Το κίνημα της «26ης του Ιούλη» – Η επίθεση στο στρατόπεδο Μονκάδα!
67 χρόνια από την επίθεση «ορόσημο» για την πορεία της κουβανέζικης επανάστασης
«Όσο για μένα, ξέρω πως η φυλακή θα ‘ναι σκληρή όσο δεν ήτανε ποτέ για κανένα, πως θα βρω μπροστά μου απειλές, παγίδες και άτιμες βιαιότητες. Μα, δεν τις φοβούμαι, όπως δεν τρέμω τη μανία του άθλιου τυράννου που πήρε τη ζωή εβδομήντα αδελφών μου. Καταδικάστε με, δεν πειράζει, η Ιστορία θα με δικαιώσει».
Με τούτα τα λόγια έκλεισε την ιστορική του απολογία, στις 6 του Οκτώβρη του 1953, στο δικαστήριο του Σαντιάγκο της Κούβας, ο Φιντέλ Κάστρο, κατηγορούμενος για την επίθεση στη Μονκάδα, στις 26 του Ιούλη του ίδιου έτους, που είχε στόχο είχε να ξεσηκώσει το λαό του νησιού εναντίον της δικτατορίας του Μπατίστα.
Κι όμως, τότε, κανείς δεν πίστευε πως η δικαίωση βρισκόταν πολύ κοντά. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε 15 χρόνια φυλάκιση στο σωφρονιστήριο του Λος Πίνος, που σήμερα ονομάζεται Ίσλα δε Χουβεντούδα (Νησί της Νεολαίας).
Στις 15 του Μάη του 1955, ο Κάστρο αποφυλακίστηκε και στις αρχές Ιούλη αναχώρησε για το Μεξικό, όπου οργάνωσε και εκπαίδευσε στρατιωτικά μια ομάδα επαναστατών, από τις τάξεις της οποίας βγήκαν όλοι οι μεγάλοι ηγέτες της Κουβανέζικης Επανάστασης, όπως ο Καμίλο Σιενφουέγκος, ο Χουάν Αλμέιδα και, φυσικά, o Ερνέστο Τσε Γκεβάρα.
Ουσιαστικά όμως, η 26η του Ιούλη σηματοδοτεί την απαρχή της μεγάλης λαϊκής εξέγερσης κατά του δικτατορικού καθεστώτος του Φουλχένσιο Μπατίστα, που κατέληξε στη Νίκη της Επανάστασης, την 1η του Γενάρη του 1959.
Η Ιστορία, πράγματι, δικαίωσε τον Φιντέλ Κάστρο.
– Όταν ο λαϊκός επαναστατικός στρατός της Κούβας έμπαινε στην πόλη Σαντιάγο ντε Κούβα την 1η Γενάρη του 1959.
– Όταν την ίδια μέρα δόθηκε η αποφασιστική μάχη στη Σάντα Κλάρα με νίκη των επαναστατών.
Την προηγούμενη, 31 Δεκέμβρη 1958, ο δικτάτορας Μπατίστα είχε εγκαταλείψει τη χώρα, φεύγοντας κρυφά για τον Αγιο Δομίνικο.
Έτσι, οι αντάρτες με επικεφαλής τον Τσε μπήκαν θριαμβευτικά στην Αβάνα την 1η Γενάρη του 1959.
Στις 8 Γενάρη 1959, ο Φιντέλ Κάστρο φτάνει στην Αβάνα και αναλαμβάνει πρωθυπουργός της πρώτης επαναστατικής κυβέρνησης.
Έτσι άρχισε η νικηφόρα πορεία προς το σοσιαλισμό, αφού ξανοιγόταν η δυνατότητα στο λαό να οργανώσει τη δική του «έφοδο στον ουρανό».
«Μέσα στη μύτη» του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Στα 90 μόλις μίλια απόσταση από το Μαϊάμι των ΗΠΑ. Μα, από δω αρχίζουν και τα δύσκολα.
