Κρίση και προοπτικές του συστήματος
1. Η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν είναι μια ισορροπημένη, ευσταθής αρμονική διαδικασία σε όφελος όλου του πληθυσμού ανεξάρτητα από την ταξική του θέση.
Αντίθετα, πρόκειται για μια ταραχώδη, ασύμμετρη, απρόβλεπτη βραχυπρόθεσμα διαδικασία, που όμως διέπεται από μια σειρά κανονικότητες και νόμους, τους οποίους αναδεικνύει η μαρξιστική πολιτική οικονομία και θα πρέπει να πληροφορούν σε μεγάλο βαθμό το θεωρητικό πλαίσιο προσδιορισμού της χάραξης της πολιτικής στρατηγικής της κομμουνιστικής αριστεράς στην προσπάθειά της για κατανόηση της συγκυρίας και κατάλληλη εκτίμηση των δυνατοτήτων και της προοπτικής του συστήματος.
Συγκεκριμένα, για την όσο το δυνατόν πιο σωστή πολιτική αποτίμηση της τρέχουσας συγκυρίας και των μεσοπρόθεσμων εξελίξεων είναι χρήσιμο να αναγνωρίσουμε και να αναδείξουμε τις τρεις διαστάσεις της πρόσφατης ελληνικής οικονομικής κρίσης:
α) αρχικά (2007) τη διεθνή κρίση κερδοφορίας και υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου της «πραγματικής» οικονομίας (εδώ ο μαρξικός νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους παίζει κυρίαρχο ρόλο) που έχει μετατραπεί σε οικονομική στασιμότητα, ιδίως στην Ευρωζώνη, παρά τις άφθονες νομισματικές ενέσεις.
β) Κατόπιν (2009) την κρίση της «πραγματικής» ελληνικής οικονομίας, που πρόκειται και αυτή για κρίση υπερσυσσώρευσης και χαμηλής κερδοφορίας του κεφαλαίου λόγω της λειτουργίας του ίδιου μηχανισμού, κρίση που όξυνε περισσότερο.
γ) τη λανθάνουσα δημοσιονομική κρίση του ελληνικού κράτους.
2. Αδιάψευστος μάρτυρας των νομοτελειών που προαναφέρθηκαν είναι το κοινό μοτίβο εξέλιξης που παρατηρείται στη μεταπολεμική ιστορία των χωρών του ανεπτυγμένου καπιταλισμού με τέσσερις καθαρά διακριτές φάσεις:
Το τέλος της Μεγάλης Υφεσης και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ακολουθήθηκε από τη λεγόμενη «χρυσή εποχή» της καπιταλιστικής συσσώρευσης, με ιστορικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που βασίζονται στην ανοικοδόμηση που συμβαίνει μετά τον πόλεμο και την υψηλή κερδοφορία του κεφαλαίου, απότοκο της Μεγάλης Υφεσης (βλέπε διάγραμμα 1).
Η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου[1] βάζει τέρμα σε αυτήν την περίοδο γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1960 (1974 για την Ελλάδα), με την κερδοφορία του κεφαλαίου να μειώνεται σημαντικά και τα κεϊνσιανά μέτρα τόνωσης της ζήτησης να μεταφράζονται σε πληθωρισμό – έτσι προκύπτει η κρίση στασιμοπληθωρισμού μέχρι το 1982 για τις ΗΠΑ (1985 για την Ελλάδα).
Η απάντηση του συστήματος (κεφαλαίου και αστικών κυβερνήσεων) παίρνει τη μορφή του «νεοφιλελευθερισμού», που όμως μόνο μερικώς πετυχαίνει την ανάκαμψη της κερδοφορίας, της συσσώρευσης κεφαλαίου, της παραγωγικότητας και της μεγέθυνσης, καθώς στηρίζεται μόνο στην αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, αφού δεν ήταν πολιτικά εφικτό να καταστραφεί ή να απαξιωθεί τόσο εκτεταμένα το πάγιο κεφάλαιο αυξάνοντας την ανεργία και προκαλώντας κοινωνική καταστροφή συγκρίσιμη με αυτήν της Μεγάλης Υφεσης.
