Τα «Νοεμβριανά» του 1916 (Α’ Μέρος)
Στα χρόνια 1914-1918 η αστική τάξη της Ελλάδας διασπάστηκε σε δύο «στρατόπεδα». Το πρώτο συγκροτήθηκε γύρω από τον Ελ. Βενιζέλο, ηγέτη του Κόμματος των Φιλελευθέρων, και το δεύτερο γύρω από το πρόσωπο του διαδόχου και στη συνέχεια βασιλιά Κωνσταντίνου Α’.
Οι ενδοαστικές αντιθέσεις αφορούσαν μια σειρά ζητήματα[1] και κορυφώθηκαν με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τέθηκε το ζήτημα της συμμετοχής ή μη της χώρας σε αυτόν, που ουσιαστικά αφορούσε τη στήριξη της μίας ή της άλλης ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.
H διαμάχη των αστικών δυνάμεων –που στην ιστοριογραφία καταγράφηκε ως «εθνικός» διχασμός– πήρε εκρηκτικές διαστάσεις, συμπαρασύροντας και τις λαϊκές μάζες στο πλευρό της μίας ή της άλλης πλευράς.
Ένα απ’ τα πιο αιματηρά «επεισόδια» αυτής της σύγκρουσης αποτελούν τα «Νοεμβριανά».
Η αντιπαράθεση για τη συμμετοχή ή μη της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Το ζήτημα εκείνο, που έφερε εμφατικά στην επιφάνεια τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της αστικής τάξης της χώρας και οδήγησε στην κορύφωση της σύγκρουσης, ήταν η στάση που έπρεπε να κρατήσει η Ελλάδα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που ξέσπασε το 1914.
Πολύ πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, είχαν διαμορφωθεί δυο μεγάλοι πολιτικοστρατιωτικοί συνασπισμοί.
Από τη μια πλευρά, η Γερμανία, η Αυστροουγγαρία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Βουλγαρία αποτέλεσαν τον συνασπισμό των «Κεντρικών Δυνάμεων».
Από την άλλη πλευρά, η Μ. Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία συγκρότησαν την «Τριπλή Εγκάρδια Συνεννόηση» (Αντάντ).
Στην Ελλάδα, η μερίδα της αστικής τάξης που συσπειρώθηκε γύρω από τον βασιλιά Κωνσταντίνο υποστήριξε την πολιτική της «ουδετερότητας».
Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο Κωνσταντίνος ήταν πεπεισμένος για τη νίκη των «Κεντρικών Δυνάμεων», προωθούσε όμως την «ουδετερότητα», καθώς η γεωγραφική θέση της χώρας δεν επέτρεπε την ενεργή εμπλοκή της στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, αφού στην Ανατολική Μεσόγειο κυριαρχούσε ο πανίσχυρος βρετανικός στόλος.[2]
Η αστική πλευρά που τοποθετήθηκε υπέρ της «ουδετερότητας», εκτιμούσε ότι αυτή η κατεύθυνση στην εξωτερική πολιτική ήταν περισσότερο συμφέρουσα, διότι δεν απαιτούσε την οικονομική επιβάρυνση ενός νέου πολέμου και τα συνεπαγόμενα ρίσκα, ενώ θεωρούσε ότι η διείσδυση ελληνικών κεφαλαίων στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσω της καπιταλιστικής δραστηριότητας της ελληνικής παροικίας.
Ταυτόχρονα, προσδοκούσαν και εδαφικά ανταλλάγματα σε περίπτωση νίκης των «Κεντρικών Δυνάμεων».[3]
Στις αστικές δυνάμεις που στήριξαν τον Κωνσταντίνο συγκαταλέγονταν η Εθνική Τράπεζα, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες αλλά και μεγάλο μέρος των μικροϊδιοκτητών αγροτών της «Παλαιάς Ελλάδας», η πλειοψηφία των μόνιμων ανώτερων κρατικών υπαλλήλων, οι βιοτέχνες που επιθυμούσαν ισχυρή κρατική προστασία.
