Το «Μακεδονικό ζήτημα» και οι θέσεις του ΚΚΕ – Μέρος 1ο
Για το λεγόμενο «Μακεδονικό ζήτημα»
Με αφορμή τις εξελίξεις σε σχέση με τη διαπραγμάτευση για το όνομα της ΠΓΔΜ και τα όσα διάφορα γράφονται για τις θέσεις του ΚΚΕ, δημοσιεύουμε αποσπάσματα από σχετικό κείμενο του Πολιτικού Γραφείου που είχε συζητηθεί εσωκομματικά στην Οργάνωση Περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας, το 1995
Στην ελληνική, αλλά και στην παγκόσμια ιστοριογραφία, το «Μακεδονικό ζήτημα» αναφέρεται ως μέρος του γνωστού «Ανατολικού ζητήματος».
Όμως, μεταξύ του «Ανατολικού» και του «Μακεδονικού ζητήματος» υπήρξε μια ουσιαστική διαφορά:
Το «Ανατολικό ζήτημα» ήταν, κυρίως, αγώνας των ευρωπαϊκών δυνάμεων για το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το μοίρασμα των οθωμανικών εδαφών ανάμεσά τους.
Το «Μακεδονικό» υπήρξε ένας αδυσώπητος αγώνας, διαπλεκόμενων διεκδικήσεων, τριβών και ένοπλων αναμετρήσεων, για την προσάρτηση των εδαφών του γεωγραφικού διαμερίσματος της Μακεδονίας, μεταξύ των γειτονευομένων με αυτό, βαλκανικών κρατών, που υποκινούνταν και ενθαρρύνονταν από τις τότε μεγάλες δυνάμεις, ανάλογα με τα συμφέροντά τους.
Το 1878, με τη Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου και τις αποφάσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου, δίπλα στα τρία βαλκανικά κράτη που υπήρχαν (Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο), εμφανίστηκε και ένα 4ο, η Βουλγαρία, που τα σύνορά της εκτείνονταν από τον Δούναβη έως το Αιγαίο.
Μεταξύ των τεσσάρων αυτών βαλκανικών κρατών, εξακολουθούσε και μετά το 1878 να υπάρχει μια οθωμανική ζώνη, η οποία άρχιζε από την Κωνσταντινούπολη και εκτεινόταν μέχρι την Πρέβεζα και το Δυρράχιο και χώριζε τα νεοσύστατα βαλκανικά κράτη.
Το «Μακεδονικό ζήτημα» και οι θέσεις του ΚΚΕ – Μέρος 1ο
Κοινή, λοιπόν, επιδίωξη και των τεσσάρων βαλκανικών κρατών ήταν η απελευθέρωση των αλύτρωτων ομοεθνών τους, που ζούσαν σ’ αυτήν τη ζώνη, και η προσάρτηση αυτών των οθωμανικών εδαφών.
Καθένα από αυτά τα κράτη έβλεπε με διαφορετικά κριτήρια τη σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής:
- Οι Ελληνες έβλεπαν κυρίως Ελληνες,
- οι Βούλγαροι Βούλγαρους
- και οι Σέρβοι Σέρβους.
Για τη δικαιολόγηση των διεκδικήσεών τους, καθένα από τα βαλκανικά κράτη χρησιμοποιούσε διάφορα επιχειρήματα ή προσχήματα.
Όπως είναι γνωστό, οι Σλάβοι κατέβηκαν στη Νότια Βαλκανική μετά τον 6ο μ.Χ. αιώνα.
Για πολλούς αιώνες οι πληθυσμοί της Μακεδονίας ζούσαν χωρίς σύνορα. Ερχονταν σε επαφή μεταξύ τους, συναλλάσσονταν και ανέπτυσσαν πολύμορφες σχέσεις.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ένα μέρος του πληθυσμού – κυρίως στην ύπαιθρο – να μιλά τη σλαβική διάλεκτο.
Όμως, στον ίδιο γεωγραφικό χώρο υπήρχαν και πληθυσμοί που μιλούσαν την ελληνική, την αλβανική (αρβανίτικη), την εβραϊκή, την αρμένικη, την τουρκική και την κουτσοβλάχικη ή αρουμανική.