Η επιστροφή στις συνθήκες της «χρυσής εποχής» της καπιταλιστικής συσσώρευσης αποδείχθηκε έτσι ανέφικτη, ενώ η περίοδος χαρακτηρίστηκε από την πλήρη σχεδόν κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργατικής τάξης σε όρους διανομής εισοδήματος, χειροτέρευσης των συνθηκών εργασίας, σχετικής υποχώρησης και χειροτέρευσης των ρυθμίσεων του κράτους πρόνοιας για τη μεγάλη πλειοψηφία των μισθωτών.
Οι έστω χαμηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης μέχρι το 2007, μάλιστα, επιτεύχθηκαν με την τεχνητή ώθηση που έδωσαν στην κατανάλωση η συνειδητή διευκόλυνση του δανεισμού αποκλεισμένων μέχρι τότε από την πίστη κοινωνικών στρωμάτων, και οι «φούσκες» του χρηματιστηρίου πρώτα και του τομέα των κατοικιών έπειτα.
Οταν γύρω στο 2007 (στην Ελλάδα το 2009) η διαδικασία αυτή εξαντλήθηκε, με την πραγματική οικονομία να μη στηρίζεται πια στα πήλινα πόδια των χρηματοπιστωτικών φουσκών, τα προβληματικά θεμελιώδη στοιχεία της πραγματικής οικονομία[2] ήρθαν στην επιφάνεια, η κρίση ξέσπασε και η κερδοφορία του κεφαλαίου κατέρρευσε, παρασύροντας τη συσσώρευση κεφαλαίου, την απασχόληση, τους μισθούς, τις συντάξεις, τις κοινωνικές δαπάνες.
Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ βρισκόταν ήδη σε πολύ ψηλά επίπεδα και η κρίση, που μείωσε τα φορολογικά έσοδα ενώ αύξησε τις απαιτήσεις για κοινωνικές δαπάνες, το έκανε μη εξυπηρετήσιμο.
Εδώ, το ταξικό πρόσημο της δημοσιονομικής δομής[3] και ο αρνητικός καθαρός κοινωνικός μισθός της εργατικής τάξης για ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο αποκαλύπτουν ότι η εργατική τάξη κάθε άλλο παρά υπεύθυνη ήταν για τα χρόνια δημόσια ελλείμματα και τη συσσώρευση του δημόσιου χρέους σε απαγορευτικά επίπεδα γύρω στο 2009-10, ενώ η δημοσιονομική λιτότητα που επιβλήθηκε από τα μνημόνια συνέβαλε στη δημιουργία της μεγαλύτερης κρίσης στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού, με απροσδιόριστα ακόμη αποτελέσματα.
Σε κάθε περίπτωση, η στενή σχέση κερδοφορίας κεφαλαίου και μεγέθυνσης (ποσοστιαίας μεταβολής του ΑΕΠ, βλέπε Διάγραμμα 2) και η μακροχρόνια συμπεριφορά του ποσοστού κέρδους δεν δίνουν περιθώρια αισιοδοξίας αντιστροφής της ζοφερής οικονομικής πραγματικότητας.
3. Πιο σημαντικό είναι το ότι η πρόσφατη κρίση και η συνεχιζόμενη οικονομική στασιμότητα ιδωμένες σε πολύ μακροχρόνιο πλαίσιο εκφράζουν καθαρά τη μειωμένη και συνεχώς μειούμενη διαχρονικά δυναμική του καπιταλιστικού συστήματος στην Ελλάδα και παντού στον καπιταλιστικό κόσμο (βλέπε Πίνακα 1).
