Λένιν: Για τη στάση των κομμουνιστών στον πόλεμο – Μέρος 1ο
«Ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα»[1]
Σήμερα διανύουμε μία περίοδο συσσώρευσης στοιχείων που προμηνύουν το ενδεχόμενο οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις να μπουν σε νέα φάση, κατά την οποία θα είναι αδύνατη η ειρηνική διευθέτησή τους.
Είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι οι πόλεμοι δε σταμάτησαν ποτέ, ακόμα και σε σχετικά ειρηνικές περιόδους.
Όταν όμως τα «σύννεφα» του πολέμου πυκνώνουν […] τα καθήκοντα και οι ευθύνες των κομμουνιστών μεγαλώνουν.
«Σήμερα ρίχνουμε βάρος και παρακολουθούμε πολύ στενά τον κίνδυνο μιας σχετικά πιο γενικευμένης πολεμικής σύγκρουσης στο γεωστρατηγικό χώρο του Ευξείνου Πόντου, της Μέσης Ανατολής, της Αν. Μεσογείου και βεβαίως επεξεργαζόμαστε τη συγκεκριμένη στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ανεξάρτητα από τις προφάσεις που θα χρησιμοποιηθούν και ιδιαίτερα τη στρατηγική μετατροπής του πολέμου σε πάλη για την εξουσία.
Η αστική τάξη της χώρας μας θα βρεθεί στο πλευρό του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού άξονα ή πόλου με στόχο να πάρει μέρος στο ξαναμοίρασμα, να μη βρεθεί στο περιθώριο. Ο λαός δεν πρέπει να χύσει το αίμα του για τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών, του δικού του και των άλλων. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους λαούς».[2]
Η ιστορία επιβεβαιώνει ότι με τον πόλεμο συνεχίζεται με άλλα – βίαια – μέσα η πολιτική των αντιμαχόμενων δυνάμεων που διευθύνεται από την κυρίαρχη τάξη τους, ενώ η ειρήνη που ακολουθεί αποτελεί με τη σειρά της τη συνέχεια αυτής της πολιτικής στη σκιά της έκβασης του πολέμου μέχρι την επόμενη ένοπλη σύγκρουση.
Στηριζόμενος στην παραπάνω θέση, ο Λένιν σε διάλεξή του το Μάη του 1917 απέρριψε:
«Τη μικροαστική και ανόητη πρόληψη ότι τάχα είναι δυνατό να ξεχωρίσουμε τον πόλεμο από την πολιτική των αντίστοιχων κυβερνήσεων, των αντίστοιχων τάξεων, ότι τάχα είναι ποτέ δυνατό να βλέπουμε τον πόλεμο σαν απλή επίθεση που παραβιάζει την ειρήνη και σαν αποκατάσταση ύστερα αυτής της παραβιασμένης ειρήνης. Τσακώθηκαν και συμφιλιώθηκαν!»
Και υποστήριξε ότι:
«Ο πόλεμος συνδέεται αδιάρρηκτα μ’ εκείνο το πολιτικό καθεστώς από το οποίο πηγάζει. Την ίδια πολιτική, που ένα ορισμένο κράτος, μια ορισμένη τάξη στα πλαίσια αυτού του κράτους, εφαρμόζει σε μια μακροχρόνια περίοδο πριν από τον πόλεμο, η ίδια αυτή τάξη τη συνεχίζει και στη διάρκεια του πολέμου, αλλάζοντας μόνο τη μορφή δράσης».[3]
Αναλύοντας ιστορικά παραδείγματα […] απέδειξε ότι για να κατανοούμε τον κάθε πόλεμο και το χαρακτήρα του, είμαστε υποχρεωμένοι να μελετάμε σε βάθος χρόνου και συνολικά την πολιτική των δυνάμεων που συμμετέχουν σε αυτόν, στα πλαίσια του δοσμένου συστήματος και όχι:
«Να παίρνουμε ξεχωριστά παραδείγματα, ξεχωριστές περιπτώσεις, που πάντα είναι εύκολο να αποσπαστούν από την αλυσίδα των κοινωνικών φαινομένων και που δεν έχουν καμία αξία, γιατί είναι το ίδιο εύκολο να φέρουμε και αντίθετο παράδειγμα»[4]
Το πρώτο ζήτημα που θα τεθεί, εάν το κομμουνιστικό κίνημα βρεθεί μπροστά σε τέτοιες εξελίξεις, είναι ο σωστός προσδιορισμός του χαρακτήρα του πολέμου και, με βάση αυτό, ο προσδιορισμός της στάσης του επαναστατικού κινήματος, που αποτελεί κρίσιμο ζήτημα.
