Ναζίμ Χικμέτ: «Μια θρησκεία ένας νόμος ένα δίκαιο: Η δουλιά του εργάτη!»
Ο μεγάλος τούρκος ποιητής, που ύμνησε τους λαϊκούς αγώνες, γεννήθηκε σαν σήμερα πριν από 119 χρόνια (15/1/1902)
«Γνωρίζετε ότι εγώ είμαι μέλος του ΚΚ από το 1923 και αυτό είναι η μόνη μου περηφάνια. Νομίζω ότι στις σχέσεις μεταξύ των κρατών, η πολιτική της ουδετερότητας μπορεί να είναι χρήσιμη και αποτελεσματική, όχι όμως για τους συγγραφείς.
Δεν θα μπορούσατε, αλήθεια, να μου πείτε το όνομα ενός μεγάλου συγγραφέα, σε όλη την Ιστορία του κόσμου, που να έμεινε ουδέτερος απέναντι στα μεγάλα προβλήματα της εποχής του.
Μπορεί να το πιστεύει ότι είναι ουδέτερος, και να το διακηρύσσει μάλιστα, αλλά στην ουσία δεν είναι ποτέ! Όσο για μένα προτιμώ να είμαι δεσμευμένος και μάλιστα με όλη μου τη συνείδηση…».[1]
Ο Ναζίμ Χικμέτ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη κι είχε πατέρα στρατιωτικό.
Σύντομα μετακομίζει στη Κωνσταντινούπολη και το 1917 μπαίνει στη Ναυτική Σχολή Αξιωματικών και φοιτά ως δόκιμος, όμως μια πλευρίτιδα τον εμπόδισε να υπηρετήσει ως αξιωματικός.
Ανήλικος ήταν ακόμα όταν έγραφε:
«Μια θρησκεία, ένας νόμος, ένα δίκαιο: Η δουλιά του εργάτη»
Το 1921 αποφασίζει να συνταχθεί με τον Κεμάλ Ατατούρκ.
Κατά τη διάρκεια του «Πολέμου της Ανεξαρτησίας» συναντά Τούρκους Σπαρτακιστές φοιτητές, που είχαν απελαθεί από τη Γερμανία κι από αυτούς έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τις ιδέες του Μαρξ, του Ενγκελς και του Λένιν.
Γίνεται μάρτυρας της ζωής των αγροτών κι αντιλαμβάνεται τις οξυμένες ταξικές ανισότητες. Ζητά να σταλεί στο μέτωπο, αλλά ο Κεμάλ διαβλέποντας τις πνευματικές του ικανότητες τον διορίζει δάσκαλο στην πόλη Μπολού όπου έγινε και διευθυντής.
Εκεί θα μάθει για την Οκτωβριανή επανάσταση και γοητευμένος από αυτήν θα θελήσει να ταξιδέψει στην Σοβιετική Ένωση για να δει από κοντά όσα είχε ακούσει.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του μαθαίνει για τη δολοφονία 15 μελών του Τουρκικού Κομμουνιστκού Κόμματος, μεταξύ των οποίων και του ιδρυτή Μουσταφά Σουμπχί.
Φτάνοντας στη Μόσχα αρχίζει τις σπουδές του στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εργατών της Ανατολής όπου έρχεται σε επαφή με μέλη του πνευματικού κόσμου όπως ο Μαγιακόφσκι και διάφορους άλλους καλλιτέχνες.
Το 1922 γίνεται μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων και του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας. Το 1924 πεθαίνει ο Λένιν κι ο Ναζίμ είναι στην τιμητική φρουρά στο φέρετρο.
Ναζίμ Χικμέτ: «Είμαι ένας Κομμουνιστής ποιητής»
Το 1925 επιστρέφει στην Τουρκία και συνεργάζεται ως δημοσιογράφος με τα περιοδικά «Διαφώτιση» και «Σφυροδρέπανο» τα οποία πρόσκεινται στο Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας.
Ενώ κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος, οι κομμουνιστές διώκονται κι ο Ναζίμ Χικμέτ φτάνει στη Σμύρνη για να οργανώσει ένα παράνομο κομματικό τυπογραφείο.
Καταδικάζεται, ερήμην, σε 15 χρόνια φυλακή. Μεταμφιεσμένος και χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα δραπετεύει στην ΕΣΣΔ, όπου συνθέτει ποιήματα και πάνω από 30 θεατρικά, που όμως δε διασώζονται.
Στην Τουρκία ξεκινούν καινούργιες δίκες κομμουνιστών. Το 1928 καταδικάζεται, ερήμην, σε 3 μήνες φυλακή. Τον Ιούλη, επιστρέφοντας παράνομα στην Τουρκία, συλλαμβάνεται στα σύνορα και φυλακίζεται στην Αγκυρα απ’ όπου αποφυλακίζεται μετά από 7μηνη κράτηση.
Το 1929 εκδίδει την ποιητική συλλογή «835 στίχοι» στην οποία περιλαμβάνεται και ένα ποίημα για τους 15 εκτελεσθέντες κομμουνιστές.
