Ν. Καζαντζάκης: «Μα έτσι πάντα με αγώνα προχωράει το φως…»
Ο Νίκος Καζαντζάκης, που γεννήθηκε σαν σήμερα στις 18 Φλεβάρη του 1883, είχε επισκεφθεί την Σοβιετική Ένωση το 1927 για να δει από κοντά την προσπάθεια ενός λαού να πάρει τις τύχες της ζωής του στα δικά του χέρια και να κοιτάξει τον ήλιο κατάματα!
Να πως περιγράφει στον Ριζοσπάστη στις 13/4/1927 μερικά από αυτά που είδε…
«Ένας φίλος μου, ανώτερος υπάλληλος του Κομισαριάτου Υγιεινής με πήγε απόψε να παρακολουθήσω μια εντελώς πρωτότυπη διαφωτιστική προπαγάνδα.
Μια μεγάλη αίθουσα κοντά σ’ ένα εργοστάσιο, γιομάτη εργάτες κι εργάτριες… Άξαφνα πέρα η αυλαία άνοιξε: Αίθουσα δικαστηρίου: Ένα μακρύ τραπέζι σκεπασμένο με κόκκινο πανί, καθίσματα υψηλά κόκκινα, και στους τοίχους οι εικόνες του Λένιν, του Μαρξ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ.
Ο φίλος μου μου εξηγούσε:
«Είναι τα δικαστήρια της υγιεινής.
Θα δείτε ένα ολάκερο δράμα να παίζεται. Τώρα θάρθουν οι τρεις δικαστές, ο εισαγγελέας και οι συνήγοροι – όλοι γιατροί και γιάτρισσες που, άμα τελειώσει η δουλιά τους το βράδυ, αναλαβαίνουν να παριστάνουν μπροστά στους εργάτες και τους χωρικούς ορισμένα κατάλληλα έργα για να διαφωτίσουν το λαό και να τον κάμουν να προφυλάγεται από διάφορες αρρώστιες.
Όλοι τούτοι οι εργάτες κι οι εργάτριες ήρθαν εδώ, όχι για να δουν απλώς και να περάσει η ώρα τους, μα για να κρίνουν, να επέμβουν στο δράμα, να βγάλουν απόφαση. Είναι οι ένορκοι».
Τη στιγμή εκείνη μπήκαν οι τρεις δικαστές – γιατροί, ο εισαγγελέας κ’ οι δικηγόροι. Ο πρόεδρος χτύπησε το κουδούνι, η δίκη άρχιζε.
Ήρθε ο κατηγορούμενος – ένας εργάτης που παντρεύτηκε, μετέδωσε αρρώστια στη γυναίκα του και η γυναίκα του πέθανε στη γέννα της. Χλωμός, ντροπιασμένος, ομολόγησε το σφάλμα του, ζητούσε επιείκεια.
Ήρθε η πεθερά του, μια υψηλή εργάτρια αντρογυναίκα, απάγγειλε δριμύ κατηγορητήριο και ζήτησε να καταδικαστεί ο φονιάς της θυγατέρας της. Ήρθαν οι μάρτυρες, μίλησε ο εισαγγελεύς, εδημηγόρησαν οι δικηγόροι.
Το ακροατήριο παρακολουθούσε με αγωνία. Συμφωνούσαν, διαφωνούσαν, μοιράζονταν οι γνώμες.
Το δράμα τούτο δεν ήταν ψεύτικο παιχνίδι φαντασίας, μα ζωντανό, φοβερό, παρμένο από τη βασανισμένη ζωή τους.
Η διαδικασία τελείωσε, ο πρόεδρος υπόβαλε τα ρωτήματα στους ενόρκους, σε όλο το ακροατήριο:
α) «Είναι ένοχος ο κατηγορούμενος γιατί πριχού να παντρευτεί πήρε αρρώστια;»
Οι άντρες φώναζαν: «Όχι». Οι γυναίκες αποφασιστικά, με πείσμα κραύγαζαν: «Ναι».
β) «Είναι ένοχος ο κατηγορούμενος γιατί πριχού γιατρευτεί παντρεύτηκε και μετέδωσε την αρρώστια;»
Όλοι, άντρες και γυναίκες αποκρίθηκαν αδίσταχτα: «Ναι».
γ) «Υπάρχουν ελαφρυντικά;»
Δέκα λεφτά βάσταζε, όλο πυρετό και πάθος, η σύσκεψη για να δοθεί απάντηση στο τρίτο τούτο ρώτημα.
