Λουκέτο στις μισές σχεδόν μαιευτικές κλινικές της Γερμανίας!
Κλειστό το 44% των μαιευτηρίων με όρους «κόστους – οφέλους»
Αυξήθηκαν οι ασφαλιστικές εισφορές για τους μακροχρόνια πάσχοντες
Λουκέτο έχει μπει σχεδόν στις μισές μαιευτικές κλινικές στη Γερμανία τις τελευταίες δεκαετίες για «οικονομικούς λόγους», στην πιο ισχυρή καπιταλιστική οικονομία της Ευρώπης και σε μια από τις κορυφαίες του κόσμου.
Στην «ατμομηχανή» της Ευρώπης, όλα τα νοσοκομεία (εκκλησιαστικά, πανεπιστημιακά, αυτά που ανήκουν σε κάποιο φορέα) δεν χρηματοδοτούνται από το κράτος, λειτουργούν με επιχειρηματικά κριτήρια, δηλαδή πόσο «αποδοτικά» και «κερδοφόρα» είναι.
Η λειτουργία των νοσοκομείων στη Γερμανία με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, με βάση τη σχέση «κόστους – οφέλους», η «αυτοχρηματοδότηση» των νοσοκομείων με έμμεσες και άμεσες πληρωμές από τους ασθενείς, που έχει ως αποτέλεσμα μια κλινική να αξιολογείται με κριτήριο αν «βγάζει» τα έξοδά της,
όλα αυτά έχουν οδηγήσει εκατοντάδες μαιευτικές κλινικές να θεωρηθούν «ασύμφορες» και άλλες να κλείσουν τελείως, άλλες να συγχωνευτούν μειώνοντας τον αριθμό των γυναικών που παρακολουθούνται.
Την ίδια στιγμή, αυξάνονται οι εξαγορές νοσοκομείων, με το 30% πλέον να ελέγχονται από επιχειρηματικούς ομίλους.
Ένας άλλος παράγοντας για το κλείσιμο ή τη συγχώνευση μαιευτικών κλινικών είναι και η έλλειψη υγειονομικού προσωπικού – κυρίως μαιών.
Για ποιο λόγο, όμως, σε ένα από τα πιο αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, εν έτει 2018, με αυτήν την αλματώδη ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, να λείπουν μαίες και γιατροί;
Η απάντηση βρίσκεται τόσο στους έντονους ταξικούς διαχωρισμούς και φραγμούς του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος από πολύ μικρή ηλικία,
αλλά και στο ότι στις καπιταλιστικές οικονομίες δεν υπάρχει σχεδιασμός της οικονομίας και της εκπαίδευσης με κριτήριο την κάλυψη των διευρυνόμενων λαϊκών αναγκών, αλλά με κριτήριο την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Επίσης οι χαμηλοί μισθοί, η ελλιπής ασφάλιση (για οικονομικούς λόγους) των μαιών και οι άσχημες συνθήκες εργασίας εξαιτίας της έλλειψης προσωπικού, δεν καθιστούν το επάγγελμα της μαίας ελκυστικό.
Από την άλλη, τα νοσοκομεία για να εξοικονομήσουν χρήματα δεν προσλαμβάνουν επαρκή αριθμό γυναικολόγων, καθώς αυτοί …κοστίζουν περισσότερο.
Αυξάνονται οι γεννήσεις, μειώνονται τα μαιευτήρια
Με αφορμή τα απανωτά «λουκέτα» τα τελευταία δυο χρόνια, ο γερμανικός Τύπος («Deutsche Welle», «Sueddeutsche Zeitung» κ.ά.) υπογραμμίζει:
Εδώ και χρόνια το ποσοστό γεννήσεων στη Γερμανία αυξάνεται. Ταυτόχρονα, ο αριθμός των νοσοκομείων μειώνεται. Αυτό αφορά όλες τις περιοχές της χώρας.
Το 1991 λειτουργούσαν στη Γερμανία 1.186 μαιευτικές κλινικές, το 2014 είχαν μειωθεί στις 725 και το 2017 έχουν απομείνει μόλις 672 κλινικές.
Αυτό σημαίνει ότι τα περασμένα 26 χρόνια ο αριθμός των «δημόσιων» μαιευτηρίων μειώθηκε κατά 44%.
Σήμερα, λειτουργούν μαιευτικές κλινικές σε λιγότερο από το 35% όλων των νοσοκομείων.
