Ο «κόκκινος» Τσάπλιν στη «μαύρη λίστα» του Μακαρθισμού (vid)
42 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου δημιουργού
Η διαχρονική παρουσία του Τσάρλι Τσάπλιν, του Σαρλό, εξακολουθεί σχεδόν 100 χρόνια μετά να συγκλονίζει και να διασκεδάζει τους φίλους του κλασικού σινεμά.
Ο κορυφαίος δημιουργός και ερμηνευτής του κινηματογράφου, ο μεγάλος ανθρωπιστής και καλλιτέχνης (γεννημένος στις 16 Απριλίου 1889 στο Λονδίνο), έφυγε στις 25 Δεκεμβρίου του 1977.
Οι γονείς του (Τσαρλς Τσάπλιν και Χάνα Χάριετ Πέντλιγκχαμ Χιλ) ήταν καλλιτέχνες του Μουσικού Θεάτρου.
Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός κι ένα χρόνο μετά τη γέννηση του Τσάρλι εγκατέλειψε τη σύζυγό του και τα δύο τους παιδιά, τον Τσάρλι και τον μεγαλύτερο αδερφό του, Σίντνεϊ.
Τα επόμενα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Μάνα και γιος γυρνούσαν και τραγουδούσαν στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου για να κερδίσουν λίγες δεκάρες.
Λίγο αργότερα η Χάνα εμφάνισε προβλήματα υγείας, εγκατέλειψε την καριέρα της και άρχισε να δουλεύει ως ράφτρα.
Καθώς δεν είχε αρκετά χρήματα και ο πρώην σύζυγός της σπάνια τους βοηθούσε οικονομικά, αναγκάστηκε να ζήσει με τα παιδιά της σε διάφορα διαμερίσματα υπό άθλιες συνθήκες.
Το 1895 μπήκε σε άσυλο φτωχών στο Λάμπεθ και τα δύο παιδιά της μεταφέρθηκαν σε ένα σχολείο για ορφανά και εγκατελελειμμένα παιδιά από το οποίο είχαν τις χειρότερες αναμνήσεις.
Τρία χρόνια αργότερα, και αφού η μητέρα τους μπήκε σε άσυλο φρενοβλαβών στο Κέιν Χιλ, ο πατέρας τους ανέλαβε την επιμέλειά τους.
Η ζωή όμως του Τσάρλι και του Σίντνεϊ δεν άλλαξε ουσιαστικά αφού ο πατέρας τους συνέχιζε να πίνει και οι δύο τους μεγάλωναν με την ερωμένη του πατέρα τους που ήταν επίσης αλκοολική.
Αργότερα έζησαν ξανά για ένα διάστημα με τη μητέρα τους, που βγήκε προσωρινά από το άσυλο, ενώ ο πατέρας του πέθανε σε ηλικία 37 ετών εξαιτίας του αλκοόλ.
Τον Μάιο του 1903 η μητέρα του ξαναμπήκε στο άσυλο και ο 14χρονος Τσάρλι εγκαταστάθηκε με τον αδερφό του σε ένα διαμέρισμα.
Όταν ο Τσάρλι Τσάπλιν βγήκε για πρώτη φορά στη σκηνή ήταν μόλις 5 ετών για να αντικαταστήσει την άρρωστη μητέρα του, εκτελώντας με κωμικό τρόπο ένα τραγούδι-σουξέ και στο τέλος καταχειροκροτήθηκε.
Αργότερα, με μεσολάβηση του πατέρα του, έγινε μέλος του παιδικού θιάσου «Οι οκτώ λεβέντες του Λανκασάιρ» με μισθό μισή κορώνα την εβδομάδα. Τον Ιούλιο του 1903 ο Τσάρλι έγινε μέλος ενός θιάσου και έπαιξε στην παράσταση «Τζιμ, το μυθιστόρημα ενός Λονδρέζου», στην οποία υποδυόταν ένα περιπλανώμενο αλητάκι στους δρόμους του Λονδίνου.
Στη συνέχεια έπαιξε στην αστυνομική κωμωδία «Σέρλοκ Χολμς» που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Το Σεπτέμβριο του 1905 ο θίασος έφυγε για τουρνέ στις ΗΠΑ χωρίς τον Τσάρλι.