Τα πρώτα βήματα στην πολιτική δράση
«Κανένας παράδεισος δεν κερδίζεται με έφοδο, γιατί δεν υπάρχει παράδεισος. Για να έχεις παράδεισο, πρέπει πρώτα να τον χτίσεις. Ο ιμπεριαλισμός δεν μας άφησε κανέναν παράδεισο. Μας άφησε κόλαση: Κόλαση φτώχειας, αμάθειας, ένδειας και δυστυχίας. Την κόλαση της υπανάπτυξης». (Φιντέλ Κάστρο, 24/11/1971)
Ο Φιντέλ Κάστρο γεννήθηκε στη μικρή πόλη Μαγιαρί της επαρχίας Οριέντε, στις 13 Αυγούστου του 1926.
Ήταν το τρίτο παιδί ενός συντηρητικού Ισπανού μετανάστη και μιας Κουβανής. Από μικρός έδειχνε μεγάλη σωματική δύναμη και τολμηρή σκέψη.
Τόσο στο κολέγιο, όσο και ως φοιτητής της Νομικής διακρίθηκε στις αθλητικές ομάδες που συμμετείχε, ενώ ταυτόχρονα η ικανότητα του λόγου που τον διέκρινε συμπλήρωνε τα απαραίτητα προσόντα για να αναδειχτεί φυσικός ηγέτης των συμφοιτητών του.
Την περίοδο εκείνη, ο Φιντέλ, όπως τον αποκαλούν όλοι στην Κούβα, ήταν στέλεχος του Ορθόδοξου Κόμματος, του Εδουάρδου Τσιμπάς (ο οποίος αργότερα αυτοκτόνησε).
Το κόμμα αυτό ασκούσε έντονη κριτική στη διαφθορά των στρατηγών και των πολιτικών που κυβερνούσαν για λογαριασμό των ΗΠΑ.
Η επιρροή του ήταν μεγάλη στους μικροαστούς και στους σπουδαστές, αλλά δεν ήταν το κατάλληλο για να οργανώσει τη δύναμη που χρειαζόταν για να αφαιρέσει τα εμπόδια που έστεκαν στο δρόμο ανάπτυξης της κουβανικής κοινωνίας και να αγωνιστεί ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
Ο κομμουνιστής ηγέτης Μπλας Ρόκα θεωρούσε ότι το κόμμα αυτό:
«Αποτελούσε εμπόδιο στην κινητοποίηση των λαϊκών μαζών, στον ενεργητικό αγώνα και στην επαναστατική δράση εναντίον της τυραννίας».
Το κίνημα της «26ης του Ιούλη» – Η επίθεση στο στρατόπεδο Μονκάδα και η «Γκράνμα»
Αυτή η γραμμή της παθητικής στάσης του Ορθόδοξου Κόμματος δε συμβιβαζόταν με την αντίληψη του Φιντέλ Κάστρο.
Η επίθεση στους στρατώνες Μονκάδα, στο Σαντιάγο της Κούβας, όπου στάθμευαν χιλιάδες στρατού της τυραννίας, ήταν μια δυνατή πρόκληση.
Από εκείνη την επίθεση γεννήθηκε το Κίνημα της «26ης του Ιούλη». Η επίθεση απέτυχε, αλλά από εκείνη την ημέρα του 1953 το κόμμα του Τσιμπάς παραχωρεί τη θέση του σε έναν επαναστατικό οργανισμό πολύ πιο αποτελεσματικό. Ελάχιστοι από τους επαναστάτες της Μονκάδα επιζούν της επίθεσης.
Ο Φιντέλ, μετά από δύο χρόνια φυλακής, απελευθερώνεται και αυτοεξορίζεται στο Μεξικό, όπου μαζί με τον Αργεντινό Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα, τον Καμίλο Σιενφουέγκος και άλλους ετοιμάζουν τη νέα προσπάθεια ανατροπής του αιματοβαμμένου καθεστώτος του Μπατίστα και απελευθέρωσης της Κούβας από τα δεσμά του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Με ένα μικρό πλοίο, την «Γκράνμα» (σώζεται στο μουσείο της Επανάστασης στην Κούβα), 82 επαναστάτες αποβιβάζονται σε μια παραλία στους πρόποδες της οροσειράς της Σιέρα Μαέστρα στις 30 Νοέμβρη του 1956.
