Ο Λένιν για το προλεταριακό Κόμμα «Νέου Τύπου» (Β’ Μέρος)
Ο καθοδηγητικός ρόλος του Κόμματος – Ο Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός και η Ενότητα Ιδεολογίας, Θέλησης και Δράσης
Απόσπασμα του Προλόγου της επανέκδοσης αποσπασμάτων έργων του Λένιν υπό τον τίτλο: «Για το προλεταριακό κόμμα νέου τύπου».
Συνέχεια από το Α’ Μέρος
Στο 2ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ έγινε δεκτό το λενινιστικό σχέδιο του Καταστατικού. Μόνο η παράγραφος 1 ψηφίστηκε σύμφωνα με τη διατύπωση των οπορτουνιστών με ασήμαντη πλειοψηφία (28 «υπέρ», 22 «κατά»).
Το 3ο κιόλας Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ στα 1905, επέφερε αλλαγή στο Καταστατικό, αποδεχόμενο τη λενινιστική διατύπωση της πρώτης παραγράφου.
Το Καταστατικό που ψήφισε το 3ο Συνέδριο, σήμαινε το πέρασμα από τη διασπορά και τη δουλειά κατά κύκλους, στο ενιαίο πανρωσικό κόμμα του προλεταριάτου.
Η εκλογή των κεντρικών οργάνων του κόμματος, της ΚΕ και της συντακτικής επιτροπής του Κεντρικού Οργάνου έδειξε ότι πίσω από το «παραπέτασμα» του για την ώρα τυπικά ενιαίου κόμματος, στην πραγματικότητα είχαν πλήρως διαμορφωθεί δύο κόμματα:
Οι υποψήφιοι που προτάθηκαν από την επαναστατική πτέρυγα του κόμματος, πήραν στο Συνέδριο την πλειοψηφία (24 ψήφοι), ενώ οι υποψήφιοι που προτάθηκαν από τους οπορτουνιστές – τη μειοψηφία (20) ψήφοι.
Το επαναστατικό κόμμα μ’ επικεφαλής τον Λένιν, άρχισε να ονομάζεται μπολσεβίκικο, ενώ το κόμμα των οπορτουνιστών και των συμβιβαστών – μενσεβίκικο.
Έτσι, το κύριο αποτέλεσμα του 2ου Συνεδρίου του ΣΔΕΚΡ ήταν η πραγματική δημιουργία ενός επαναστατικού μαρξιστικού κόμματος στη Ρωσία, ενός κόμματος νέου τύπου, του κόμματος των μπολσεβίκων.
Το 2ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ, αποτέλεσε σημείο στροφής στο ρωσικό και το διεθνές εργατικό κίνημα.
Το γεγονός αυτό εγκαινίασε το ξεχώρισμα της επαναστατικής πτέρυγας σε πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, συνέβαλε στο παραπέρα προτσές της διαμόρφωσης κομμουνιστικών κομμάτων σε πολλές χώρες.
Το κόμμα των μπολσεβίκων ήταν επικεφαλής της πάλης των λαών της Ρωσίας στις τρεις ρωσικές επαναστάσεις και, 14 χρόνια μετά τη δημιουργία του, οδήγησε την εργατική τάξη και την αγροτιά της Ρωσίας στη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Στις συνθήκες του σοβιετικού καθεστώτος, όπου το κόμμα των μπολσεβίκων έγινε κυβερνητικό, ο Λένιν το εξόπλισε με ένα νέο πρόγραμμα, με το πρόγραμμα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Ο Καθοδηγητικός ρόλος του Κόμματος
Ο Λένιν διατύπωσε και θεμελίωσε τη θέση για τον καθοδηγητικό ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος στο σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Η λενινιστική διδασκαλία για το κόμμα, αποτελεί μια ενότητα θεωρητικών, πολιτικών και οργανωτικών αρχών, που είναι νομοτέλειες της ανάπτυξής του σαν κόμματος της επαναστατικής δράσης, σαν καθοδηγητικής δύναμης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Μια από τις κύριες νομοτέλειες τη δράσης του λενινιστικού κόμματος, είναι να υιοθετεί ως θεωρητική βάση του την επαναστατική θεωρία του μαρξισμού-λενινισμού.