Υπήρχαν, επίσης, και πληθυσμοί που χρησιμοποιούσαν ένα μεικτό γλωσσικό ιδίωμα – κάτι μεταξύ βουλγαρικής και σερβικής γλώσσας, με πλήθος από αλβανικές, τουρκικές και ελληνικές λέξεις παραφθαρμένες.
Όλα αυτά, βέβαια, δεν συνιστούν καμιά χωριστή «μακεδονική» γλώσσα. Είναι, επομένως, αντιιστορικοί και αvτιεπιστημονικοί oι ισχυρισμοί περί ύπαρξης χωριστής και μάλιστα ενιαίας «μακεδονικής» γλώσσας.
Όμως, ούτε η εθνολογική σύνθεση της επίμαχης γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας δεν τεκμηριώνει επιστημονικά τους ισχυρισμούς περί ύπαρξης χωριστής «μακεδονικής» εθνότητας. Τέτοια εθνότητα δεν υπήρξε ποτέ.
Στη Μακεδονία υπήρχαν ελληνόφωνοι – ελληνικής καταγωγής, Σλαβόφωνοι – σλαβικής καταγωγής (Σέρβοι, Βούλγαροι, Σλάβοι γενικά), Σλαβόφωνοι ελληνικής καταγωγής (γραικομάνοι), Αρβανίτες, Βλάχοι (Ελληνοβλάχοι και Ρουμανοβλάχοι), Τούρκοι, Αρμένηδες και Εβραίοι, αλλά σε καμιά περίπτωση χωριστή «μακεδονική» εθνότητα.
Το «Μακεδονικό ζήτημα» δεν υπήρξε απλά μια εθνικιστική διαμάχη, κυρίως ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία, όπως ισχυρίζεται η άρχουσα τάξη της χώρας μας (και όχι μόνο).
Προϋπήρχαν της εθνικιστικής διαμάχης, αλλά και τη συνοδεύουν οξύτατα κοινωνικά προβλήματα.
Η φεουδαρχική εκμετάλλευση, για παράδειγμα, των χριστιανικών πληθυσμών (Ελλήνων και Σλάβων), όχι μόνο από τους Οθωμανούς, αλλά και από το Πατριαρχείο, ώθησε ένα κομμάτι του πληθυσμού – κυρίως στην ύπαιθρο – στη Βουλγαρική Εξαρχεία, μετά την ανακήρυξή της.
Απ’ την άλλη μεριά, η μία από τις δύο πολιτικές οργανώσεις των Σλάβων, η IMRO (Σεντραλιστές) – επηρεασμένοι από τους Ιταλούς Καρμπονάρους – πρόβαλε όχι μόνο αντιοθωμανικά, αλλά και αντιφεουδαρχικά συνθήματα (όπως η διανομή της γης) και επηρέαζε σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού, ενώ η επίσημη Ελλάδα και η άρχουσα τάξη (και της Βουλγαρίας) έβλεπε με εχθρικό μάτι τέτοια συνθήματα.
Επομένως, η κοινωνικοπολιτική διάσταση του «Μακεδονικού ζητήματος» είναι εξίσου σημαντική, για να μην πούμε σημαντικότερη, από την εθνική, κάτι που η επίσημη Ιστορία διαστρεβλώνει κατάφωρα.
Όπως είναι γνωστό, ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος (1912) είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση των υπόδουλων πληθυσμών των περιοχών της Ηπείρου, Μακεδονίας και Δυτ. Θράκης καθώς και άλλων βαλκανικών περιοχών από την οθωμανική σκλαβιά.
Όμως, ως αποτέλεσμα των κυρίαρχων τάξεων της Βαλκανικής και της υποδαύλισης της εθνικής εχθρότητας και του σωβινισμού από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής, το 1913 ξέσπασε ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, με τη λήξη του οποίου (Συνθήκη του Βουκουρεστίου) καθορίστηκαν τελεσίδικα τα σύνορα των βαλκανικών χωρών.
Από το γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας, η Ελλάδα πήρε το 51,57%, η Σερβία το 38,32% και η Βουλγαρία το 10,11%.
Ας σημειωθεί ότι η νότια περιοχή, που περιήλθε στην Ελλάδα, ταυτιζόταν περίπου με τα όρια: Της λεγόμενης «ιστορικής» Μακεδονίας των κλασικών χρόνων, με μόνη διαφορά ότι μια μικρή λωρίδα παρέμεινε στη σερβική και βουλγαρική περιοχή.