Μόνο 10 απ’ αυτούς καταφέρνουν να επιζήσουν, αφού τα χτυπήματα που δέχονται από τις επιδρομές της αεροπορίας της δικτατορίας είναι εξοντωτικά.
Μεταξύ τους ο Φιντέλ, ο αδελφός του, Ραούλ, ο Τσε, ο Σιενφουέγκος κι ο Χουάν Αλμέιδα.
Έτσι αρχίζει η εποποιία του αγώνα στα βουνά και οι διαδοχικές νίκες κατά του εκπαιδευμένου από Αμερικανούς ειδικούς στρατού του Μπατίστα.
Παράλληλα, διεξαγόταν και ο αγώνας στις πόλεις από το κίνημα της «26ης του Ιούλη» με επικεφαλής τον Φρανκ Παΐς, που είχε οργανώσει ένα τεράστιο παράνομο δίκτυο.
Το τότε Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα της Κούβας (ήταν μαρξιστικό – λενινιστικό κόμμα), που το 1955 είχε απορρίψει την έκκληση του Κάστρο για ένοπλο αγώνα, είχε δώσει όλες τις δυνάμεις του στην πάλη για τη δημιουργία μαχητικών επιτροπών στα εργοστάσια και στις κοινότητες
και τη δημιουργία ενός εθνικού δημοκρατικού μετώπου, που θα ένωνε όλες τις δυνάμεις που ήταν αντίθετες με τον Μπατίστα.
Αυτή η προσεκτική πολιτική προετοιμασία της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών δυνάμεων αποδείχτηκε κρίσιμη για την επιτυχία της επανάστασης.
Τα χρόνια της «διακυβέρνησης» από τον Μπατίστα, που χαρακτηρίζονται από τη βία και την πολιτική κατατρομοκράτηση του πληθυσμού και την καταλήστευση της κουβανικής οικονομίας, συνοδεύτηκαν από την πλήρη ανοχή όλων των αστικών κομμάτων, που ποτέ δεν πρόβαλαν καμία αντίσταση, με φωτεινή, όμως, εξαίρεση το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα της Κούβας.
Η επίθεση στις 26 Ιούλη του 1953 στους στρατώνες της Μονκάδα, στο Σαντιάγκο ντε Κούμπα, παρά την αποτυχία της, ήταν η σπίθα που άναψε.
Είχε μεγάλη συμβολή στην αφύπνιση της λαϊκής συνείδησης για την οργάνωση ενός πλατιού λαϊκού κινήματος κατά της δικτατορίας. Αλλωστε, υπήρχε ανάλογη εμπειρία στην ιστορία του λαϊκού κινήματος της Κούβας.
Οι εξεγέρσεις που άρχισαν το 1953 συνεχίστηκαν με εντατικό ρυθμό σε όλα τα σημεία του νησιού με τη συμμετοχή πολλών Κουβανών φοιτητών, αγροτών και εργατών κύρια.
Το Νοέμβρη του 1954, ο Μπατίστα έδωσε αμνηστία σε όλους τους πολιτικούς κρατούμενους, ανάμεσα σε αυτούς ήταν και οι πρωτεργάτες της επίθεσης της 26ης Ιούλη.
Στο Μεξικό η συνάντηση των Φιντέλ και Ραούλ Κάστρο με τον Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα ντε λα Σέρνα Λιντς θα αποδειχτεί καθοριστική, για την επαναστατική διαδικασία στην Κούβα, αφού ο αργεντίνικης καταγωγής επαναστάτης θα γίνει πλέον αναπόσπαστο μέλος της ομάδας που οργάνωσαν οι Κουβανοί, αυτής που θα οδηγήσει μετά την απόβαση στην Κούβα με το «Γκράμνα», το Δεκέμβρη του 1956, στη νικηφόρα επανάσταση.
Παράλληλα, το νησί φλεγόταν από τις απεργίες.
Το Φλεβάρη και το Μάρτη του 1956 έγιναν οι καθολικές απεργίες των εργατών στη βιομηχανία της ζάχαρης, των σιδηροδρομικών, αλλά και των εργαζομένων στα μέσα μαζικής συγκοινωνίας όλων των μεγάλων πόλεων.
Στο πλευρό των εργαζομένων και οι φοιτητές και σπουδαστές.
