Μακεδονικό κι Αντικομμουνιστική υστερία – Μέρος 1ο
Άρθρο των Διονύση Αρβανιτάκη και Αναστάση Γκίκα*
Εισαγωγή
Είναι γεγονός πως, ιστορικά, κάθε φορά που ξέσπαγε βαθιά και παρατεταμένη καπιταλιστική οικονομική κρίση, ο αντικομμουνισμός οξυνόταν υπό το φόβο της ριζοσπαστικοποίησης των μαζών και με στόχο την ενσωμάτωσή τους.
Σήμερα, ένα δείγμα της έντασης αυτής του αντικομμουνισμού αποτελεί η αναβίωση μιας σειράς «επιχειρημάτων» κατά του ΚΚΕ που κατασκευάστηκαν την περίοδο της Κατοχής και διαδίδονται στις μέρες μας ευρέως από διάφορα αστικά, εθνικιστικά, νεοναζιστικά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα.
«Αξιοποιούνται» δε στην πρώτη γραμμή της αντικομμουνιστικής επίθεσης κομμάτων, όπως η «Χρυσή Αυγή» κι όχι μόνο.
Πρόκειται για «ντοκουμέντα» που στη διάρκεια της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης παράχθηκαν μαζικά, προκειμένου να δυσφημιστεί ο αγώνας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.
Δεκάδες «συμφωνίες» έκαναν τότε την εμφάνισή τους, με τις οποίες το ΕΑΜ και το ΚΚΕ άλλοτε εμφανίζονταν να «προδίδουν» την Ελλάδα στους Αλβανούς, άλλοτε στους Βούλγαρους, άλλοτε στους Γιουγκοσλάβους, άλλοτε στους Γερμανούς κ.ο.κ.
Είναι χαρακτηριστικό πως τα κείμενα αυτά στην πλειονότητά τους «ανακαλύφθηκαν» και διοχετεύτηκαν στη δημοσιότητα από τις ίδιες τις δυνάμεις κατοχής, από οργανώσεις όπως η ΠΑΟ ή ακόμα κι από τις βρετανικές υπηρεσίες.
Με το πέρας του πολέμου συναντάμε τα εν λόγω «έγγραφα» συγκεντρωμένα στην έκδοση του Υφυπουργείου Τύπου & Πληροφοριών (1947) με τίτλο:
«Η εναντίον της Ελλάδος επιβουλή».
Αποτελούν πλέον τμήμα του οπλοστασίου της άρχουσας τάξης, από το οποίο επιστρατεύονται όλα εκείνα τα «στοιχεία» που απαιτούνται προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ο διωγμός των αγωνιστών της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και του ΚΚΕ.
Έτσι τα «ντοκουμέντα» αυτά ανασύρονται ξανά και ξανά για να «αποδείξουν» τα περί «ξενοκίνητου κομμουνισμού», περί «πρακτορισμού», περί «σχεδιαζόμενου διαμελισμού της Ελλάδας» χάριν των «Σλαύων» κ.ο.κ.
Οι πρώην συνεργάτες των Ναζί εμφανίζονταν πια ως τιμητές της «εθνικοφροσύνης», ισχυριζόμενοι πως:
«Ούτε ο ΕΛΑΣ ούτε οι Σέρβοι παρτιζάνοι διεξήγον αγώνα κατά του κατακτητού»
(σ.σ. η Ελλάδα κι η Γιουγκοσλαβία ήταν εντωμεταξύ οι μόνες χώρες της Ευρώπης που απελευθερώθηκαν από ίδιες δυνάμεις) και πως:
«Η μετά των Γερμανών και Βουλγάρων συνεργασία των κομμουνιστών ήταν πλέον απροκάλυπτος!»[1]
Κατόπιν τα «ντοκουμέντα» αυτά αναπαράχθηκαν σε εκδόσεις της Χούντας («Δεκέμβριος 1944 – Δεκέμβριος 1967»), στα «έργα» του «διαφωτιστή» της δικτατορίας και υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ Γ. Γεωργαλά («Η Προπαγάνδα»), του καθηγητή στις Σχολές των Σωμάτων Ασφαλείας και του Αρχηγείου Στρατού (επί Χούντας) κι ιδιαιτέρου του Ι. Λαδά Κ. Πλεύρη («Ο λαός ξεχνά τι σημαίνει Αριστερά») κ.ά.