Λένιν: Για τη στάση των κομμουνιστών στον πόλεμο – Οι πόλεμοι στον Καπιταλισμό
Παρ’ όλο που ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σε φυλές υπήρχαν και στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, οι πόλεμοι είναι κυρίως προϊόν των εκμεταλλευτικών κοινωνιών, της ταξικής διαίρεσης και αποτελούν τρόπο επίλυσης διαφορών που γεννιούνται στη βάση αντιτιθέμενων οικονομικών συμφερόντων.[…]
Τα κύρια ζητήματα για κάθε πόλεμο είναι: Ποια τάξη τον διεξάγει, με ποιο σκοπό, σε ποια φάση της ιστορικής της ανάπτυξης.
Με βάση την απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα μπορεί να κριθεί εάν ένας πόλεμος είναι αντιδραστικός ή προοδευτικός και από τίνος την πλευρά.
Στην ιστορική της εξέλιξη η ανθρωπότητα έχει γνωρίσει πολέμους που, παρά τα δεινά που τους συνόδευσαν, έπαιξαν ένα ρόλο αντικειμενικά προοδευτικό στην εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών.
Κατά το Λένιν:
«Συντέλεσαν στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας, βοήθησαν να καταστραφούν βλαβεροί και αντιδραστικοί θεσμοί (όπως λογουχάρη η απολυταρχία ή η δουλοπαροικία), τα πιο βάρβαρα δεσποτικά καθεστώτα της Ευρώπης (το τουρκικό και το ρωσικό) […] Μ’ άλλα λόγια, το κύριο περιεχόμενο και η ιστορική σημασία αυτών των πολέμων ήταν η ανατροπή της απολυταρχίας και της φεουδαρχίας, η υπονόμευσή τους, η αποτίναξη του ξενικού εθνικού ζυγού».[5]
Στην εποχή που η αστική τάξη πάλευε για να κυριαρχήσει οικονομικά και πολιτικά ενάντια στη φεουδαρχία, την εποχή που η αστική τάξη είχε ακόμα επαναστατικό χαρακτήρα και συντελούσε στην κοινωνική πρόοδο, αυτή τέθηκε επικεφαλής αστικών επαναστάσεων […] και πολέμων […] που […] κλόνισαν την απολυταρχία στην Ευρώπη.
Η αστική τάξη μπήκε επικεφαλής εθνικών εξεγέρσεων, εθνικοαπελευθερωτικών πολέμων που συνδέονταν με την περίοδο της συγκρότησης των εθνών – κρατών, διαδικασία προοδευτική και αναγκαία για την ανάπτυξη του καπιταλισμού (όπως η ελληνική επανάσταση του 1821).
Στη σύγχρονη εποχή του καπιταλισμού η αστική τάξη […] από προοδευτική και επαναστατική κοινωνική δύναμη έχει μετατραπεί σε τροχοπέδη της κοινωνικής ανάπτυξης.[…]
Γι’ αυτό οι πόλεμοι που διεξάγει έχουν αντιδραστικό χαρακτήρα. Ο Λένιν ξεκαθαρίζει ότι το ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού […] οριστικά:
«Βάζει την αστική τάξη “στην ίδια κατάσταση” που βρίσκονταν οι φεουδάρχες την πρώτη εποχή. Είναι η εποχή του ιμπεριαλισμού και των ιμπεριαλιστικών κλονισμών, καθώς και των κλονισμών που απορρέουν από τον ιμπεριαλισμό».[6]
Στις συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού ο οικονομικός νόμος για διαρκή συσσώρευση, συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίων αποτελεί όρο ζωής για τις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις […] που ανταγωνίζονται μεταξύ τους.
Η διαδικασία αυτή δημιουργεί συμμαχίες, στις οποίες εμπλέκονται ισχυρότερα αλλά και πιο αδύναμα καπιταλιστικά κράτη και διαμορφώνονται ομάδες κρατών που στηρίζουν τη μια ή την άλλη πλευρά του ανταγωνισμού.
[…] Οι στρατιωτικές επεμβάσεις των καπιταλιστικών κρατών και των συμμάχων τους γίνονται για το ξαναμοίρασμα των αγορών μεταξύ των μονοπωλίων που, παρά την πολυεθνική μετοχική τους σύνθεση, εξακολουθούν να έχουν ως βάση της συγκρότησής τους κάποιο κράτος.
