Τα Λαϊκά Μέτωπα πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Μέρος Α’)
Η περίπτωση της Γαλλίας
Ο φασισμός και ο ναζισμός αποτέλεσαν τη μορφή πολιτικής διαχείρισης που επέλεξαν η ιταλική και η γερμανική αστική τάξη αντίστοιχα, επιδιώκοντας να συντρίψουν τον εσωτερικό ταξικό εχθρό και ταυτόχρονα να προωθήσουν με πολεμικά μέσα την αναβάθμισή τους στον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων.
Είχε προηγηθεί ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, μετά από τον οποίο η μεν Γερμανία ως ηττημένη είχε υποστεί τις συνέπειες από την εφαρμογή της Συνθήκης των Βερσαλλιών και η Ιταλία, αν και βρισκόταν ανάμεσα στους νικητές του πολέμου, «αδικήθηκε» στη μεταπολεμική ιμπεριαλιστική μοιρασιά.
Επίσης, οι δύο αστικές τάξεις αντιμετώπισαν την ορμητική άνοδο του εργατικού κινήματος με τη μορφή των καταλήψεων των εργοστασίων και των εργοστασιακών συμβουλίων στην Ιταλία και των εργατικών εξεγέρσεων στη Γερμανία.
Μετά την επικράτηση του ναζισμού, η 13η Σύνοδος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ) (1933) επεξεργάστηκε τη στρατηγική των αντιφασιστικών – λαϊκών μετώπων.
Η νέα στρατηγική επικυρώθηκε από το 7ο Συνέδριο της ΚΔ (1935) και προέβλεπε τη συνεργασία με σοσιαλδημοκρατικές και άλλες αστικές δυνάμεις, ακόμα και σε κυβερνητικό επίπεδο, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Ο αστικός κρατικός μηχανισμός να είναι τόσο εξασθενημένος, ώστε να μην μπορεί να αποτρέψει τη συγκρότηση αντιφασιστικής κυβέρνησης.
β) Οι πλατιές μάζες των εργαζομένων να παλεύουν ενάντια στο φασισμό, αλλά να μην είναι ώριμες να πολεμήσουν για τη σοσιαλιστική εξουσία.
γ) Η ριζοσπαστικοποίηση στο εσωτερικό των σοσιαλδημοκρατικών και των άλλων κομμάτων του μετώπου να είναι τέτοια, ώστε να απαιτείται η άμεση τιμωρία των φασιστών και να καταδικάζονται όσοι δεν επιθυμούν συνεργασία με τους κομμουνιστές.[1]
Τα Κομμουνιστικά Κόμματα προώθησαν τη συγκρότηση λαϊκών αντιφασιστικών μετώπων, αλλά αυτό δεν έγινε εφικτό σε όλες τις χώρες.
Οι αστικές τάξεις των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, νικητές του προηγούμενου πολέμου, διατήρησαν τον αστικό κοινοβουλευτισμό, αφού μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη συναίνεση της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών μαζών, διαθέτοντας ένα τμήμα των ιμπεριαλιστικών τους υπερκερδών.
Οι εργάτες έπρεπε να έχουν κάτι να χάσουν για να σκοτωθούν για τα αστικά συμφέροντα!
Παράλληλα, οι Αμερικανοί και Βρετανοί καπιταλιστές αντιμετώπισαν θετικά τις φασιστικές δυνάμεις ως ομάδες κρούσης ενάντια στο ανερχόμενο κομμουνιστικό κίνημα,[2]
αλλά διέλυσαν όσες ταυτίστηκαν άμεσα ή έμμεσα με τον φασιστικό Αξονα, όπως η χρηματοδοτούμενη από την Ιταλία «Ένωση των Βρετανών Φασιστών»[3] κι η Αμερικανογερμανική «Εθνική Λίγκα».[4]
Το ίδιο έπραξαν πολλές δικτατορίες της μεσοπολεμικής Ευρώπης, που στόχευαν να ανακόψουν την ισχυροποίηση των ΚΚ και να προετοιμάσουν την αστική εξουσία για τον πόλεμο.
Στις χώρες της Βαλτικής τα δικτατορικά καθεστώτα στράφηκαν ενάντια στους φασίστες, που αμφισβητούσαν την εξωτερική πολιτική τους.
