Μακεδονικό κι Αντικομμουνιστική υστερία – Επίλογος
Άρθρο των Διονύση Αρβανιτάκη και Αναστάση Γκίκα*
Συνέχεια από το 2ο Μέρος
Η «Συμφωνία» ΕΑΜ – ΣΝΟΦ
Η υποτιθέμενη αυτή «συμφωνία» φέρεται να υπογράφτηκε στις 22 Γενάρη 1944 μεταξύ του Α. Τζήμα (εκ μέρους του ΕΑΜ) και του Βούλγαρου αξιωματικού Β. Κάλτσεφ (εκ μέρους του Σλαβομακεδονικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου – ΣΝΟΦ) στις Καρυδιές της Εδεσσας.
«Προέβλεπε» τη δημιουργία ενός «αυτόνομου Μακεδονικού Κράτους Σοβιετικής Οργάνωσης» με την παραχώρηση μιας σειράς ελληνικών επαρχιών κ.ο.κ.
Ο Χ. Νάλτσας διευκρίνιζε:
«Οι βαρύτατοι δια το ΕΑΜ όροιδεν φαίνονται και παράδοξοι […] Η συμφωνία των Καρυδιών εγένετο κατόπιν “ντιρεκτίβας” της Κομιντέρν και άνευ αντιρρήσεως τινός του ΚΚΕ».[1]
Τι και αν η Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής) είχε αυτοδιαλυθεί το Μάη του 1943, σχεδόν οκτώ μήνες πριν την «υπογραφή» της επίμαχης «συμφωνίας»;
Κατά τους παραχαράκτες της Ιστορίας συνέχιζε να λειτουργεί, εκδίδοντας ενοχοποιητικές ντιρεκτίβες!
Ο Heinz Richter τονίζει σχετικά:
«Ολόκληρο αυτό το έγγραφο είναι παράλογο και σαν περιεχόμενο και σαν διατύπωση. Εκεί δήθεν ένας Βούλγαρος υπογράφει για λογαριασμό της ΣΝΟΦ που προσανατολιζόταν προς τη Γιουγκοσλαβία. Πρόκειται για αφελή πλαστογραφία των ελληνικών κύκλων της δεξιάς».
Ο H. Fleischer τη συγκαταλέγει (μαζί με εκείνη του Πετριτσίου) ανάμεσα στις γνωστότερες πλαστογραφίες:
«Που επί δεκαετίες δημοσιεύτηκαν κι αναδημοσιεύτηκαν από το μηχανισμό προπαγάνδας της ελληνικής Δεξιάς […] είχαν σαφώς κατασκευαστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου από τους πολιτικούς αντιπάλους του ΕΑΜ, κυρίως από την ΠΑΟ και τους οπαδούς της».[2]
Το «Σύμφωνο» του Μελισσοχωρίου
Στις 20 Σεπτέμβρη 1944 «υπογράφτηκε» δήθεν στο Μελισσοχώρι Θεσσαλονίκης το ομώνυμο «Σύμφωνο» μεταξύ των Φιλίπποβιτς (ΚΚ Βουλγαρίας), Γιούνωφ (εκπρόσωπο του βουλγαρικού στρατού), Αυγερινού (ΕΛΑΣ) και Στασινόπουλου (ΠΕΕΑ), το οποίο «προέβλεπε» μεταξύ άλλων:
Την αμοιβαία υποστήριξη του ΕΛΑΣ και του βουλγαρικού στρατού, την κατάργηση των συνόρων μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας και -βεβαίως- την ίδρυση ανεξάρτητης Μακεδονίας.
«Η υπογραφή του συμφώνου ανηγγέλθη μετ’ ολίγας ημέρας εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν Καΐρου, εις το Συμμαχικόν στρατηγείον Μέσης Ανατολής και εις τα εν Ιταλία ευρισκόμενα κατά τας ημέρας εκείνας κλιμάκια υπό [σ.σ. ποιου άλλου;] της Πανελληνίας Απελευθερωτικής Οργανώσεως (ΠΑΟ)».[3]
Βεβαίως τέτοια «Συμφωνία» δεν υπήρξε ποτέ.
