Κάπου κάποιοι πρόσφυγες – Μέρος 8ο
Συνέχεια από το 7ο Μέρος
Παρά τα όσα είδαν τα μάτια μας ως εδώ σε τούτο το θλιβερό ταξίδι, είναι λογικό να υπάρχουν κάποιοι που ακόμη δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι το ελληνικό κράτος έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει μακριά τους «όμαιμους και ομόθρησκους» (το ξαναλέω για πολλοστή φορά) κατοίκους της Μικρασίας, η ζωή των οποίων διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο από την κεμαλική επανάσταση.
Με την βοήθεια των αρχείων του υπουργείου εξωτερικών, τις μαρτυρίες των προσφύγων που καταγράφονται στην «Έξοδο» και τις καταγραφές που υπάρχουν σε πηγές προσβάσιμες στον καθένα, είμαι σίγουρος πως θα πειστεί και ο πλέον δύσπιστος.
Η αλήθεια είναι πως η ομογένεια τής Ανατολής ήταν χρήσιμη στην αστική εξουσία τής Ελλάδας μόνον όσο παρέμενε στην Ανατολή, ως εθνολογικό προγεφύρωμα.
Καθώς, όμως, η συντριπτική πλειοψηφία της διαπνεόταν από φιλοβενιζελικά (άρα, αντιβασιλικά) αισθήματα, το παλάτι και οι φιλοβασιλικές κυβερνήσεις του Γούναρη την έβλεπαν ως σοβαρό κίνδυνο.
Ας τεκμηριώσουμε αυτόν τον ισχυρισμό.
Τον Ιούλιο του 1921, ο πρίγκηπας Ανδρέας (αδελφός του βασιλιά Κωνσταντίνου) προάγεται σε αντιστράτηγο και πηγαίνει στην Μικρασία, για να ηγηθεί της 12ης μεραρχίας κατά την εκστρατεία προς τον Σαγγάριο, παρ’ ότι ο ίδιος διατυπώνει επιφυλάξεις ως προς την επιτυχία μιας ενδεχόμενης προέλασης προς τα ανατολικά.
Στις 12 Δεκεμβρίου, στέλνει επιστολή στον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος από τον Μάρτιο του 1921 είχε δηλώσει απερίφραστα ότι οποιαδήποτε επιχείρηση κατά της Τουρκίας είναι καταδικασμένη σε ήττα, αρνούμενος την θέση του αρχιστράτηγου που του πρόσφερε ο Γούναρης.
Ο Ανδρέας είναι απογοητευμένος από την κατάσταση:
«Πρέπει να γίνη κάτι το ταχύτερον διά ν’ απαλλαχθώμεν του εφιάλτου τής Μικράς Ασίας. […] Διότι, επί τέλους, τι είναι καλύτερον; Να πέσωμεν εις την θάλασσαν ή να φύγωμεν προ του λουτρού (αίματος)».
Όμως, σ’ εκείνη την επιστολή, ο Ανδρέας προσθέτει και μια παράγραφο, η οποία σίγουρα θα έστελνε και αυτόν για εκτέλεση στο Γουδή, αν ο Μεταξάς είχε κοινοποιήσει την επιστολή:
«Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Έλληνες εκτός ελαχίστων. Επικρατεί Βενιζελισμός ογκώδης και κατά την 15ην Δεκεμβρίου είχον κλείσει σχεδόν όλα τα καταστήματα.[1]
Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους οι οποίοι φέρονται ούτω κατόπιν του φοβερού αίματος όπερ εχύσαμεν εδώ».
Τελικά, ο πρίγκηπας δικάστηκε για ολογωρίες και σφάλματα στρατιωτικής φύσεως αλλά την γλίτωσε με έκπτωση από τον βαθμό του και ισόβια υπερορία.[2]
Η κοινή γνώμη είχε ικανοποιήσει την δίψα της για εκδίκηση με τους έξι…
Συνεχίζουμε το ταξίδι μας.
Ο Αριστείδης Στεργιάδης είχε διοριστεί ως ύπατος αρμοστής στην Σμύρνη από τον Βενιζέλο αλλά ο Γούναρης τον διατήρησε στην θέση του μετά την νίκη του Λαϊκού Κόμματος στις εκλογές τού Νοεμβρίου 1920.Αντίθετα, έπαυσε από την θέση του τον -επίσης βενιζελικό- γενικό διευθυντή (με υπουργικές αρμοδιότητες) νήσων Αιγαίου, τον 32χρονο τότε Γεώργιο Παπανδρέου.
Λόγω της θέσης του, ο Παπανδρέου είχε γνωριστεί με τον Στεργιάδη και είχαν καλή σχέση.
Σε μια συνάντησή τους, συζήτησαν και την κατάσταση στην Μικρά Ασία.Στο μνημειώδες έργο του «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940», ο δημοσιογράφος και ιστορικός συγγραφέας Γρηγόριος Δαφνής διασώζει ένα απόσπασμα από εκείνη την συζήτηση, αν και δεν είναι σαφής η πηγή από την οποία την άντλησε.[3]
Αναφερόμενος στην «εκτέλεση των έξι», ο Δαφνής γράφει:
«Δύο κατηγορίαι Ελλήνων, η πλειονότης των αξιωματικών και οι πρόσφυγες, ικανοποιήθησαν από την εκτέλεσιν. […] Οι πρόσφυγες επίστευαν αυτό χωρίς να γνωρίζουν ότι ο αρμοστής Στεργιάδης, με τον κυνισμόν που τον εχαρακτήριζεν, είχεν είπει εις πολιτικόν πρόσωπον, τον Γ. Παπανδρέου, που τον επεσκέφθη ολίγον προ της καταστροφής:
–Βλέπω την κατάρρευσιν.
