Με το «καλημέρα»
Με τη φωτιά που ξέσπασε το βράδυ της Τετάρτης στον Σχίνο Κορινθίας να έχει καταστρέψει πάνω από 20.000 στρέμματα δασικής έκτασης, σπίτια και εξοχικές κατοικίες, είναι παραπάνω από φανερό ότι και στη φετινή αντιπυρική περίοδο (διανύουμε μόλις την 21η μέρα από την έναρξή της) θα αποτυπωθεί με τα πιο μελανά χρώματα η διαχρονική εγκληματική πολιτική των κυβερνήσεων, που αφήνει ανυπεράσπιστα τα δάση και την περιουσία του λαού.
Εχει περάσει μόλις ενάμισης μήνας από τότε που το ΚΚΕ χτυπούσε «καμπανάκι κινδύνου» στη Βουλή, ζητώντας να δοθεί προτεραιότητα στα ζητήματα της πυρασφάλειας και της δασοπροστασίας.
Εχει, μάλιστα, σημασία ότι η προειδοποίηση αυτή γινόταν σε μια συγκυρία που η κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα πανηγύριζαν για την κύρωση ενός πρωτοκόλλου συνεργασίας της Πυροσβεστικής Ελλάδας και Κύπρου, καλλιεργώντας κάλπικες προσδοκίες στον λαό ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα αναβαθμιστούν οι επιχειρησιακές δυνατότητες και ότι θα κινδυνέψουμε λιγότερο από τις φωτιές.
Το ίδιο ισχύει και με την αναπροσαρμογή της Πολιτικής Προστασίας στα ευρωατλαντικά πρότυπα, με την ίδρυση γραφείου του ΝΑΤΟ μέσα στη νέα υπηρεσία και τη συνεργασία της με την Ευρωπαϊκή Αστυνομία, αντί η κυβέρνηση να ενισχύσει ουσιαστικά την πυροπροστασία και την πυρόσβεση.
Αλλά και το πρόγραμμα RESCUE της ΕΕ τον ίδιο στόχο υπηρετεί:
Να κρύψει κάτω από τη διακρατική συνεργασία, που αυξάνει τάχα τα διαθέσιμα μέσα σε περίπτωση φωτιάς, τις τεράστιες ελλείψεις της Πυροσβεστικής σε μέσα και υποδομές, να τις νομιμοποιήσει στη συνείδηση του λαού, να μεταθέσει τις ευθύνες μακριά από το κράτος και την κυβέρνηση, που σε κάθε στραβοτιμονιά θα μπορεί να επικαλείται τις «ατέλειες» του ευρωπαϊκού μηχανισμού.
Τα στοιχεία όμως είναι αμείλικτα:
Ο αριθμός των πυροσβεστών παραμένει τραγικά χαμηλός, μόλις 16.500 το 2020, πολύ πίσω από τις πραγματικές ανάγκες, με ελλιπή εξοπλισμό και μέσα. Και δεν είναι μόνο αυτό.
Περίπου 1.700 από το προσωπικό της Πυροσβεστικής είναι εκτός επιχειρησιακού σχεδιασμού, καθώς στελεχώνουν τις υπηρεσίες των ιδιωτικών αεροδρομίων της «Fraport», του «Ελευθέριος Βενιζέλος», των ιδιωτικών οδικών αξόνων κλπ.
Επομένως, το παιχνίδι είναι χαμένο από τα …αποδυτήρια για τα δάση και τον λαό, στο έδαφος της πολιτικής εμπορευματοποίησης της γης, που αποτελεί υπόβαθρο των εκατοντάδων εμπρησμών κάθε χρόνο.
Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι πολύ πριν από την προχτεσινή φωτιά και εν μέσω πανδημίας, η κυβέρνηση με fast track διαδικασίες, έφερε και ψήφισε νέο περιβαλλοντικό νόμο – εύφλεκτη ύλη για τα εναπομείναντα δάση στο όνομα της διευκόλυνσης των επενδύσεων.
Ανάμεσα σε άλλα, ο νόμος δίνει τη δυνατότητα να αναπτυχθούν τουριστικές επιχειρηματικές δραστηριότητες στον πυρήνα των Εθνικών Δρυμών της Πάρνηθας και του Σουνίου, ανοίγει τον δρόμο για περαιτέρω επέκταση επενδύσεων στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), επαναφέρει το ζήτημα των «οικιστικών πυκνώσεων».
Δεν περνάνε, επίσης, απαρατήρητες οι καταγγελίες κατοίκων, εκπροσώπων φορέων, ακόμα και στελεχών της Τοπικής Διοίκησης, ότι η διαδικασία διαμόρφωσης των δασικών χαρτών, που βρίσκεται σε εξέλιξη, μπορεί και να ενθαρρύνει την εκδήλωση νέων πυρκαγιών, αφού «ό,τι γράψει» τώρα «δεν ξεγράφει».
Θυμίζουμε, άλλωστε, ότι βασικός σκοπός των δασικών χαρτών είναι «να καθαρίσουν το τοπίο» στη γη – εμπόρευμα, ώστε να «προσφερθεί» στους πεινασμένους για κέρδη μονοπωλιακούς ομίλους, διευκολύνοντας παράλληλα τη συγκέντρωση γης σε λίγα χέρια, σε βάρος των μικροϊδιοκτητών γης και των μικρομεσαίων αγροτοκτηνοτρόφων.
Κανένας εφησυχασμός δεν δικαιολογείται, λοιπόν, μπροστά στο καλοκαίρι, οπότε κάθε χρόνο καταγράφονται οι περισσότερες και μεγαλύτερες πυρκαγιές.
Η πείρα από όλες τις φωτιές, κι από αυτήν της Κορινθίας, δείχνει ότι το κράτος γίνεται «επιτελικό» και ξεδιπλώνει τις ικανότητές του μόνο όταν πρόκειται να ανταποκριθεί στις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων, να στηρίξει τα κέρδη τους.
Αντίθετα, όταν πρόκειται για τις λαϊκές ανάγκες, ακόμα και για τη στοιχειώδη προστασία της περιουσίας και της ζωής του λαού από φυσικά φαινόμενα, η «ατομική ευθύνη» και το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» έρχονται ως προκάλυμμα των μεγάλων ελλείψεων, της απουσίας οργανωμένου σχεδίου πρόληψης και διαχείρισης των καταστροφών, της λογικής του «κόστους – οφέλους» στην οργάνωση της προστασίας από τη φωτιά και τα άλλα φυσικά φαινόμενα.
Πηγή: Ριζοσπάστης