Πλέον αποτελούν «πρώτη ύλη» στην αντικομμουνιστική προπαγάνδα των σύγχρονων «Ταγμάτων Εφόδου» του συστήματος, παρουσιαζόμενα ως:
«Στοιχεία που ανατρέπουν αυτά που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα ή πιο σωστά ρίχνουν φως (!) στο σκοτάδι στο οποίο προσπαθούν να μας εγκλωβίσουν οι Προπαγανδιστές του Κομμουνισμού […]
Αποκαλούν “φασίστα” και προδότη τον Μεταξά που είπε ΟΧΙ ενώ αυτοί έκαναν συμφωνίες με τους Γερμανοϊταλούς […]
Για την Ελλάδα πολέμησαν οι Ελληνες εθνικιστές […] Οι Αριστεροί κατά τον Β΄ παγκόσμιο δεν πολέμησαν υπέρ της Ελλάδος (εφόσον δεν πιστεύουν σε σημαίες, πατρίδες, θρησκείες, σύνορα, κτλ), πολέμησαν υπέρ του Κομμουνισμού. Αυτό συνεπάγεται και μαθηματικά (λόγω ιδεολογίας) αλλά κι αποδεικνύεται και μέσω των παραπάνω εγγράφων».[2]
Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε έξι από τα «επίμαχα» αυτά «ντοκουμέντα», που είναι και τα πλέον «δημοφιλή» στις ανάλογες αναφορές.
- Πρόκειται για το «Σύμφωνο του Πετριτσίου»,
- τη «Συμφωνία ΕΑΜ – ΣΝΟΦ»,
- το «Στρατιωτικό Σύμφωνο Γερμανών – ΕΛΑΣ»,
- τις «Συμφωνίες» του Γ. Σιάντου με τους Γερμανούς
- και το «Σύμφωνο του Μελισσοχωρίου».
Παρότι, όπως παρατήρησε ο ιστορικός H. Fleischer:
«Οι περισσότερες από τις πλαστογραφίες αυτές είχαν κατασκευασθεί μάλλον αδέξια»,[3]
ωστόσο πολλές από αυτές περιλαμβάνονται και στην έκδοση του Γενικού Επιτελείου Στρατού «Αρχεία Εθνικής Αντίστασης 1941-1944», προσδίδοντάς τους μια κάποια «σοβαρότητα» και «επισημότητα».
Στο ίδιο έργο βέβαια παρατίθενται ως «ιστορικά ντοκουμέντα» ακόμα και καταθέσεις ταγματασφαλιτών, στις οποίες φέρονταν να πολεμούν στα βουνά της Λακωνίας τον ίδιο τον Γ. Δημητρώφ (ΓΓ της Κομμουνιστικής Διεθνούς), ο οποίος δήθεν μαχόταν μαζί με τον ΕΛΑΣ εναντίον των «αληθινών πατριωτών»![4]
Επομένως, το τι μπορεί από εκεί μέσα να χαρακτηριστεί ως αξιόπιστο και τι όχι είναι ένα μεγάλο ζήτημα.
Οι λεγόμενες «Εθνικιστικές Οργανώσεις» της Κατοχής
Στη διάρκεια της Κατοχής εμφανίστηκαν κι έδρασαν μια σειρά «εθνικιστικές οργανώσεις», όπως η «Χ», ο ΕΔΕΣ Αθήνας, η Εθνική Δράση, η Τρίαινα, η ΠΑΟ (Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση), η ΡΑΝ (Ρωμυλία – Αυλών – Νήσοι) κ.ά.
Ορισμένες από αυτές «μοίρασαν» τη δράση τους, άλλοτε κάνοντας «αντίσταση» στον κατακτητή κι άλλοτε μαχόμενοι κατά του ΕΑΜ. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία βέβαια επικέντρωσαν τις ενέργειές τους στο δεύτερο.
Οι εν λόγω οργανώσεις διατηρούσαν δίαυλους επικοινωνίας και συνεργασίας, τόσο με τις δυνάμεις κατοχής και τις δοσιλογικές κυβερνήσεις, όσο και με το Βρετανικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και την κυβέρνηση του Καΐρου.