Οι γυναίκες ανήλεες, κάθε μια ίσως συλλογούμενη ατομικές της δυστυχίες, δε δέχονταν κανένα ελαφρυντικό. Οι άντρες πάλι, ήταν επιεικείς κ’ έλεγαν πως αφού μετάνιωσε ο ένοχος πρέπει να συχωρεθεί.
«Θα τον συχωρούσα»,
φώναξε μια γριά εργάτισσα, σηκώνοντας το χέρι, αν η μετάνοιά του ανάσταινε την πεθαμένη γυναίκα. Η κραυγή τούτη της γριάς νίκησε.
Όταν πια εξεδόθηκε η καταδικαστική απόφαση και διαλύθηκε η συνεδρία, όλα τα πρόσωπα ήσαν ξαναμμένα, όλες οι ψυχές είχαν ζήσει απόψε φρίσσοντας, το τρομερό καθημερινό τούτο δράμα.
Ο γιατρός που παρίστανε τον πρόεδρο του δικαστηρίου μού έλεγε:
«Μεγάλη είναι η επιτυχία της προπαγάνδας τούτης. Περισσότερο από τη διάλεξη, από τον κινηματογράφο, από το βιβλίο, επιδρά και φωτίζει το λαό.
Έχουμε απαρτίσει ειδικό ρεπερτόριο από γνωστά έργα που διασκευάσαμε κι απλοποιήσαμε: την «Πόρνη» του Μαργκερίτ, τους «Συφιλιδικούς» του Μοπασάν, τους «Βρικόλακες» του Ίψεν κλπ.
Άλλα πάλι είναι απλοϊκά πρωτότυπα έργα που σκοπό έχουν να διαφωτίσουν τους εργάτες και τους χωρικούς για τα ολέθρια αποτελέσματα της φθίσης, του αλκοολισμού, της μαλάριας και της ακαθαρσίας…
Βλέπετε, κάνουμε ό,τι κι όπως μπορούμε για να χύσωμε λίγο φως και να δώσουμε λίγη ευτυχία στο λαό. Θα θέλαμε το φως τούτο νάταν αφθονότερο, η εξέλιξη γοργότερη, η σωτηρία πιο κοντά μας«.
«Μα έτσι πάντα με αγώνα – πολύ σιγά – προχωράει το φως…»
Μεσάνυχτα ακόμα, προχωρούσα με το φίλο μου στους χιονισμένους δρόμους και τον άκουγα ήσυχα, σοβαρά, σα ν’ απολογιόταν, να μου εξιστοράει την οργάνωση και τη δράση του Κομισαριάτου της Υγιεινής.
Απέραντη είναι η Ρουσία κι ο λαός μας βυθισμένος στην αμάθεια και στην πρόληψη.
Σας αναφέρω δυο γεγονότα για να δείτε:
Στο 1923 ανακαλύψαμε για πρώτη φορά, σε μια γωνιά της Σιβηρίας, μια άγνωστη ράτσα, τέλεια απομονωμένη από τον κόσμο. Το νερό το χρησιμοποιούσαν μονάχα για να πίνουν.
Ποτέ για να πλένουν το πρόσωπο και το σώμα, μήτε για να ξεπλένουν τα ρούχα τους. Η υγειονομική αποστολή που τους ανακάλυψε άρχισε να προπαγανδίζει να πλένωνται και να λούζωνται με το νερό.
Μα ο πρώτος που λούστηκε, είτε από φόβο, είτε από αυθυποβολή, πέθανε. Όλη τότε η φυλή αλάλαξε κι αναθεμάτισε τα κακά δαιμόνια που τους φέρναμε.
Ένα άλλο γεγονός:
Σε πολλά χωριά οι μουζίκοι, όταν πρόκειται να μετοικήσουν ή να κάνουν ταξίδι, παίρνουν μαζί τους ένα ορισμένο ποσό ψείρες, για φυλακτό.
Έτσι πιστεύουν, δε θα τους τύχει κανένα κακό. Γιατί τα φρικτά αυτά παράσιτα τα θεωρούν πως ενσαρκώνουν τα πνέματα των προγόνων».
Από κει ξεκίνησε η Σοβιετική Ένωση κι έφτασε την κοινωνία της με τον λαό στην εξουσία σε αξιοζήλευτα για τον παγκόσμιο πολιτισμό επίπεδα!