Τον Ιούλιο του 1906 ο Σίντνεϊ προσλήφθηκε από τον διάσημο θιασάρχη του Μουσικού Θεάτρου Φρεντ Κάρνο και ο Τσάρλι στο θίασο Casey’s Court Circus.
Δύο χρόνια αργότερα ο Τσάρλι προσλήφθηκε και αυτός στο θίασο του Κάρνο και έκανε τον μεθύστακα σε μια παράσταση παντομίμας, το «Mumming Birds».
To φθινόπωρο του 1910 ο Τσάρλι ταξίδεψε με τον θίασο στην Αμερική, στα τέλη της επόμενης χρονιάς επέστρεψε στην Αγγλία κι αφού μετέφερε την μητέρα του σε καλύτερο ίδρυμα, ξαναέφυγε με τον ίδιο θίασο για την Αμερική, όπου παρέμεινε πολλά χρόνια.
Το 1913, τον πρόσεξε ο Μαξ Σένετ και του πρόσφερε δουλειά στην κινηματογραφική εταιρία «Κίστον».
Στη νέα εταιρία ο Τσάπλιν έπλασε τον χαρακτήρα του Σαρλό, φτιάχνοντας 16 ταινίες μικρού μήκους, όπου έγινε διάσημος.
Ο Τσάπλιν υμνήθηκε όσο κανένας άλλος δημιουργός του κινηματογράφου ενώ η Βασίλισσα της Αγγλίας τον έχρισε Σερ.
Ο Τσάπλιν είχε κερδίσει τον θαυμασμό των Σοβιετικών και του μεγάλου Αϊζενστάιν.
Ο «κόκκινος» Τσάπλιν στη «μαύρη λίστα» του Μακαρθισμού – Ο Σαρλό της καρδιάς μας
Πώς όμως εμπνεύστηκε ο Τσάρλι Τσάπλιν τον ήρωα του πεινασμένου αλήτη, που ενσάρκωσε για χρόνια στις ταινίες του;
«Ένα Σάββατο, μετά το σχολείο, έφτασα σπίτι αλλά δε βρήκα κανέναν εκεί. Ο Σίντνεϊ, όπως συνήθως, έλειπε όλη τη μέρα παίζοντας μπάλα και η νοικοκυρά μού είπε ότι η Λουίζ και ο γιος της είχαν βγει από νωρίς το πρωί.
Στην αρχή ένιωσα ανακούφιση, γιατί αυτό σήμαινε πως δε θα είχα να τρίβω πατώματα και να καθαρίζω μαχαίρια.
Περίμενα μέχρι πολύ μετά την ώρα του μεσημεριανού, οπότε άρχισα να ανησυχώ. Ισως να με είχαν εγκαταλείψει. Καθώς το απόγευμα περνούσε και χανόταν, άρχισαν να μου λείπουν. Τι είχε συμβεί;
Το δωμάτιο έδειχνε αγριωπό και ανυπόφορο, τόσο άδειο, που με τρόμαζε. Άρχιζα κιόλας να πεινάω, έτσι κοίταξα στο κελάρι, αλλά δεν υπήρχε τίποτε.
Δεν μπορούσα να αντέξω άλλο αυτή την αίσθηση του κενού, κι έτσι βγήκα έξω, έρημος, και πέρασα το απόγευμα τριγυρνώντας στα παζάρια που υπήρχαν ολόγυρα.
Περιπλανήθηκα στη Λάμπεθ Γουόκ κοιτάζοντας πεινασμένα στα παράθυρα των μαγειρείων τα προκλητικά, αχνιστά ψητά κοψίδια από χοιρινό και βοδινό και τις χρυσοκάστανες τηγανητές πατάτες πνιγμένες στη σάλτσα.
Έπειτα, για ώρες παρακολούθησα τους διάφορους ψευτογιατρούς να πουλάν τα παρασκευάσματά τους. Αυτό μου τράβηξε την προσοχή και με καταπράυνε, και για λίγο ξέχασα τα χάλια και την πείνα μου»,
γράφει στην αυτοβιογραφία του.
Ο πολιτικός και διωκόμενος Τσάπλιν
Τα πολιτικά μηνύματα των ταινιών του εμφανίζονται πιο έντονα στη δεκαετία του 1930 με κύριο θέμα αυτό της φτώχειας και της εξαθλίωσης, όπως στους «Μοντέρνους Καιρούς».