Η σύγκρουση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με αυτές υπήρξε καταλυτική στη διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων εντός της Ελλάδας προς τα τέλη της κατοχικής περιόδου.
Με τη λήξη δε του πολέμου οι αστικές κυβερνήσεις δε δίστασαν να τις «αναγνωρίσουν» ως «αντιστασιακές», ενώ πολλοί από τους πρωταγωνιστές τους τιμήθηκαν ή έκαναν καριέρα στον κρατικό (και παρακρατικό) μηχανισμό.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Στις περιβόητες «δίκες των δοσίλογων» η συντριπτική τους πλειοψηφία «βγήκε λάδι».
Όταν ο αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων Θ. Σοφούλης (ο οποίος μάλιστα είχε προσέλθει ως μάρτυρας κατηγορίας) ρωτήθηκε «διατί συνεκροτήθησαν τα Τάγματα Ασφαλείας», εκείνος απάντησε:
«Είναι γνωστός ο σκοπός. Έγιναν δια να κτυπήσουν τα δήθεν τάγματα αντιστάσεως του ΕΑΜ. Διά της ιδρύσεώς των η κυβέρνησις (σ.σ. η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη) ηθέλησε να εξασφαλίσει την δημοσίαν τάξιν.
Αυτή ήτο η αρχική σκέψις. Εξετράπησαν όμως εις ασχήμιας, εξορμήσεις προς συνοικισμούς κλπ. Ο σκοπός των όμως είναι ο εκτεθείς. Περί τούτου δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία».[5]
Είχε βεβαίως προηγηθεί η ευρεία χρήση ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας στις μάχες του Δεκέμβρη του 1944 (καθ’ υπόδειξη και με τις ευλογίες των Βρετανών).[6]
Στη συνέχεια, ακόμα και γνωστοί εγκληματίες ταγματασφαλίτες (όπως ο Ι. Πλυντζανόπουλος κι οι συνεργάτες του, που μετείχαν ενεργά στη δολοφονία δεκάδων πατριωτών στο μπλόκο της Κοκκινιάς) απαλλάχθηκαν από κάθε κατηγορία.
Άλλοι, όπως ο διοικητής των Τ.Α. Καλαμάτας Δ. Παπαδόπουλος, ο διοικητής των Τ.Α. Σπάρτης Κ. Κωστόπουλος, ο διοικητής των Τ.Α. Γυθείου Π. Δεμέστιχας, ο διοικητής των Τ.Α. Ναυπλίου Δ. Μουστακόπουλος, ο υποδιοικητής των Τ.Α. Χαλκίδας και τόσοι άλλοι, θα συνεχίσουν να κάνουν «λαμπρές» καριέρες στον ελληνικό στρατό.[7]
Επομένως, μάλλον δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη ο χαρακτηρισμός «εθνικοί αγωνιστές» που απέδωσε στους ταγματασφαλίτες ο ΓΓ της «Χρυσής Αυγής» Ν. Μιχαλολιάκος ή η απόδοση τιμών στα Τάγματα Ασφαλείας από τη «Χρυσή Αυγή» στο «μνημόσυνο» που τέλεσε στο Μελιγαλά στις 16 Σεπτέμβρη 2012.
Εκεί, όπου υπό το σύνθημα «Τιμή στους Χίτες και τους Ταγματασφαλίτες» η εν λόγω οργάνωση «δεσμεύτηκε» να αναγορεύσει την «επέτειο» σε «εθνική εορτή».
Μεταξύ άλλων, η επίκληση της ιστορίας των λεγόμενων «εθνικιστικών οργανώσεων» της Κατοχής έχει και την έννοια της δημιουργίας ενός ιστορικού προηγούμενου, μιας «παράδοσης» και μιας συνέχειας για τις σύγχρονες ακροδεξιές – φασιστικές οργανώσεις, όπως η «Χρυσή Αυγή».