Από τη διανομή, όμως, αυτή των μακεδονικών εδαφών, τα ζητήματα των εθνοτήτων και μειονοτήτων περιπλέχθηκαν, γιατί έξω από τα ελληνικά σύνορα έμειναν ελληνικοί και ελληνόφωνοι πληθυσμοί (π.χ. Μοναστήρι), ενώ, μέσα σ’ αυτά, παρέμεναν αρκετοί Σέρβοι, Βούλγαροι και Σλαβόφωνοι γενικά (π.χ. Δυτ. Μακεδονία).
Αντίστοιχα συνέβη και μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά από αυτόν, πραγματοποιήθηκαν μια σειρά ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ των βαλκανικών χωρών, που επέφεραν ριζική αλλαγή στη σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής.
Ιδιαίτερα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η εθνολογική σύνθεση του ελληνικού χώρου της Μακεδονίας και της Θράκης άλλαξε ριζικά.
Επομένως, η θέση του ΚΚΕ για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» (στο πλαίσιο της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας) ήταν λαθεμένη, αφού δεν ανταποκρινόταν πια στην πραγματικότητα (όπως λαθεμένη ήταν και η θέση της 5ης Ολομέλειας του 1949). Η θέση αυτή ανακλήθηκε το 1935.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου, οι εξελίξεις στην ελληνική πολιτική ζωή και ειδικότερα στο μακεδονικό χώρο έδειχναν ότι το παλιό «Μακεδονικό ζήτημα» έτεινε να εκλείψει αντικειμενικά.
Υπήρχαν, ωστόσο, μερικά γεγονότα, που συντελούσαν στη μεγαλοποίηση του ζητήματος και στην αναβολή της οριστικής επίλυσής του.
Το «Μακεδονικό ζήτημα» και οι θέσεις του ΚΚΕ – Μέρος 1ο
Συγκεκριμένα:
– Το Σεπτέμβρη του 1924 υπογράφηκε ελληνο-βουλγαρική συμφωνία (γνωστή ως «Πρωτόκολλο Πολίτη – Κάλφωφ»), που αναγνώριζε ότι όλοι οι Σλαβόφωνοι της Δυτ. Μακεδονίας ήταν βουλγαρικής καταγωγής.
Αυτή η συμφωνία, η οποία προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην Ελλάδα και διαμαρτυρία της κυβέρνησης της Γιουγκοσλαβίας, θα τους έδινε τη δυνατότητα να επικαλούνται δικαιώματα εθνικής μειονότητας, σύμφωνα με τις αρχές της Κοινωνίας των Εθνών.
– Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου (1936 – 1941) ακολούθησε πολιτική βίαιου εξελληνισμού των Σλαβόφωνων (οι οποίοι δεν είχαν όλοι βουλγαρική ή σερβική συνείδηση, αλλά, πολλοί από αυτούς, ελληνική ή και καμία εθνική συνείδηση, θεωρώντας τον εαυτό τους Σλάβους γενικά).
Με αυστηρά διοικητικά μέτρα, απαγόρευσε να μιλούν το γλωσσικό τους ιδίωμα, με εξορίες και άλλες διώξεις, το μόνο που πέτυχε ήταν να σπρώξει ένα κομμάτι τους ψυχικά προς τη Βουλγαρία και ύστερα προς τη Γιουγκοσλαβία και την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Όταν άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, από το παλιό «Μακεδονικό ζήτημα» δεν υπήρχε άλλο ίχνος, παρά οι 80.000 – 100.000 Σλαβόφωνοι της Δυτ. Μακεδονίας, οι οποίοι, όπως προαναφέραμε, δεν ήταν κατ’ ανάγκη Σέρβοι ή Βούλγαροι, αλλά ήταν δυσαρεστημένοι από την ελληνική πολιτική της περιόδου 1936 – 1941.
Όταν οι Βούλγαροι φασίστες, σύμμαχοι του Αξονα, μπήκαν σαν κατακτητές στην ελληνική και σερβική Μακεδονία, προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τους Σλαβόφωνους και, με ποικίλες μεθόδους, να επιφέρουν πληθυσμιακή αλλοίωση.
