Μαρξ: Η ενότητα Φυσικής και Κοινωνικής Επιστήμης – Μέρος 1ο
Το ζήτημα της ενότητας της επιστημονικής γνώσης, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος της ενότητας των φυσικών και των ανθρωπιστικών (κοινωνικών και φιλοσοφικών) επιστημών, κατέχει σημαντική θέση στα γραπτά του Μαρξ.
Ως συνεπής υλιστής, ο Μαρξ έδειξε ότι η σύνδεση ανάμεσα στις επιστήμες εδράζεται στην αντικειμενική σύνδεση ανάμεσα στα φαινόμενα της φύσης και της κοινωνίας.
Αυτός ο τρόπος προσέγγισης του ζητήματος παρέχει το κλειδί για την ανακάλυψη της ενότητας των επιστημών στις μέρες μας.
Ας δούμε πώς έθεσε ο Μαρξ το ζήτημα και πώς τίθεται σήμερα.
Η ενότητα της επιστήμης στον Μαρξ
Η επιστημονική μέθοδος που καθιερώθηκε από τον Μαρξ και η ανακάλυψη των βασικών νόμων της υλιστικής διαλεκτικής κατέστησε δυνατή, από το 19ο αιώνα κιόλας, την απόδειξη της ενότητας όλων των επιστημών.
Αυτοί οι νόμοι, οι οποίοι δρουν σε όλες τις σφαίρες του αντικειμενικού κόσμου και της κατανόησής του από τον άνθρωπο, διέπουν τη βαθιά σύνδεση ανάμεσα στην επιστημονική φιλοσοφία, τις φυσικές επιστήμες και τις κοινωνικές επιστήμες.
Η διαλεκτική μέθοδος του Μαρξ είναι καθολικής σημασίας κι εφαρμόσιμη σε όλους τους κλάδους της γνώσης και σε όλα τα επίπεδα μελέτης ενός αντικειμένου.
Φυσικά, η μέθοδος πρέπει να εξειδικεύεται σε αντιστοιχία με τις ιδιαιτερότητες κάθε συγκεκριμένου υπό μελέτη αντικειμένου.
Η γενική της θεμελίωση, ωστόσο, η σημασία της για όλους τους κλάδους εκδηλώνεται σε όλες τις περιπτώσεις.
Αυτό το γεγονός αναδεικνύει στο μεγαλύτερο βαθμό τη συνένωση όλων των επιστημών σε μία.
Αν τα πάντα στον κόσμο διέπονται από ιστορισμό, τότε στην ουσία πρέπει να υπάρχει μόνο μία επιστήμη – η Ιστορία – η οποία περιλαμβάνει τόσο τη θεωρία της φύσης όσο και τη θεωρία του ανθρώπου.
Η ενότητα της επιστήμης ανακαλύφτηκε και διατυπώθηκε από τον Μαρξ με ιδιαίτερη ακρίβεια αναφορικά με τις δύο βασικές ομάδες επιστημών: Τις φυσικές και τις κοινωνικές.
Εδώ, η θέση της ενότητας του κόσμου, η οποία συνίσταται στην υλικότητά του, αποτελεί το σημείο αφετηρίας.
Από την αναγνώριση της ενότητας της φύσης και της κοινωνίας, απορρέει ότι είναι απαραίτητο να αποκαλύψουμε την καταγωγή της κοινωνικής οργάνωσης από τις συνθήκες που υπάρχουν στη φύση ως το κατώτατο επίπεδο ανάπτυξης του κόσμου.
Στη «Γερμανική Ιδεολογία», ο Μαρξ σημειώνει:
«Η πρώτη προϋπόθεση κάθε ανθρώπινης ιστορίας είναι ασφαλώς η ύπαρξη των ζωντανών ανθρώπινων ατόμων. Έτσι, το πρώτο γεγονός που πρέπει να προσδιοριστεί είναι η σωματική οργάνωση αυτών των ατόμων και η σχέση που αυτή τους δημιουργεί με την υπόλοιπη φύση.
Ασφαλώς δεν μπορούμε εδώ να ασχοληθούμε σε βάθος ούτε με την πραγματική φύση του ανθρώπου, ούτε με τις φυσικές συνθήκες που βρίσκει έτοιμες ο άνθρωπος –τις γεωλογικές, τις ορογραφικές, υδρογραφικές, κλιματικές κτλ.
