Μακρόνησος: Η σφαγή 350 φαντάρων του Α’ Ειδικού Τάγματος Οπλιτών
72 χρόνια από το στυγερό έγκλημα
Η σφαγή στη Μακρόνησο στις 29 Φλεβάρη – 1η Μάρτη 1948 δεν ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία. Συνέβη στην Ελλάδα του ένοπλου ταξικού αγώνα, σε ένα κράτος που λειτουργούσε ως απέραντη φυλακή.
Πάνω από 49 φυλακές καταμετρώνται το 1947 στη χώρα, με συνολικό αριθμό κρατουμένων 11.244 άτομα,[1] καθώς και 35 τόποι εξορίας που λειτούργησαν σε πολλά από τα νησιά της, που αριθμούσαν 5.809 εξόριστους (4.816 άνδρες, 853 γυναίκες και 140 παιδιά).[2]
Από τη μαρτυρία του Μίμη Βρονταμίτη, καπετάνιου του καϊκιού, («Μακρόνησος. Ιστορικός τόπος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή») στις 29 Φλεβάρη, λίγες μέρες μετά την άφιξη του Αμερικανού στρατηγού Βαν Φλιτ στην Αθήνα:
«Ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο […] Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους.
[…] Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας.
Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου».
Κι η μαρτυρία του Κωνσταντόπουλου, διοικητή του Α’ Τάγματος Σκαπανέων Μακρονήσου, στον Θοδωρή Κατριβάνο, («Μακρόνησος. Ιστορικός τόπος»):
«Λίγες μέρες πριν γίνουν τα φοβερά επεισόδια της σφαγής των κρατουμένων, με κάλεσε ο συνταγματάρχης, Μπαϊρακτάρης, και μου ζήτησε να στήσουμε παγίδα, για να χτυπηθούν οι κρατούμενοι. Εγινα έξω φρενών. Του απάντησα ότι δολοφόνος δε γίνομαι. Είμαι στρατιώτης και δεν κάνω αυτήν την ατιμία και μάλιστα σε Ελληνόπουλα. Παραιτούμαι αυτήν τη στιγμή, του απάντησα. Και αμέσως εγκατέλειψα το γραφείο του.
Πήγα στην έδρα μου. Μάζεψα τα πράγματά μου και ύστερα από λίγες μέρες έφυγα. Ο αντικαταστάτης μου ήρθε το ίδιο βράδυ.[…]
Τη δολοφονία τόσων παιδιών την οργάνωσε ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης μαζί με τους σκοτεινούς, που κυβερνούσαν τον στρατό μας την εποχή εκείνη. Πήρε μέρος και ο ίδιος αυτοπροσώπως, χτυπώντας από τη θάλασσα με πολυβόλα.
Σκοπός τους ήταν να σας τρομοκρατήσουν, για να μπορέσουν στη συνέχεια να στρατολογήσουν από σας, όσους φοβηθούν, για να δημιουργήσουν το περίφημο τάγμα από τη Μακρόνησο, που το έστειλαν να πολεμήσει τους αντάρτες».
Ποιος οργάνωσε το στυγερό έγκλημα
Για όλες τις μέχρι τώρα αστικές κυβερνήσεις, αυτό το στυγερό έγκλημα είναι σαν να μην έγινε. Η Διεύθυνση ΒΧΙ του ΓΕΣ που οργάνωσε το έγκλημα εξαφανίστηκε από τα αρχεία.
Το ίδιο το Γενικό Επιτελείο Στρατού απάντησε επίσημα σε γραπτό ερώτημα του «Ριζοσπάστη» στις 23/8/2001:
«Η Υπηρεσία εκτιμά ότι το αρχείο της ΓΕΣ/ΒΧΙ, αν όντως δημιουργήθηκε ποτέ η αναφερόμενη διεύθυνση, γεγονός που δεν προκύπτει από τα επίσημα έγγραφα της Υπηρεσίας, ενδέχεται να καταστράφηκε με το κλείσιμο του Στρατοπέδου χωρίς τις προβλεπόμενες διαδικασίες (πρωτόκολλα καταστροφής κλπ)».