Αυτό εκφράζεται και από το γεγονός ότι η πολιτική επιθετικότητα των καπιταλιστικών κρατώνδεν είναι μόνο στρατιωτική με την έννοια των επεμβάσεων, αλλά πρώτ’ απ’ όλα είναι οικονομική επιθετικότητα. […]
Η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού οδηγεί σε συνεχείς αλλαγές της θέσης των μονοπωλίων στη διεθνή αγορά, ακόμα και στο εσωτερικό μεγάλων καπιταλιστικών οικονομιών. Τελικά οδηγεί στην αλλαγή ισχύος μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών.
[…] Ο Λένιν σημειώνει χαρακτηριστικά ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος:
«Είναι δυνατός και στη βάση της δουλείας και στη βάση του πρωτόγονου καπιταλισμού, όπως και στη σύγχρονη βάση του ανεπτυγμένου καπιταλισμού».[7]
[…] Αναγκαστικά συνδέεται με τέτοιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο ακόμα κι ένας πόλεμος που σε άλλη ιστορική εποχή θα είχε το χαρακτήρα προοδευτικού εθνικού πολέμου.
Σήμερα ένας τέτοιος πόλεμος (π.χ. από τους Κούρδους στο Ιράκ, Ιράν ή στην Τουρκία) γίνεται μέρος μιας ευρύτερης διαπάλης ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα.
Ο πόλεμος μιας καταπιεσμένης εθνότητας από τη σκοπιά της εργατικής τάξης δεν αφορά μόνο την αντίθεση με την αστική τάξη του έθνους που καταπιέζει, αλλά και με την αστική τάξη της ίδιας της εθνότητας και τους διεθνείς συμμάχους της.
Στη σύγχρονη εποχή δίκαιος πόλεμος για την εργατική τάξη είναι μόνο η ταξική πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού. […]
Αυτή την προσέγγιση τη βρίσκουμε στο Λένιν ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα, μιλώντας για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο:
«Ο ευρωπαϊκός και παγκόσμιος πόλεμος έχει σαφές καθορισμένο χαρακτήρα αστικού, ιμπεριαλιστικού, δυναστικού πολέμου. Η πάλη για αγορές και η καταλήστευση ξένων χωρών, η τάση να καταπνίξουν το επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου και της δημοκρατίας στο εσωτερικό των χωρών,
η τάση να αποβλακώσουν, να διασπάσουν και να εξοντώσουν τους προλετάριους όλων των χωρών, σπρώχνοντας τους μισθωτούς σκλάβους του ενός έθνους ενάντια στους μισθωτούς σκλάβους του άλλου έθνους προς όφελος της αστικής τάξης, αυτό είναι το μοναδικό πραγματικό περιεχόμενο και το μοναδικό πραγματικό νόημα του πολέμου».[8]
Αυτή η άποψη του Λένιν είναι πρωτοπόρα, στηρίζεται στην εκτίμηση του αντιδραστικού χαρακτήρα της σύγχρονης εποχής του καπιταλισμού.
Ομως, όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, πολλές εθνότητες βρίσκονταν ακόμα κάτω από την κυριαρχία μεγάλων αυτοκρατοριών που δεν αποτελούσαν «πολιτικές οργανώσεις ενός αστικού κράτους», αλλά κατάλοιπα της απολυταρχίας, όπως π.χ. της Ρωσικής, της Αυστροουγγρικής, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Επίσης μια σειρά άλλα εδάφη στην Ασία και τη Μ. Ανατολή βρίσκονταν υπό την αποικιοκρατική κυριαρχία σύγχρονων καπιταλιστικών κρατών, όπως της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας κ.ά.
