Η αντιπαράθεση Μαρξισμού – Αναρχισμού – Μέρος 3ο
Σε θέματα Ιδεολογίας και Πολιτικής
Συνέχεια από το 2ο Μέρος
Ταξική πάλη και κοινωνική εξέλιξη – Ατομική Τρομοκρατία
Οι κομμουνιστές θεωρούν ότι η ταξική πάλη είναι η κινητήρια δύναμη της Ιστορίας στις ταξικές κοινωνίες. Η ιστορία όλης της ανθρωπότητας είναι ιστορία αντιπαράθεσης κοινωνικών τάξεων.
Οι κομμουνιστές μελετώντας την ιστορική εξέλιξη των οικονομικών σχέσεων, την ιστορική διαμόρφωση των τάξεων έχουν τη δυνατότητα να βγάλουν γενικότερα συμπεράσματα για την κοινωνική εξέλιξη, να διατυπώσουν νόμους που διέπουν αυτήν την εξέλιξη.
Οι νόμοι αυτοί είναι χρήσιμοι όχι μόνο για την ερμηνεία της κοινωνικής εξέλιξης αλλά για την καθοδήγηση της ταξικής πάλης και της κοινωνικής επανάστασης.
Η διαμόρφωση και επεξεργασία του επιστημονικού κομμουνισμού από τους Μαρξ – Ενγκελς αρχικά και στη συνέχεια από το Λένιν αποτέλεσε καθοριστικό βήμα στην κοινωνική εξέλιξη.
Η εργατική τάξη (προλεταριάτο) που είναι πρωτοπορία της κοινωνίας με τη καθοδήγηση του κόμματός της μπορεί συνειδητά να αξιοποιήσει αυτές τις νομοτέλειες για την αλλαγή της κοινωνίας, για την κοινωνική επανάσταση.
Ο αναρχισμός είναι μια καθαρά αντιεπιστημονική θεωρία. Ο ίδιος ο Μπακούνιν έλεγε ότι:
«Ο δικός μου σοσιαλισμός δεν είναι επιστημονικός όπως του Μαρξ είναι ενστικτώδης».[1]
Οι αναρχικοί δε δέχονται σαν πρωτοπορία την εργατική τάξη. Γι’ αυτούς δεν είναι η αντικειμενική θέση της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό που ορίζει την πρωτοπορία, αλλά η θέληση για εξέγερση.
Ο Μπακούνιν θεωρούσε ότι τέτοιο ρόλο μπορούσε να παίξει η νεολαία κι ιδιαίτερα οι φοιτητές και το λούμπεν προλεταριάτο.
Οι αναρχικοί αρνούνται τις νομοτέλειες στην ανθρώπινη ιστορία και βέβαια στην ταξική πάλη.
Θεοποιούν το ρόλο της βούλησης, του αυθόρμητου και του τυχαίου στην εξέλιξη της ιστορίας, χωρίς να αναγνωρίζουν την ιστορική διαμόρφωση της συνείδησης σε συνάρτηση με τις αντικειμενικές συνθήκες, με τη θέση στην παραγωγή.
Γι’ αυτούς η επανάσταση είναι μια εξέγερση που θα έρθει κάτω από την αυθόρμητη δράση των μαζών, μέσα από μια διαδικασία συνεχών «ρήξεων» και «αντιπαράθεσης» με το κράτος.
Δεν έχει αξία η διαδικασία προετοιμασίας των μαζών για την επανάσταση, η χειραφέτησή τους από την αστική πολιτική.
Σήμερα αυτή η άποψη σε ορισμένους αναρχικούς φτάνει να συγγενεύει με τις θεωρίες για το τέλος των ιδεολογιών:
«Κανέναν δε συγκινεί πια καμιά μεγάλη υπόσχεση, καμιά σημαία, κανένα λάβαρο ούτε κόμμα, ούτε οργάνωση, ούτε συνδικάτο, ούτε σωματείο που αναζητά ακόμη τη δικαίωση στο παρελθόν του και με τρικλοποδιές και πονηριά την επιβεβαίωση στο παρόν και στο μέλλον.
Όποιος θέλει να μπει στο παιχνίδι του αγώνα θα πρέπει να αποβάλει κριτικά και ίσως επώδυνα όλα τα σημάδια του παρελθόντος που κρέμονται σαν αντίκες πάνω από το κεφάλι του.
Η συγκρότηση του μετώπου αντίστασης και ρήξης με το καθεστώς δε μπορεί να μεταφραστεί σε παντοπωλείο ή σούπερ μάρκετ παλαιών ιδεών, σχημάτων και οργανώσεων […] η εικόνα του αγωνιστικού παρελθόντος δεν παρέχει πια κανένα εχέγγυο, για να μην πούμε μόνο δυσπιστία.
