Μαρξ: Η ενότητα Φυσικής και Κοινωνικής Επιστήμης – Μέρος 3ο
Η βοήθεια των Φυσικών προς τις Κοινωνικές επιστήμες στο ζήτημα της ολιστικής προσέγγισης
Συνέχεια από το 2ο Μέρος
Η περίπτωση της Κοινωνιολογίας
Ορισμένοι εκπρόσωποι των κοινωνικών επιστημών προτιμούν ακόμα να μελετάνε – στο μεγαλύτερο μέρος – τα φαινόμενα με τον παλιό, παραδοσιακό τρόπο, σε απόλυτη απομόνωση μεταξύ τους, κατατάσσοντάς τα στην πρώτη, τη δεύτερη ή την τρίτη επιστήμη.
Όμως, έτσι αποτυγχάνουν να τα δουν ως αντικείμενα ενιαίας μελέτης, διεπιστημονικής έρευνας, η οποία προϋποθέτει την οργανική ενότητα και τη διάδραση ανάμεσα στις διάφορες επιστήμες για το σκοπό της από κοινού έρευνας του συγκεκριμένου πεδίου και της σύνθεσης όλων των ευρημάτων στα οποία καταλήγουμε με τη χρήση διάφορων μεθόδων και τεχνικών.
Οι ανθρωπιστικές επιστήμες πρέπει να διδαχτούν σε αυτόν τον τομέα από τις φυσικές επιστήμες.
Δεν υπάρχει τίποτα το ατιμωτικό σε αυτό, τίποτα που να τους στερεί αυτό που είναι ιδιαίτερο σε αυτές, αφού το ζήτημα δεν είναι να «περιορίσουμε» τις κοινωνικές επιστήμες στις μεθόδους των φυσικών επιστημών και των μαθηματικών, αλλά, ουσιαστικά, να εφαρμόσουμε πλήρως στο κοινωνικό πεδίο την επιστημονική μέθοδο του Μαρξ,
από την οποία απορρέει – τόσο λογικά όσο και πρακτικά – το καθήκον της δημιουργίας της πιο πλήρους ενότητας των σύγχρονων επιστημών, όπως έχει γίνει εδώ και καιρό στις φυσικές επιστήμες.
Αυτή η ενότητα της επιστήμης αποκαλύπτεται ακριβώς στην ίδια τη διαδικασία της διεπιστημονικής μελέτης σύνθετων κοινωνικών φαινομένων, στη διαδικασία της πιο στενής οργανικής διάδρασης των διαφορετικών επιστημών που επιστρατεύονται για τη μελέτη ενός και του ίδιου αντικειμένου στις διάφορες πλευρές που το συναποτελούν.
Αυτό που λέμε ισχύει, φυσικά, όχι μόνο στην επιστήμη, αλλά και σε μια απεριόριστη ποικιλία άλλων κοινωνικών φαινομένων, ουσιαστικά στην ολότητα των κοινωνικών φαινομένων παρμένων μαζί, αφού όλα αποτελούν απλώς διαφορετικές εκφάνσεις ενός και του ίδιου φαινομένου: Της ενιαίας ανθρώπινης κοινωνίας.
Αυτό το φαινόμενο συνδέεται άρρηκτα με το φυσικό περίγυρό του, τον οποίο αξιοποιεί ο άνθρωπος με στόχο την επιδίωξη των πρακτικών του συμφερόντων και στόχων.
Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τέτοια αντικείμενα κοινωνικής έρευνας, όπως ο πληθυσμός μιας χώρας, η οικογένεια, η αστική ζωή, η αγροτική ζωή κλπ.
Τα φαινόμενα αυτής της τάξης μπορούν να μελετηθούν μόνο με διεπιστημονικό τρόπο. Δεν μπορούν να μελετηθούν αφηρημένα, δηλαδή από τη σκοπιά μίας και μόνο κοινωνικής επιστήμης.
Μπορεί, για παράδειγμα, να φαίνεται ότι το πρόβλημα του εγκλήματος είναι ένα καθαρά νομικό πρόβλημα.
Ωστόσο, η προσέγγισή του απαιτεί την από κοινού εμπλοκή όχι μόνο της νομικής, αλλά και ενός αριθμού άλλων κλάδων των κοινωνικών επιστημών, ξεκινώντας από την επιστήμη της οικονομίας και τελειώνοντας με την επιστήμη της φιλοσοφίας, συμπεριλαμβάνοντας την επιστήμη της ηθικής και άλλες.
Εδώ, ιδιαίτερης σημασίας είναι η μελέτη των οικογενειακών σχέσεων, του ζητήματος της αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου, της διαμόρφωσης του χαρακτήρα και της δημόσιας (σχολικής) εκπαίδευσης.