Στο μεγαλύτερο μέρος των εξωευρωπαϊκών αποικιών δεν μπορούσε να γίνεται λόγος εκείνη την εποχή για διαμόρφωση εργατικού κινήματος. […]
Σε εκείνες τις συνθήκες ο Λένιν δεν απέκλειε πολέμους:
«Απομέρους των μικρών (ας υποθέσουμε προσαρτημένων ή εθνικά καταπιεζόμενων) κρατών ενάντια στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις […] και τα εθνικά κινήματα σε μεγάλη κλίμακα στην Ανατολική Ευρώπη».[9]
Δεν απέκλειε επίσης θεωρητικά το ενδεχόμενο, ο Α΄ ιμπεριαλιστικός πόλεμος του 1914-1918 να οδηγούσε σε εθνικό πόλεμο στην Ευρώπη, αν αυτός είχε ως αποτέλεσμα ένα ιστορικό πισωγύρισμα:
«Είναι σε μεγάλο βαθμό απίθανο ο σημερινός ιμπεριαλιστικός πόλεμος του 1914-1916 να μετατραπεί σε εθνικό, επειδή η τάξη που αντιπροσωπεύει την ανάπτυξη προς τα μπρος είναι το προλεταριάτο, που αντικειμενικά τείνει να μετατρέψει τον πόλεμο αυτό σε εμφύλιο πόλεμο ενάντια στην αστική τάξη, και έπειτα ακόμη επειδή η διαφορά ανάμεσα στις δυνάμεις των δύο συνασπισμών δεν είναι πολύ σημαντική και επειδή το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο έχει δημιουργήσει παντού μια αντιδραστική αστική τάξη.
Δεν μπορούμε όμως να λέμε ότι είναι αδύνατη μια τέτοια μετατροπή: αν το προλεταριάτο της Ευρώπης γινόταν ανίσχυρο για καμιά εικοσαριά χρόνια, αν ο σημερινός πόλεμος τελείωνε με νίκες σαν τις ναπολεόντειες και με την υποδούλωση μιας σειράς βιώσιμων εθνικών κρατών, αν ο εξωευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός (ο ιαπωνικός και ο αμερικανικός κατά πρώτο λόγο) διατηρούνταν επίσης καμιά εικοσαριά χρόνια χωρίς να περάσει στο σοσιαλισμό, λ.χ., ύστερα από ένα ιαπωνοαμερικανικό πόλεμο, τότε θα ήταν δυνατός ένας μεγάλος εθνικός πόλεμος στην Ευρώπη.
Αυτό θα σήμαινε γύρισμα της Ευρώπης προς τα πίσω για αρκετές δεκαετίες. Αυτό είναι απίθανο. Δεν είναι όμως αδύνατο, γιατί είναι αντιδιαλεκτικό, αντιεπιστημονικό και θεωρητικά όχι σωστό να φαντάζεται κανείς ότι η παγκόσμια ιστορία τραβάει ομαλά και κανονικά προς τα μπρος, χωρίς να κάνει κάποτε γιγάντια άλματα προς τα πίσω».[10]
Οι εξελίξεις βεβαίως ήταν διαφορετικές.
Ο Α΄ ΠΠ έληξε με την άνοδο του εργατικού κινήματος, τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία, τις επαναστατικές απόπειρες σε Γερμανία, Ουγγαρία κ.α., τη διάλυση των αυτοκρατοριών της Ευρώπης και της Μ. Ανατολής (Αυστροουγγρική, Ρωσική, Οθωμανική), ενώ διέλυσε μοναρχικά κατάλοιπα σαν αυτά που υπήρχαν στο γερμανικό αστικό κράτος (πτώση των Κάιζερ).
Ο Λένιν δήλωνε ότι το ευρωπαϊκό επαναστατικό εργατικό κίνημα θα έπρεπε να υποστηρίξει τα εθνικά κινήματα (π.χ. στην Ευρώπη), τα αντιαποικιακά κινήματα (σε Ασία, Μ. Ανατολή κ.α.) και τα κινήματα ανεξαρτησίας των πιο αδύναμων κρατών που ήταν υποτελείς απέναντι σε ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη, ως μια εξέλιξη που θα διευκόλυνε το εργατικό κίνημα στην καπιταλιστική Ευρώπη και με αυτή την έννοια αναφέρθηκε και στο σύνθημα «υπεράσπισης της πατρίδας».
[…] Αντιπάλευε τον κίνδυνο από την αδιαφορία του εργατικού κινήματος απέναντι στα εθνικά κινήματα:
«Μια τέτοια αδιαφορία καταντά σοβινισμός όταν τα μέλη των μεγάλων εθνών της Ευρώπης, δηλαδή των εθνών που καταπιέζουν περισσότερο μικρούς και αποικιακούς λαούς, δηλώνουν με δήθεν επιστημονικό ύφος: εθνικοί πόλεμοι δεν μπορούν να υπάρχουν».[11]
Ο Λένιν θεωρούσε τα εθνικά και αντιαποικιοκρατικά κινήματα ως έναν παράγοντα που, συνδυασμένος με τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις στα πιο ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τις μεγάλες αποικιοκρατικές ή αυτοκρατορικές δυνάμεις και να διευκολύνει την επικράτηση του σοσιαλισμού στην Ευρώπη.
