«Καθαρή έξοδος» με το κεφάλι ψηλά και με πόδια ανοιχτά!
Μερικά στατιστικά που απαντάνε στο ερώτημα:
Πόσο καθαρή θα είναι η «καθαρή έξοδος»;
Όπως διατυμπανίζει σε κάθε ευκαιρία η κυβέρνηση, σε 40 περίπου μέρες βγαίνουμε από τα μνημόνια, σε μια «καθαρή έξοδο» με το κεφάλι ψηλά.
Κι όπως επιμένουν όσοι καταλαβαίνουν, σε 40 περίπου μέρες δεν λήγει κανένα μνημόνιο αλλά η τρέχουσα δανειακή σύμβαση και μαζί της λήγει το πρόγραμμα στήριξης, πράγμα που σημαίνει ότι από κει και πέρα πρέπει να ψάχνουμε μόνοι μας για δανεικά στην ελεύθερη αγορά, προκειμένου να παραμείνουμε συνεπείς στις μνημονιακές μας υποχρεώσεις, οι οποίες πάνε μέχρι το 2062 και βλέπουμε.
Έτσι κι αλλιώς, όμως, το τέλος της δανειακής σύμβασης και η έξοδός μας στις αγορές είναι δεδομένα που έχουν την δική τους σημασία.
Ας προσπαθήσουμε να ρίξουμε μια ψύχραιμη ματιά στις συνθήκες υπό τις οποίες θα κληθούμε να κολυμπήσουμε μόνοι μας στα βαθειά νερά.
Κι εν πρώτοις, ας δούμε αν υπάρχουν θετικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο ή, τουλάχιστον, αν υπάρχουν κάποια δεδομένα, τα οποία κάποιοι χαρακτηρίζουν ως «θετικά».
Το πρώτο θετικό είναι η κατακόρυφη μείωση του ιδιωτικού χρέους. Στις αρχές της χρονιάς, αυτό το χρέος είχε υποχωρήσει κοντά στα 180 δισ. ενώ το 2011 είχε ξεπεράσει τα 250 δισ. ευρώ.
Το κακό είναι ότι αυτή η μείωση οφείλεται κατά μείζονα λόγο στην χρεοκοπία των τραπεζών.
Αυτή η χρεοκοπία είναι που έκλεισε την κάνουλα ακόμη και των μικροδανείων, στραγγαλίζοντας όχι μόνο την μικρομεσαία επιχείρηση αλλά και πολλά νοικοκυριά, παράλληλα δε ναρκοθετώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο κάθε προσπάθεια για ανάπτυξη.
Όπως γνωρίζει ο κάθε πρωτοετής φοιτητής οικονομικής σχολής, ανάπτυξη δίχως χρέος δεν υπάρχει.
Ένα δεύτερο θετικό είναι η εικόνα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (εξαγωγές μείον εισαγωγές), το οποίο κινείται πάντα σε αρνητικά επίπεδα αλλά πλέον αυτά είναι μικρότερα της μονάδας (-0,8% πέρυσι), ενώ πριν 10 χρόνια το έλλειμμα είχε ξεπεράσει τις δεκαπέντε μονάδες (-15,1% το 2008).
Το κακό είναι ότι αυτή η βελτίωση δεν οφείλεται στην αύξηση των εξαγωγών μας αλλά στην αύξηση της… φτώχειας μας, χάρη στην οποία οι έλληνες μείωσαν κατακόρυφα την ζήτηση σε εισαγόμενα προϊόντα.
Τρίτο θετικό δεδομένο είναι τα τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα, για τα οποία η κυβέρνηση όχι απλώς επαίρεται αλλά έχει δεσμευθεί αφ’ ενός μεν ότι θα συνεχίσει να τα παράγει ως το 2022 αφ’ ετέρου δε ότι από το 2023 ως το 2060 θα συνεχίσει να παράγει πλεονάσματα, έστω και μειωμένα.
Το κακό είναι ότι αυτά τα πλεονάσματα είναι «ματωμένα» (όπως τα χαρακτηρίζει το ΚΚΕ), εφ’ όσον έχουν προκύψει από την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, την υπερβολική φορολόγηση, την καταλήστευση των συνταξιούχων, την αναστολή των πληρωμών των προμηθευτών τού δημοσίου κλπ.
Με άλλα λόγια, αυτά τα πλεονάσματα μειώνουν τουλάχιστον ισόποσα την κατανάλωση και επιδρούν αρνητικά στην εξέλιξη του ΑΕΠ.
Πρέπει να είσαι τελείως άσχετος περί τα οικονομικά για να προσδοκάς ανάπτυξη με πρωτογενή πλεονάσματα 3% και 3,5% του ΑΕΠ.
Τέλος, ως θετικό στοιχείο μπορεί να εκληφθεί η αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, από 22.251,26 δολλάρια το 2013 σε 23.027,41 το 2017, δηλαδή πάνω από 2%.