Αυτό που πράγματι υπήρξε ήταν το Σύμφωνο που συνάφθηκε μεταξύ του διοικητή των βουλγαρικών στρατευμάτων Ανατολικής Μακεδονίας – Δυτικής Θράκης Α. Συράκωφ και του γενικού αρχηγού των εθνικιστικών ομάδων Ελλήνων ανταρτών Α. Φωστερίδη (Τσαούς Αντών) στις 18 Σεπτέμβρη 1944, το οποίο στρεφόταν εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ:
«Ύστερα από τη συμφωνία αυτή τα τμήματα του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν στη Δράμα στις 19 Σεπτέμβρη περιορίστηκαν στο Ινστιτούτο Καπνού», ενώ «στις 20 Σεπτέμβρη ο Τσαούς Αντών έστησε ενέδρα κι έπιασε τη διοίκηση της VI Μεραρχίας (του ΕΛΑΣ).»
Σύμφωνα με τον στρατηγό Στ. Σαράφη, η όλη επιχείρηση διεξήχθηκε εν γνώσει και με τις «ευλογίες» των Βρετανών αξιωματικών Μύλλερ και Ρίντελ, που ήταν παρόντες στις «διαπραγματεύσεις» με τους Βουλγάρους.[4]
Ο Β. Γεωργίου γράφει:
«Οι Αγγλοι και ο Παπανδρέου με φωνασκίες κάλυπταν την πολιτική του Μύλλερ και εντείνανε την προσπάθειά τους να παρουσιάσουν τον Τσαούς Αντών σαν συμμαχική δύναμη, κατά τον ίδιο τύπο που στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, παρουσίαζαν την προδοτική οργάνωση ΠΑΟ σαν αντιστασιακή δύναμη […]
Ωστόσο, η περίεργη αυτή κατάσταση δεν κράτησε πολύ. Οι Βούλγαροι αντιφασίστες φαντάροι κι υπαξιωματικοί έδεσαν το Συράκωφ και τους φασίστες αξιωματικούς και οι ισπανικοί πύργοι του Μύλλερ καταρρεύσανε.
Τη διοίκηση του 2ου βουλγαρικού Σώματος Στρατού την ανέλαβαν Βούλγαροι παρτιζάνοι, που ακύρωσαν τη συμφωνία Συράκωφ – Τσαούς Αντών».
Όσο δε για τη λεγόμενη «Συμφωνία του Μελισσοχωρίου» αναφέρει:
«Οι αντιδραστικές δυνάμεις της Αθήνας με τις προβοκάτσιές του ψευτοσυμφώνου εκθέσανε την αγγλοπαπανδρεϊκή πολιτική σε τέτοιο σημείο, ώστε ο Παπανδρέου έσπευσε να δηλώσει ότι δεν υπέγραψαν οι κομμουνιστές την συμφωνία, αλλά ο Τσαούς Αντών.
Κι αυτό, γιατί το πραγματικό σύμφωνο Τσαούς Αντών – Συράκωφ βρισκόταν στα χέρια του ΕΛΑΣ».[5]
Μακεδονικό κι Αντικομμουνιστική υστερία – Επίλογος
Πράγματι, την 1η Οκτώβρη 1944 ο υπ. Εξωτερικών Δραγούμης χαρακτήρισε το εν λόγω «Σύμφωνο» ως «δολοπλοκίαι του Γκεωργκήεφ» (Βούλγαρου Πρωθυπουργού).[6]
Ο δε «Ριζοσπάστης», στις 3 Οκτώβρη 1944, έκανε λόγο για «ξαναζεσταμένο βουλγαρικό ιμπεριαλισμό», διατρανώνοντας ταυτόχρονα:
«Εξω οι Βούλγαροι κατακτητές απ’ τα ελληνικά και γιουγκοσλαβικά εδάφη!»[7]
Ο Στ. Σαράφης αναφέρει:
«Υστερα από τις διαμαρτυρίες του ΕΛΑΣ ο ταγματάρχης Μύλλερ αντικαταστάθηκε και έφυγε για το Κάιρο».
Οσο για τον Τσαούς Αντών:
«Ύστερα από τον Δεκέμβρη (1944) ονομάστηκε από την ελληνική κυβέρνηση έφεδρος λοχαγός, ενώ οι καπεταναίοι του ΕΛΑΣ και οι έφεδροι αξιωματικοί που βγήκαν από τη Σχολή του ΕΛΑΣ και πολεμούσαν διαρκώς τον κατακτητή όχι μόνο δεν αναγνωρίσθηκαν από το επίσημο κράτος, αλλά οι περισσότεροι βρίσκονται στις φυλακές με ασύστατες και συκοφαντικές κατηγορίες.