Η πρώτη ταινία με διαλόγους είναι μια σάτιρα του Αδόλφου Χίτλερ και του ναζισμού.
Στον «Μεγάλο Δικτάτορα», του 1940, έπαιξε το ρόλο του Αντενόιντ Χίνκελ, δικτάτορα της Τομανίας, εκφράζοντας τα αντιναζιστικά συναισθήματα του αμερικανικού λαού ένα χρόνο πριν την είσοδο των Αμερικανών στο Β’ ΠΠ.
Ο Τσάρλι Τσάπλιν πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σειρά πολιτικών ομιλιών, στις οποίες στήριζε ανοιχτά τη Σοβιετική Ένωση.
Το γεγονός αυτό τον κατέστησε υποψήφιο – στις θέσεις της εμπροσθοφυλακής μάλιστα – στη μεταπολεμική, μακαρθική, «μαύρη λίστα» των ανθρώπων της Τέχνης και της διανόησης που:
«Συνέβαλαν στην προβολή του κομμουνισμού μέσα από τον κινηματογράφο».
Η αντικομμουνιστική λύσσα μεγάλωνε επειδή:
«Όλες οι ταινίες του γίνανε για τον καταπιεσμένο άνθρωπο»,
όπως ο ίδιος έλεγε.
Με παρακολουθήσεις, συκοφαντίες, και με δημόσιο διασυρμό μέσω του Τύπου της προσωπικής του ζωής, έστησαν δικαστικές σκευωρίες περί «φοροδιαφυγής», «νόθων παιδιών», «βαναυσότητας» στις συζύγους του για να χτυπήσουν τις ταινίες του.
Οι επιθέσεις εναντίον του φύντωσαν μετά τις 22 Ιουλίου του 1942 (13 μήνες ακριβώς μετά την επίθεση των Ναζί στην Σοβιετική Ένωση) όπου διοργανώθηκε μεγάλη συγκέντρωση συμπαράστασης στην ΕΣΣΔ στη Νέα Υόρκη, στην οποία ο Τσάπλιν εξύμνησε τον τιτάνιο αντιφασιστικό αγώνα της ΕΣΣΔ.
Προς το τέλος του πολέμου, ο εισαγγελέας του απαγγέλλει πλαστές κατηγορίες για σωματεμπορία, προαγωγή στην πορνεία και ανηθικότητα.
Αν και αθωώνεται λίγα χρόνια αργότερα, η δίκη καταστρέφει την εικόνα του.
Παράλληλα, με την άνοδο του μακαρθισμού στις ΗΠΑ, ο Τσάπλιν γίνεται στόχος του FBI για τις φιλοκομμουνιστικές του πεποιθήσεις.
Εξαιτίας, αφενός, του κοινωνικού περιεχομένου του έργου του, αλλά και της φιλίας του με τον διωκόμενο από τους ναζί Γερμανό κομμουνιστή συνθέτη Χανς Άϊσλερ και της τόλμης του να ζητήσει από τον Πάμπλο Πικάσο να ενεργήσει για τη συμπαράσταση Γάλλων και άλλων Ευρωπαίων διανοουμένων και καλλιτεχνών στον διωκόμενο Άϊσλερ, ο Τσάπλιν λάβαινε αλλεπάλληλα εξώδικα για ανάκριση από τη μακαρθική Επιτροπή.
Το κυνηγητό του Τσάπλιν μπορεί να πει κανένας ότι αρχίζει με την ταινία «Μεσιέ Βερντού».
Τα όσα λέει ο Τσάρλι Τσάπλιν ως «Κύριος Βερντού» (1947) ήταν πρωτοφανή για την άκρως συντηρητική περίοδο του ψυχρού πολέμου και του μακαρθισμού που βίωνε τότε η Αμερική.
«Για την κατηγορία εναντίον μου ότι είμαι κατά συρροήν δολοφόνος, ο ίδιος ο κόσμος δεν το ενθαρρύνει; Δεν παράγει όπλα καταστροφής με σκοπό τη μαζική δολοφονία; Δε διαλύει ανυποψίαστες γυναίκες και μικρά παιδιά σε κομματάκια; Και το κάνει πολύ επιστημονικά.