Με άλλα λόγια μία από τις βασικές αρχές του ιστορικού υλισμού, το γεγονός ότι οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις δεν μπορούν πλέον να βοηθήσουν στην παραπέρα ουσιαστική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, έχουν μεταβληθεί σε τροχοπέδη γι’ αυτές.
Στην Ελλάδα ειδικά, επειδή η κρίση αυτή παρουσιάστηκε ακόμη πιο οξυμένη και έχει υποθηκεύσει μέσω του τεράστιου δημόσιου χρέους το μέλλον της πλειοψηφίας του πληθυσμού (των υποτελών τάξεων κυρίως), έβαλε στην επικαιρότητα επιτακτικά το ζήτημα της επάρκειας, της προοπτικής, της βιωσιμότητας, ακόμα και της ρεαλιστικής δυνατότητας υπέρβασης του συστήματος.
Έγινε δηλαδή αντικειμενικά εφικτή και ρεαλιστική ακόμη και η άμεση αμφισβήτηση του συστήματος, αλλά ακόμα περισσότερο έγινε εφικτή για το ρεφορμισμό και το μικροαστισμό η αποκόμιση τεράστιου πολιτικού οφέλους μόνο και μόνο με την επίκληση κάποιων μέτρων ανακούφισης της «ανθρωπιστικής κρίσης».
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι όσο περισσότερο επιλεγόταν ο τελευταίος και εύκολος δρόμος, τόσο απομακρυνόταν και περιθωριοποιούνταν η πρώτη εκδοχή, με αποτέλεσμα την έστω και πρόσκαιρη σταθεροποίηση του κλυδωνιζόμενου αστικού οικοδομήματος.
Κρίση και προοπτικές του συστήματος
4. Εχει ιδιαίτερη σημασία το ότι η κρίση ήταν «συστημική», προϊόν της τυπικής λειτουργίας του συστήματος και όχι αποτέλεσμα λαθεμένης πολιτικής.
Παρά τις υποσχέσεις, δεν έχει ξεπεραστεί ουσιαστικά στην πραγματική οικονομία, ενώ η απειλή του δημόσιου χρέους, που ακυρώνει εντελώς ακόμα και τα αμφισβητούμενα όπλα αντιμετώπισής της (π.χ. επεκτατική δημοσιονομική πολιτική), είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι στην έναρξη της κρίσης.
Και πάλι, η όποια ουσιαστική ανάκαμψη δεν είναι θέμα της σωστής πολιτικής ή συνταγής, το σύστημα έχει τη δική του λογική, τον δικό του βαθύ πυρήνα, η κεντροδεξιά και η κεντροαριστερή εκδοχή αποτελούν μικρές αποκλίσεις μόνο από αυτήν,
ενώ η μεγιστοποίηση των μικρών διαφορών τους είναι μια σημαντική παραπλανητική ασφαλιστική δικλίδα του συστήματος.
Είναι επίσης φανερό διεθνώς ότι η οικονομική αστάθεια τροφοδοτεί την πολιτική αστάθεια, με παραδοσιακά κόμματα – στηρίγματα του αστισμού να εξαφανίζονται και να πυκνώνουν η δημιουργία και η χρήση αναλώσιμων κομμάτων, μίας ή περιορισμένης χρήσης.
Η τρέχουσα εμπειρία του ελληνικού λαού έχει προκύψει από μία περίοδο που με ιστορικά κριτήρια ανήκει στις πιο δυναμικές και γι’ αυτό εξαιρετικές της ιστορίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Η μακροσκοπική ματιά όμως υποδηλώνει πως είναι σχεδόν απίθανη η επανάληψή της, και επομένως είναι ανεδαφικές οι προσδοκίες για επαναφορά σε «κανονικότητες» και «χρυσές εποχές».