Όταν γίνεται λόγος για μια ορισμένη μεθοδολογική καθυστέρηση των ανθρωπιστικών επιστημών σε σχέση με τις φυσικές επιστήμες στο ζήτημα της ικανότητας διεκπεραίωσης διεπιστημονικής έρευνας, εφαρμογής ενιαίας μεθόδου ως προς το υπό μελέτη αντικείμενο και ανάδειξης της προφανούς διάδρασης ανάμεσα σε όλα τα επιστημονικά πεδία,
δηλαδή της εφαρμογής στην πράξη της εσωτερικής τους ενότητας, είναι αναγκαίο να σημειώσουμε και πάλι ότι η αιτία αυτής της καθυστέρησης δε βρίσκεται στα προσωπικά χαρακτηριστικά των επιστημόνων που εμπλέκονται στη μελέτη της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά στον αντικειμενικό χαρακτήρα του ίδιου του υπό μελέτη αντικειμένου (δηλαδή της κοινωνίας), το οποίο είναι αφάνταστα πιο σύνθετο ακόμα και από τα πιο σύνθετα φαινόμενα της φύσης.
Ωστόσο, από τη στιγμή που η ανάγκη της επίτευξης ενότητας των επιστημών και της μέγιστης αλληλοδιείσδυσης μεταξύ τους έχει ήδη αρχίσει να αναγνωρίζεται από τις ανθρωπιστικές επιστήμες ως ζήτημα που απαιτεί επιτακτικά την προσοχή τους, είναι ακριβώς τώρα που πρέπει να δοθεί έμφαση στην τεράστια σημασία της επιστημονικής μεθόδου του Μαρξ ακριβώς γι’ αυτόν το σκοπό.
Εννοείται ότι η τάση προς τη διεπιστημονική μελέτη των κοινωνικών φαινομένων θα βρει – με τον έναν ή άλλον τρόπο – το δρόμο της στη σύγχρονη επιστήμη και θα καταλαμβάνει έναν όλο και πιο εξέχοντα ρόλο.
Μαρξ: Η ενότητα Φυσικής και Κοινωνικής Επιστήμης
Όλη η σύγχρονη κοινωνιολογία – με τις εμπειρικές κοινωνιολογικές έρευνές της να προϋποθέτουν την ολιστική ή διεπιστημονική προσέγγιση για τη μελέτη κάθε κοινωνικού φαινομένου – «σπρώχνει» πέρα από το πλαίσιο των παραδοσιακών πεδίων, τα οποία συχνά συνεχίζουν να μελετάνε τα σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα όπως και στο παρελθόν, με την αξιοποίηση εργαλείων χαρακτηριστικών για τις αμοιβαία απομονωμένες επιστήμες.
Η ανάπτυξη της κοινωνιολογίας στη χώρα μας γεμίζει εκείνα τα κενά που ανακύπτουν ως συνέπεια της συνεχιζόμενης αμοιβαίας απομόνωσης των διάφορων κοινωνικών επιστημονικών πεδίων.
Και η ίδια η κοινωνιολογία πρέπει – μαζί με τις άλλες επιστήμες – να πάρει το δρόμο της διακλαδικής εργασίας με άλλες επιστήμες.
Μιλώντας για κοινωνιολογία, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η ραγδαία ανάπτυξή της συνδέθηκε, εν μέρει, με τη διείσδυση των ποσοτικών μαθηματικών μεθόδων έρευνας στη σφαίρα των κοινωνικών φαινομένων.
Μερικοί ερευνητές των κοινωνικών επιστημών υιοθέτησαν μια αποδοκιμαστική στάση απέναντι σε αυτό το φαινόμενο, κάνοντας το ίδιο και απέναντι στην πολύ πρόσφατη διείσδυση των τεχνικών της πληροφορικής στις κοινωνικές επιστήμες.
Οι επιστήμονες που κράτησαν αποστάσεις και φοβήθηκαν τη διάδοση των μαθηματικών και της επεξεργασίας δεδομένων στα επιστημονικά τους πεδία πιθανώς σκέφτονταν ότι αυτό συνεπαγόταν τη μείωση της σημασίας και, ίσως, την άρνηση της αναγκαιότητας της ποιοτικής (σημ. μετ.: έναντι της ποσοτικής) ανάλυσης, π.χ. στην οικονομία.
Στο μυαλό τους, επικρεμόταν απειλητικά ο περιβόητος κίνδυνος της «μείωσης» των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων σε απλώς ποσοτικές, μαθηματικές σχέσεις.
