλαβε ξανά πρωθυπουργός στις 14 / 27 Ιούνη 1917.
Ένα συμπέρασμα
Η αστική τάξη και οι πολιτικοί και ιδεολογικοί εκφραστές της συχνά ξορκίζουν τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται», όπως είθισται να γράφεται και να λέγεται.
Η Ιστορία, όμως, αποκαλύπτει ότι διαχρονικά η αστική τάξη έχει χρησιμοποιήσει τη βία και την καταστολή, αξιοποιώντας επίσημους και ανεπίσημους μηχανισμούς, ενάντια στην εργατική τάξη και το κίνημά της, αλλά και για να «λύσει» αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της.
Στην πραγματικότητα, τη μόνη «βία» που ξορκίζουν είναι τον αγώνα της εργατικής τάξης, των βιοπαλαιστών της πόλης και του χωριού για μια καλύτερη ζωή, ειδικά όταν αυτός αμφισβητεί την εξουσία τους.
Στα χρόνια του «εθνικού» διχασμού, οι εργατικές – λαϊκές μάζες εγκλωβίστηκαν σε μια ξένη –για τα δικά τους συμφέροντα και τις ανάγκες– αντιπαράθεση, καθώς τότε το εργατικό και το σοσιαλιστικό κίνημα δεν είχαν δημιουργήσει ακόμα την ιδεολογική – πολιτική και οργανωτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης.
Στις σημερινές συνθήκες, η εργατική τάξη, οι βιοπαλαιστές αγρότες, οι μικροί αυτοαπασχολούμενοι και επαγγελματίες, αξιοποιώντας και τα διδάγματα της Ιστορίας, μπορούν και πρέπει να συγκροτήσουν τη δική τους κοινωνική συμμαχία, να αντιπαρατεθούν με τις όποιας απόχρωσης δυνάμεις του κεφαλαίου και την εξουσία τους, στην πάλη για την εργατική εξουσία.
Με τη ματιά του λογοτέχνη…
Το 1924, ο Κώστας Παρορίτης εξέδωσε το έργο του «Ο Κόκκινος Τράγος»,[13] το οποίο εκτυλίσσεται στο φόντο της σύγκρουσης των «Νοεμβριανών».
Στο μυθιστόρημα, κεντρικοί χαρακτήρες είναι ο Λείψανος, ένας εργάτης ταλαιπωρημένος απ’ τη ζωή, και ο Μαρίνος, τελειόφοιτος που κατατάσσεται εθελοντικά στον Στρατό και υποστηρίζει την αστική πλευρά των βασιλοφρόνων.
Όταν ο Λείψανος ρώτησε τον Μαρίνο γιατί πήγε εθελοντής, αυτός απάντησε:
«Μα τι να κάνουμε; Μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώτικα; Η τιμή, βλέπεις, της πατρίδας…».
Υστερα ο Λείψανος ξαναρώτησε:
«Ποια είναι αυτή η πατρίδα;».
Ακολούθησε κατόπιν ο εξής διάλογος:
«— Ωραίο ερώτημα. Τι, δεν ξέρουμε δηλαδή την πατρίδα μας;
— Μπορεί κι αυτό.
— Τι θέλεις να πεις; Μιλάς περίεργα.
— Θέλω να πω πως εσύ είσαι ένας φτωχός άνθρωπος, που περιμένεις να ζήσεις από τη δουλειά σου.
— Σωστό.
— Λοιπόν, άλλη είναι η πατρίδα η δική σου κι άλλη η πατρίδα του πλούσιου. Αυτό είναι το σωστό. Φτάνει μόνο να το σκεφτείς και μοναχός σου. Δεν μπορεί εσύ κι ένας πλούσιος να ‘χετε την ίδια πατρίδα».
Ο Μαρίνος προβληματίστηκε απ’ τα λόγια του Λείψανου, ο οποίος καταλήγοντας του είπε:
«Λοιπόν, απόχτησε πρώτα πατρίδα δική σου κι ύστερα βλέπουμε για την τιμή της».
Ελληνικό «φαινόμενο»;
Το φαινόμενο του διχασμού της αστικής τάξης της Ελλάδας στο κρίσιμο ζήτημα της συμμετοχής στον πόλεμο δεν αποτέλεσε ελληνική «ιδιαιτερότητα» και «πρωτοτυπία».
Στην Ιταλία, τα τμήματα της αστικής τάξης που συνδέονταν με τη μεταλλουργική και μηχανουργική βιομηχανία τάχθηκαν υπέρ της συμμετοχής της χώρας στον πόλεμο.
Αντίθετα, τα αστικά τμήματα που είχαν συμφέρον από τη διατήρηση των οικονομικών σχέσεων με τις «Κεντρικές Δυνάμεις» υποστήριζαν την «ουδετερότητα».
Μάλιστα, η προπαγάνδα των υποστηρικτών της συμμετοχής της Ιταλίας στον πόλεμο, των λεγόμενων «επεμβατικών», θυμίζει την ανάλογη της αντίστοιχης ελληνικής τάσης ή και αντίστροφα, καθώς παρουσίαζε τη συμμετοχή της Ιταλίας στον πόλεμο:
«Σαν μέσο για την πραγματοποίηση των εθνικών πόθων του ιταλικού λαού, σαν συνέχιση του αγώνα για την ένωση των ιταλικών εδαφών, για την ελευθερία και τη δημοκρατία».[14]
Σημειώσεις:
[1]. Γιώργος Θ. Μαυροκορδάτος: «Νοεμβριανά και Δεκεμβριανά» στο «Ε – Ιστορικά», 16.11.2020, σελ. 11.
[2]. «Εμπρός», 13.11.1916.
[3]. «Εμπρός», 15.11.1916.
[4]. «Εμπρός», 18.11.1916.
[5]. Α. Κοτζιάς: «Τα Φοβερά Ντοκουμέντα. Ο εθνικός διχασμός. Βενιζέλος και Κωνσταντίνος», εκδ. «Φυτράκης», Αθήνα, χ. χ., σελ. 84-85.
[6]. «Εμπρός», 19.11.1916.
[7]. Α. Κοτζιάς, «Τα Φοβερά Ντοκουμέντα. Ο εθνικός διχασμός. Βενιζέλος και Κωνσταντίνος», εκδ. «Φυτράκης», Αθήνα, χ. χ., σελ. 85.
[8]. Στο ίδιο, σελ. 86.
[9]. Γιάννης Κορδάτος: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμ. ΧΙΙΙ, εκδ. «20ός Αιώνας», Αθήνα, χ. χ., σελ. 466.
[10]. Συλλογικό, Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τόμ. ΙΕ, εκδ. «Εκδοτική Αθηνών», Αθήνα, 1978, σελ. 42.
[11]. Σπύρος Μαρκέτος: «Τα Νοεμβριανά» στο «Ε – Ιστορικά», 16.11.2000, σελ. 16.
[12]. Εθνικό Ιδρυμα «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – Ψηφιακό Αρχείο, Επιστολή του Αντιπροσώπου της προσωρινής κυβερνήσεως εν Κρήτη προς την Ι. Μ. Κρήτης, 30-11-1916.
[13]. «Ο Κόκκινος Τράγος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
[14]. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, «Παγκόσμια Ιστορία», τόμ. Ζ2, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1961, σελ. 811.
Στρατής Δουνιάς
Μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Πηγή: Ριζοσπάστης