Κι όμως στο περιοδικό «ΣΚΑΠΑΝΕΥΣ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΥ», στο τεύχος Μαΐου 1949 (σελ. 28), περιέχεται ημερήσια διαταγή του επικεφαλής του στρατοπέδου συνταγματάρχη Πυροβολικού, Γ. Μπαϊρακτάρη, όπου αναφέρεται πως η ΒΧΙ/ΓΕΣ δημιουργήθηκε στις 3/4/1947, ύστερα από διαταγή του τότε αρχηγού ΓΕΣ στρατηγού Βεντήρη.
Το γεγονός ότι, με βάση το ΟΓ’ ψήφισμα της 9/14 Οκτώβρη του 1949 «Περί μέτρων Εθνικής Αναμορφώσεως» (ΦΕΚ 262), η ΒΧΙ/ΓΕΣ μετονομάστηκε από τις 16/11/1949 σε «Οργανισμό Αναμορφωτηρίου Μακρονήσου» (ΟΑΜ), όσο κι αν διευκόλυνε τις αστικές κυβερνήσεις στο να αρνούνται την ύπαρξή της, δεν μπορεί να κρύψει το έγκλημα.
Ενα μέρος της σφαγής ομολογήθηκε με ανακοίνωση του Υπ. Στρατιωτικών, που έφτασε στις εφημερίδες την 1η Μάρτη («Βήμα», 2/3/1948):
«Την 29η Φεβρουαρίου άνδρες του Στρατοπέδου Μακρονήσου εις το οποίον υπηρετούν οι επικίνδυνοι κομμουνισταί, κατά τη διάρκειαν της θρησκευτικής τελετής, επετέθησαν κατά της φρουράς του Στρατοπέδου προς αφοπλισμόν της.
Η τελευταία, αμυνομένη, έκαμε χρήσιν των όπλων και η τάξις απεκατεστάθη. Απώλειαι στασιαστών 17 νεκροί και 61 τραυματίες. Εκ των ημετέρων, 4 τραυματίαι διά λιθοβολισμού. Οι τραυματίαι μεταφέρονται εις το Στρατιωτικόν Νοσοκομείον».
Πριν ακόμα κυκλοφορήσει η επίσημη ανακοίνωση του Υπ. Στρατιωτικών, η εφημερίδα «Τα Νέα» είχε προλάβει να δημοσιεύσει εκτίμηση (1η Μάρτη):
«Οι κομμουνισταί επροκάλεσαν ταραχάς εις την Μακρόνησον».
Μακρόνησος: Η σφαγή 350 φαντάρων του Α’ Ειδικού Τάγματος Οπλιτών – Τι είχε προηγηθεί
Στις 4 Μάρτη 2001, ο Μακρονησιώτης Νίκος Παπαδόπουλος περιγράφει στον «Ριζοσπάστη»:
«Διοικητής στο τάγμα είναι ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντόπουλος […] Στις αρχές του Γενάρη (1948) ο Κωνσταντόπουλος κλήθηκε ή έφυγε στην Αθήνα. Γύρισε σε λίγο ανήσυχος και στενοχωρημένος. Κάλεσε σε έκτακτη συγκέντρωση του Τάγματος. Μίλησε με ταραγμένη φωνή […]
«Η Διοίκηση έχει πληροφορίες ότι σκοπεύετε να αφοπλίσετε το λόχο διοικήσεως και να μας κτυπήσετε… Δε θα παραδοθούμε… Προσέξετε, γιατί πολλά κεφάλια, που τώρα βλέπω, φοβάμαι ότι αργότερα δε θα υπάρχουν»
[…] Πολλοί αλληλοκοιτάζονται […] Προφανώς, τους πληροφορεί και τους προειδοποιεί τι μέλλει να ακολουθήσει. Η στολή και τα διάσημα του ανώτερου αξιωματικού δεν μπορούν να κρύψουν τον αναβρασμό της ψυχής του. Το βλέμμα του, φευγαλέο, πετά εδώ κι εκεί, σα να θέλει ν’ αποφύγει ν’ αντικριστεί με τα εκατοντάδες βλέμματα των στρατιωτών […]
Στις αρχές Φλεβάρη έρχεται στο ΑΕΤΟ ο Καρδάρας σαν υπασπιστής του Τάγματος. Ουσιαστικά όμως, αυτός διοικεί ύστερα από την απομάκρυνση του Καραμπέκιου, που είχε αντικαταστήσει τον Κωνσταντόπουλο».