Η Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις (ΠΑΟ)
Μια ειδική αναφορά στην ΠΑΟ είναι απαραίτητη, μιας κι η εν λόγω οργάνωση φέρεται (κατά τα λεγόμενα της ίδιας τουλάχιστον) ως υπεύθυνη για την «ανακάλυψη» και δημοσιοποίηση των τριών εκ των έξι «ντοκουμέντων» που εξετάζουμε.[8]
Η ΠΑΟ υπήρξε μετεξέλιξη της ΥΒΕ («Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος»), μιας οργάνωσης που συγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 1941 από αξιωματικούς του στρατού και που τελούσε αρχικά:
«υπό τας διαταγάς της Κυβερνήσεως του Καΐρου».[9]
Οντας οργάνωση βαθύτατα αντικομμουνιστική, δεν άργησε να έρθει σε σύγκρουση με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Απόρρητη Εκθεση των Βρετανών αναφέρει πως:
«Οι τριβές (με τον ΕΛΑΣ) ξανάρχισαν τον Σεπτέμβριο (του 1943), όταν πρώτα στην περιοχή της Κοζάνης ομάδες της ΠΑΟ άρχισαν να συνεργάζονται με τους Γερμανούς, κι όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος τον Οκτώβριο.
Ο ΕΛΑΣ έκανε επίθεση με όλες του τις δυνάμεις εναντίον της ΠΑΟ, πράγμα που κατέληξε στην ουσιαστική εξαφάνιση της τελευταίας ως το τέλος του χρόνου.
Από τότε μερικές ομάδες της ΠΑΟ έχουν αναβιώσει με γερμανικά όπλα και γερμανική στήριξη και τα μέλη της κάνουν στην Μακεδονία και στον Εβρο τις ίδιες δουλειές που κάνουν αλλού τα Τάγματα Ασφαλείας.
Οι σχετικές ενδείξεις οδηγούν αναμφισβήτητα στο συμπέρασμα ότι ορισμένες πρώην μονάδες της ΠΑΟ τώρα συνεργάζονται ολόψυχα με τους Γερμανούς σε επιχειρήσεις κατά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί από τους Γερμανούς ως στρατός φρουράς».[10]
Μια άλλη ξεχωριστή ομάδα της ΠΑΟ διατηρούσε «στενές σχέσεις με εθνικιστικές οργανώσεις στην Αθήνα».
Αιτιολογώντας τη στήριξη της ΠΑΟ από τις δυνάμεις Κατοχής, η ίδια έκθεση εξηγούσε:
«Στρατιωτικώς, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι Γερμανοί το 1943 ήταν ο ΕΛΑΣ. Ηταν προφανώς ασήμαντο γι’ αυτούς ποιος έκανε αντίσταση στον ΕΛΑΣ κι ήταν κατά συνέπεια πρόθυμοι να υποστηρίξουν μια οργάνωση σαν την ΠΑΟ».[11]
«Βεβαίως θα ηδύναντο να αντιταχθή», έγραφε η ΠΑΟ στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης του Καΐρου (15 Μάη 1944) σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα:
«Ότι όφειλον ούτοι αντί να δεχθούν πυρομαχικά από τον εχθρόν, να επιστρέψουν στα χωριά των αποστρατευόμενοι. Τούτο δύναται να υποστηριχθή μόνον από τον μη έχοντα σαφή γνώσιν της διαμορφωθείσης εν Βορείω Ελλάδι καταστάσεως».
Διαβεβαίωνε δε πως:
«Η ΠΑΟ παρέμεινεν αρραγής και συνεχίζει το εθνικόν της έργον μετά της αυτής θέρμης και επιμονής ως και πρότερον, αποτελούσα την μόνην εθνικήν οργάνωσιν της Βορ. Ελλάδος».
Τέλος, εξέφρασε την επιθυμία όπως:
«Το Συμμαχικόν Στρατηγείον Μέσης Ανατολής και η Κυβέρνησίς μας χρησιμοποιήση την σοβαράν ταύτην δύναμιν προς όφελος του διεξαγόμενου αγώνος και επ’ αγαθώ της Ελληνικής Πατρίδος».[12]
Οι ίδιοι οι Βρετανοί, παρότι συγκατέλεγαν την ΠΑΟ μεταξύ των δοσιλογικών οργανώσεων, είχαν προτείνει ακόμα και την ένταξή της στο Κοινό Γενικό Στρατηγείο της ελληνικής αντίστασης.
Καθ’ όλη την περίοδο του 1943-44 η ΠΑΟ συνέχιζε να έχει επαφές με το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και την Ελληνική Κυβέρνηση του Καΐρου, προμηθεύοντάς τους με τις «αποδείξεις» της «προδοσίας» του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.[13]
Συνεχίζεται με το 2ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 279, 282, 359, 363.