Ο Λένιν έγραψε:
«Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει και επαναστατικό κίνημα …το ρόλο του πρωτοπόρου αγωνιστή μπορεί να τον εκπληρώσει μόνο ένα κόμμα που καθοδηγείται από πρωτοπόρα θεωρία».[1]
Η μαρξιστική-λενινιστική θεωρία, σαν επαναστατική ιδεολογία της εργατικής τάξης, εμφανίστηκε και αναπτύσσεται σε σκληρή ανειρήνευτη πάλη ενάντια στην αστική ιδεολογία.
Χαρακτηρίζοντας τις τρεις βασικές μορφές της πάλης του προλεταριάτου για την απελευθέρωσή του –την οικονομική, την πολιτική και την ιδεολογική– ο Λένιν υπογράμμιζε ότι ο ιδεολογικός αγώνας κατά της αστικής τάξης είναι ο πιο μακρόχρονος και πολύπλοκος.
Τη νίκη σ’ αυτή την πάλη το προλεταριάτο μπορεί να την κερδίσει μόνο με τον όρο ότι θα παραμείνει πάντα συνεπές στη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία και θα ξεσκεπάζει αδιάκοπα ακόμα και τις πιο μικρές εκδηλώσεις της αστικής ιδεολογίας στο εργατικό κίνημα.
Στο βιβλίο του «Τι να κάνουμε;» (1902), ο Λένιν έγραφε κιόλας ότι:
«… το ζήτημα μπαίνει μόνο έτσι: είτε αστική είτε σοσιαλιστική ιδεολογία. Μέσος όρος δεν υπάρχει… Για το λόγο αυτό, κάθε μείωση του ρόλου της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, κάθε απομάκρυνση απ’ αυτή σημαίνει ταυτόχρονα και δυνάμωμα της αστικής ιδεολογίας».[2]
Να γιατί είχε και έχει σοβαρή σημασία η αποφασιστική πάλη όλων των κομμουνιστών για την καθαρότητα της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας, για το ξεσκέπασμα κάθε λογής προσπαθειών διαστρέβλωσής της από μέρους των αστών ιδεολόγων και των συμμάχων τους από το στρατόπεδο των αναθεωρητών, των σεχταριστών.
Στην πάλη αυτή, όπως τόνιζε ο Λένιν:
«Ο μαρξισμός αναπτύχθηκε και άνδρωσε, γιατί δεν έκρυβε τις διαφωνίες, δεν έκανε διπλωματίες…».[3]
Η πίστη ακριβώς στη θεωρία του μαρξισμού-λενινισμού μετάτρεψε το κόμμα των μπολσεβίκων σε πανίσχυρη δύναμη – σε καθοδηγητή της Οκτωβριανής Επανάστασης, σε πρωτοπορία των οικοδόμων του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.
Αλλά μόνη της η ιδεολογική ενότητα δεν είναι αρκετή για το κόμμα.
Ο Λένιν για το προλεταριακό Κόμμα «Νέου Τύπου» – Ενότητα ιδεολογίας, δράσης και θέλησης
Στον Λένιν ανήκει η ολόπλευρη επεξεργασία των οργανωτικών αρχών του κόμματος, των κανόνων της κομματικής ζωής και των αρχών της κομματικής καθοδήγησης…
Επεξεργαζόμενος τις οργανωτικές αρχές του κόμματος, ο Λένιν έγραψε ότι:
«Το κόμμα πρέπει να είναι ικανό να δημιουργήσει οργανωτικές σχέσεις τέτοιες που να εξασφαλίζουν ένα ορισμένο επίπεδο συνειδητότητας και να ανεβάζουν συστηματικά αυτό το επίπεδο».[4]
Η δύναμη του μαρξιστικού κόμματος δε βρίσκεται μόνο στην ιδεολογική ενότητα, αλλά και στην ενότητα της πρακτικής δράσης όλων του των μελών, που επιτυγχάνεται με το υψηλό επίπεδο οργάνωσης.