Φοβούνταν δηλαδή τον κίνδυνο του «μηχανικισμού», ο οποίος αναφέρεται συχνά από συντηρητικούς που φοβούνται την εισαγωγή νέων μεθόδων –που προέρχονται από άλλα πεδία επιστημονικής γνώσης– στα δικά τους επιστημονικά πεδία.
Αυτό το φαινόμενο συναντάται και στις φυσικές επιστήμες.
Γνωρίζουμε με πόση οργή πολέμησαν ορισμένοι απογοητευμένοι βιολόγοι και ανθρωπολόγοι – που παρουσιάζονταν ως «οι πιο προοδευμένοι ακαδημαϊκοί» – ενάντια στην ιδέα της μελέτης των φαινομένων της ζωής, ιδιαίτερα αυτών της κληρονομικότητας, από τις τεχνικές της φυσικής, της χημείας, της επεξεργασίας δεδομένων και των μαθηματικών.
Εξαπέλυαν μύδρους περί «μηχανικισμού» ενάντια σε κάθε προσπάθεια ερμηνείας της ζωής με μέσα διαφορετικά από εκείνα που αξιοποιούνταν στη στενή σφαίρα συγκεκριμένων κλάδων της βιολογίας και της αγροβιολογίας.
Η ιστορία της πάλης ενάντια στις νέες μεθόδους έρευνας των φυσικών φαινομένων πρέπει να τραβήξει την προσοχή όχι μόνο των φυσικών, αλλά και των κοινωνικών επιστημόνων, έτσι ώστε να μην παρουσιάζεται ως προοδευτικό αυτό που στην πραγματικότητα σπρώχνει την επιστήμη προς τα πίσω και παρεμποδίζει την προοδευτική ανάπτυξή της.
Παρόλα αυτά, ακριβώς επειδή τα φυσικά φαινόμενα είναι πιο απλά από τα κοινωνικά φαινόμενα, η αξιοποίηση μαθηματικών μεθόδων με στόχο την ανάπτυξη κατάλληλων μεθόδων συστηματικής μελέτης άρχισε σημαντικά νωρίτερα σε σχέση με τις κοινωνικές επιστήμες.
Στο εσωτερικό των φυσικών επιστημών, η σειρά της διείσδυσης αυτής της μεθόδου στους διάφορους κλάδους καθορίστηκε σε τελευταία ανάλυση από το γεγονός ότι τα υπό μελέτη φαινόμενα γίνονταν όλο και πιο σύνθετα.
Στη «Διαλεκτική της φύσης», ο Ένγκελς έγραφε ότι στην εποχή του η εφαρμογή των μαθηματικών μπορεί να περιγραφεί ως εξής:
«Απόλυτη στη μηχανική των στερεών, κατά προσέγγιση στη μηχανική των αερίων, ακόμα πιο δύσκολη στη μηχανική των υγρών. Περισσότερο δοκιμαστική και σχετική στη φυσική. Στη χημεία, απλές εξισώσεις πρώτου βαθμού, από τις πιο στοιχειώδεις – στη βιολογία = 0».[1]
Από εκείνη την εποχή, η επιστήμη έχει κάνει τεράστια άλματα προς τα μπρος και οι πόρτες όλων των φυσικών επιστημών, χωρίς εξαίρεση, έχουν ανοίξει διάπλατα στα μαθηματικά, ενώ η ανάπτυξη της επιστήμης απαιτεί όλο και πιο επίμονα τη διάδοση των μαθηματικών μεθόδων και των μεθόδων επεξεργασίας δεδομένων ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων.
Σήμερα, οι μαθηματικές μέθοδοι έχουν διεισδύσει όχι μόνο στην κοινωνιολογία, αλλά και στα οικονομικά, ιδιαίτερα στα πρακτικά οικονομικά, καθώς και σε μια ολόκληρη σειρά άλλων πεδίων των κοινωνικών επιστημών.
Ωστόσο, αυτή η διαδικασία είναι, αν την προσεγγίσουμε στην ολότητά της, ακόμα στο στάδιο της γέννησής της. Έτσι, η αξιοποίηση στις κοινωνικές επιστήμες της τεράστιας εμπειρίας των φυσικών επιστημών σε αυτόν τον τομέα θα έχει τεράστια οφέλη στη συνολική διαδικασία της επιστημονικής γνώσης.
Γνωρίζουμε τη δήλωση του ίδιου του Μαρξ (η οποία παρατίθεται στις αναμνήσεις του Λαφάργκ) για τη σημασία της διείσδυσης των μαθηματικών στους διάφορους κλάδους της επιστήμης, η οποία, με τη σειρά της, συνδέεται με το πέρασμα σε ένα ανώτερο επίπεδο γνώσης –το επίπεδο των ποσοτικών ερευνών.