Και αυτό ανεξάρτητα από την «ελαστικότητα», τη «γενναιοδωρία» του κεφαλαίου ή τις εντελώς ανεδαφικές διακηρύξεις του πολιτικού του προσωπικού για «δίκαιη» και «βιώσιμη» ανάπτυξη που θα ωφελεί όλους, όλες τις τάξεις, και ιδίως «τους πολλούς».
Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλον τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο καμία νότα αισιοδοξίας, κανένα νέο όραμα, καμία υπόσχεση για ανάπτυξη αντίστοιχη με αυτήν της πρώτης μεταπολεμικής εποχής δεν υπάρχει.
Η ένταση και ιδίως η φύση της πρόσφατης κρίσης δεν επιτρέπει (και δεν επέτρεψε ποτέ στην περίοδο του νεοφιλελευθερισμού) «λύσεις» ή πολιτικές που να ευνοούν όλες τις κοινωνικές τάξεις σε μια λογική «εθνικής οικονομίας».
Αντίθετα, απαιτούν από την πλευρά του κεφαλαίου την παραπέρα επίθεση στο εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο της τάξης που ήδη έχανε στη διανεμητική μάχη, δηλαδή της εργατικής τάξης.[4]
Η τελευταία, καθώς δεν είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία του δημόσιου χρέους, μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα και την αποπληρωμή του χρέους σε ταξική (που θα συνοδεύεται από έναν ριζικό μετασχηματισμό των σχέσεων ιδιοκτησίας σε όφελός της) και όχι απαραίτητα σε εθνική βάση.
Κι αυτό γιατί συγκεκριμένα τμήματα του έθνους (κεφάλαιο, μη μισθωτά ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, κρατική γραφειοκρατία) είναι υπεύθυνα για τη δημιουργία και τη συσσώρευση του δημόσιου χρέους.
Ολη αυτή η εμπειρία (νεοφιλελευθερισμός, κρίση, μνημόνια, δηλαδή παραπέρα θεσμική θωράκιση της πλεονεκτικής θέσης του κεφαλαίου απέναντι στην εργατική τάξη) δεν είναι ούτε εμμονική στάση, ούτε ιδεοληψία των πιστωτών και των κυρίαρχων τάξεων, έχει υλική αντικειμενική βάση.
Εδράζεται στην αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, στις απογοητευτικές επιδόσεις του καπιταλιστικού συστήματος, και είναι ένα από τα εργαλεία, μία αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την υπέρβαση της κρίσης σε όφελος του κεφαλαίου.
Η εργατική τάξη έχει αντικειμενικούς λόγους να μην αναμένει καλυτέρευση της θέσης της μέσα σε ένα τέτοιο παρωχημένο σύστημα, ο χώρος για απλές διανεμητικές νίκες δεν υπάρχει, και ο μόνος δρόμος που της απομένει είναι να το ανατρέψει και να το αντικαταστήσει με ένα άλλο, ορθολογικό, σχεδιασμένο, σοσιαλιστικό.
Σημειώσεις:
[1]. Δηλαδή η άνοδος της οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου, βασικός μηχανισμός πίσω από τη λειτουργία του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους.
[2]. Υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, αύξηση του ειδικού βάρους των μη παραγωγικών δραστηριοτήτων που απορροφούν μεγάλο μέρος της παραγόμενης υπεραξίας, ανεπαρκής μάζα υπεραξίας και κερδών παρά το τεράστιο ποσοστό εκμετάλλευσης.
[3]. Χαμηλές κοινωνικές δαπάνες, μεγάλες γραφειοκρατικές και στρατιωτικές δαπάνες, χαμηλή φορολόγηση του κεφαλαίου και των ανώτατων εισοδηματικών στρωμάτων.
[4]. Ποσοστό υπεραξίας, λόγος κερδών – μισθών με ανοδική τάση και αρνητικός καθαρός κοινωνικός μισθός.
Θανάσης Μανιάτης
Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών,
υποψήφιος βουλευτής Β’ Πειραιώς με το ΚΚΕ
Πηγή: Ριζοσπάστης