Ολο το Σεπτέμβρη και Οχτώβρη που οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την Ελλάδα το περίεργο είναι ότι όχι μόνο τα τάγματα ασφαλείας και τα τμήματα των ελλήνων προδοτών που είχαν οργανωθεί από τους Γερμανούς,
εξακολουθούσαν να συνεργάζονται μ’ αυτούς ως την τελευταία στιγμή να καλύπτουν την υποχώρησή τους, αλλά και τμήματα που εξόπλισαν οι Αγγλοι, όπως του Τσαούς Αντών, έκαναν το ίδιο πράγμα και βοηθούσαν τους Βουλγάρους».[8]
Μακεδονικό κι Αντικομμουνιστική υστερία – Επίλογος
Τα δεκάδες «ντοκουμέντα» που κατασκευάστηκαν τότε επιδίωκαν να πλήξουν το κύρος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, παρουσιάζοντάς τα ως «αντεθνικά», «προδοτικά», που όχι μόνο δεν έκαναν αντίσταση, αλλά και συνεργάστηκαν με τον εχθρό: Ό,τι ακριβώς δηλαδή έπραξαν οι εμπνευστές τους!
Και όμως, καμιά φορά η απάντηση έρχεται από τις πιο «απρόσμενες» πηγές.
Έκθεση του Foreign Office για το 1943 αναφέρει:
«Την ίδια στιγμή που τα εθνικιστικά και συντηρητικά στοιχεία σπαταλούσαν τον χρόνο τους στην αδράνεια, το ΕΑΜ τράβηξε μπροστά φτάνοντας ένα σημείο στο οποίο μπορεί να ισχυριστεί πως είναι ο κύριος αντιπρόσωπος της ελληνικής αντίστασης […]
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το ΕΑΜ είναι ο ηγετικός παράγοντας στο αντιστασιακό κίνημα, και δικαιολογημένα ισχυρίζονται πως ηγούνται του αγώνα τόσο για την απελευθέρωση από τον Αξονα, όσο και για τις εσωτερικές ελευθερίες […]
Οι πρώην πολιτικές προσωπικότητες απέτυχαν να δείξουν στον λαό οποιαδήποτε ηγετική ικανότητα με αυτό ή τον άλλο τρόπο, καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής. Κάποιοι κάτοχοι μεγάλων περιουσιών είναι αντίθετοι στο κίνημα αντίστασης γιατί βλέπουν τα τεράστια κέρδη που συσσώρευαν από την κατοχή να εξατμίζονται από τον κοινό σκοπό […]
Αλλά η μάζα του λαού βλέπει τους αντάρτες ως ηγέτες του αγώνα, και η θέση που κέρδισε το ΕΑΜ αποτελεί απόδειξη πως δεν υπάρχει σοβαρή αντιπολίτευση σε αυτό…»[9]
Οι διαπιστώσεις αυτές του βρετανικού ιμπεριαλισμού δε γίνονταν βεβαίως με σκοπό να αποδώσουν τα εύσημα στο ΕΑΜ, αλλά για να εκθέσουν μια κατάσταση που ενυπήρχε αντικειμενικά στο διαμορφούμενο συσχετισμό δυνάμεων στην Ελλάδα (αλλά κι ευρύτερα)
κι αναλόγως να παρθούν τα όποια απαραίτητα μέτρα, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια της αστικής εξουσίας και μετά το πέρας του πολέμου.