Ως κατά συρροήν δολοφόνος είμαι ερασιτέχνης συγκρινόμενος με αυτούς. Πόλεμοι, συγκρούσεις, όλα είναι δουλειά. Ενας φόνος σε κάνει εγκληματία, εκατομμύρια φόνοι σε κάνουν ήρωα. Οι αριθμοί σε εξαγνίζουν».
Ο «κόκκινος» Τσάπλιν στη «μαύρη λίστα» του Μακαρθισμού (vid)
Ο ίδιος ο Τσάπλιν στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε για την ταινία στη Νέα Υόρκη τον Απρίλη του ’47, είχε πει αστειευόμενος:
«Εμπρός για τη σφαγή».
Η ταινία σαμποτάρεται ανοικτά και ο Τσάπλιν δηλώνει:
«Ο Βερντού είναι ένας δολοφόνος των μαζών και προσπάθησα να δείξω ότι ο σύγχρονος πολιτισμός μας θά ‘θελε να μας μεταμορφώσει όλους σε δολοφόνους των μαζών. Πάντα ήμουνα αντίθετος στη βία και πιστεύω ότι η ατομική βόμβα είναι το τρομαχτικότερο όπλο και συντηρεί σε τέτοιο βαθμό τη φρίκη και τον τρόμο ώστε ο αριθμός των μισότρελων θα αυξηθεί πάρα πολύ».
Τα χτυπήματα άρχισαν να φτάνουν από παντού.
Τα μακαρθικά «κοράκια» του Χέις σε Τύπο και Χόλιγουντ αναλαμβάνουν τον «πόλεμο» εναντίον του «κόκκινου» Τσάπλιν, που:
- «θαύμαζε την ΕΣΣΔ»,
- «δεν είχε ζητήσει την αμερικάνικη υπηκοότητα»,
- «είναι υπερήφανος που είναι φίλος του αντιναζιστή, κομμουνιστή Γερμανού συνθέτη Χανς Άϊσλερ»,
- «δεν είμαι πολιτικός, είμαι αντικομφορμιστής, αδιόρθωτος ρομαντικός και ενεργητικός οπαδός της ειρήνης»,
και που με τηλεγράφημά του ζήτησε από τον κομμουνιστή Πάμπλο Πικάσο:
«Να οργανώσει διαμαρτυρία Γάλλων καλλιτεχνών στην αμερικάνικη πρεσβεία στο Παρίσι κατά της εγκληματικής εκτόπισης που απειλεί τον Χανς Αϊσλερ». (Στη διαμαρτυρία συμμετείχαν πολλοί Γάλλοι διανοουμένοι και καλλιτέχνες).
Στις 12 Ιουνίου του 1948 ο βουλευτής Τζον Ράσκιν ζητά την εκτόπιση του Τσάπλιν.
Τον Οκτώβρη η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών τού στέλνει εξώδικο για να καταθέσει.
Οι εφημερίδες του αντικομμουνιστή μεγαλοεκδότη Γουίλιαμ Χέρστ γράφουν για:
«Αφόρητη ανάμειξη στις αμερικανικές υποθέσεις του ενός ξένου, πολύ γνωστού για τα ηθικά του αίσχη, τα τεράστια χρέη του, και την ομολογημένη συμπαιγνία του με τους κομμουνιστές».
Ο Τσάπλιν απτόητος υπερασπίζεται και άλλους καλλιτέχνες του Χόλιγουντ – θύματα του μακαρθισμού.
Οι «ιεροεξεταστές» επιμένουν να του στέλνουν εξώδικα. Αλλά και ο Τσάπλιν επίμονα τα αγνοεί.
Ο Τσάπλιν ταξιδεύει στην Ευρώπη προβάλλοντας ταινίες του και θριαμβεύει ενώ το αντιφασιστικό κίνημα της Ευρώπης του απονέμει Βραβείο Ειρήνης.
Το περιφρονημένο από τον Τσάπλιν μακαρθικό «τέρας» καθώς δεν καταφέρνει να τον βάλει στο χέρι, σχεδιάζει μια προσβλητική απέλασή του.
Όμως, πριν προλάβει να την εφαρμόσει το Σεπτέμβρη του 1952, ο Τσάπλιν με όλη την οικογένειά του, γύρισε την πλάτη στις ΗΠΑ, σαλπάροντας με το «Βασίλισσα Ελισάβετ» για την Ευρώπη.