Όταν, όμως, από το 1943 διαφάνηκε ότι ο πόλεμος θα λήξει με ήττα του Αξονα, αλλά και χάρη στην πατριωτική και διεθνιστική δράση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ (που αναγνώρισε την ιδιαιτερότητα αυτού του κομματιού του πληθυσμού), οι Σλαβόφωνοι άρχισαν να απεγκλωβίζονται από την επιρροή των Βουλγάρων και να προσχωρούν στις αντιστασιακές οργανώσεις του ΕΑΜ.
Το καλοκαίρι του 1944, επειδή κάποια τάγματα Σλαβόφωνων που υπάγονταν στον ΕΛΑΣ δεν υπάκουαν σ’ αυτόν, αλλά στους Γιουγκοσλάβους του Τίτο, ο ΕΛΑΣ αναγκάστηκε να τα απομακρύνει προς το γιουγκοσλαβικό έδαφος.
Πολλοί από αυτούς, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ξαναγύρισαν και εντάχθηκαν στις γραμμές του ΔΣΕ.
Το Γενάρη του 1949, η 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, με εισήγηση του Ζαχαριάδη, για λόγους τακτικής, επανέρχεται στην παλιά θέση για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη». Η θέση αυτή ήταν λαθεμένη, αφού δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, και αποσύρθηκε λίγους μήνες αργότερα.
Με τη λήξη του εμφυλίου, ένα σημαντικό κομμάτι από τους Σλαβόφωνους έφυγε, σαν πολιτικοί πρόσφυγες, στις σοσιαλιστικές χώρες, ενώ ένα άλλο, ως αποτέλεσμα των διώξεων, αλλά και για οικονομικούς λόγους, έφυγε, σαν μετανάστες, στη Δυτ. Ευρώπη και ιδιαίτερα στον Καναδά και την Αυστραλία.
Το «Μακεδονικό ζήτημα», ως ζήτημα τριβών και διεκδικήσεων ανάμεσα στις γειτονικές χώρες, έπαψε να υπάρχει αντικειμενικά.
Στη Γιουγκοσλαβία, ωστόσο, μετά τη ρήξη του Τίτο με τη Σοβιετική Ενωση, διαμορφωνόταν ήδη μια εσωτερική πολιτική, που επρόκειτο να περιπλέξει τις ελληνο-βουλγαρο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις τις επόμενες δεκαετίες.
Οι Γιουγκοσλάβοι προωθούσαν την ιδέα να χαρακτηρίσουν τους κατοίκους του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας χωριστή «μακεδονική» εθνότητα (οι οποίοι ζούσαν όχι μόνο στο γιουγκοσλαβικό κομμάτι της Μακεδονίας, αλλά και στο ελληνικό και στο βουλγαρικό), που θα είχε το δικαίωμα να διεκδικήσει στο μέλλον ανεξάρτητη εθνική υπόσταση.
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε μια προσπάθεια αναδρομικής ερμηνείας όλης της ιστορίας του Μακεδονικού χώρου, για να θεμελιωθεί η θεωρία της χωριστής «μακεδονικής» εθνότητας, με χωριστή γλώσσα, καταγωγή και ιστορία.
Ουσιαστικά πρόκειται για συστηματική πλαστογράφηση της Ιστορίας, που μεταφέρθηκε και σε χώρες υποδοχής μεταναστών (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία).
Την πολιτική του Τίτο την ανέχτηκαν οι μετεμφυλιακές ελληνικές κυβερνήσεις και την υπέθαλψαν οι ιμπεριαλιστές, γιατί, μετά τη σύγκρουσή του με τη Σοβιετική Ενωση, μια τέτοια πολιτική εξυπηρετούσε τα σχέδιά τους για τη δημιουργία προβλημάτων στην περιοχή.
Πάντως, παρά τα όποια προβλήματα που υπήρχαν, χωρίς την ιμπεριαλιστική επέμβαση στην περιοχή και το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, δεν ήταν δυνατόν από μόνα τους να αναβιώσουν το παλιό «Μακεδονικό ζήτημα», το οποίο ως ζήτημα εδαφικών διεκδικήσεων έπαψε να υπάρχει.
Θα ολοκληρωθεί με το 2ο Μέρος
Πηγή: Ριζοσπάστης