Στην Ουγγαρία το καθεστώς Γκέπες συγκρούστηκε το 1935 με το φασιστικό κόμμα των «Σταυρωτών Βελών», ενώ στη Ρουμανία η φασιστική «Σιδηρά Φρουρά» διαλύθηκε από τον βασιλιά και ο ηγέτης της Κοντρεάνου εκτελέστηκε.
Στην Πολωνία, το καθεστώς Πιλσούντσκι διέλυσε τη μέχρι πρότινος σύμμαχο φασιστική «Φάλαγγα», όταν αυτή προετοίμασε φιλοναζιστικό πραξικόπημα.[5]
Στις παραπάνω περιπτώσεις το επίδικο ήταν οι διεθνείς συμμαχίες της αστικής τάξης και όχι η μορφή της αστικής εξουσίας.
Τελικά, η συγκρότηση αντιφασιστικών μετώπων επιτεύχθηκε μόνο στη Γαλλία και την Ισπανία, εκεί όπου οι ενδοαστικές αντιθέσεις για τις διεθνείς συμμαχίες πήραν οξύτατη μορφή.
Αυτό ήταν αναμενόμενο, βάσει των κριτηρίων που έθεσε η ΚΔ για τη συγκρότηση αντιφασιστικού μετώπου, διότι η ύπαρξη εργατικών – λαϊκών μαζών που επιθυμούσαν την πάλη με τον φασισμό, χωρίς να είναι ώριμες να απαιτήσουν την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, σήμαινε ότι αυτές παρέμεναν εγκλωβισμένες σε αστικά κόμματα, τα οποία ήταν πρόθυμα να προσεταιριστούν τους κομμουνιστές και το εργατικό – λαϊκό κίνημα, προκειμένου να επικρατήσουν απέναντι στους ενδοαστικούς αντιπάλους τους.
Αντίθετα, στις υπόλοιπες περιπτώσεις, όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις αποδέχτηκαν ή ανέχτηκαν την κυρίαρχη αστική επιλογή, παρά τις εκκλήσεις των ΚΚ.
Για παράδειγμα, το ελληνικό σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων και οι Φιλελεύθεροι έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μεταξά.
Επιπλέον, οι Σουηδοί Σοσιαλδημοκράτες θεωρούσαν τους κομμουνιστές μεγαλύτερο κίνδυνο από τους ναζί και οι Δανοί ομοϊδεάτες τους, μετά την κατάκτηση της χώρας, συμμετείχαν στην πρώτη δοσιλογική κυβέρνηση που έθεσε εκτός νόμου το ΚΚ Δανίας και προσυπέγραψε το Αντι-Κομιντέρν Σύμφωνο.[6]
Ιστορικά λοιπόν αποδεικνύεται ότι η δράση ενός ΚΚ στο πλαίσιο ενός καπιταλιστικού καθεστώτος, ανεξάρτητα από τη μαζικότητα και την απήχησή του, δεν είναι δυνατόν να καθορίσει τη μορφή της αστικής πολιτικής εξουσίας.
Αντίθετα, η αστική τάξη, όσο κατέχει την εξουσία και τα μέσα παραγωγής, είναι αυτή που θα επιλέξει την προσφορότερη για τα συμφέροντά της μορφή πολιτικής διαχείρισης.
Με αυτή την έννοια, άλλοι συκοφαντούν και άλλοι λαθεύουν όταν αποδίδουν στα ΚΚ ευθύνες για την άνοδο του φασισμού.
Οχι μόνο γιατί τα «φορτώνουν» με βάρη που δεν τους αναλογούν, παραβλέποντας τις τεράστιες θυσίες των ΚΚ και της ΕΣΣΔ για την αντιμετώπιση του φασισμού, αλλά, πολύ περισσότερο, γιατί, διαχωρίζοντας τεχνητά τον φασισμό από τον καπιταλισμό,
απαλλάσσουν την κάθε αστική τάξη από τις ευθύνες της για την επικράτηση των φασιστικών και δικτατορικών καθεστώτων και για τις αντιλαϊκές επιλογές τους, όπως και για τις αντίστοιχες επιλογές των λεγόμενων «δημοκρατικών» καθεστώτων.