Σύμφωνα με τον Richter:
«Η μεταβολή της στρατηγικής κατάστασης στη Μεσόγειο οδήγησε σε μια ομαδική έξοδο «εθελοντών» για την αντίσταση από την Αθήνα. Στρατιωτικοί και πολιτικοί, βασιλικοί και δωσίλογοι έφευγαν από την Αθήνα, όπως τα ποντίκια από το πλοίο που βουλιάζει, και παρουσιάζονταν στο στρατηγείο του Μάγιερς για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους».[10]
Πράγματι, έκθεση του Foreign Office, με ημερομηνία 27 Ιούλη 1943, μιλά ξεκάθαρα για το πώς διάφοροι λεγόμενοι «εθνικόφρονες», οι οποίοι:
«Υπήρξαν ενεργοί (ή από την απάθεια, αδράνειά τους) συνεργάτες του εχθρού […] τώρα φυσικά κάνουν ύστατες προσπάθειες να αποδείξουν – μέσω της βιαστικής δημιουργίας νέων «αντιστασιακών ομάδων» και της υπογραφής πρωτοκόλλων – την πίστη τους στους Συμμάχους».[11]
Από αυτούς, άλλοι ενσωματώθηκαν στον ΕΔΕΣ κι άλλοι συνέχισαν να δρουν μέσα από αυτόνομες ομάδες, διατηρώντας σχέσεις τόσο με τους Βρετανούς όσο και τις δυνάμεις Κατοχής.
Ταυτόχρονα και «με την ανοχή των Βρετανών», τόνιζε ο Richter, εξαπολύθηκε «μια πλατιά συκοφαντική εκστρατεία ενάντια στον ΕΛΑΣ».
Το 1944 ο Λήπερ (αξιωματούχος της Διεύθυνσης Πολιτικού Πολέμου της Βρετανίας) εξέδωσε την εξής οδηγία προς τα ΜΜΕ:
«Γενικά, κανένα εύσημο, οποιουδήποτε είδους δεν πρέπει να δίνεται στον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ».[12]
Μακεδονικό κι Αντικομμουνιστική υστερία – Επίλογος
Είναι σαφές πως όλα αυτά αξιοποιήθηκαν από το βρετανικό ιμπεριαλισμό και ως ένα μέσο πίεσης στο ΕΑΜ. Πρόκειται για «σημάδια» που καταδείκνυαν πως η «αντιφασιστική συμμαχία» έφτανε στο τέλος της.
Οι αδυναμίες στην στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος θα απέβαιναν καθοριστικές στην υποτίμηση των «σημαδιών» αυτών.
Την ίδια στιγμή λοιπόν που ΕΑΜ και ΕΛΑΣ ρίχνονταν ολόπλευρα στη μάχη κατά των δυνάμεων Κατοχής και των ντόπιων συνεργατών τους, οι αστικές δυνάμεις – φιλογερμανικές και φιλοβρετανικές εξίσου – προετοιμάζονταν σε αγαστή συνεργασία για τη μάχη της επόμενης μέρας: τη μάχη για την εξουσία.
Έκθεση του υποστράτηγου Εριχ Σμιτ-Ρίχμπεργκ (επιτελάρχη της Ομάδας Στρατιών Ε) για το δίμηνο Ιούλης – Αύγουστος 1944 αναφέρει γύρω από την ανάπτυξη της πάλης του ΕΑΜ λίγο πριν την απελευθέρωση:
«Η εγκληματική συμμοριακή δράση έχει προσλάβει άγνωστη ως τώρα διάσταση. Πράξεις δολιοφθοράς κατά των συγκοινωνιακών συνδέσεων, καλά οργανωμένες επιδρομές και επιθέσεις εναντίον βάσεων και χωριών που κατέχονται από δικά μας τμήματα, αποτελούν σχεδόν καθημερινά φαινόμενα».
Στον αντίποδα:
«Η εθνικοδημοκρατική κατεύθυνση (ΕΔΕΣ), που πολιτικά βρίσκεται στη γραμμή της εξόριστης κυβέρνησης Παπανδρέου, προσπαθεί πάντα να διαβεβαιώσει τη δύναμη κατοχής για τη νομιμοφροσύνη της ώστε άθικτη να προετοιμαστεί για τον επερχόμενο στρατιωτικό και πολιτικό αγώνα για την εξουσία».
Άλλωστε, όπως αναφέρουν διάφορες γερμανικές πηγές, ήδη από τα τέλη του 1943 είχε:
«Κλειστεί μια σιωπηρή συμφωνία να μη γίνονται αμοιβαία εχθροπραξίες στην περιοχή των εθνικών ανταρτών».[13]
Το γεγονός ότι το ΚΚΕ δεν είχε και το ίδιο προετοιμαστεί για τον επερχόμενο πολιτικό και στρατιωτικό αγώνα (δεν μπόρεσε δηλαδή να εντάξει την εθνικοαπελευθερωτική πάλη σε στρατηγική για την εργατική εξουσία),
αντίθετα είχε εγκλωβιστεί στις Συμφωνίες με τους «συμμάχους» Βρετανούς και τον αστικό πολιτικό κόσμο στο Κάιρο, σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι όση λάσπη και αν ρίξουν παλαιοί και σύγχρονοι θαυμαστές του Γκαίμπελς, θα μπορέσουν ποτέ να διαγράψουν ή να αμαυρώσουν το ρόλο του ΚΚΕ στον αντιφασιστικό – εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του λαού στην Κατοχή και γενικότερα.