Ο Λένιν δίδασκε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι το πρωτοπόρο κα συνειδητό απόσπασμα της εργατικής τάξης.
Το προλεταριάτο δεν είναι ομοιογενές στη σύνθεσή του. Υπάρχουν σ’ αυτό περισσότερο συνειδητά και λιγότερο συνειδητά στρώματα.
Το κόμμα, σαν πρωτοπόρο απόσπασμα της εργατικής τάξης, μπορεί να περιλάβει στις γραμμές του μόνο τα πιο συνειδητά στοιχεία αυτής της τάξης:
«Είμαστε το κόμμα μιας τάξης και γι’ αυτό σχεδόν όλη η τάξη (και σε καιρό πολέμου, σε καιρό εμφυλίου πολέμου, απόλυτα όλη η τάξη) πρέπει να δρα κάτω από την καθοδήγηση του κόμματός μας, πρέπει να σμίγει όσο μπορεί πιο σφιχτά με το κόμμα μας:
θα ήταν όμως μανιλοφισμός και «χβοστισμός» αν νομίζαμε ότι μέσα στον καπιταλισμό σχεδόν όλη η τάξη ή όλη η τάξη είναι ποτέ σε θέση ν’ ανυψωθεί ως τη συνειδητότητα και τη δραστηριότητα του πρωτοπόρου της τμήματος, του σοσιαλδημοκρατικού κόμματός της».[5]
Το κόμμα είναι το οργανωμένο απόσπασμα της εργατικής τάξης.
Μπορεί να εκπληρώσει το ρόλο της προλεταριακής πρωτοπορίας, μόνο με τον όρο ότι θα είναι εξοπλισμένο με ενότητα θέλησης, ενότητα δράσης, ενότητα αυστηρότατης πειθαρχίας.
Το κόμμα, τόνιζε ο Λένιν, είναι σύνολο οργανώσεων, και γι’ αυτό πρέπει:
«Να δέχεται στις γραμμές του μόνο στοιχεία που παραδέχονται έστω κι ένα ελάχιστο όριο οργάνωσης…»[6]
Μια από τις βασικές αρχές οικοδόμησης του κόμματος νέου τύπου, είναι η λενινιστική αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.
Ο Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός
Η ιδιομορφία του συγκεντρωτισμού έγκειται ακριβώς στο ότι είναι δημοκρατικός, γιατί τα ίδια τα μέλη του κόμματος εκλέγουν τα καθοδηγητικά τους όργανα και τα ελέγχουν, κατευθύνουν τη δουλειά, παίρνουν ενεργό μέρος στη ζωή του κόμματος, στη συζήτηση και τη λύση όλων των προβλημάτων που μπαίνουν μπρος στο κόμμα.
Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, συνδυάζοντας οργανικά το συγκεντρωτισμό και τη δημοκρατία, μετατρέπει το κόμμα σε δημιουργική κολεκτίβα, στην οποία εκδηλώνεται η κατευθυνόμενη προς ένα σαφώς καθορισμένο σκοπό δραστηριότητα της κάθε οργάνωσης και όλων των μελών του κόμματος.
Η ουσία του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού έγκειται, πριν απ’ όλα, στο ότι η καθοδήγηση όλων των κομματικών οργανώσεων πραγματοποιείται από ένα κέντρο.
Τη συγκεντροποίηση στο κόμμα ο Λένιν τη συνέδεε αδιάσπαστα με την αρχή της κομματικής πειθαρχίας.
«Η άρνηση υποταγής στην καθοδήγηση των κεντρικών οργάνων ισοδυναμεί με άρνηση παραμονής στο κόμμα, ισοδυναμεί με καταστροφή του κόμματος…»[7]
Το κόμμα αποτελεί μια ενότητα θέλησης, και δράσης, που δε συμβιβάζεται με την ύπαρξη φραξιών και ομάδων.
