Κατανοώντας το ΕΑΜ ως παρακαταθήκη, όχι ως «πτώμα» (Β’ Μέρος)
Στις 27 Σεπτέμβρη 2020 μαζί με την εφημερίδα «Documento» κυκλοφόρησε το ένθετο «Hot Doc History», το οποίο τιτλοφορούνταν «Κατανοώντας το ΕΑΜ».
Τα περισσότερα κείμενα της έκδοσης διαβάζουν την Ιστορία του ΕΑΜ αποκομμένη από τα Δεκεμβριανά που ακολούθησαν άμεσα και από τον τρίχρονο αγώνα του ΔΣΕ.
Μάλιστα, η απουσία αναφορών σε όσα ακολούθησαν χρησιμοποιείται προκειμένου να αλλοιώσει τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ΕΑΜική Αντίσταση.
Συνέχεια από το Α’ Μέρος
Το πραγματικό δίλημμα
Η δράση του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και όλων των ΕΑΜικών οργανώσεων αναμφίβολα κατόρθωσε να ανατρέψει σε σύντομο διάστημα τους πολιτικούς και κοινωνικούς – ταξικούς συσχετισμούς δυνάμεων, τη στιγμή που η προέλαση του Κόκκινου Στρατού έκανε φανερό το επικείμενο τέλος του πολέμου. Σημειώνεται στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918 – 1949:
«Η δράση κατά της ξένης κατοχής ήταν συνυφασμένη με το ταξικό συμφέρον κάθε κοινωνικής δύναμης. Ο απελευθερωτικός αγώνας ή θα συνδεόταν με την κατάκτηση – εδραίωση της εργατικής εξουσίας και των συμμάχων της […] ή θα οδηγούσε στην εδραίωση της αστικής εξουσίας…».[1]
Μπροστά σε αυτό το δίλημμα, οι αστικές δυνάμεις ξεπέρασαν τις αντιθέσεις τους και επιδόθηκαν σε έναν αγώνα ζωής ή θανάτου για τη μεταπολεμική αποκατάσταση της αστικής εξουσίας.
Όπως ενδεικτικά σημειώνει για τον ΕΔΕΣ ο Βαγγέλης Τζούκας στο άρθρο του με τίτλο «Η αντίπερα όχθη»:
«Το αμέσως επόμενο βήμα ήταν η απόπειρα δημιουργίας μονάδων που να είναι έτοιμες να συμμετάσχουν σε επιχειρήσεις εναντίον των κατοχικών στρατευμάτων αλλά και του ΕΛΑΣ, αν και την περίοδο εκείνη είχε τεθεί σε εφαρμογή η «συμφωνία κυρίων» με τα γερμανικά στρατεύματα εκ μέρους του Ζέρβα για την αποφυγή δράσης εναντίον τους».[2]
Η στάση του ΕΔΕΣ ήταν μόνο ένα κομμάτι του σχεδίου αποκατάστασης της αστικής εξουσίας.
Υπό την αιγίδα και την επίβλεψη του βρετανικού ιμπεριαλισμού, πραγματοποιήθηκαν προσπάθειες συνένωσης του αστικού πολιτικού κόσμου, αλλά και συνεννόησης ανάμεσα στις ντόπιες δοσιλογικές κυβερνήσεις και την κυβέρνηση του Καΐρου.
Η κυβέρνηση Ράλλη ίδρυσε τα Τάγματα Ασφαλείας με την καθοριστική συμβολή στρατιωτικών του Κέντρου (δηλαδή των κατεξοχήν υποστηρικτών της «μπουρζουάδικης δημοκρατίας») και τη σημαντική συμμετοχή του ΕΔΕΣ Αθήνας.
Παρόμοιες παραστρατιωτικές οργανώσεις ιδρύθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν σε όλη τη χώρα.