Κλείνουμε, αναγράφοντας το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση – κάλεσμα της ΚΕ του ΚΚΕ της 3 Αυγούστου 1944:
«Κομμουνιστές! Ξεσηκώστε, οδηγήστε το λαό και το στρατό μας στη μάχη. Σε γενική έφοδο για τη λευτεριά. Πολεμήστε στις πρώτες γραμμές. Μεταδώστε σ’ όλο το λαό τόλμη και αποφασιστικότητα, το πνεύμα της δράσης και της νίκης. Πολεμήστε και απελευθερώστε στην Ελλάδα. Ολοι επί ποδός πολέμου!»[14]
Σημειώσεις:
[1]. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 286-287.
[2]. Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 179 και H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης», στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ.102, 113.
[3]. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 290-291.
[4]. Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 466-467, Β. Γεωργίου: «1940-1945. Ιστορία της Αντίστασης», τ. 4, εκδ. «Αυλός», 1979, σελ. 1593-1954.
Η έκθεση υπ. αρ. 311/10 (Οκτώβρης 1944) της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας, έγραφε:
«Ταυτόχρονα, ο κ. Μύλλερ και ο Στρατηγός Συράκωφ αξιώνουν από τον ΕΛΑΣ ν’ απολύσει όλους τους κρατούμενους κομιτατζήδες και βούλγαρους εγκληματίες πολέμου.
Οι γερμανοί φαίνεται ξεκάθαρα ότι για την προάσπιση της γραμμής Κρούσα μέχρι της λίμνης Δοϊράνης χρησιμοποιούν τις δυνάμεις της ΠΑΟ στο Κιλκίς και ανατολικώς Νιγρίτας.
Εκτός τούτου επωφελούνται της κατάστασης που δημιουργήθηκε στην Ανατολική Μακεδονία (με το σύμφωνο Συράκωφ-Τσαούς Αντών) ώστε να εξουδετερώσουν όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις του ΕΛΑΣ και των Βουλγάρων παρτιζάνων για να συγκρατούνται και να μην επιτίθενται κατ’ αυτών στη γραμμή Στρυμώνα»,
Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 469.
[5]. Β. Γεωργίου: «1940-1945. Ιστορία της Αντίστασης», τ. 4, εκδ. «Αυλός», 1979, σελ. 1594.
[6]. Εφημερίδα «Ελευθερία», 2 Οκτώβρη 1944.
[7]. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 3 Οκτώβρη 1944.
[8]. Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδ. «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1958, σελ. 470.
[9]. Σύνοψη της Αναφοράς για την Ελλάδα, 1943, Φάκελος HS5/224 (PRO).
[10]. Aide-memoire της 21.5.1943, Αρχείο Τσουδερού, στο Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 20.
[11]. Έκθεση του Foreign Office, 27.7.1943, Φάκελος HS5/22 (PRO).
[12]. From Foreign Office to Cairo, Φάκελος FO 954/11, 23/4/1944 (PRO) και Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 20.
[13]. ΚΚΑ Πότσνταμ, αρ. φιλμ 18.454, Ένορκη δήλωση των Γκέμπχαρντ φον Λέντε, πρώην αξιωματικού του επιτελείου του 22ου Ορεινού Σώματος Στρατού και Α. Βίντερ, πρώην Επιτελάρχη της Ομάδας Στρατιών Ε στο αμερικανικό στρατοδικείο της Νυρεμβέργης, V, στις 27.9.1947 και 22.9.1947 αντίστοιχα, Μ. Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1991, σελ. 240, 267 και 235.
[14]. «ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα», τ.5, σελ. 221.
[*]. Ο Διονύσης Αρβανιτάκης είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και του Τμήματος Ιστορίας. Ο Αναστάσης Γκίκας είναι συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
Πηγή: ΚΟΜΕΠ, Τεύχος 1-2013