Απαιτεί από τα μέλη του σιδερένια πειθαρχία, το ίδιο υποχρεωτική για όλα χωρίς εξαίρεση.
Ανώτατη αρχή της κομματικής καθοδήγησης είναι η συλλογικότητα.
Η συλλογικότητα της κομματικής καθοδήγησης προϋποθέτει την προσωπική, ατομική ευθύνη του καθένα για την εκπλήρωση των συλλογικά παρμένων αποφάσεων.
Η εσωκομματική δημοκρατία βρίσκει την έκφρασή της στην κριτική και την αυτοκριτική.
Ο Λένιν έδειξε ότι για το κόμμα νέου τύπου, η κριτική και η αυτοκριτική είναι ένα όπλο σε διαρκή δράση στο οπλοστάσιο των νόμων της κομματικής ζωής, βοηθώντας στη διαπαιδαγώγηση των κομμουνιστών, στο ξεπέρασμα των δυσκολιών και των αδυναμιών.
Η αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού είναι ενιαία και αδιάσπαστη.
Δημοκρατισμός χωρίς συγκεντρωτισμό σημαίνει αποδιοργάνωση, αναρχία.
Μόνο ο συγκεντρωτισμός σε συνδυασμό με το δημοκρατισμό, κάνει το κόμμα ενιαίο και μονολιθικό…
Στη λενινιστική διδασκαλία για το κόμμα, αποκαλύπτεται ο καθοδηγητικός ρόλος του κόμματος σε όλα τα στάδια του εργατικού κινήματος, η πίστη του στη θεωρία του μαρξισμού-λενινισμού, η αδιαλλαξία του απέναντι σε κάθε εκδήλωση ρεβιζιονισμού και οπορτουνισμού από τα «δεξιά» ή τα «αριστερά».
Και δεν είναι τυχαίο ότι βρίσκονται αναθεωρητές, που θα ήθελαν να «διορθώσουν» τη λενινιστική διδασκαλία για το κόμμα, απορρίπτοντας τη θέση για το μεγάλωμα του καθοδηγητικού του ρόλου μετά την κατάκτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Οι αναθεωρητές ισχυρίζονται ότι κατακτώντας την εξουσία, το κόμμα οφείλει τάχα να παραμένει σαν μια από τις «σοσιαλιστικές δυνάμεις» πλάι στα συνδικάτα, τις νεολαιΐστικες και άλλες οργανώσεις.
Οι αναθεωρητές σε όλες τις εποχές ήταν οπαδοί της διάλυσης του κόμματος της εργατικής τάξης, βοηθοί της αστικής τάξης.
Το μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα νέου τύπου, σαν κόμμα της εργατικής τάξης, είναι από τη φύση του διεθνιστικό, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.
«Το κεφάλαιο είναι διεθνής δύναμη. Για να νικηθεί, χρειάζεται η διεθνής συμμαχία των εργατών, η διεθνής αδελφοσύνη τους… Είμαστε διεθνιστές».[8]
Από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση κατά τον 20ό αιώνα και από την επικράτηση της αντεπανάστασης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης επιβεβαιώνεται, με αρνητική δυστυχώς πείρα, η λενινιστική θεωρία για το κόμμα.
Σημειώσεις:
[1]. Λένιν: Απαντα, τομ. 6ος, σελ. 24-25.
[2]. Στο ίδιο σελ. 40.
[3]. Λένιν: Απαντα, τομ. 17ος, σελ. 413.
[4]. Λένιν: Απαντα, τομ. 8ος, σελ. 266.
[5]. Στο ίδιο, σελ. 250.
[6]. Στο ίδιο, σελ. 247.
[7]. Στο ίδιο, σελ. 360.
[8]. Λένιν: Απαντα, τόμ. 40ος, σελ. 43.