Σύμφωνα με τη Γερμανική Ενωση Μαιών:
«Σχεδόν κάθε μήνα κλείνει τις πόρτες της μια αίθουσα τοκετού, είτε προσωρινά, είτε οριστικά».
Ένας από τους βασικούς λόγους για αυτήν την εξέλιξη είναι οικονομικός. Τα λειτουργικά έξοδα είναι πολλά και καλύπτονται μόνο όταν οι ετήσιες γέννες φτάνουν τις 800 – 1.000.
Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στο κρατίδιο του Ζάαρ, όπου έχουν κλείσει περισσότερα από τα μισά μαιευτήρια.
Ακολουθούν τα ομόσπονδα κρατίδια Βάδη – Βυρτεμβέργη, Ρηνανία – Παλατινάτο, Μεκλεμβούργο – Δυτική Πομερανία, Βαυαρία, Σλέσβιχ – Χολστάιν και Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία, με ποσοστό κλεισίματος άνω του 40%.
Ταυτόχρονα, ο αριθμός γεννήσεων στη Γερμανία αυξήθηκε σημαντικά από το 2010 έως το 2016.
Το 2016 γεννήθηκαν 792.000 παιδιά, έναντι 678.000 το 2010. Το 2017 οι γεννήσεις ανήλθαν σε 785.000, ελαφρώς λιγότερες από το προηγούμενο έτος, αλλά εξακολουθούν να είναι σημαντικά περισσότερες σε σχέση με πριν.
Ιδιαίτερα μεγάλος είναι ο κίνδυνος για τις μέλλουσες μητέρες στις αγροτικές περιοχές, όπου η πρόσβαση σε κάποιο μαιευτήριο των αστικών κέντρων είναι ακόμη πιο δύσκολη.
Στην επαρχία το κλείσιμο ενός μαιευτηρίου δημιουργεί ιδιαίτερη ανασφάλεια και δυνητικό κίνδυνο για την υγεία των επιτόκων, καθώς δεν εξασφαλίζεται ότι οι γυναίκες θα βρίσκονται εντός 45 λεπτών το πολύ στο μαιευτήριο.
Αλλά και στα μεγάλα αστικά κέντρα, το κλείσιμο μαιευτικών κλινικών αυξάνει τον συνωστισμό στα υπόλοιπα εναπομείναντα μαιευτήρια.
Ενδεικτικά στη Στουτγκάρδη, το νοσοκομείο «Charlottenhaus» ανακοίνωσε πρόσφατα πως κλείνει το μαιευτήριο μέχρι τα τέλη του χρόνου, δηλαδή οι γεννήσεις που πραγματοποιούνταν εκεί θα προστεθούν στις όμορες μαιευτικές κλινικές.
«Αυτό είναι πρόβλημα για όλα τα νοσοκομεία, όλα έχουν περιορισμένες δυνατότητες από άποψη χώρου και προσωπικού»,
λέει ο διευθυντής της Κλινικής Γυναικολογίας και Μαιευτικής του «Marienhospital», Μάνφρεντ Χόφμαν.
Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη «κινημάτων» και αντιλήψεων που υποστηρίζουν τη «γέννα στο σπίτι», μια βολική και συμφέρουσα λύση για το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία, που όμως ενέχει κινδύνους για την υγεία της μητέρας και του βρέφους.
Επίσης, έχει οδηγήσει στη δημιουργία «συνεταιρισμών μαιών», όπου σε διάφορους χώρους αναλαμβάνουν τοκετούς χωρίς την παρουσία γιατρού και χωρίς τον απαραίτητο νοσοκομειακό εξοπλισμό.
Αυτή την …τύχη επιφυλάσσει στο λαό το γερμανικό κράτος, που θεωρείται πρωτοπόρο στην «καινοτομία», εντείνει τη χρηματοδότηση της ψηφιοποίησης, της τεχνητής νοημοσύνης και των υψηλών τεχνολογιών, στο βαθμό που αξιοποιούνται για την αύξηση της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων.
«Η καλύτερη περίθαλψη κοστίζει»
Σε μια παράλληλη εξέλιξη, η απόφαση του γερμανικού υπουργικού συμβουλίου την προηγούμενη βδομάδα να αυξηθούν οι ασφαλιστικές εισφορές για τον κλάδο της μακροχρόνιας περίθαλψης (άνω των 6 μηνών)
αναδεικνύει πως όσο η Υγεία είναι εμπόρευμα και δεν χρηματοδοτείται αποκλειστικά από το κράτος, οι ασθενείς θα πληρώνουν διαρκώς και οι υπηρεσίες θα λειτουργούν ολοένα και περισσότερο σαν «μαγαζιά».