Αλλά οι προσεκτικά οργανωμένες ποσοτικές έρευνες δεν αναιρούν τη σημασία των ποιοτικών ερευνών, αντίθετα, βασίζονται ολοκληρωτικά πάνω στις τελευταίες και αποτελούν τη λογική ανάπτυξή τους.
Γι’ αυτό και ό,τι συμβαίνει σήμερα με τη διείσδυση των μαθηματικών μεθόδων όχι μόνο στις φυσικές, αλλά και στις κοινωνικές επιστήμες, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τις απόψεις του Μαρξ.
Από την άλλη, οι απόψεις και η μέθοδος του Μαρξ βρίσκονται σε βαθιά αντίθεση με τις απόπειρες παρεμπόδισης της διαδικασίας μαθηματικοποίησης διάφορων κλάδων της επιστημονικής γνώσης και τη διαδικασία της διείσδυσης των μαθηματικών μεθόδων, αλλά και αυτών της επεξεργασίας μεθόδων έρευνας.[2]
Η διαδικασία που σημειώσαμε αποτελεί, την ίδια στιγμή, ζωντανή απόδειξη της ενότητας της επιστήμης, αφού μία μοναδική κοινή μέθοδος έχει αποδειχτεί εφαρμόσιμη στη μελέτη εντελώς διαφορετικών ποιοτικά φαινομένων. Αυτό κατέστη εφικτό ακριβώς γιατί σε αυτές υπάρχει μια κοινή πλευρά που μπορεί να μελετηθεί και να εκφραστεί με τις μεθόδους των μαθηματικών ή της επεξεργασίας δεδομένων.
Για παράδειγμα, οι διαδικασίες ελέγχου και αυτόματου ελέγχου που ανακαλύφτηκαν στα βιολογικά φαινόμενα και μελετώνται από τις φυσικές επιστήμες είναι παρούσες και στα κοινωνικά φαινόμενα και την ανθρώπινη δραστηριότητα.
Στις μηχανικές συσκευές, ιδιαίτερα στους υπολογιστές, αυτές οι διαδικασίες βρίσκουν την τεχνική τους ενσάρκωση και μορφή ως αποτέλεσμα της συνειδητής δραστηριότητας των ανθρώπων (και συγκεκριμένα των εφευρετών). Κατά συνέπεια, η επεξεργασία δεδομένων διεισδύει στη σφαίρα τόσο των ανθρωπιστικών όσο και των τεχνολογικών επιστημών, καθώς και σημαντικού μέρους των φυσικών επιστημών, και με αυτόν τον τρόπο προωθεί την ενοποίηση των επιστημών.
Ολοκληρώνεται με το 4ο Μέρος
Μπ. Μ. Κεντρόφ,
μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ,
διευθυντής του Ινστιτούτου της Ιστορίας της Επιστήμης και της Τεχνολογίας.
Σημειώσεις:
[1]. Φρ. Ένγκελς: «Η διαλεκτική της φύσης», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2005, σελ. 249.
[2]. Φυσικά, δεν πρέπει να υπερεκτιμούμε τη σημασία των ποσοτικών μεθόδων στις κοινωνικές επιστήμες, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιούνται άκριτα, μόνο και μόνο προς χάριν της πραγματοποίησης μετρήσεων και υπολογισμών.
Στο βαθμό που συμβαίνει κάτι τέτοιο, οι έρευνες μετατρέπονται σε ένα «παιχνίδι αριθμών» (για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Λένιν).
Οι ποσοτικές μελέτες αποκτάνε επιστημονική σημασία μόνο όταν συνδέονται αδιάρρηκτα με την ποιοτική ανάλυση των υπό μελέτη φαινομένων και, συνεπώς, όταν η ποσοτική (μετρήσιμη) πλευρά ενός φαινομένου παίρνεται σε σύνδεση με την ποιοτική του πλευρά.
Δεν είναι τυχαίο που «Στη διαλεκτική της φύσης» ο Ένγκελς προειδοποιούσε για τον κίνδυνο της απερίσκεπτης χρήσης των μαθηματικών, λέγοντας ότι η συνήθεια να μετράμε μπορεί μερικές φορές να μας οδηγήσει στο να ξεχάσουμε να σκεφτόμαστε.
Το άρθρο είχε δημοσιευτεί στο σοβιετικό περιοδικό
«Voprosy filosofii» («Προβλήματα Φιλοσοφίας»), τ. 5/1968
Δημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του 2018 της ΚΟΜΕΠ