Το γράψιμο της ιστορίας πρέπει να ξεκινάει πάντα από αυτές τις φυσικές βάσεις και τις αλλαγές τους στην πορεία της ιστορίας μέσω της δράσης των ανθρώπων».[1]
Από την ενότητα ολόκληρου του κόσμου, οργανωμένου ως ποικιλομορφία πεδίων, απορρέει η ενότητα των επιστημών, κάθε μία από τις οποίες μελετά μια διαφορετική πλευρά του κόσμου.
Η ενότητα των φυσικών και κοινωνικών επιστημών καθορίζεται επίσης από το γεγονός ότι η ανάπτυξη της κοινωνίας αποτελεί μια διαδικασία που διέπεται εξίσου από νόμους όπως και η φύση και ότι, κατ’ επέκταση, το καθήκον που αντιμετωπίζει η επιστήμη και στις δύο περιπτώσεις είναι να ανακαλύψει το νόμο ανάπτυξης του υπό μελέτη πεδίου.
Συνεπώς, ο Μαρξ έγραφε στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του τόμου Ι «Του Κεφαλαίου»:
«Η δική μου άποψη που αντιλαμβάνεται την εξέλιξη των οικονομικών κοινωνικών σχηματισμών σαν φυσικοϊστορικό προτσές…»[2]
Σε αυτήν τη βάση, έβλεπε ως τελικό σκοπό του έργου του:
«N’ αποκαλύψει τον οικονομικό νόμο κίνησης της σύγχρονης κοινωνίας…»[3]
Αυτό που είναι κοινό στις φυσικές και τις κοινωνικές επιστήμες περιορίζεται, ωστόσο, αποκλειστικά στο γεγονός ότι και στις δύο περιπτώσεις οι υπό μελέτη διαδικασίες καθορίζονται και διέπονται από νόμους, ενώ η ανάπτυξή τους έχει το χαρακτήρα των διαλεκτικών μεταβολών.
Την ίδια στιγμή, όμως, οι νόμοι που τους διέπουν είναι μοναδικοί για κάθε ιδιαίτερη τάξη φαινομένων.
Επιπλέον, μέσα στην ίδια τη φύση, όπως και μέσα στην ίδια την κοινωνία, οι νόμοι ενός σταδίου ή μορφής ανάπτυξης διαφέρουν από αυτούς άλλων σταδίων ή μορφών.
Ο Μαρξ παραθέτει αποσπάσματα από κριτικές στις οποίες, όπως λέει, περιγράφεται πετυχημένα η διαλεκτική μέθοδος που χρησιμοποιείται «Στο Κεφάλαιο».
Σε μια τέτοια κριτική βρίσκουμε, για παράδειγμα, τα εξής:
«Μόλις όμως η ζωή ξεπεράσει μια δοσμένη περίοδο ανάπτυξης, μόλις βγει από ένα ορισμένο στάδιο και μπει σ’ ένα άλλο, αρχίζει πια να διέπεται από άλλους νόμους. Με δυο λόγια, η οικονομική ζωή μάς παρουσιάζει στην περίπτωση αυτή ένα φαινόμενο πέρα για πέρα ανάλογο μ’ αυτό που παρατηρούμε σ’ άλλες κατηγορίες των βιολογικών φαινομένων».[4]
Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι δυνατό να θεωρήσουμε τους νόμους των κοινωνικών επιστημών ως εντελώς ίδιους με αυτούς των φυσικών επιστημών, δηλαδή της Φυσικής και της Χημείας.
Η σύνδεση ανάμεσα στις δύο ομάδες ή συμπλέγματα επιστημών –των φυσικών και των κοινωνικών– γίνεται μέσω των επιστημονικών κλάδων της μηχανικής, δηλαδή μέσω της τεχνικής και της τεχνολογίας.
Όπως σημείωνε ο Μαρξ:
«Η τεχνολογία αποκαλύπτει την ενεργό στάση του ανθρώπου απέναντι στη φύση, το άμεσο προτσές παραγωγής της ζωής του και επομένως και των κοινωνικών συνθηκών της ζωής του και των πνευματικών παραστάσεών του που πηγάζουν από αυτές».[5]
Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο καθορίζεται, μέσα στο γενικό σύστημα των επιστημών, η θέση των επιστημών της μηχανικής ως τομέων που στέκονται ανάμεσα στις επιστήμες που μελετάνε τη φύση και αυτές που μελετάνε την κοινωνία.