Πριν απομακρυνθεί το πλοίο από το λιμάνι της Ν. Υόρκης, τα αμερικάνικα ΜΜΕ μετέδωσαν την απόφαση της κυβέρνησης για οριστική απαγόρευση εισόδου του Τσάπλιν στη χώρα, καθώς και τη διενέργεια έρευνας για τις «αντιαμερικάνικες ενέργειές» του και για το πώς διέφυγε του κρατικού ελέγχου το τηλεγράφημα του Τσάπλιν στον Πικάσο.
Ο ίδιος σημειώνει στην αυτοβιογραφία του:
«Μας ειδοποίησαν πως μου απαγόρευσαν την επιστροφή στις Ηνωμένες Πολιτείες και πως αν ήθελα να ξαναεπισκεφθώ τη χώρα θα έπρεπε να περάσω από μια ανακριτική επιτροπή της Υπηρεσίας Μεταναστών για να απαντήσω σε κατηγορίες πολιτικής φύσης και ηθικής φαυλότητας.
Το πρακτορείο Ηνωμένος Τύπος ήθελε να μάθει αν είχα κάποιο σχόλιο για όλα αυτά. Όλα τα νεύρα μέσα μου τεντώθηκαν. Το αν θα ξαναγύριζα σ’ αυτή τη χώρα της δυστυχίας ελάχιστα με ένοιαζε.
Θα ήθελα πολύ να τους πω πως όσο νωρίτερα έφευγα μακριά από αυτή την ατμόσφαιρα που έσταζε μίσος, τόσο το καλύτερο, πως είχα βαρεθεί πια τις προσβολές της Αμερικής και τους ηθικούς της κομπασμούς και πως όλη η υπόθεση είχε καταντήσει φρικτά βαρετή.
Όμως όλα τα υπάρχοντά μου βρίσκονταν στην Αμερική και ήμουν τρομοκρατημένος μήπως έβρισκαν κάποιον τρόπο για να μου τα κατάσχουν. Εδώ που είχαν φθάσει τα πράγματα, θα μπορούσα να περιμένω την πιο αδίστακτη συμπεριφορά από τη μεριά τους.
Έτσι προτίμησα να βγάλω μια πομπώδη ανακοίνωση όπου έλεγα πως θα επέστρεφα και θα απαντούσα στις κατηγορίες τους και πως η άδεια επανεισόδου που μου είχαν δώσει δεν ήταν κάποιο παλιόχαρτο, αλλά ένα έγγραφο που μου παραδόθηκε καλόπιστα από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών – μπλα, μπλα, μπλα»,
Μετά από αυτό, παρέμεινε οριστικά στην Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα στο Βεβέ της Ελβετίας, όπου άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 88 ετών.
Στο διάστημα αυτό ταξίδεψε στην Αμερική μόνο μια φορά, το 1972, προκειμένου να παραλάβει το ειδικό Τιμητικό Οσκαρ για τη συνεισφορά του στην 7η Τέχνη, κερδίζοντας το μεγαλύτερο σε διάρκεια χειροκρότημα στην ιστορία των βραβείων (κράτησε πάνω από 10 λεπτά!)
Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον έχει κατατάξει δέκατο στη λίστα με τους 25 μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών.
Μέχρι το θάνατό του γύρισε άλλες δύο ταινίες. Την αντιμακαρθική σάτιρα «Ένας βασιλιάς στη Νέα Υόρκη» (1957):
- Ο Βασιλιάς Σαντόφ φεύγει από την πατρίδα του εξαιτίας της επανάστασης που έχει ξεσπάσει εκεί και πηγαίνει στη Νέα Υόρκη, σχεδόν αδέκαρος. Για να κερδίσει κάποια λεφτά κάνει διαφημίσεις για την τηλεόραση, όπου γνωρίζει ένα παιδί κομμουνιστών.
Δέκα χρόνια αργότερα την «Κόμισσα του Χονγκ Κονγκ» με την Σοφία Λόρεν και το Μάρλον Μπράντο.
Παρά την πολεμική και τις συκοφαντίες εναντίον του το κοινό δεν έπαψε ποτέ να αγαπά τα μαύρα μεγάλα μελαγχολικά του μάτια, το φαρδύ παντελόνι, το αστείο χαμόγελο, τις παράξενες κινήσεις, τον πόνο και το γέλιο να συνυπάρχουν μέσα στον ίδιο άνθρωπο.