Η 29η του Φλεβάρη
Ο Νίκος Παπαδόπουλος συνεχίζει:
«Κυριακή πρωί στο γήπεδο γίνεται το προσκλητήριο του Α’ Τάγματος […] οι λόχοι ξεκινούν για τη χαράδρα, όπου θα γίνει εκκλησιαστική ομιλία.
Οι αλφαμίτες ψάχνοντας για «κοπανατζήδες» ορμούν και δέρνουν σκαπανείς που φώναζαν ότι είναι ελεύθεροι ιατρού και τους τραβούν στο πειθαρχείο […]
Ο διοικητής της ΑΜ Καστρίτσης πυροβολεί στον αέρα, ενώ ο υποδιοικητής της φρουράς Σαλβαράς δίνει το σύνθημα «Πυρ».
Οι άνδρες του ορμούν προς την πλαγιά, όπου είναι το θέατρο, και χτυπούν δεξιά και αριστερά. Κανείς μας δεν υποψιάζεται ότι θα μας πυροβολήσουν.
Οπότε ακούγεται μια κραυγή: «Αδέρφια με φάγανε… μας σκοτώνουν…». Από το θέατρο ακούγεται άλλη φωνή: «Κάτω παιδιά χτυπάνε στο ψαχνό». Οι λόχοι που βρίσκονται στο θέατρο και γύρω του ξαπλώνουν καταγής.
Μερικοί από μας όρθιοι ψάχνουν να δουν από πού μας ρίχνουν. Η πλαγιά κι η χαράδρα έχουν βαφτεί με αίμα. […] Οι πυροβολισμοί προς στιγμή σταματούν. Ολο το τάγμα, 4.500 φαντάροι, τρέχει προς το γήπεδο, φωνάζοντας: «Δολοφόνοι… φασίστες… αίσχος…».
Ο ταγματάρχης Καραμπέκιος, που βρισκόταν στο λιμάνι, τρέχει και με το πιστόλι στο χέρι απειλεί τον Καρδάρα να σταματήσει αμέσως τους πυροβολισμούς και να απομακρυνθούν οι αλφαμίτες από το χώρο του Διοικητηρίου κι από το γήπεδο.
Οι 15 τραυματίες μεταφέρονται στο αναρρωτήριο κι οι 5 νεκροί σε μια σκηνή στο κέντρο του στρατοπέδου.
Το Τάγμα, συγκεντρωμένο στο γήπεδο, ζητάει από τον Καραμπέκιο να συλληφθούν οι δολοφόνοι και να σταλούν οι τραυματίες στο νοσοκομείο. Ταραγμένος ο ταγματάρχης με τρεμάμενη φωνή ακούγεται να λέει:
«Παιδιά μου, έχετε δίκιο, όλα θα γίνουν …πρέπει να περιμένουμε τον διοικητή σας, που είναι στη ΣΦΑ».
Υστερα από μια ώρα, φάνηκε ο Βασιλόπουλος. Ψυχρός, ακούει τις φωνές και ρωτάει τι συνέβη…
[…] Τέσσερις φαντάροι, μεταξύ τους και ο φοιτητής της Ιατρικής Αρσένης, του εκθέτουν τα γεγονότα και ζητούν τη μεταφορά των τραυματιών, να συλληφθούν οι υπαίτιοι και να έρθει κοινοβουλευτική επιτροπή.