–Και γιατί δεν ειδοποιείς τον κόσμον να φύγη;
–Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί, αν πάνε στην Αθήνα, θα ανατρέψουν τα πάντα…»[4]
Το απόβραδο της Τετάρτης 24ης Αυγούστου, ο Στεργιάδης καλεί τον μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο στο γραφείο του.
Ο τρελαμένος από την αγωνία Χρυσόστομος βάζει στην άκρη την απέχθειά του και πάει στο διοικητήριο, όπου ο Στεργιάδης τον εκπλήσσει ακόμη περισσότερο, καθώς τον υποδέχεται ο ίδιος προσωπικά και τον καλωσορίζει με χειροφίλημα.
Όμως, γρήγορα ο ύπατος αρμοστής αφήνει στην άκρη τις γαλιφιές και ξαναβρίσκει τον εαυτό του, μόλις ο Χρυσόστομος εκφράζει την έντονη ανησυχία του:
–«Θέλω να πω, Εξοχώτατε…» τόλμησε ο Χρυσόστομος, αλλά ο άλλος τον διέκοψε.
–«Να μη θέλεις να πεις τίποτα, Δεσπότη, αλλά μόνο να ακούς. Και αυτό που θέλω να σου πω είναι ότι ούτε εσύ ούτε κανείς άλλος χριστιανός πρέπει να φύγει από την Σμύρνη».
–«Για μένα δεν περίμενα να μου το υποδείξετε εσείς, Εξοχώτατε» τον διέκοψε ο Χρυσόστομος.
«Την απόφαση για τον εαυτό μου την έχω πάρει από καιρό, αλλά τί θα γίνει ο άλλος χριστιανικός πληθυσμός;»
–«Λοιπόν, νομίζω ότι επιτέλους μπορούμε κάπως να συνεννοηθούμε» είπε κάπως ήρεμα ο Στεργιάδης.
«Γι’ αυτό σας κάλεσα σήμερα εδώ, για να σας πω ότι πρέπει να ασκήσετε όλη την δύναμη και την επιρροή σας έτσι ώστε να εκλείψει ο πανικός που έχει καταλάβει τους πάντες. Ύστερα, σκέφτεστε που θα πάει όλος αυτός ο κόσμος έτσι και αρχίσει να φεύγει από εδώ;
Στα νησιά; Στην παλιά Ελλάδα; Στην Μακεδονία; Δεν υπάρχει τόπος για να δεχτεί όλους αυτούς που μαζεύτηκαν και συνεχίζουν να μαζεύονται στην Σμύρνη. Βλέπεις, είναι και η φτώχεια της πατρίδας… Καταλάβατε, Σεβασμιώτατε;»
Ο Χρυσόστομος είχε καταλάβει, και πολύ καλά μάλιστα.
Ο Στεργιάδης είχε εντολή να κρατήσει τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας στις εστίες του. Να μην αποχωριστεί από αυτές κι ας πλήρωνε την παραμονή του με ποταμούς από αίματα.
Και σ’ αυτή την παραμονή τού πληθυσμού στις προγονικές του εστίες ο Χρυσόστομος συμφωνούσε και ας πικραινόταν ακόμη και ο Άδης από όσα ήθελαν ακολουθήσει.
–«Θα μείνουμε εδώ και οι δυό μας!» είπε ο Στεργιάδης δίνοντας τέλος στην συζήτηση.
«Εσύ στην Μητρόπολή σου κι εγώ στην Αρμοστεία μου».[5]
Ο Χρυσόστομος έμεινε όντως. Για πάντα. Κάπου 90 ώρες αργότερα, το πρωί τής Κυριακής, θα άφηνε την τελευταία του πνοή, λυντσαρισμένος από τους τούρκους στην προκυμαία τής Σμύρνης.
Αντίθετα, ο Στεργιάδης δεν χρειάστηκε πάνω από 48 ώρες για να επιβιβαστεί στην αγγλική ατμάκατο «Σιδηρούς Δουξ» με προορισμό την Πόλη, απ’ όπου συνέχισε για Κωστάντζα.
Πάντως, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο Στεργιάδης ήταν ο τελευταίος αξιωματούχος που εγκατέλειπε την πόλη.
Όλοι οι υπόλοιποι (ακόμη και ο Χατζανέστης) είχαν φύγει πολύ πριν από εκείνο το απόγευμα της Παρασκευής 26 Αυγούστου 1922, όταν οι τούρκοι εμφανίστηκαν στα προάστια της Σμύρνης…
Συνεχίζεται με το 9ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. 15 Δεκέμβρη γιορτάζει ο Αγίος Ελευθερίος.
[2]. Υπερορία, έξωση από την χώρα.
[3]. Πάντως, την ουσία του πράγματος επιβεβαιώνει ο Ηλίας Βενέζης. Στο βιβλίο του «Μικρασία, χαίρε» (Εστία, 1995) παραθέτει επιστολή τού Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου, ο οποίος συνόδευε τον Παπανδρέου σ’ εκείνο το ταξίδι σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη.
Κατά τον Δεσποτόπουλο, ο Παπανδρέου βγήκε ανάστατος από την συνάντησή του με τον Στεργιάδη («έναν άνθρωπο τελείως απελπισμένο, με σπασμένα τα νεύρα σε παθολογικό βαθμό») και του εκμυστηρεύθηκε το περιεχόμενο της συζήτησής τους, το οποίο συμφωνεί με όσα αποδίδει λακωνικά ο Δαφνής.
[4]. Γρηγόριος Δαφνής: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940», Κάκτος, 1997, σελ. 31.
[5]. Βασίλης Ι. Τζανακάρης: «Σμύρνη 1919-1922, Μεταίχμιο, 2018, σελ. 636-637.
Πηγή: Cogito Ergo Sum