Στο μεταξύ αποφασίστηκε η συνένωση όλων των συνιστωσών των εξεγερμένων δυνάμεων και ο σχηματισμός του κινήματος της «26ης Ιούλη».
Στις 30 Νοέμβρη του 1956 σημειώνεται μία νέα ένοπλη εξέγερση στο Σαντιάγκο από εργάτες και φοιτητές, ενώ το Δεκέμβρη η χώρα παραλύει από τη γενική απεργία.
Τότε αποβιβάστηκε στις ακτές της επαρχίας Οριέντε το επαναστατικό στρατιωτικό τμήμα με επικεφαλής τον Φιντέλ Κάστρο από το Μεξικό και άρχισαν οι πρώτες μάχες που κατέληξαν υπέρ του στρατού του Μπατίστα,
αλλά έστω και αποδεκατισμένες οι επαναστατικές δυνάμεις κατορθώνουν να παγιώσουν τη θέση τους στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα και να δημιουργήσουν το ένοπλο τμήμα κατά της δικτατορίας.
Ένα τμήμα που συνεχώς αυξανόταν με τη συμμετοχή εργατών και αγροτών με συνέπεια να εξελιχθεί σε Επαναστατικό Στρατό.
Οι ανταρτικές επαναστατικές δυνάμεις δρούσαν σε συνδυασμό με ένοπλες εξεγέρσεις, απεργίες, διαδηλώσεις σε όλες τις μεγάλες πόλεις.
Στις 13 Μάρτη του 1957 η φοιτητική οργάνωση «Επαναστατικό Διευθυντήριο» έκανε επίθεση κατά του Προεδρικού Μεγάρου με στόχο την εξόντωση του Μπατίστα, στόχος που δεν επιτεύχθηκε, αλλά λειτούργησε αφυπνιστικά ώστε να υπάρξει το ξεσήκωμα των πολιτών της πρωτεύουσας Αβάνας.
Το 1958, όλη η χώρα είχε καταληφθεί από επαναστατικό πυρετό και ενώ οι απεργίες και οι διαδηλώσεις συγκλόνιζαν τον τόπο, οι ανταρτικές ομάδες προχωρούσαν σταδιακά στην κατάληψη μεγάλου τμήματος του νησιού.
Το Δεκέμβρη του 1958, ο Επαναστατικός Στρατός αριθμούσε περισσότερους από 6.000 ένοπλους αντάρτες, ενώ τμήματά του, με επικεφαλής τους Τσε Γκεβάρα, Ραούλ Κάστρο, Καμίλο Σιενφουέγκος και Χουάν Αλμέιδα, προχωρούσαν προς την πρωτεύουσα.
Τα ξημερώματα της 16ης Δεκέμβρη ο Τσε Γκεβάρα θα οδηγήσει την αντάρτικη ομάδα του και δύο μέρες αργότερα θα σημειώσει την καθοριστικής σημασίας νίκη στη μάχη της Σάντα Κλάρα – που αποτελούσε την καρδιά της χώρας και το βιομηχανικό κέντρο – γεγονός που θα αποκόψει τον κυβερνητικό στρατό και θα εμποδίσει τις ενισχύσεις και την ανατροφοδότησή του.
Από εκείνη τη στιγμή, το παλιρροϊκό κύμα της επανάστασης θα ξεχυθεί και θα είναι έτοιμο να σκεπάσει και την Αβάνα.
Στις 29 πριν το ξημέρωμα, η τακτική της παρείσφρησης του Κομαντάτε επιτρέπει στους αντάρτες να πάρουν πλεονεκτικές θέσεις μέσα στην πόλη, επωφελούμενες από το μισοσκόταδο.
Τα πυροτεχνήματα της 31ης Δεκέμβρη που θα φωτίσουν τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς του 1959 θα φωτίσουν και θα ξυπνήσουν στα μάτια χιλιάδων Κουβανών, που είχαν ξεχυθεί στους δρόμους για να γιορτάσουν τη νίκη, την ελπίδα για ένα μέλλον διαφορετικό.
Με πληροφορίες από αφιέρωμα του Στέφανου Κρητικού
δημοσιευμένο στον Ριζοσπάστη