Η κυβέρνηση του Καΐρου φρόντισε να κλείσει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης τη συντριπτική πλειοψηφία των στρατιωτών της Μέσης Ανατολής που στέκονταν στο πλευρό της Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης και του ΕΑΜ, προκειμένου να μετατρέψει ό,τι απέμεινε από το στρατό της Μέσης Ανατολής σε σώμα πραιτοριανών.
Φυσικά, το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ αντέδρασαν σε αυτές τις προσπάθειες, αντιμετωπίζοντας όμως τα Τάγματα Ασφαλείας από τη σκοπιά της εθνικής προδοσίας και τις μη γερμανόφιλες αστικές δυνάμεις (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κ.ά.) από τη σκοπιά των παρασπονδιών τους στον αντιφασιστικό αγώνα.
Δεν φρόντισαν να διαρρήξουν τις σχέσεις τους με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό ούτε πρόταξαν το ταξικό περιεχόμενο της σύγκρουσης.
Η στάση αυτή σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης αντικειμενικά οδηγούσε τον εργατικό – λαϊκό παράγοντα σε υποχώρηση.
Εξάλλου, την ίδια περίοδο, ταυτόχρονα με την τακτική του μαστιγίου ακολουθούνταν και η πολιτική του καρότου.
Οι αστοί πολιτικοί επιχείρησαν να δεσμεύσουν το ΕΑΜ στο σχέδιο αποκατάστασης της μεταπολεμικής εξουσίας, επικαλούμενοι την εθνική ενότητα.
Η υπαγωγή του ΕΛΑΣ στη διοίκηση του Βρετανικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής (καλοκαίρι 1943), η αναγνώριση της εξόριστης αστικής κυβέρνησης από το ΕΑΜ με τη Συμφωνία του Λιβάνου (Μάης 1944) αλλά και η δέσμευση του ΕΛΑΣ να μην μπει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις στην Αθήνα, όπως συνομολογήθηκε με τη Συμφωνία της Καζέρτας (Σεπτέμβρης 1944) κινούνταν σε αυτήν την κατεύθυνση.
Οι αιτίες της ήττας
Αυτό που έχει πραγματικά αξία από την πλευρά του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος είναι το γιατί δεν κατόρθωσε να ανταποκριθεί σε αυτές τις συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης.
Η βασική αιτία πρέπει να αποδοθεί ακριβώς στην επιμονή στην πολιτική της εθνικής ενότητας και της δημοκρατικής ομαλότητας, που εκθειάζουν οι περισσότεροι συγγραφείς των άρθρων.
Σημειώνεται στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918 – 1949:
«Αυτή η στρατηγική δεν αποτελούσε ιδιαίτερο φαινόμενο στο ΚΚΕ, αλλά ήταν πρόβλημα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος […]
Σχετίζεται και με το γεγονός ότι το μεταβατικό μεταρρυθμιστικό Πρόγραμμα, βασικό πολιτικό πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας, επιβίωνε και στη στρατηγική της Κομμουνιστικής Διεθνούς με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ως στάδιο προετοιμασίας της επαναστατικής κατάκτησης της εξουσίας […]
Η «μεταβατική κυβέρνηση» οδηγούσε στην αντίληψη της αναγκαιότητας κατάκτησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και αυτή με τη σειρά της στη συμπόρευση με κάποιες αστικές δυνάμεις […]
Επιβεβαιώθηκε κυρίως ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δεν υπάρχει ούτε ενδιάμεση πολιτική εξουσία ούτε «ειρηνικό» πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, αλλά ούτε και «φιλολαϊκή» διαχείριση του καπιταλισμού.
Η πάλη των τάξεων είναι αντικειμενική, κι αυτή είναι που, σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, θα οδηγήσει σε σοσιαλιστική επανάσταση μόνο με τη συνειδητή δράση της ιδεολογικής – πολιτικής εργατικής πρωτοπορίας, του Κομμουνιστικού Κόμματος».[3]
Το συμπέρασμα αυτό δεν πηγάζει μόνο από την τραγική εμπειρία της κατάληξης του μεγαλειώδους ΕΑΜικού κινήματος, αλλά από το σύνολο της μεταπολεμικής εμπειρίας των ΚΚ στην Ευρώπη.