Ωστόσο, αξίζει να δούμε και το αν η συγκρότηση των αντιφασιστικών μετώπων κατόρθωσε να αποτρέψει την επικράτηση του φασισμού.
Τα Λαϊκά Μέτωπα πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – Η περίπτωση της Γαλλίας
Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι κομμουνιστές, ευνοούμενοι από την επαναστατική θύελλα που ξεσήκωσε η Οκτωβριανή Επανάσταση, κατέκτησαν την πλειοψηφία στο συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος (1920), το μετονόμασαν σε Κομμουνιστικό και κάλεσαν σε ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας και σε υπεράσπιση της ΕΣΣΔ.[7]
Ωστόσο, δεν επικράτησαν στο συνέδριο της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας[8] και προχώρησαν στην ίδρυση της Ενοποιημένης Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας.[9]
Σε αυτές τις συνθήκες, μια μερίδα της αστικής τάξης πρωτοστάτησε στη χρηματοδότηση φασιστικών οργανώσεων που χτυπούσαν το εργατικό και το κομμουνιστικό κίνημα.
Το 1922 ο ζάμπλουτος κατασκευαστής αρωμάτων Φρανσουά Κοτύ αγόρασε την εφημερίδα «Le Figaro»,[10] η οποία άρχισε να δημοσιεύει αντισημιτικά και αντικομμουνιστικά άρθρα.[11]
Το 1924 ιδρύθηκε από τον πρώην δημοσιογράφο της «Γαλλικής Δράσης»,[12] Ζορζ Βαλουά, η μουσολινικής επιρροής «Φασκιό».[13]
Η οργάνωση υποχώρησε το 1927, όταν οι μεγάλοι επιχειρηματίες σταμάτησαν να τη στηρίζουν.
Το 1924 ιδρύθηκε και η «Πατριωτική Νεολαία», που χρηματοδοτούνταν από γαλλικά μονοπώλια και ευνοήθηκε από την κυβέρνηση Πουανκαρέ (1926-1927).[14]
Η βασική φασιστική οργάνωση της δεκαετίας του 1930 ήταν οι «Φλεγόμενοι Σταυροί» που ίδρυσε ο συνταγματάρχης Ντε Λα Ροκ και μέχρι το 1931 χρηματοδοτούνταν από τον Κοτύ,[15] ο οποίος το 1933 ίδρυσε την παραστρατιωτική «Γαλλική Αλληλεγγύη».[16]
Πλέον, όλο και περισσότερο οι φασιστικές οργανώσεις επιδίωκαν έναν προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής του γαλλικού κράτους σε σύμπλευση με τον φασιστικό Άξονα.
Το σύνολο των παραπάνω οργανώσεων πρωτοστάτησε στα γεγονότα της 6ης Φλεβάρη 1934, οπότε έπειτα από μακρά περίοδο αναταραχής, φιλοφασιστικές οργανώσεις επιχείρησαν να επιτεθούν στο Κοινοβούλιο.[17]
Η αστυνομία απάντησε με πυρά, με αποτέλεσμα 15 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες.[18]
Η συγκρότηση του Λαϊκού Μετώπου
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, συγκροτήθηκε το Λαϊκό Μέτωπο. Το Μάρτη του 1936 επανενώθηκε η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας με την Ενοποιημένη Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας.
Στους δύο γύρους των εκλογών (26 Απρίλη – 3 Μάη 1936), τα κόμματα του Λαϊκού Μετώπου κέρδισαν τη μεγάλη πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών εδρών, παρότι πήραν 300.000 ψήφους λιγότερες από τους αντιπάλους τους στον πρώτο γύρο.
Η διανομή των εδρών καθορίστηκε από το γαλλικό εκλογικό σύστημα των δύο γύρων, αλλά και τη στάση των υποστηρικτών του Λαϊκού Μετώπου που συγκέντρωναν τις ψήφους τους στο δεύτερο γύρο.[19]
Ωστόσο, τα εκλογικά αποτελέσματα φανέρωναν το βάθος των αντιθέσεων στην αστική τάξη. Το ίδιο φανέρωνε η αστική πριμοδότηση φιλοφασιστικών οργανώσεων.