Οι διατεταγμένες πορείες των μπλοκ με στρατιωτικούς βηματισμούς, οι καταγγελίες και οι θυροκολλήσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οξύνσεις των πολιτικών αντιπαραθέσεων των κομμάτων, οι λαϊκίστικες κορώνες και η σχιζοειδής υπερβολή των ακροαριστερών, ακόμα και των αναρχικών, δε συγκινούν παρά μόνο τους ευσυγκίνητους […]
χρειάζεται κριτική ρήξη με το παρελθόν, σύνθεση και άνοιγμα για να είμαστε αυτό που μπορούμε να γίνουμε… ρήξη με το παρελθόν σημαίνει ρήξη με τα επιτροπάτα και τα καπετανάτα των -ισμών, ρήξη με τις εμμονές των ιδεολογιών, ρήξη με τη γκρίνια και την ανέχεια των αιρέσεων…»[2]
Έτσι με κάποιο «μαγικό» και μεταφυσικό τρόπο οι «μάζες» θα εξεγερθούν και θα καταργήσουν το κράτος.
Αυτό επί της ουσίας σημαίνει ότι οι αναρχικοί αρνούνται την πολιτική πάλη και την ταξική πάλη, αρνούνται τη συνειδητή δράση των μαζών για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Συνέπεια αυτής της αντίληψης αλλά και της άρνησης κάθε είδους οργανωμένης πάλης στο όνομα της «αντί ιεραρχίας» και της «αυτοοργάνωσης» είναι ότι αρνούνται την ύπαρξη και το ρόλο του Κόμματος.
«Γνωρίζουμε πως η συνεργασία, η αλληλεγγύη κι ο συντονισμός της δράσης μας, έξω και πέρα από κάθε ρυμούλκηση σαστισμένων «αυθεντιών» και «πρωτοποριών» είναι η λυδία λίθος της αποτελεσματικότητας του αγώνα για την αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία […]
παίρνουμε τη ζωή μας στα χέρια μας έξω και πέρα από διαμεσολαβήσεις όποιων επίδοξων «πρωτοποριών», «σωτήρων» και «αυθεντιών», «καμία εμπιστοσύνη στα κόμματα (μικρά ή μεγάλα), στους πολιτικούς και στην πολιτική».[3]
Οι αντιλήψεις των αναρχικών οδηγούν αντικειμενικά στον πολιτικό αφοπλισμό του προλεταριάτου, την υποταγή του στην αστική πολιτική.
Αυτό τους οδηγεί σε επικίνδυνες αποπροσανατολιστικές και διασπαστικές απόψεις για τους στόχους που πρέπει να έχει το κίνημα.
Χαρακτηριστική είναι και η θέση «αυτοδιαχειριζόμενου» στεκιού για την κατάσταση στην εκπαίδευση κατά τη διάρκεια των μαθητικών κινητοποιήσεων κατά του νόμου Αρσένη:
«Όποιος μιλάει για την εκπαίδευση και ζητάει 12χρονο υποχρεωτικό σχολείο είναι ή ηλίθιος ή Κνίτης».
Και συνεχίζουν:
«Το σχολείο είναι ένας θεσμός αναγκαίος για τη στήριξη, ύπαρξη και διαιώνιση του κρατικού μηχανισμού.
Ένας θεσμός που στόχος του είναι η ένταξη καλογρασαρισμένων γραναζιών στην παραγωγική διαδικασία του συστήματος… ο καθηγητής είναι αυτός που πρέπει να καταφέρει μέσα από ένα πραγματικό οπλοστάσιο ποινών και κανόνων την ομαλή λειτουργία αυτού του βάρβαρου και απάνθρωπου θεσμού.