Η εμπειρία αυτή απουσιάζει από το άρθρο του πρώην συμβούλου του Τσίπρα Σταύρου Παναγιωτίδη με τίτλο «Μέτωπα παντού».
Η Ιστορία έδειξε ότι η μεταπολεμική συμμετοχή τους σε κυβερνήσεις εθνικής ενότητας δεν λειτούργησε ως καταλύτης στη συγκέντρωση των επαναστατικών δυνάμεων, στην ωρίμανση εκείνων των παραγόντων που θα έφερναν στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της σοσιαλιστικής εξουσίας.
Αντίθετα, προσέφερε στον αστικό πολιτικό κόσμο τη στήριξη των πιο συνειδητών εργατικών – λαϊκών μαζών, που του ήταν απαραίτητη προκειμένου να ξεπεράσει το σκόπελο του κλονισμού της αστικής εξουσίας.
Ως συνέπεια, και η αστική εξουσία σταθεροποιήθηκε, και τα ΚΚ διαβρώθηκαν από τις οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις που τροφοδοτήθηκαν από τη συμμετοχή τους σε αυτές τις κυβερνήσεις.
Κατανοώντας το ΕΑΜ ως παρακαταθήκη, όχι ως «πτώμα»
Όταν λοιπόν οι συγγραφείς δεν στέκονται στη συνέχεια της ΕΑΜικής Αντίστασης και έμμεσα διαφωνούν με τα προηγούμενα συμπεράσματα, ουσιαστικά επιχειρούν για μια ακόμα φορά να δεσμεύσουν τους κομμουνιστές και συνολικότερα το εργατικό – λαϊκό κίνημα σε μία από τις αστικές πολιτικές της εποχής και συγκεκριμένα σε αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ.
Γι’ αυτό και μεταχειρίζονται την ΕΑΜική Αντίσταση ως «πτώμα».
Από την άλλη πλευρά, για τους κομμουνιστές, η ΕΑΜική Αντίσταση και συνολικά η ταξική πάλη στη διάρκεια της κρίσιμης δεκαετίας του 1940 αποτελεί παρακαταθήκη για τους αγώνες του σήμερα και του αύριο, με την προϋπόθεση ότι η ακριβοπληρωμένη σε αίμα και θυσίες πείρα χρησιμοποιείται για την εξαγωγή χρήσιμων ιστορικών διδαγμάτων, τα δύο σημαντικότερα εκ των οποίων είναι:
1. Ότι ο μαζικά οργανωμένος και εξοπλισμένος λαός είναι σε θέση να ανατρέψει ακόμα και τον πιο αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων.
Όταν την επαύριο της Κατοχής, οι λίγοι κομμουνιστές εξόριστοι απέδρασαν από τις φυλακές και τις εξορίες, κανείς δεν θα μπορούσε να υποθέσει ότι μόλις μέσα σε τρία χρόνια οι ανίκητες σιδερόφραχτες στρατιές του Χίτλερ και οι συνεργάτες τους θα αδυνατούσαν να ξεμυτίσουν έξω από μια μικρή περίμετρο στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας.
2. Ο αγώνας της ΕΑΜικής Αντίστασης θα μπορούσε να δικαιωθεί μόνο αν βάδιζε ως το τέλος, αν οδηγούσε σε συνολική ανατροπή της αστικής εξουσίας, σε κατάκτηση και εδραίωση της σοσιαλιστικής εξουσίας.
Σημειώσεις:
[1]. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμ. Β1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 489.
[2]. Ένθετο «Documento», σελ. 54.
[3]. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949, ό.π., σελ. 489-490.
Κώστας Σκολαρίκος
Μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Πηγή: Ριζοσπάστης