Οταν το καλοκαίρι του 1936 ο Ζακ Ντοριό, πρώην κομμουνιστής και δήμαρχος του Σαιντ-Ντενί, προχώρησε στη δημιουργία του Γαλλικού Λαϊκού Κόμματος, χρηματοδοτήθηκε από παρισινές τράπεζες, βιομήχανους χάλυβα, κατασκευαστές αυτοκινήτων, εξορυκτικές και κλωστοϋφαντουργικές βιομηχανίες και επιχειρηματικούς κύκλους της Μασσαλίας και του Αλγερίου.[20]
Ανάμεσα στους χρηματοδότες ήταν:
- Ο Πιέρ Πουσέ, ιδιοκτήτης του μονοπωλίου χάλυβα «Cartel d’ Acier» και μετέπειτα υπουργός Εσωτερικών του Βισύ,[21]
- ο Πολ Μπαντουίν, γενικός διευθυντής της Τράπεζας της Ινδοκίνας και μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών του Βισύ,[22]
- ο τραπεζίτης Γκαμπριέλ Λε Ρου Λαντουρί.[23]
Μόνο το 1937, το Γαλλικό Λαϊκό Κόμμα χρηματοδοτήθηκε με 10 εκατομμύρια φράγκα[24] και έτσι στην ακμή του έφτασε να αριθμεί 100.000 ενεργά μέλη (τυπικά 300.000).[25]
Οι «Φλεγόμενοι Σταυροί», έπειτα από την απαγόρευσή τους από την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, μετονομάστηκαν σε «Γαλλικό Κοινωνικό Κόμμα» και συνέχιζαν να χρηματοδοτούνται από μονοπώλια, αποτελώντας την περίοδο 1938-1939, ιδιαίτερα υπολογίσιμη δύναμη.[26]
Και φυσικά, όπως η μια μερίδα της αστικής τάξης επιχειρούσε να δεσμεύσει το εργατικό – λαϊκό κίνημα μέσα από τη στήριξη στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, η αντίπαλη μερίδα επιχείρησε να αξιοποιήσει τη στήριξη των κομμουνιστών, προκειμένου να φοβίσει αντιδραστικές και καθυστερημένες μάζες, κυρίως μικροϊδιοκτήτες της πόλης και του χωριού για το ενδεχόμενο επιβολής σοβιετικής εξουσίας.
Κι αυτό παρόλο που ο Μορίς Τορέζ, Γενικός Γραμματέας του ΚΚΓ, δήλωνε ότι η ευρύτερη συμμαχία του Λαϊκού Μετώπου ήταν καθαρά αμυντική και επιδίωκε την υπεράσπιση της δημοκρατικής νομιμότητας, της εθνικής οικονομίας και του διεθνούς status quo.[27]
Αυτό απέδειξαν και τα πεπραγμένα της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου και του ΚΚΓ.
Ο παροπλισμός
Τον Μάη και τον Ιούνη του 1936, το απεργιακό κύμα συγκλόνισε τη Γαλλία. 2 εκατομμύρια εργάτες έλαβαν μέρος σε πάνω από 12.000 απεργίες, ενώ σημειώθηκαν και καταλήψεις εργοστασίων.
Οι εργοδότες αποδέχτηκαν την κυβερνητική πρόταση για συνομιλίες με τους συνδικαλιστές και τα 5 βασικά αιτήματα των απεργών έγιναν δεκτά:
- Αναγνώριση του δικαιώματος συμμετοχής σε συνδικάτο ή ίδρυσης συνδικάτου,
- καθιέρωση συλλογικών διαπραγματεύσεων,
- συμμετοχή συνδικαλιστή στη διαχείριση του εργατικού δυναμικού,
- 15-17% αυξήσεις και
- ατιμωρησία απεργιακής δράσης.
Παράλληλα, η κυβέρνηση υποσχέθηκε την καθιέρωση 40ωρης εργάσιμης βδομάδας και άδεια δύο βδομάδων με αποδοχές.
Ομως, οι απεργίες και οι καταλήψεις εργοστασίων συνεχίστηκαν με ευρύτερα αιτήματα (όπως οι εθνικοποιήσεις εργοστασίων στρατηγικής σημασίας, η διάλυση των φασιστικών οργανώσεων κ.λπ.) και τότε το ΚΚΓ κάλεσε τους εργάτες να σταματήσουν την απεργία, συμβάλλοντας καθοριστικά στην επαναφορά της εργασιακής ειρήνης.[28]
Στην πράξη οι παραχωρήσεις δεν είχαν σημαντικό αντίκρισμα, αφού οι αυξήσεις αντισταθμίστηκαν από τον πληθωρισμό και η 40ωρη βδομάδα καταργήθηκε σύντομα.