«Δὲ χύνουν δάκρυ
μάτια ποὺ συνηθίσαν νὰ βλέπουνε φωτιὲς
δὲ σκύβουν τὸ κεφάλι οἱ μαχητὲς
κρατᾶν ψηλὰ τ᾿ ἀστέρι
μὲ περηφάνεια
δὲν ἔχουμε καιρὸ νὰ κλαῖμε τοὺς συντρόφους
τὸ τρομερό σας ὅμως κάλεσμα
μὲς στὴ ψυχή μας
κι οἱ δεκαπέντε σας καρδιὲς
θὲ νὰ χτυπᾶνε μαζί μας»
Στη συλλογή περιλαμβάνονται ποιήματα γραμμένα στην ΕΣΣΔ, οι καινοτομίες που εισάγει στη μορφή και στο περιεχόμενο τον κάνουν αναγνωρίσιμο. Κανείς όμως δεν τον προσλαμβάνει εξαιτίας των ιδεών του.
Στο μακροσκελές του ποίημα «Η Τζοκόντα και ο Σι-Για-Ου» καλεί την Τέχνη να συμμετέχει στον επαναστατικό αγώνα.
Η ποιητική του συλλογή «Η πόλη που έχασε τη φωνή της», εμπνεύστηκε από μια μεγάλη απεργία στα τουρκικά μέσα μεταφοράς και είναι η αιτία που θα συλληφθεί.
Ναζίμ Χικμέτ: «Μια θρησκεία ένας νόμος ένα δίκαιο: Η δουλιά του εργάτη!»
Στη δίκη που θα ακολουθήσει οι δικαστές δεν θα τολμήσουν να τον καταδικάσουν φοβούμενοι τις λαϊκές αντιδράσεις και το μεγάλο ακροατήριο, που παρακολουθούσε τη δίκη διά ζώσης.
Το 1931 στην απολογία του αναφέρει:
«Είμαι ένας Κομμουνιστής ποιητής και κάθε μέρα προσπαθώ να γίνω καλύτερος Κομμουνιστής και καλύτερος ποιητής».
Το 1933 συλλαμβάνεται ξανά και απαγορεύεται η κυκλοφορία ποιητικής του συλλογής. Μεταφέρεται στις φυλακές της Προύσας, όπου ξεκινά τη συγγραφή του σπουδαίου έργου «Το έπος του Σεΐχη Μπεντρεντίν». Ο εισαγγελέας προτείνει να του επιβληθεί η θανατική ποινή.
Το 1934 καταδικάζεται σε 5 χρόνια φυλάκιση και μετά 8 μήνες θα αποφυλακιστεί με τη γενική αμνηστία.
Εργάζεται στις εφημερίδες «Απογευματινή» και «Αυγή» όπου υπογράφει με το ψευδώνυμο Ορχάν Σελίμ. Γράφει κινηματογραφικά σενάρια που όμως τα υπογράφει με ψευδώνυμο για λόγους πολιτικούς.
Το 1935 δημοσιεύει το αφηγηματικό του ποίημα «Γράμματα στην Ταράντα – Μπαμπού», για την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας στην Αιθιοπία.
Το 1936 με την μπροσούρα «Γερμανικός φασισμός και ρατσισμός» καταγγέλλει τη στενή σχέση φασισμού, καπιταλιστικών συμφερόντων και πολέμου.
Το 1938 συλλαμβάνεται ξανά και περνά Στρατοδικείο, συκοφαντούμενος για υποκίνηση σε ανταρσία. Καταδικάζεται σε 15 χρόνια φυλακή.
Το 1939 καταδικάζεται σε ακόμα 20 χρόνια φυλακή. Το 1940 οδηγείται πάλι στις φυλακές της Προύσας.
Τη φυλακή μετέτρεψε σε σχολείο καθώς δίδασκε γλώσσα, λογοτεχνία και γαλλικά τους συγκρατούμενούς του. Ταυτόχρονα δεν σταματάει να γράφει ποιήματα, να κάνει μεταφράσεις ξένων έργων, να ζωγραφίζει και να φτιάχνει ξυλόγλυπτα.
Το 1941 ξεκινά τη συγγραφή του μνημειώδους έργου «Ανθρώπινα τοπία», αλλά αρχίζει να υποφέρει από παθήσεις και αϋπνίες.
Το 1945 ξεκινά τη συγγραφή ποιημάτων με τη μορφή επιστολών προς τη γυναίκα του, με τίτλο «Ποιήματα των 9 και 10 μ.μ.» τα οποία και ξεφεύγουν από την τεχνοτροπία της εποχής καθώς δεν έχουν ούτε μέτρο ούτε ομοικαταληξία.
Συνεχίζει με τα «Ανθρώπινα τοπία», και παράλληλα με τα «Ρουμπαγιάτ» με παραδοσιακή μορφή περσικών τετράστιχων, αλλά με σύγχρονο διαλεκτικό – υλιστικό, κοινωνικό και επαναστατικό περιεχόμενο.