[2]. Άρθρο με τίτλο «Σύμφωνα ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με Γερμανούς!», στην ιστοσελίδα της «Χρυσής Αυγής», Τ.Ο. Ά.Λιοσίων – Αχαρνών – Καματερού.
[3]. H. Fleischer: «Επαφές μεταξύ των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και των κυριότερων οργανώσεων της Ελληνικής Αντίστασης», στο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950», εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 113.
[4]. Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-44), τ.8, Αθήνα, 1998, σελ. 252.
[5]. Ν. Καρκάνη: «Οι δοσίλογοι της κατοχής: Δίκες-παρωδία, ντοκουμέντα, αποκαλύψεις, μαρτυρίες», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1981, σελ. 74.
[6]. Γεγονός που παραδέχτηκε ο ίδιος ο Λέοντας Σπαής (υφυπουργός των στρατιωτικών) σε άρθρο του στο περιοδικό Πολιτικά Θέματα το Δεκέμβρη του 1976. Σε αυτό αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν κατά του ΕΑΜ τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Άγγλων και η απόφαση δική μου […]
Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων. Χρησιμοποιήσαμε 12.000, τους λιγότερο εκτεθειμένους και οπωσδήποτε κανένα από τα σημαίνοντα στελέχη.
Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε – αφού τους πήραμε από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κυρίως στο Γουδί – στο κτίριο των παλαιών Ανακτόρων, τη σημερινή Βουλή. Εκεί στα υπόγεια υπήρχαν αποθήκες ιματισμού και οπλισμού […]
Δεν είναι αλήθεια ότι δε χρησιμοποιήθηκαν Τάγματα Ασφαλείας στα Δεκεμβριανά, όπως τότε και αργότερα ισχυρίζονταν Άγγλοι και Έλληνες. Χρησιμοποιήθηκαν οι μισοί περίπου, από όσους είχαν συλληφθεί και αυτή είναι η αλήθεια, που την αποκαλύπτω σήμερα».
[7]. Τ. Κωστόπουλου: «Η αυτολογοκριμένη μνήμη: τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη», εκδ. «Φιλίστωρ», 2005, σελ. 73-74, 78.
[8]. Πρόκειται για τα «Σύμφωνα» του Πετριτσίου, του Μελισσοχωρίου και το «Στρατιωτικό Σύμφωνο Γερμανών-ΕΛΑΣ».
[9]. Εκτελεστική Επιτροπή της ΠΑΟ προς την Α.Ε. τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως της Ελευθέρας Ελλάδος, Κάιρον, 15.5.1944, στο Π. Παπαθανασίου:
«Για τον Ελληνικό Βορρά. Μακεδονία 1941-1944. Αντίσταση και Τραγωδία. Το ανέκδοτο αρχείο-ημερολόγιο του Ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου», τ.2, εκδ. «Παπαζήση», 1988, σελ. 805-806.
[10]. Έγγραφο PIC/263/21, 18.7.1944, στο Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-44), τ.8, Αθήνα, 1998, σελ. 126.
[11]. Ίδια πηγή σελ. 95.
[12]. Εκτελεστική Επιτροπή της ΠΑΟ προς την Α.Ε. τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως της Ελευθέρας Ελλάδος, Κάιρον, 15.5.1944, στο Π. Παπαθανασίου: «Για τον Ελληνικό Βορρά. Μακεδονία 1941-44. Αντίσταση και Τραγωδία. Το ανέκδοτο αρχείο-ημερολόγιο του Ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου», τ.2, εκδ. «Παπαζήση», 1988, σελ. 808-810.
[13]. Βλ. Τσουδερός προς Λήπερ, 24.9.1943 και 29.9.1943, Αρχείο Τσουδερού, στο Η. Richter: «1936-1946: δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα», τ. Β΄, εκδ. «Εξάντας», 1975, σελ. 20, Χ. Νάλτσα: «Το Μακεδονικόν ζήτημα και η σοβιετική πολιτική», εκδ. «Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών», 1954, σελ. 279, 282, 291.
[*]. Ο Διονύσης Αρβανιτάκης είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και του Τμήματος Ιστορίας. Ο Αναστάσης Γκίκας είναι συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
Πηγή: ΚΟΜΕΠ, Τεύχος 1-2013