Απέμεινε η άδεια μετ’ αποδοχών που θεωρήθηκε μέτρο με ελάχιστο κόστος και μεγάλο ψυχολογικό αποτέλεσμα, που τόνωνε τον γαλλικό τουρισμό.[29]
Τον Ιούνη, η κυβέρνηση διέλυσε φασιστικές οργανώσεις, όπως οι «Φλεγόμενοι Σταυροί» και η «Γαλλική Αλληλεγγύη».[30]
Ωστόσο, η αντιμετώπισή τους παρέμεινε στο νομικό – τυπικό επίπεδο.
Είναι χαρακτηριστικό το επεισόδιο που σημειώθηκε τον Μάρτη του 1937, όταν το «Γαλλικό Κοινωνικό Κόμμα» αποφάσισε να πραγματοποιήσει συνάντηση στο εργατικό προάστιο Κλισύ του Παρισιού.
Το τοπικό συμβούλιο ζήτησε από την κυβέρνηση την απαγόρευση της συνάντησης, αλλά αυτή αντέτεινε ότι δεν ήταν παράνομη.
Τότε, οι τοπικές οργανώσεις του ΚΚΓ αλλά και τμήμα των σοσιαλδημοκρατών διοργάνωσαν αντισυγκέντρωση που – με εντολή του υπουργού Εσωτερικών – δέχτηκε άγρια αστυνομική επίθεση με αποτέλεσμα τη δολοφονία 5 αντιφασιστών.[31]
Οι αστοί πολιτικοί του Λαϊκού Μετώπου δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους αστούς πολιτικούς των φιλοφασιστικών οργανώσεων, τόσο επειδή δεν είχαν συμφέρον να συγκρουστούν ολοκληρωτικά με τμήματα του γαλλικού κεφαλαίου, όσο και γιατί εκείνη την περίοδο προωθούσαν την πολιτική «κατευνασμού» του φασιστικού άξονα και στροφής των ιμπεριαλιστικών τους βλέψεων προς την ΕΣΣΔ.
Το ίδιο φανερώθηκε από τη συνολικότερη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, η οποία, όταν ξέσπασε το πραξικόπημα του Φράνκο στην Ισπανία, εισηγήθηκε την πολιτική της «μη επέμβασης», που έγινε αποδεκτή και από άλλα καπιταλιστικά κράτη.[32]
Επίσης, δεν κατοχύρωσε νομικά την παραχώρηση ασύλου σε θύματα του ναζισμού, με αποτέλεσμα πολλοί Εβραίοι, κομμουνιστές και άλλοι να μείνουν εγκλωβισμένοι στη Γερμανία.[33]
Μετά την ανάδειξη της κυβέρνησης Νταλαντιέ (Απρίλης 1938), σκλήρυναν ακόμα περισσότερο οι νόμοι εναντίον της μετανάστευσης, με αποτέλεσμα να μπλοκαριστούν Γερμανοί αντιφασίστες και καταδιωκόμενοι από την Ισπανία.[34]
Μάλιστα, όταν ο Φράνκο επικράτησε στην Καταλονία, οι δημοκρατικοί πολίτες και μαχητές που πέρασαν τα σύνορα κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.[35]
Αποκαλυπτικό είναι και το γεγονός ότι η αντίδραση της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου στις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις του φασιστικού άξονα συνδυαζόταν με την καταλήστευση των αποικιών.
Χαρακτηριστικά, τον Γενάρη του 1937 η κυβέρνηση απαγόρευσε τον «Βορειοαφρικανικό Αστέρα», που πρωτοστατούσε στην αναγνώριση των δικαιωμάτων των Αλγερινών στη Γαλλία.
Στη συνέχεια, οι Αλγερινοί εθνικιστές, αφού διαχωρίστηκαν από τους Αλγερινούς κομμουνιστές, προχώρησαν στην ίδρυση του Κόμματος του Αλγερινού Λαού, διεκδικώντας την ανεξαρτησία της Αλγερίας.
Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, συνελήφθησαν οι σημαντικότεροι ηγέτες τους, ενώ ο Τορέζ τάχθηκε ενάντια στην ανεξαρτησία της Αλγερίας, υποστηρίζοντας ότι οι Αλγερινοί δεν ήταν έθνος, αλλά έθνος υπό διαμόρφωση.[36]
Τα Λαϊκά Μέτωπα πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – Η κατάρρευση
Τον Απρίλη του 1938, η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου κατέρρευσε και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο μέχρι τότε υπουργός Πολέμου Νταλαντιέ.
Η νέα κυβέρνηση στηρίχτηκε και πάλι από το ΚΚ, στο όνομα της αποσόβησης του φασιστικού κινδύνου.[37]
Ωστόσο, η πολιτική του κατευνασμού συνεχίστηκε με την υπογραφή της «Συμφωνίας του Μονάχου», (Σεπτέμβρη 1938) η οποία παραχωρούσε την Τσεχοσλοβακία στον Χίτλερ και στην οποία αντιτάχτηκε μόνο το ΚΚΓ.[38]
Τελικά, μετά την υπογραφή του Συμφώνου μη επίθεσης ΕΣΣΔ – Γερμανίας (23 Αυγούστου 1939), το ΚΚ, υποστηρίζοντας ότι ο επερχόμενος πόλεμος θα έχει ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα, ήρθε σε αντίθεση με το σύνολο των αστικών δυνάμεων, ενώ από το ΚΚΓ αποχώρησαν πολλοί βουλευτές, στελέχη και μέλη του.[39]
Έναν μήνα αργότερα κηρύχτηκε παράνομο,[40] παρά το γεγονός ότι νωρίτερα είχε υπερψηφίσει τις πολεμικές πιστώσεις.[41]
Ένα πογκρόμ διώξεων και απαγόρευσης των εντύπων του ακολούθησε.[42]
Μέχρι το Μάη του 1940, 6.000 ήταν οι φυλακισμένοι κομμουνιστές, ενώ 15.000 εισβολές είχαν πραγματοποιηθεί σε σπίτια κομμουνιστών ή σε γραφεία και τυπογραφεία του ΚΚΓ.
Από τους 35 βουλευτές του, οι 34 (ο Τορέζ είχε διαφύγει στο εξωτερικό) καταδικάστηκαν για τη συνεργασία τους με την ΚΔ σε 5 χρόνια φυλάκισης.[43]
Στις 5 Ιούνη 1940, τα γερμανικά στρατεύματα πραγματοποίησαν επίθεση από τη γραμμή Μαζινό έως τη Μάγχη.
Στις 10 Ιούνη, η κυβέρνηση Ρενό εγκατέλειψε το Παρίσι, έχοντας χάσει τον έλεγχο, ενώ κέρδιζαν έδαφος οι αντίπαλες αστικές δυνάμεις, συσπειρωμένες γύρω από τον στρατάρχη Πετέν.
Ουσιαστικά, ο γερμανικός στρατός μπήκε αμαχητί στο Παρίσι στις 14 Ιούνη, ενώ η γαλλική κυβέρνηση συνθηκολόγησε τυπικά στις 22 Ιούνη.[44]
Λίγες μέρες νωρίτερα, οι κομμουνιστές είχαν ζητήσει να απελευθερωθούν και να εξοπλιστούν για να πολεμήσουν στην άμυνα του Παρισιού, αλλά η κυβέρνηση δεν αποδέχτηκε το αίτημά τους και μετά την ήττα τους παρέδωσε στους ναζί.[45]
Μετά τη συνθηκολόγηση, εγκαθιδρύθηκε στις βόρειες και κεντρικές περιοχές της Γαλλίας καθεστώς κατοχής.
Στο νότιο τμήμα σχηματίστηκε φιλογερμανική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Πετέν και έδρα το Βισύ.
Στις 10 Ιούλη 1940, η ίδια Βουλή που είχε αναδείξει την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου (πλην των κομμουνιστών που είχαν κηρυχτεί έκπτωτοι) υπερψήφισε τον Συνταγματικό Νόμο, που κατοχύρωνε απεριόριστες εξουσίες στον Πετέν.