Του δηλώνουν πως δε θα πάρουν φαγητό και για να μην ξαναγίνουν επεισόδια, ο δρόμος να είναι διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους αλφαμίτες και το στρατόπεδο. Ο Βασιλόπουλος συμφώνησε προσωρινά…
Η 1η Μάρτη
Με την ανατολή του ήλιου, 1η του Μάρτη, μια ακταιωρός με τα μυδράλιά της στραμμένα προς τους λόχους, περιφέρεται κάπου 50 μέτρα από τα βράχια. Πάνω της βρίσκεται ο Μπαϊρακτάρης […]
Στις 11 περίπου, από τα μεγάφωνα της ακταιωρού ακούγεται η φωνή του Μπαϊρακτάρη:
«Προσοχή, προσοχή! Σας μιλά ο διοικητής Μπαϊρακτάρης. Κάματε μια απερισκεψία. Μερικά καθάρματα κομμουνισταί σας παρέσυραν εις στάσιν κατά της πατρίδος. Διαχωρίστε τη θέση σας από τους πρωταίτιους. Συγκεντρωθείτε στον 7ο Λόχο. Το κράτος δε θα υποχωρήσει».
Ξαφνιασμένοι από την επινόηση του αρχιδήμιου, οι στρατιώτες απαντούν ομαδικά:
«Αίσχος… προβοκάτορες… δολοφόνοι!»
[…] Και τότε, ακούγεται το σύνθημα της επίθεσης. Ξεκινούν πρώτα οι ροπαλοφόροι κι ορμούν στον 4ο και 5ο λόχο.
Οι όμηροι στρατιώτες αντιστέκονται, τους παίρνουν τα ρόπαλα και τα σπάζουν […] Η ακταιωρός δίνει το σύνθημα στους οπλοφόρους να επιτεθούν. Ο Μπαρούχος ρίχνει τον πρώτο πυροβολισμό και βάλλουν πάνω στις σκηνές με όπλα και αυτόματα.
Πέφτουν οι πρώτοι νεκροί και τραυματίες […] Ο Σκαλούμπακας δε βιάζεται.
Οι ένοπλοί του προχωρώντας χτυπούν και τραυματίες. Περισφίγγουν τον κλοιό. Πέφτουν περισσότεροι νεκροί και τραυματίες.
Από τη μεριά των δεσμωτών ακούγεται η φωνή: «Αδέλφια, όλοι τον εθνικό ύμνο». […]
Ο σκοτωμός κράτησε περίπου 5 ώρες! […] Πόσοι είναι οι νεκροί; Το μυστικό κρατιέται ακόμη στα αρμόδια υπουργεία!»
Μακρόνησος: Η σφαγή 350 φαντάρων του Α’ Ειδικού Τάγματος Οπλιτών – Το πιο συμβολικό στρατόπεδο
Η δημιουργία της Μακρονήσου υπήρξε οργανωμένο σχέδιο των Βρετανών και Αμερικανών, σε συνεργασία με το ελληνικό αστικό κράτος, για την εξουδετέρωση μιας μεγάλης μερίδας του λαϊκού κινήματος, για την αποστέρηση του ΔΣΕ από πολύτιμες εφεδρείες και για το ηθικό τσάκισμα των κομμουνιστών κι άλλων αγωνιστών, με την υπογραφή δηλώσεων αποκήρυξης του ΚΚΕ και της ιδεολογίας του.
Επιπλέον, στόχευε, μέσω της «ανάνηψης» των κρατουμένων, στη δημιουργία μάχιμων μονάδων, τις οποίες ο αστικός στρατός θα τοποθετούσε απέναντι στον ΔΣΕ.[3]
Το «ελληνικό Νταχάου» είναι ο τόπος εξορίας όπου οι μηχανισμοί καταστολής τελειοποιήθηκαν, η βία συστηματοποιήθηκε κι οι πολιτικά διωκόμενοι γνώρισαν τη μεγαλύτερη αναμέτρησή τους με τον ταξικό αντίπαλο.