Η αντίπαλη πλευρά, αυτή των «Βενιζελικών», υποστήριξε την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, με στόχο την επέκταση της ελληνικής επικράτειας στη Θράκη και σε εδάφη της Μικράς Ασίας.
Ο προσανατολισμός αυτός στηριζόταν στην προσπάθεια του Ελ. Βενιζέλου για τη διαμόρφωση στενής συμμαχικής σχέσης με τη Βρετανία αλλά και τα συμφέροντα των εκπροσώπων του εφοπλιστικού, βιομηχανικού και εμπορικού κεφαλαίου της χώρας, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία στήριζαν τους Φιλελεύθερους.
Το εφοπλιστικό και γενικότερα το βιομηχανικό κεφάλαιο, που είχε παραδοσιακούς δεσμούς με τη Μ. Βρετανία, προσδοκούσε ότι η μεγέθυνση της εγχώριας αγοράς θα εξασφάλιζε την οικονομική του κυριαρχία σε περιοχές που μέχρι τότε δρούσε ως αστική τάξη της διασποράς.
Η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης
Η κρίση στις σχέσεις των δύο αστικών πλευρών εκδηλώθηκε ανοιχτά, τον Φλεβάρη (Μάρτη)[4] του 1915, όταν και ο Κωνσταντίνος απέρριψε την πρόταση του Ελ. Βενιζέλου για συμμετοχή της Ελλάδας στην επιχείρηση της Αντάντ για τον έλεγχο των Δαρδανελίων, συντασσόμενος με την άποψη του ΓΕΣ και του Ιωάννη Μεταξά.
Η απόφαση αυτή οδήγησε στην παραίτηση του Ελ. Βενιζέλου στις 21 Φλεβάρη (6 Μάρτη) 1915 και το σχηματισμό νέας κυβέρνησης υπό τον Δημήτριο Γούναρη, που τασσόταν στο πλευρό του βασιλιά.
Στις εκλογές όμως που ακολούθησαν στις 31 Μάη (13 Ιούνη) 1915, επικράτησαν πάλι οι Φιλελεύθεροι και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου, που σύντομα (23 Σεπτέμβρη / 9 Οκτώβρη 1915) παραιτήθηκε, επί της ουσίας παύτηκε από τον Κωνσταντίνο.
Λίγες μέρες πριν, είχαν αποβιβαστεί στη Θεσσαλονίκη τα πρώτα γαλλικά στρατιωτικά αγήματα και ακολούθησαν τμήματα του βρετανικού στρατού.
Στην Αθήνα, σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, με την ανοχή των Φιλελευθέρων.
Στη διάρκεια της σύντομης θητείας αυτής της κυβέρνησης, ο Ελ. Βενιζέλος μιλώντας στη Βουλή και απευθυνόμενος προς την αντίπαλη αστική πλευρά είπε:
«Πώς τολμάτε με τας παλαιάς αυτάς αντιλήψεις ν’ αναλάβητε τας ευθύνας της πολιτικής, την οποίαν εχαράξατε, απομακρυνόμενοι μάλιστα από την κατά παράδοσιν πολιτικήν αυτού τούτου του παλαιού πολιτικού κόσμου της Ελλάδος, ο οποίος εγνώριζεν ότι είναι αδύνατον η των Ελληνικών πραγμάτων διακυβέρνησις να ευρίσκηται εν αντιθέσει προς τας κρατούσας της θαλάσσης Δυνάμεις;»
Καταλήγοντας, εξήγησε ότι στόχος της πολιτικής του ήταν η δημιουργία ενός ισχυρού αστικού κράτους:
«[…] να δημιουργήσωμεν, λέγω, μιάν μεγάλην Ελλάδα και ισχυράν και πλούσιαν, ικανήν να αναπτύξη εντός των ορίων της ζωτικήν βιομηχανίαν, ικανήν ως εκ των συμφερόντων τα οποία θα εξεπροσωπεί να συνάψη εμπορικάς συμβάσεις μετ’ άλλων Κρατών υπό τους άριστους δυνατούς όρους, ικανήν να προστατεύση τον Έλληνα πολίτην οπουδήποτε της γης ευρισκόμενον…».[5]
Στις εκλογές που ακολούθησαν, το Κόμμα των Φιλελευθέρων απείχε.