Κατά ψήφισαν μόλις 57 βουλευτές (από τους 544), εκ των οποίων οι 29 του Σοσιαλιστικού Κόμματος (από τους 149).[46]
Συνεχίζεται με το Β’ Μέρος: Η περίπτωση της Ισπανίας
Σημειώσεις:
[1]. Γκεόργκι Ντιμιτρόφ: «Ο φασισμός», εκδ. «Πορεία», Αθήνα, 1975, σελ. 90.
[2]. Ο Τσόρτσιλ σε ομιλία του στη Ρώμη:
«Αν ήμουν Ιταλός, είμαι σίγουρος ότι θα ήμουν ολόψυχα μαζί σας από την έναρξη της θριαμβευτικής σας πάλης ενάντια στις κτηνώδεις ορέξεις και πάθη του λενινισμού […] Η Ιταλία έδειξε πως υπάρχει τρόπος καταπολέμησης των ανατρεπτικών δυνάμεων».
L Picknett – C. Prince – S. Prior: «War of the Windsors: A Century of Unconstitutional Monarchy», Mainstream Publishing, Edinburgh, 2002, p.78.
[3]. Nigel Jones: «Mosley», Haus Publishing, London, 2004, pp. 130-133.
[4]. Patrick Weil: «The Sovereign Citizen», University of Pensylvania Press, Philadelphia, 2013, p. 93.
[5]. Serge Bernstein – Pierre Milza: «Ιστορία της Ευρώπης», τόμ. 3, Εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», Αθήνα, 1997, σελ. 90-91.
[6]. Ντόναλντ Σασούν: «Εκατό χρόνια σοσιαλισμού», τόμ. Α’, εκδ. «Καστανιώτης», Αθήνα, 2001, σελ. 179-180.
[7]. Bernand E. Brown: «French Communism» στο George Schwab, «Eurocommunism: The Ideological and Political-Theoritical Foundations», Aldwych Press, London, 1981, pp. 87-89.
[8]. Susan Milner: «The Dilemmas of Internationalism», Berg Publishers, Oxford 1990, pp. 231-233.
[9]. Ton Van der Eyden: «Public Management of the Society», Ios Press, Amsterdam 2003, p. 282.
[10]. Mary McAuliffe: «When Paris Sizzled», Rowman & Littlefield Editions, New York & London, 2016, p. 128.
[11]. Roulhac B. Toledano – Elizabeth Z. Coty: «Francois Coty. Fragfrance, Power, Money», Pelican Publishing, Gretna 2009, p. 146.
[12]. Peter J. Bernandi: «Maurice Blonden, Social Catholicism & Action Francaise», The Catholic University of America, Washington, 2009, p. 209.
Η «Γαλλική Δράση» υπήρξε πολιτική κίνηση μοναρχικών και καθολικών στα τέλη του 19ου αιώνα, που εξέδωσε ομώνυμη εφημερίδα. Βασικός ιδεολογικός της εκπρόσωπος ήταν ο Σαρλ Μορά.
Στη δεκαετία του 1920, η επιρροή της περιορίστηκε εξαιτίας της καταδίκης της από τον Πάπα αλλά και της ανόδου φασιστικών οργανώσεων. Παρ’ όλα αυτά, προσέφερε το ιδεολογικό – πολιτικό οπλοστάσιο σε όλες τις φασιστικές κινήσεις, ενώ ο Μορά συνεργάστηκε μαζί με άλλα στελέχη της με το καθεστώς του Βισύ.
[13]. Samuel Kalman: «The extreme right in interwar France», Ashgate Publishing, Hampshire & Burlington, 2008, pp. 4-5.
Ο Βαλουά, όπως και ο Μουσολίνι δεν έδινε φυλετικά χαρακτηριστικά στο φασισμό, ενώ υποστήριζε ότι «εθνικισμός + σοσιαλισμός = φασισμός». David Renton: «Fascism. Theory and Practice», Pluto Press, London & Virginia, 1999, p. 23, 28.
[14]. Στάνλεϊ Πέιν: «Η ιστορία του φασισμού», εκδ. «Φιλίστωρ», Αθήνα, 2000, σελ. 412-413.
[15]. Samuel Kalman: ο.π. p. 7 στο [13].
[16]. Maurice Larkin: «France since the Popular Front», Oxford University Press, Oxford & New York, 1997, p. 49.