Το 1948 τα προβλήματα υγείας του επιδεινώνονται. Ξεσπά κύμα διεθνιστικής αλληλεγγύης και διανοούμενοι όπως οι Ελυάρ, Κιουρί, Νερούντα, Σαρτρ, Πικάσο ζητούν την άμεση απελευθέρωσή του.
Το 1950, μετά από αλλεπάλληλες απεργίες πείνας, επιτέλους αποφυλακίζεται.
Το 1950 τού απονέμεται μαζί με τους Πικάσο, Ρόμπσον, Γουάντα Τζακουμπόσκα και Νερούντα το Παγκόσμιο Βραβείο Ειρήνης, όμως η τουρκική κυβέρνηση του απαγορεύει να παραβρεθεί στην τελετή, στη Βαρσοβία.
Το 1951 καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, με το τουρκικό κράτος να επιχειρεί να τον εξαφανίσει στην ενδοχώρα, ωστόσο εκείνος αποδρά και μέσω ενός ρουμάνικου πλοίου φτάνει στο Βουκουρέστι και από κει στην Σοβιετική Ένωση.
Εκεί τον υποδέχονται με τιμές ενώ το τουρκικό Κοινοβούλιο τον ανακηρύσσει προδότη και του αφαιρεί την τουρκική υπηκοότητα.
Το 1952 αφιερώνει στον Νίκο Μπελογιάννη το παρακάτω ποίημα:
Την ίδια χρονιά παθαίνει την πρώτη καρδιακή προσβολή ενώ βρίσκεται στην Κίνα και λίγους μήνες μετά παθαίνει και μια δεύτερη κατά την διάρκεια μιας πορείας ενάντια στον πόλεμο της Κορέας, στο Βερολίνο.
Το 1953 συμμετέχει στο 2ο Παγκόσμιο Συνέδριο Ειρήνης και γνωρίζεται με τους Αραγκόν, Σαρτρ και Νερούντα.
Παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας συνεχίζει να στηρίζει τους λαούς που αγωνίζονται. Εχει ταξιδέψει σχεδόν σε όλη τη Γη εκτός από τις… ΗΠΑ που την εποχή εκείνη κυριαρχούσε ο Μακαρθισμός και δεν τού ενέκριναν βίζα.
Σε ένα από ταξίδια του γνωρίζει και τον Γιάννη Ρίτσο, που θα μεταφράσει πολλά από τα έργα του στα ελληνικά.
Το 1956 γράφει το θεατρικό «Υπήρξε ή όχι ο Ιβάν Ιβάνοβιτς;»
Το 1961 ταξιδεύει στο νησί της Επανάστασης και συνθέτει το «Ρεπορτάζ στην Αβάνα» και την «Αυτοβιογραφία».
Το 1962 ανακηρύσσεται Σοβιετικός πολίτης.
Ξεκινά το μοναδικό του μυθιστόρημα με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία «Η ζωή είναι ωραία, αδελφέ μου», που στην ΕΣΣΔ εκδόθηκε ως «Οι Ρομαντικοί».
Το 1963 συμμετέχει στο Συνέδριο Ασιατών και Αφρικανών συγγραφέων στην Τανζανία, γράφει το ποίημα «Ρεπορτάζ από την Τανγκανίκα» και ολοκληρώνει το μυθιστόρημα «Οι Ρομαντικοί».
Στις 3 Ιούνη στην Μόσχα παθαίνει τρίτη καρδιακή προσβολή που είναι και η μοιραία αφήνοντας την τελευταία του πνοή.
Ο Χικμέτ ήταν μέσα στους κορυφαίους ποιητές όλου του κόσμου και μας άφησε μια τεράστια παρακαταθήκη από σπουδαία ποιητικά και θεατρικά έργα.
To 2009 η κυβέρνηση του Ερντογάν, μετά θάνατον, του αναγνώρισε την τουρκική υπηκοότητα, αλλά δεν ικανοποίησε και την επιθυμία του να ταφεί κάτω από οποιοδήποτε δέντρο στην Τουρκία.
Ακολουθεί ένα εξαιρετικό ποίημα του Ναζίμ Χικμέτ μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον Γιάννη Ρίτσο και μελοποιημένο από τον Θάνο Μικρούτσικο.
«Μικρόκοσμος»
«Και να, τι θέλω τώρα να σας πω
Μες στις Ινδίες, μέσα στην πόλη της Καλκούτας,
φράξαν το δρόμο σ’ έναν άνθρωπο.
Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο `κει που εβάδιζε.
Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχουμαι
να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα.
Θα πείτε, τ’ άστρα είναι μακριά κι η γη μας τόση δα μικρή.
Ε, το λοιπόν, ό,τι και να είναι τ’ άστρα, εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.
Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο,
είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει,
είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε».
Σημείωση:
[1]. Από συνέντευξη του Ναζίμ στο περιοδικό του Γαλλικού ΚΚ, το 1958.