Η εισήγηση για την ίδρυση του στρατοπέδου της Μακρονήσου έγινε στις 19 Φλεβάρη 1947, η απόφαση πάρθηκε στις 3 Απρίλη, ενώ ξεκίνησε να λειτουργεί στις 26 Μάη 1947,[4] με τον εκτοπισμό σε αυτήν των πρώτων 100 μόνιμων αξιωματικών και 600 εφέδρων.[5]
Στα τρία Ειδικά Τάγματα Οπλιτών, Α’ ΕΤΟ, Β’ ΕΤΟ και Γ’ ΕΤΟ, κρατούνταν κομμουνιστές και άλλοι ΕΠΟΝίτες φαντάροι, ανάλογα το βαθμό επικινδυνότητας που προέκυπτε από το φάκελο που είχε στη διάθεσή του το Γραφείο Ασφαλείας (Α2) του νησιού.
Στο Α’ ΕΤΟ, το λεγόμενο και «Κόκκινο Τάγμα», κρατούνταν οι πιο επικίνδυνοι οπλίτες, στο Β’ ΕΤΟ οι «συμπαθούντες» και στο Γ’ ΕΤΟ οι «ύποπτοι».
Παράλληλα, στο νησί λειτούργησαν αρχικά οι Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ), στις οποίες κρατούνταν «επικίνδυνοι πολίτες» (υπόδικοι στρατοδικείων) κι οι οποίες μετονομάστηκαν, το 1949, σε Ειδικό Σώμα Αναμόρφωσης Ιδιωτών (ΕΣΑΙ), που αργότερα ονομάστηκε Δ’ ΕΤΟ, το «Τριανέμι», όπως το ονόμασαν οι εξόριστοι.[6]
Το Γενάρη 1950, μεταφέρθηκαν στη Μακρόνησο 1.200 εξόριστες γυναίκες και παιδιά από το Τρίκερι, που συγκροτήθηκαν ως ΕΣΑΓ (Ειδικό Σώμα Αναμόρφωσης Γυναικών) και γνώρισαν την κόλαση της Μακρονήσου.[7]
Συνολικά στο νησί κρατήθηκαν περίπου 100.000 άτομα, πολίτες ή στρατιωτικοί.[8] Ανάμεσά τους και 300 ανήλικα παιδιά.[9]
Η βία και τα ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια[10] υπήρξαν καθημερινό φαινόμενο.
Οι εξόριστοι που δεν υπέγραφαν, συνήθως απομονώνονταν και βασανίζονταν αδιάκοπα, ενώ οι υπογράφοντες δήλωση τοποθετούνταν σε ξεχωριστούς κλωβούς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τους επιφυλασσόταν καλύτερη μεταχείριση.
Τα βασανιστήρια αυτά δεν περιορίζονταν μόνο στους άνδρες εξόριστους.[11] Πολλά από τα ανήλικα παιδιά του στρατοπέδου υπέστησαν και βιασμούς.[12]
Στις 18 Αυγούστου 1949, πραγματοποιήθηκε ομαδική απόπειρα αυτοκτονίας ανηλίκων στη ΣΦΑ.[13]
Πολλοί κρατούμενοι της Μακρονήσου έμειναν ανάπηροι και κάποιοι έχασαν τα μυαλά τους.
Παράλληλα με την ηρωική στάση χιλιάδων κομμουνιστών πολλοί ήταν εκείνοι που υπέγραψαν «δήλωση μετανοίας» μην αντέχοντας στα βασανιστήρια και στις άλλες μεγάλες δυσκολίες της ζωής.
Πολλοί από τους «δηλωσίες» παρέμειναν υποστηρικτές ή και δραστήριοι οπαδοί του ΚΚΕ. Μετρημένοι στα δάκτυλα έγιναν και βασανιστές.
Συνεργός στο τεραστίων διαστάσεων έγκλημα της Μακρονήσου[14] ήταν και η επίσημη Εκκλησία.
Δίπλα στους αρχιδήμιους Βασιλόπουλο, Μπαϊρακτάρη, Σκαλούμπακα, Ιωαννίδη κ.ά., έδρασαν οι εντεταλμένοι από την Αρχιεπισκοπή Αρχιμανδρίτες, όπως οι Βαλληνδράς και Κορνάρος, μετέπειτα μητροπολίτης Πρεβέζης.