[17]. Danielle Tartakowsky: «Les Manifestations de rue en France», Publications de la Sorbonne, pp. 277-284.
[18]. Maurice Larkin, ο.π. p. 50 στο [16].
[19]. Ντόναλντ Σασούν, ο.π., σελ. 119-120 στο [6].
[20]. Rod Kedward: «France and the French at Modern History», The Overlook Press, Woodstock & New York, 2007, pp. 210-211.
[21]. Martin Evans – Emmanuel Godin: «France 1815-2003», Routledge Editions, & , 2013, p. 106.
Ο Πουσέ διαχώρισε τη θέση του από το Γαλλικό Λαϊκό Κόμμα, αλλά και συγκρούστηκε με τη γαλλική κυβέρνηση έπειτα από την υπογραφή της Συνθήκης του Μονάχου, μιας και η ναζιστική επέκταση στην Τσεχοσλοβακία έπληττε την αυτοκινητοβιομηχανία «Skoda», με την οποία βρισκόταν σε στενή συνεργασία.
Jean-Baptiste Duroselle: «France and the Nazi Threat: The Collapse of French Diplomacy», Enigman Books, 2004, p. 298.
[22]. Eric T. Jennings: «Vichy in the Tropics. Petain’s Nation Revolution in Magadascar, Guadeloupe and Indochina», Stanford University Press, 2001, p. 139.
[23]. Rod Kedward, ο.π. p. 210 στο [20].
[24]. Maurice Larkin, ο.π., p. 50 στο [16].
[25]. Serge Bernstein – Pierre Milza, ο.π. σελ. 96 στο [5].
[26]. Στάνλεϊ Πέιν, ο.π., σελ. 416 στο [14].
Ο ηγέτης του Γαλλικού Κοινωνικού Κόμματος Ντε Λα Ρόκε συνεργάστηκε στη συνέχεια για ένα μικρό διάστημα με το καθεστώς του Βισύ, αν και στη συνέχεια προσχώρησε στην αστική αντίσταση και απελάθηκε από την Γκεστάπο.
[27]. Ντόναλντ Σασούν, ο.π., σελ. 120 στο [6].
[28]. Rod Kedward, ο.π., pp. 186-188 στο [20].
[29]. Ο.π., p. 215.
[30]. Rod Kedward, ο.π., p. 188 στο [20].
[31]. Ο.π., p. 212.
[32]. Ο.π., p. 204-205.
[33]. Ο.π., p. 190-191.
[34]. Ο.π., p. 217.
[35]. Πασιονάρια (Ντολόρες Ιμπάρουρι): «Απομνημονεύματα», τόμ. 2ος, εκδ. «Ανθολόγιο», χ.χ., χ.τ.ε., σελ. 242-243.
[36]. Rod Kedward, o.π., p. 213-214 στο [20].
[37]. Julian Jackson: «The Fall of France (The Nazi Invasion of 1940)», Oxford University Press, Oxford & New York, 2003, pp. 115-121.
[38]. Rod Kedward, ο.π, p. 215 στο [20].
[39]. Lynne Taylor: «The Parti Communist Francaise and the French Resistance in the Second World War» και στο Tony Judt: «Resistance and Revolution in Mediterranean Europe», Routledge Editions, London & New York 1989, pp. 53-54.
[40]. Thomas J. Caub: «After the Fall. German Policy in Occupied France», Oxford University Press, Oxford & New York, 2010, p. 112.
[41]. Lynne Taylor, ο.π, pp. 54-55 στο [39].
[42]. William Fortesque: «The Third Republic in France 1870-1940», Routledge Editions, London 2000, p. 232.
[43]. Rod Kedward, ο.π., pp. 233-234 στο [20].
[44]. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1939-1949», τόμ. Β2, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 14.
[45]. Ινστιτούτο Μαρξισμού – Λενινισμού της ΚΕ του ΚΚΣΕ: «Κομμουνιστική Διεθνής», εκδ. «Ελεύθερη Ελλάδα», χ.τ.ε., σελ. 495-496.
[46]. Ειδικό αφιέρωμα της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης στα 70 χρόνια από την ψηφοφορία της 10ης Ιούλη 1940.
Κώστας Σκολαρίκος,
μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Πηγή: Ριζοσπάστης