Μιλώντας για τη σύνδεση ανάμεσα στην κοινωνία και τη φύση, ο Μαρξ ξεχωρίζει ως ειδική κατηγορία την εργασία του ανθρώπου, χωρίς την οποία η κοινωνική ζωή δεν υπάρχει καθόλου και χάρη στην οποία ο ίδιος ο άνθρωπος ανεφύη ως κοινωνικό και σκεπτόμενο πλάσμα.
Έγραφε ο Μαρξ:
«Η εργασία είναι πρώτα ένα προτσές ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση, ένα προτσές όπου ο άνθρωπος με τη δική του πράξη μεσολαβεί, ρυθμίζει και ελέγχει την ανταλλαγή της ύλης ανάμεσα στον εαυτό του και τη φύση […]
Επενεργώντας με την κίνηση αυτή πάνω στη φύση που βρίσκεται έξω από αυτόν και αλλάζοντάς την, αλλάζει ταυτόχρονα και τη δική του φύση».[6]
Στις σημερινές συνθήκες, είναι εξαιρετικά σημαντικό – για την κατανόηση της σύνδεσης ανάμεσα στο κοινωνικό και το φυσικό – να λάβουμε υπόψη τη βιομηχανική δραστηριότητα του ανθρώπου.
Με τα λόγια του Μαρξ, η βιομηχανία αποτελεί μια πραγματική ιστορική σχέση της φύσης και, κατά συνέπεια, των φυσικών επιστημών, με τον άνθρωπο.
Αλλά η ανακάλυψη της ενότητας της επιστήμης (όταν αναφερόμαστε σε αυτήν τη ενότητα εννοούμε πάνω απ’ όλα την ενότητα ανάμεσα στις φυσικές και τις κοινωνικές επιστήμες) κατέστη δυνατή μόνο όταν οι κοινωνικές επιστήμες ανυψώθηκαν στην πορεία της ανάπτυξής τους ως το επίπεδο των φυσικών επιστημών.
Αυτό έγινε πραγματικότητα με τον Μαρξ, ο οποίος απέδειξε ότι κατά την κοινωνική και ιστορική ανάπτυξη δρουν αντικειμενικοί νόμοι που είναι εξίσου άκαμπτοι με αυτούς που δρουν κατά την ανάπτυξη της φύσης, καθώς και ότι αυτοί οι νόμοι μπορούν να μελετηθούν με την ίδια επιστημονική ακρίβεια με την οποία μελετούνται και οι νόμοι της φύσης στις φυσικές επιστήμες.
Χάρη σε αυτό ανακαλύφτηκαν το κοινό έδαφος και η ενότητα των επιστημών (με την έννοια της ανακάλυψης των νόμων όχι μόνο της φύσης, αλλά και της κοινωνίας).
Επιπλέον, ο ιστορικός υλισμός που δημιουργήθηκε από τον Μαρξ (από κοινού με τον Ένγκελς) μας έδωσε το κλειδί για την κατανόηση της αμοιβαίας αλληλοσύνδεσης των κοινωνικών επιστημών και, συνεπώς, για τη δημιουργία του συστήματος των κοινωνικών επιστημών.
Όσα αναφέραμε μέχρι τώρα αναδεικνύουν το γενικό χαρακτήρα της τεράστιας δουλειάς που έγινε από τον Μαρξ, η οποία κατευθύνθηκε στην ανακάλυψη της εσωτερικής ενότητας των επιστημών.
Η ιδέα της κίνησης του κόσμου, όπως αναπτύσσεται από το χαμηλότερο στο ανώτερο, από το απλό στο σύνθετο και, παράλληλα με αυτό, η ιδέα της ενότητας του κόσμου, έγιναν η βάση του συνολικού συστήματος της επιστημονικής γνώσης.
Συνεχίζεται με το 2ο Μέρος
Μπ. Μ. Κεντρόφ,
μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ,
διευθυντής του Ινστιτούτου της Ιστορίας της Επιστήμης και της Τεχνολογίας.
Σημειώσεις:
[1]. Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς: «Η Γερμανική Ιδεολογία», τ. 1, εκδ. «Gutenberg», σελ. 61, Αθήνα, 1997.
[2]. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. Ι, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2002, σελ. 16.
[3]. Στο ίδιο.
[4]. Στο ίδιο, σελ. 24.
[5]. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. Ι, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2002, σελ. 387 (υποσημείωση 89).
[6]. Στο ίδιο, σελ. 190.
Το άρθρο είχε δημοσιευτεί στο σοβιετικό περιοδικό
«Voprosy filosofii» («Προβλήματα Φιλοσοφίας»), τ. 5/1968
Δημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του 2018 της ΚΟΜΕΠ