Είναι εκείνος που σαν αυθεντία και παντογνώστης θα διακηρύξει την υποταγή κατέχοντας ξεχωριστή θέση στην αίθουσα, την έδρα… είναι αυτός που θα σπρώξει έξυπνα τους νέους στον ανταγωνισμό, βαθμολογώντας τους, κριτικάροντας την κάθε τους κίνηση και τιμωρώντας τους σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα του σχολείου, το ποινολόγιο…
έτσι ανενόχλητος και ασφαλής στην έδρα του ή στο καγκελόφραχτο γραφείο του θα συνεχίσει να βαθμολογεί απρόσιτος, προτάσσοντας τους νέους στη ρουφιανιά, το γλείψιμο και την υποταγή…
Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πως είναι δυνατόν να απαιτούν αύξηση των μισθών τους (για να κάνουν τη δουλειά τους πιο ενδιαφέρουσα) όταν παράλληλα δε δείχνουν καμία διάθεση να απορρίψουν τον εξουσιαστικό ρόλο που τους επιβλήθηκε…
Δημόσια δωρεάν παιδεία για την ΟΛΜΕ και το υπουργείο είναι μια παιδεία πλήρως οργανωμένη κι ελεγχόμενη από το κράτος (με στόχο την άριστη μεταφορά τη κυρίαρχης ιδεολογίας στους μαθητές) η οποία απλά θα προσφέρεται στο μαθητή δωρεάν… το ζήτημα για εμάς δεν είναι η δημόσια δωρεάν παιδεία αλλά μια παιδεία ελεύθερη…
ο συγκεκριμένος αγώνας των καθηγητών στον οποίο δε διακρίνεται μια συνολικότερη αμφισβήτηση των κυρίαρχων επιλογών μπορεί να ζητά αλληλεγγύη από άλλα κοινωνικά κομμάτια και κυρίως από τους μαθητές;
Δεν ξεχνάμε το τι συνέβη όταν οι ίδιοι οι μαθητές μέσα από καταλήψεις είχαν να αντιμετωπίσουν εκτός των άλλων και τους καθηγητές τους… απαιτείται τελικά η αμφισβήτηση του ρόλου του καθηγητή και τελικά η απόρριψή του…»
Ενδεικτικός είναι ακόμα ο τρόπος που οι αναρχικοί αναλύουν μια σειρά ζητήματα όπως το Παλαιστινιακό:
«Αλληλεγγύη στην Ιντιφάντα: Κατά του Σιωνιστικού κράτους του Ισραήλ και του προτεκτοράτου του Αραφάτ».
«Το Ισραήλ είναι ένα κράτος που κινδυνεύει από την «τρομοκρατία», που απειλείται κι όπως για κάθε κράτος η φυσική του αντανακλαστική κίνηση είναι να δολοφονεί…
οι σφαγές των κρατών κι η αντίσταση των καταπιεσμένων μας θυμίζουν πως Ελευθερία και Εξουσία δε συμβιβάζονται…
η νέα Ιντιφάντα είναι μια κοινωνική εξέγερση ενάντια τόσο στην ισραηλινή κατοχή όσο και στις κατασταλτικές δυνάμεις της παλαιστινιακής αρχής και των παλαιστίνιων εξουσιαστών…
η νέα Ιντιφάντα χτύπησε την «εθνική ενότητα» που όπως ονειρεύεται κάθε κρατιστής, ονειρεύονταν και οι παλαιστίνιοι εξουσιαστές με επικεφαλής τον Αραφάτ… η προοπτική ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους δε μπορεί παρά να αποτελεί μια προοπτική εκτόνωσης του κοινωνικού πολέμου.
Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας αλλά κι η «εθνική ενότητα» για την αντιμετώπιση των ισραηλινών κυριάρχων τείνουν να εγκλωβίσουν την κοινωνική εξέγερση στο στόχο της «δημιουργίας ενός νέου ανεξάρτητου κράτους».
Αναρχισμός κι Ατομική Τρομοκρατία
Μη αναγνωρίζοντας την ταξική πάλη και το ρόλο της στην επαναστατική εξέλιξη ένα μέρος των αναρχικών υποστηρίζει την ατομική τρομοκρατία.
Αυτό το είδαμε και με αφορμή τις συλλήψεις και δίκες της «17Ν» και την προσπάθεια να τους εμφανίσουν σαν λαϊκούς αγωνιστές.
Η υποστήριξη στην ατομική τρομοκρατία αναδεικνύει την έλλειψη εμπιστοσύνης τους στις μάζες και τις αυταπάτες ότι με ενέργειες ατομικής τρομοκρατίας (δολοφονίες, δολιοφθορές κλπ.) μπορούν να ανατρέψουν τον καπιταλισμό…
«Να περιμένω να γίνει επανάσταση αυτό δε γίνεται. Η αναμονή είναι ο καθημερινός βιασμός μου από το σύστημα, δεν μπορώ να τη δεχτώ ως επαναστατική πρακτική. Περίμενα πάρα πολύ…»[4]
Ο Μαρξ κι ο Λένιν έκαναν σοβαρή κριτική στη θέση για ατομική τρομοκρατία.
Στην εποχή του Μαρξ εμφανίζεται ο περίφημος Νετσάγιεφ ενώ ο Λένιν έκανε πολεμική στο άρθρο του για τον «επαναστατικό τυχοδιωκτισμό» στους επαναστάτες – σοσιαλιστές για τη θέση τους για την ατομική τρομοκρατία.[5]
Εκτός από το ανόητο και το ανεδαφικό της ατομικής τρομοκρατίας υπάρχει από τη φύση της και το στοιχείο της προβοκάτσιας.