Ακόμα, ο μητροπολίτης Σύρου Φιλάρετος, στη μητροπολιτική δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν η Μακρόνησος.
Ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος και Πρόεδρος της Κύπρου Μακάριος, που την περίοδο της Μακρονήσου ήταν επίσκοπος Κιτίου, επισκέφτηκε το Α’ ΕΤΟ, εκτιμώντας το έργο της «εθνικής αναγεννήσεως» που συντελούταν.
Το 1954 καταργήθηκαν τα τάγματα «αναμόρφωσης», ενώ έως το 1958 πραγματοποιήθηκε συστηματική καταστροφή των εγκαταστάσεων από το στρατό, σε μια προσπάθεια να εξαφανιστεί το έγκλημα.
Σημειώσεις:
[1]. Επιτροπή Τύπου του ΚΔΣ της Εθνικής Αλληλεγγύης Ελλάδος (Σύνταξη), «Στα νησιά της Ελλάδας», εκδ. Εθνική Αλληλεγγύη Ελλάδος, Αθήνα, 1947, σελ.48-49.
[2]. Ιδια πηγή, σελ. 54.
[3]. Σταμάτης Βαλσάμος, «Οι τρείς κύκλοι της κόλασης. Σκαπανείς – Μακρόνησος, ΕΤΑΞ (1945-1954)», εκδ. «Υπερόριος», Αθήνα, 2004, σελ.106.
[4]. «Ριζοσπάστης», 25-2-2002.
[5]. Γιάννης Βασιλάς, «Μακρονήσι», εκδ. «Φοίβος», Αθήνα, 1982, σελ.15.
[6]. Ρένα Λευκαδίτου – Παπαντωνίου, «Μακρόνησος. Μια υπόμνηση… για ό,τι έγινε για ό,τι γράφτηκε», εκδ. «Εντός», 2017, σελ. 34.
[7]. Συλλογικό, «Μακρόνησος. Ιστορικός τόπος», τόμ. Β’, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2002, σελ.465-466.
[8]. Συλλογικό, «Μακρόνησος. Ιστορικός τόπος», τόμ. Α’, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2002, σελ.19.
[9]. Στοιχεία της Πανελλήνιας Ενωσης Κρατουμένων Αγωνιστών Μακρονήσου ΠΕΚΑΜ.
[10]. Από τα πιο φριχτά βασανιστήρια ήταν αυτό της «γάτας». Έβαζαν τον κρατούμενο γυμνό σ’ ένα τσουβάλι και στο στήθος του μια γάτα. Εδεναν το τσουβάλι και πετούσαν τον κρατούμενο στη θάλασσα. Αντώνης Φλούντζης, «Στο κολαστήριο της Μακρονήσου», εκδ. «Φιλιππότης», Αθήνα, 1984, σελ.46.
[11]. Νίτσα Κ. Γαβριηλίδου, «Μακρόνησος. Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες», Αθήνα, 2004, σελ. 46-57.
[12]. Νίκος Μάργαρης, «Ιστορία της Μακρονήσου», τόμ. 2ος, εκδ. Παπαδόπουλος, Αθήνα, 1966, σελ. 446-457. Γιώργος Λιβανός, «Τα ανήλικα της Μακρονήσου», Αθήνα, 2003, σελ. 47.
[13]. Ρένα Λευκαδίτου – Παπαντωνίου, Μακρόνησος. «Μια υπόμνηση… για ό,τι έγινε για ό,τι γράφτηκε», εκδ. «Εντός», 2017, σελ. 23.
[14]. Ο «Νέος Παρθενώνας» κατά τον Π. Κανελλόπουλο. Φοίβος Ν. Γρηγοριάδης, «Εμφύλιος Πόλεμος 1944-1949. Το δεύτερο Αντάρτικο (1946-49)», τόμ. 10ος, εκδ. «Νεόκοσμος», Αθήνα, 1975, σελ.431-432.
Πηγή: Ριζοσπάστης