Βεβαίως, ακούγεται περίεργο να μιλάμε για αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε περίοδο ύφεσης αλλά όλοι οι αριθμοί έχουν την ερμηνεία τους.
Πώς μπορεί, λοιπόν, το ΑΕΠ να μην αυξάνεται ή και να μειώνεται αλλά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να αυξάνεται;
Πολύ απλά: Με την μείωση του πληθυσμού. Όταν δεν μπορείς να αυξήσεις τον αριθμητή τού κλάσματος, μείωσε τον παρονομαστή του.
Εμείς, από την μια στείλαμε πάνω από μισό εκατομμύριο νέους ανθρώπους να δουλέψουν στο εξωτερικό κι από την άλλη κάνουμε ό,τι μπορούμε για να πεθαίνουν οι ηλικιωμένοι νωρίτερα, οπότε η πίτα τού ΑΕΠ μοιράζεται σε λιγότερους άρα σε μεγαλύτερα κομμάτια.
Αυτά είναι λίγο-πολύ τα θετικά δεδομένα για την έξοδό μας στις αγορές, στο μέτρο που μπορεί κανείς να τα χαρακτηρίσει ως θετικά.
Κάποιοι, ας πούμε, θεώρησαν εξαιρετικά θετικό και το γεγονός ότι ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS* αναβάθμισε την χώρα μας από CCC σε Β αλλά ξεχνούν ότι και το Β παραμένει κατιμάς.
Επίσης, ως θετικό εκτιμήθηκε το γεγονός ότι πριν δυο μήνες οι ελληνικές τράπεζες πέρασαν με επιτυχία τo stress-test της ΕΚΤ, παραβλέποντας όμως ότι η Goldman Sachs κατήγγειλε πως τα όρια αντοχής που εφάρμοσε σ’ αυτά τα τεστ η ΕΚΤ ήσαν εσκεμμένα πολύ χαμηλά ώστε να τα πιάσουν όλες οι τράπεζες.
Εν πάση περιπτώσει, ας δούμε και δυο αρνητικά δεδομένα:
Το πρώτο είναι ότι πλέον ως έλληνες δεν μπορούμε να στηρίξουμε οποιαδήποτε προσπάθεια ανάκαμψης.
Την ώρα που οι κάτοικοι της ευρωζώνης αποταμιεύουν κατά μέσο όρο το 12,2% του ακαθάριστου εισοδήματός τους, οι έλληνες μειώνουν τις αποταμιεύσεις τους κατά 9,7%.
Με απλά λόγια: Ενώ ένας ευρωπαίος αποταμιεύει 122€ από κάθε χιλιάρικο που βγάζει, ένας έλληνας με το ίδιο εισόδημα σηκώνει από την τράπεζα 97€ για να τα βγάλει πέρα.
Φυσικά, με την συνεχιζόμενη καθίζηση των μισθών, την επέκταση της κακοπληρωμένης «ευέλικτης» εργασίας και την προϊούσα εξαΰλωση των συντάξεων, ουδείς αναμένει ότι το εν λόγω φαινόμενο πρόκειται να αναστραφεί.
Το δεύτερο είναι ότι τα επιτόκια με τα οποία αναμένεται να μας δανείσουν οι αγορές, δεν έχουν καμμιά σχέση με το 1% και το 0,75% με τα οποία δανειζόμασταν από τον Μηχανισμό Στήριξης.
Λέγαμε τις προάλλες ότι θα είναι σχεδόν αδύνατον να βρούμε χρήμα φτηνότερο από 4%.
Αυτό σημαίνει ότι η ετήσια επιβάρυνσή μας από τους τόκους θα είναι τουλάχιστον κατά 10 δισ. μεγαλύτερη, σε σχέση με όσα επιβαρυνόμαστε για τα δάνεια του ΕΜΣ.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω είναι καθαρά θεωρητικά και ισχύουν με πλαίσιο την τρέχουσα παγκόσμια κατάσταση.
Αν τα πράγματα χειροτερέψουν για τον πλανήτη (π.χ. με μια παρατεταμένη αύξηση της τιμής του πετρελαίου), σίγουρα θα χειροτερέψουν και για μας.
Όσο για το τι μπορεί να συμβεί αν ξεσπάσει μια νέα καπιταλιστική κρίση, καλύτερα να μη το συζητήσουμε τώρα.
Η ουσία είναι ότι η «καθαρή έξοδος» περί της οποίας πολύς λόγος γίνεται, δεν φαίνεται και πολύ καθαρή.
———————————
[*]. Ας παραβλέψουμε εδώ ότι στον καναδικό οίκο προστρέχουν συνήθως εκείνοι που αντιμετωπίζουν προβλήματα με τους τρεις μεγάλους του χώρου (Moody’s, Standard & Poors, Fitch).
Πηγή: Cogito ergo Sum