Συγκεκριμένα, η εισφορά για την ασφάλιση της μακροχρόνιας περίθαλψης (τη μοιράζονται εργαζόμενοι και εργοδότες) θα αυξηθεί από το 2019 κατά 0,5% και θα ανέλθει στο 3,05% και για όσους δεν έχουν παιδιά στο 3,3% του μεικτού μισθού.
Πέρυσι επεκτάθηκαν οι κατηγορίες των ασθενών που δικαιούνται μακροχρόνια περίθαλψη και τα χρήματα για τις επιπλέον δαπάνες που απαιτούνται δεν θα προέλθουν από την κυβέρνηση – που σημειωτέον χαρατσώνει με υψηλή φορολογία τον γερμανικό λαό – αλλά από τις τσέπες των εργαζομένων και των συνταξιούχων.
Συγκεκριμένα, η αύξηση της εισφοράς θα φέρει επιπρόσθετα έσοδα ύψους 7,6 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ το γερμανικό υπουργείο Υγείας προεξοφλεί ότι θα υπάρξει και νέα αύξηση στις αντίστοιχες εισφορές, μετά το 2022.
Εξαιτίας της δημογραφικής αύξησης του αριθμού των ηλικιωμένων και των ατόμων που χρειάζονται ιατρική φροντίδα και περίθαλψη για μεγάλο χρονικό διάστημα (π.χ. άνοια), οι δαπάνες για ασφάλιση της μακροχρόνιας περίθαλψης αυξήθηκαν κατά σχεδόν 17% το 2017 (στα 35,5 δισ. ευρώ) και ο αριθμός των δικαιούχων κατά 553.000 (κατά 20%) και ανήλθε σε 3,3 εκατ.
Έτσι, προέκυψε έλλειμμα άνω των 3 δισ. ευρώ.
«Η καλύτερη περίθαλψη κοστίζει»,
δήλωσε κυνικά ο υπουργός Υγείας, Γενς Σπαν, ανακοινώνοντας πως το κόστος μετακυλίεται στους ασφαλισμένους εργαζόμενους και συνταξιούχους,
προκειμένου να τηρείται η δημοσιονομική σταθερότητα και τα τεράστια πλεονάσματα του γερμανικού προϋπολογισμού να κατευθύνονται στην ενίσχυση, επιδότηση, φοροαπαλλαγή μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων για να είναι ανταγωνιστικοί διεθνώς.
Πάντως, ενώσεις συνταξιούχων και ατόμων που χρειάζονται περίθαλψη, αποκατάσταση κ.λπ., υπογραμμίζουν στην κυβέρνηση πως το κόστος των όποιων βελτιώσεων στο σύστημα Περίθαλψης δεν θα πρέπει να επιβαρύνει τους δικαιούχους και τις οικογένειές τους.
«Η ανάγκη για περίθαλψη και μακροχρόνια νοσηλεία αναδεικνύεται ολοένα και περισσότερο σε παράγοντα φτώχειας»,
αφού με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα έξοδα προέρχονται από «τις τσέπες» των αρρώστων.
Ζητούν οι δαπάνες για τις υπηρεσίες και για τις δομές νοσηλείας να προέρχονται από τη γενική φορολογία, από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Δεδομένου ότι η ασφάλιση μακροχρόνιας περίθαλψης καλύπτει μόνο ένα μέρος του συνολικού κόστους της Περίθαλψης, όλο και περισσότεροι άνθρωποι που χρειάζονται φροντίδα πρέπει να πληρώνουν και επιπλέον από την τσέπη τους.
Ιδιαίτερα για συνεχή, μόνιμη νοσηλεία σε κάποια δομή, οι ασφαλιστικές παροχές και το προσωπικό εισόδημα του ασθενούς τις περισσότερες φορές δεν επαρκούν, με δεδομένο ότι οι περισσότεροι είναι συνταξιούχοι και οι συντάξεις έχουν πάρει την «κάτω βόλτα».
Συχνά οι πάσχοντες και οι οικογένειές τους πρέπει να καταφύγουν στα «προνοιακά επιδόματα» για να ζήσουν.
Δηλαδή το γεγονός ότι υπάρχει άνθρωπος στην οικογένεια με σοβαρό πρόβλημα υγείας, τους καθιστά φτωχούς ή στα όρια της φτώχειας.
Πηγή: Ριζοσπάστης