Οι Μαρξ κι Ενγκελς με κείμενα τους ανέδειξαν ότι η τυχοδιωκτική δράση του Νετσάγιεφ που συνδέονταν με το Μπακούνιν λειτούργησε προβοκατόρικα με αποτέλεσμα να χτυπηθεί το ρωσικό δημοκρατικό επαναστατικό κίνημα.[6]
Ανεξάρτητα το πόσο συνδέεται άμεσα ή έμμεσα η ατομική τρομοκρατία με μηχανισμούς του κράτους λειτουργεί προβοκατόρικα, τυχοδιωκτικά για να αποπροσανατολίζει το επαναστατικό κίνημα από τα βασικά του καθήκοντα.
Να δημιουργεί το έδαφος για να συκοφαντείται το κίνημα και ταυτόχρονα να διαμορφώνει όρους, ώστε η μάχη να δίνεται στο έδαφος του αντιπάλου με τρόπο που συμφέρει την άρχουσα τάξη.
Συνεχίζεται με το 4ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Μπακούνιν: «Ο Θεός και το Κράτος».
[2]. Από την ιδρυτική διακήρυξη της «Αντιεξουσιαστικής Κίνησης».
[3]. Προκήρυξη αυτοδιαχειριζόμενου στεκιού.
[4]. Από προκήρυξη αναρχικών.
[5]. Νετσάγεφ Σεργκέι Γκενάγεβιτς (1847-1882): Παράγοντας του ρωσικού επαναστατικού κινήματος. Πήρε μέρος στις φοιτητικές ταραχές 1868-69. Τον Ιανουάριο του 1869 αφού διέδωσε ότι πιάστηκε δήθεν από τη τσαρική αστυνομία έφυγε στη Μόσχα και το Μάρτιο πέρασε έξω από τα σύνορα.
Στη Γενεύη παρουσιάστηκε σαν αντιπρόσωπος επαναστατικής επιτροπής που δήθεν δραπέτευσε και έτσι απέκτησε την εμπιστοσύνη του Μπακούνιν. Το Σεπτέμβρη του 1869 επέστρεψε στη Μόσχα δήθεν σαν εξουσιοδοτημένος από το Ρώσικο τμήμα της ανύπαρκτης «Παγκόσμιας Επαναστατικής ένωσης».
Ίδρυσε τμήμα της μυστικής εταιρίας «Λαϊκή Εκδίκηση» που δήθεν υπήρχε παντού. Το Νοέμβρη δολοφόνησε το φοιτητή Ι. Ι. Ιβάνοφ, μέλος της οργάνωσής του, με το πρόσχημα ότι είναι προδότης επειδή έβλεπε με δυσπιστία τις προθέσεις του.
Το Δεκέμβρη του 1869 ξεκίνησαν συλλήψεις και κατέφυγε στο εξωτερικό. Η πολεμική των Μαρξ – Ενγκελς στο Νετσάγεφ κι η αποκάλυψη της προβοκατόρικης δράσης του πείθουν το Μπακούνιν και άλλους επαναστάτες να διακόψουν κάθε σχέση μαζί του.
Τον Ιανουάριο του 1871 ξεκινά η περίφημη «Δίκη Νετσάγεφ» που οδήγησε στη παραπομπή 87 ρώσων δημοκρατών κι επαναστατών σε δίκη. Η ευρωπαϊκή αντίδραση προσπαθούσε να την παρουσιάσει σαν δίκη της Α΄ Διεθνούς.
Η Α΄ Διεθνής διαχωρίζει επίσημα τη θέση της από το Νετσάγεφ. Τον Αύγουστο του 1871 συλλαμβάνεται στη Ζυρίχη και παραδίδεται στις τσαρικές αρχές. Το 1873 καταδικάζεται για το φόνο του φοιτητή Ιβάνοφ. Πέθανε το 1882 στη φυλακή.
[6]. Ο Νετσάγιεφ και Μπακούνιν έστελναν επιστολές που καλούσαν για εξέγερση στη Ρωσία και πράξεις ατομικής τρομοκρατίας, με παραλήπτες ανθρώπους που είχαν παλιότερα συνδεθεί με το δημοκρατικό κίνημα.
Οι επιστολές με ευκολία έπεσαν στα χέρια της τσαρικής ασφάλειας οι οποίοι αποκάλυψαν προετοιμασία εξέγερσης. Με αυτό το πρόσχημα οι τσαρικές αρχές προχώρησαν σε μαζικές συλλήψεις δημοκρατών.
Πηγή: Τεύχος 4/2004 της ΚΟΜΕΠ