Μερικούς μήνες αργότερα, τον Μάη του 1916, ο βουλγαρικός στρατός κατέλαβε αμαχητί το οχυρό του Ρούπελ, με την εντολή της παράδοσης να έχει δώσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός Στέφανος Σκουλούδης.
Λίγες μέρες μετά, η Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν επίσημα τον αποκλεισμό της Ελλάδας, ενώ προχώρησαν και στην κατάληψη της Κέρκυρας και άλλων νησιών.
Ο εμπορικός αποκλεισμός που επέβαλε η Αντάντ στην «Παλαιά Ελλάδα» προκάλεσε τραγική έλλειψη τροφίμων, με αποτέλεσμα το θάνατο χιλιάδων από την πείνα και την εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών.
Ο Ελ. Βενιζέλος δικαιολόγησε απόλυτα την απροκάλυπτη ξένη στρατιωτική επέμβαση.
Σε τηλεγράφημα που έστειλε στον Γάλλο πρωθυπουργό Αριστίντ Μπριάν, έγραφε:
«Αι Προστάτιδες Δυνάμεις ενήργησαν ως γονείς εν τη πληρότητι των δικαιωμάτων των».[6]
Στις 8 / 21 Ιούνη, η Αντάντ με διακοίνωσή της απαίτησε την αποστράτευση του ελληνικού στρατού, την παραίτηση της κυβέρνησης, τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών, καθώς και την απόλυση ορισμένων στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας.
Καθώς βάθαινε η διάσπαση στο εσωτερικό της αστικής τάξης, στις 17 / 30 Αυγούστου 1916, αξιωματικοί που άνηκαν στον χώρο των Φιλελευθέρων και με την καθοδήγηση του Βενιζέλου προχώρησαν σε πραξικόπημα στη Θεσσαλονίκη, το ονομαζόμενο «Κίνημα της Εθνικής Άμυνας», χωρίς όμως να κατορθώσουν να συσπειρώσουν σημαντικές δυνάμεις γύρω τους.[7]
Σύντομα, όμως, ο Ελ. Βενιζέλος πήγε στα Χανιά, όπου στις 13 / 26 Σεπτέμβρη ένοπλο συλλαλητήριο αποφάσισε τη συγκρότηση Προσωρινής Κυβέρνησης με μέλη της τους Ελ. Βενιζέλο και Παύλο Κουντουριώτη, τους οποίους εξουσιοδότησε να προσλάβουν και τρίτο μέλος (αυτός ήταν ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής) και ανέθεσε στην κυβέρνηση:
«Να επιδιώξη την σωτηρίαν του Εθνους παρά το πλευρόν των Συμμάχων Δυνάμεων».
Στις 26 Σεπτέμβρη / 5 Οκτώβρη 1916, η Προσωρινή Κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Το γεγονός αυτό αποτύπωνε τη διάσπαση της αστικής τάξης και στο επίπεδο του κρατικού μηχανισμού.
Η δεύτερη αστική κυβέρνηση, προκειμένου να στερεώσει και να επεκτείνει την κυριαρχία, αξιοποίησε και την καταστολή, όπως στη Νάξο, όπου για να υποχρεώσει τους κατοίκους της να την ακολουθήσουν:
«Είχε βάψει το νησί στο αίμα».[8]
Τα «Νοεμβριανά» του 1916 – Οι Σύλλογοι Επίστρατων
Στο μεταξύ, η αποστράτευση που επέβαλε η Αντάντ και η επιστροφή των εφέδρων στους τόπους κατοικίας τους οδήγησαν στη συγκρότηση των Συλλόγων Επίστρατων.
Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή της αντιβενιζελικής εφημερίδας «Εμπρός»:
«Οι έφεδροι επανερχόμενοι εις τας εστίας των εκφράζουν ομόθυμον την αποδοκιμασίαν των κατά της Βενιζελικής πολιτικής και διά θερμών τηλεγραφημάτων διαδηλούν την αφοσίωσιν και την πίστιν αυτών προς την Α. Μ. τον Βασιλέα».[9]
Τέτοιοι Σύλλογοι δημιουργήθηκαν σχεδόν σε όλη τη χώρα και απέκτησαν ταχύτατα σημαντική μαζικότητα.
Η ομοιότητα των ψηφισμάτων τους,[10] η διασπορά τους σε όλη την «Παλαιά Ελλάδα» και η ανοχή των επίσημων αρχών στη δράση τους αποδεικνύουν την ύπαρξη ενιαίας πολιτικής τους καθοδήγησης,[11] με σημαντικό τον ρόλο του Ιωάννη Μεταξά.
Η μαζικοποίηση των Συλλόγων των Επίστρατων αντανακλούσε το λαϊκό αίσθημα εναντίον της επέμβασης της Αντάντ και τη δυσαρέσκεια από τις συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις, αλλά και την επιρροή που ασκούσε ο βασιλιάς στα μικροαστικά στρώματα, τα οποία αποτέλεσαν και την κοινωνική βάση των Επίστρατων.
Στην επαρχία, Επίστρατοι έγιναν οι μικροκτηματίες της «Παλαιάς Ελλάδας», ενώ στην πρωτεύουσα συγκροτήθηκε ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Συντεχνιών και Εργατικών Σωματείων από 45 προέδρους:
«των εν Αθήναις και Πειραιεί αμαξοκαραγωγέων, κουρέων – κομμωτών – μυροπωλών, καταστηματαρχών σιδηρωτών, εργατών ζαχαροπλαστών, τεχνιτών εξαρτύσεως και υποδήσεως στρατού, λαχανοπωροπωλών, σανδαλοποιών, εφαπλωματοποιών, καφεζυθοζαχαροπλαστών, καφεπωλών κλπ».
Ο Σύνδεσμος πρόβαλε συνθήματα ταξικής συνεργασίας:
«Ζήτω ο εργάτης και το κεφάλαιον! Ζήτω η Πατρίς και ο Βασιλεύς!»,
ενώ ήταν σε στενή συνεργασία και αλληλοεπικάλυψη με τους Επίστρατους.[12]
Ολοκληρώνεται με το Β’ Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1939, τόμ. Α1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 211.
[2]. Γιάννης Γιανουλόπουλος: «Εξωτερική πολιτική» στο Συλλογικό, Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόμ. Α2, εκδ. «Βιβλιόραμα», Αθήνα, 1999 σελ. 123.
[3]. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1939, τόμ. Α1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 212.
[4]. Την περίοδο που εξετάζουμε στην Ελλάδα δεν είχε καθιερωθεί ακόμα το νέο ημερολόγιο (Γρηγοριανό) ημερολόγιο κι εφαρμοζόταν ακόμα το παλιό (Ιουλιανό). Έτσι όλες οι ημερομηνίες που παραθέτουμε αναγράφονται και με τα δύο ημερολόγια με πρώτο το Γρηγοριανό.
[5]. «Πατρίς», 23.10.1915.
[6]. Γεώργιος Βεντήρης: «Η Ελλάς του 1910-1920», εκδ. «Ίκαρος», Αθήνα, 1970, σελ. 150.
[7]. Gunnar Hering: «Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936», τόμ. Β’ εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2004, σελ. 901-902.
[8]. Στο ίδιο, σελ. 901-909.
[9]. «Εμπρός», 19.6.1916.
[10]. Βλ. ενδεικτικά «Εμπρός», 20.6.1916.
[11]. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1939, τόμ. Α1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 217.
[12]. Γιώργος Θ. Μαυροκορδάτος: «Ενας φασισμός προδρομικός, αλλά ατελής» στο «Ε – Ιστορικά», 16.11.2000, σελ. 21.
Στρατής Δουνιάς
Μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Πηγή: Ριζοσπάστης