Η αποσπασματική κατανόηση της παραπάνω τοποθέτησης του Λένιν μπορεί να οδηγήσει σήμερα σε σοβαρά λάθη.
Να δικαιολογήσει την απόσπαση του εθνικού από το ταξικό στοιχείο, παραβιάζοντας τη λενινιστική αντίληψη για την ανάλυση της εποχής, της αντικειμενικής θέσης των τάξεων στην κίνηση της κοινωνικής εξέλιξης.
Να οδηγήσει σε γραμμή πολιτικής στήριξης της λεγόμενης «εθνικής» ή «πατριωτικής» αστικής τάξης.
Σε καμία περίπτωση σήμερα δεν τεκμηριώνεται από τη λενινιστική αντίληψη και πολιτική πρακτική η ανάγκη για συμμαχία της εργατικής τάξης με τμήμα της αστικής τάξης σε μια χώρα που υφίσταται άμεση στρατιωτική επίθεση ή έμμεση πολιτική επέμβαση από ένα ισχυρότερο καπιταλιστικό κράτος ή συμμαχία κρατών.
Ο ίδιος ο Λένιν εκείνη την εποχή έκανε κριτική στην μπροσούρα του Γιούνιους […] που αντιπαρέθετε στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ένα εθνικό πρόγραμμα υπεράσπισης της πατρίδας σαν αυτό της επανάστασης του 1848.
Ο Λένιν σημείωνε το 1916:
«Στους φεουδαρχοδυναστικούς πολέμους αντιπαραθέτονταν τότε αντικειμενικά οι επαναστατικοδημοκρατικοί πόλεμοι, εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι. Αυτό ήταν το περιεχόμενο των ιστορικών καθηκόντων της εποχής.
Τώρα για τα προχωρημένα μεγάλα κράτη της Ευρώπης η αντικειμενική κατάσταση είναι διαφορετική.
Η ανάπτυξη προς τα μπρος – αν δεν πάρουμε υπόψη τα ενδεχόμενα προσωρινά βήματα προς τα πίσω – είναι πραγματοποιήσιμη μόνο προς την κατεύθυνση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, της σοσιαλιστικής επανάστασης».[12]
[…] H εργατική τάξη [..] oφείλει […] να τραβήξει μέχρι τέλους το δικό της δρόμο, οδηγώντας στη δική της εξουσία που θα την απελευθερώσει από την εκμετάλλευση.
Οφείλει […] να δώσει στον πόλεμο το δικό της στόχο και περιεχόμενο, να έχει τη δική της στρατηγική, τη δική της πολιτική, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο.
Συνεχίζεται με το 2ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Η φράση ανήκει στον Καρλ Κλάουζεβιτς (1780 – 1831), Πρώσο στρατηγό και αστό θεωρητικό, στην εργασία του «Για τον πόλεμο». Η θέση του αυτή χρησιμοποιήθηκε από τους κλασικούς του Μαρξισμού – Λενινισμού από τη σκοπιά της ταξικής θεώρησης του κράτους.
[2]. Ομιλία της ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Αλέκας Παπαρήγα στη 13η διεθνή συνάντηση κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων, Αθήνα 9-11 Δεκέμβρη 2011.
[3]. Β. Ι. Λένιν: «Πόλεμος και επανάσταση», «Απαντα», τ. 32, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 78.
[4]. Ο.π., σελ. 79.
[5]. Β. Ι. Λένιν: «Σοσιαλισμός και πόλεμος», «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 317.
[6]. Β. Ι. Λένιν: «Κάτω από ξένη σημαία», «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 143.
[7]. Β. Ι. Λένιν: «Για την μπροσούρα Γιούνιους», «Απαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 6-7.
[8]. Β. Ι. Λένιν: «Τα καθήκοντα της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας στον Ευρωπαϊκό πόλεμο», «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 1.
[9]. Ο.π., σελ 7-8.
[10]. B. I. Λένιν: «Για την μπροσούρα του Γιούνιους», «Απαντα», τ.30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ.6.
[11]. Ο.π., σελ. 9.
[12]. Ο.π., σελ. 12-13.
Από άρθρο του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ
Δημοσιεύτηκε στο 6ο τεύχος του 2012 της ΚΟΜΕΠ