Κανένας μόνος του – Καλή Ανάταση! (της Σεμίνας Διγενή)
«Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον, είμαστε ήδη νεκροί»,
έλεγε ο Λειβαδίτης.
Αυτόν είχα στο μυαλό μου όταν πριν δυο χρόνια έγραφα το βιβλίο μου «Οι Απείθαρχοι», όπου σε ένα μεταιχμιακό σύμπαν «ξαναζωντάνευα» και έφερνα σε «επαφή» 100 σπουδαία πλάσματα που αγάπησα και που δεν ζουν πια.
Τους έδινα μάλιστα τη δυνατότητα –στα μαγικά διαμερίσματα του κόκκινου πύργου όπου έμεναν– να πηγαινοφέρνουν μπρος πίσω τον χρόνο και να επιλέγουν όποιο σκηνικό της προηγούμενης ζωής τους επιθυμούν και όποια γεγονότα θέλουν να ξαναζήσουν ή και να διαγράψουν.
Στον πραγματικό κόσμο, όμως, όπου δεν έχουμε –ακόμη– την πολυτέλεια των παιχνιδιών με τον χωροχρόνο, εδώ που η ζωή μας δέχεται άγρια επίθεση, σ’ αυτήν τη δυστοπία που βιώνουμε, όλοι εμείς που βρισκόμαστε απέναντί τους, δεν περιμένουμε Πάσχα και Χριστούγεννα για να δείξουμε ενδιαφέρον και συμπόνια για τον διπλανό μας που έχει ανάγκη.
Δεν αδιαφορούμε, δεν τον προσπερνάμε, τον στηρίζουμε και τον βοηθάμε, δεν αφήνουμε κανέναν μόνο του, νοιαζόμαστε, πιστεύουμε σ’ αυτήν την κοινωνική αξία, που περικλείει μέσα της ανιδιοτέλεια, θέληση προσφοράς, χωρίς την αναμονή κάποιου οφέλους υλικού ή ηθικού.
Αυτό είναι το δίκαιο.
Τα λόγια του Μαρξ και του Ενγκελς ακούγονται δυνατά ακόμη:
«Παντού, όπου η αστική τάξη ήρθε στην εξουσία, […] δεν άφησε κανέναν άλλο δεσμό ανάμεσα σε άνθρωπο και σε άνθρωπο, εκτός από το γυμνό συμφέρον, από την «πληρωμή τοις μετρητοίς».
Μετέτρεψε την προσωπική αξιοπρέπεια σε ανταλλακτική αξία και στη θέση των απειράριθμων γραφτών και των έντιμα αποκτημένων ελευθεριών, έβαλε τη μοναδική ασυνείδητη ελευθερία του εμπορίου.
Με μια λέξη, στη θέση της καλυμμένης με θρησκευτικές και πολιτικές αυταπάτες εκμετάλλευσης, έβαλε την ανοιχτή, ξεδιάντροπη, άμεση, σκληρή εκμετάλλευση».[1]
Βέγγος και Σαραμάγκου
Στο κεφάλαιο λοιπόν των «Απείθαρχων» για την καλοσύνη και την αλληλεγγύη, επέλεξα να «συναντηθούν» ο Ζοζέ Σαραμάγκου με τον Θανάση Βέγγο.
Τον Σαραμάγκου γιατί πίστευε σε έναν κόσμο «φωτισμένο», προσανατολισμένο στις αξίες της αλληλεγγύης, της προσωπικής ευθύνης, της αλληλοβοήθειας, και τον Βέγγο γιατί είχε εφαρμόσει στην πράξη όλα τα παραπάνω, με αξιοθαύμαστη γενναιοδωρία και συνέπεια.
Στο φανταστικό σύμπαν του βιβλίου, σκηνοθέτησα τη συνύπαρξή τους κάπως έτσι:
Ο Σαραμάγκου λέει χαμογελώντας στον Βέγγο:
«Με κάνεις χαρούμενο όταν σε βλέπω. Θυμάσαι που έλεγα κάποτε πως έχουμε ανάγκη την επανάσταση της καλοσύνης; Κάθε φορά που σε συναντάω, νομίζω πως ξαναδίνεις νόημα στην έννοιά της. Με κάνεις να νιώθω βαθιά καλός. Αλήθεια, Θανάση, έστησες εδώ μέσα ποτέ το σκηνικό του «Δράκου»;».
Και ο Βέγγος:
«Μόνο μια φορά. Για να ξανακούσω τις μουσικές του Μάνου και να ξαναδώ τους φίλους μου και πιο πολύ τον Κούνδουρο. Στη Μακρόνησο γνωριστήκαμε, εξόριστοι κι οι δυο. Με πίεσε και στο τέλος με κατάφερε να παίξω στη «Μαγική πόλη», κι ύστερα στον «Δράκο». Αν δεν ερχόταν στη ζωή μου, μπορεί να δούλευα ακόμη σ’ εκείνο το πατάρι με τα δέρματα».
Ξαφνικά ζωντανεύει γύρω του ο χώρος της εξορίας του, το στρατόπεδο της Μακρονήσου.
— Γιατί επιλέγεις πάλι να ζεις στο 1949; τον ρωτάει ο Σαραμάγκου.
— Πολλές οι εκκρεμότητες καλέ μου άνθρωπε, πρέπει να βοηθήσω πολλούς που έχουν ανάγκη.
— Θέλεις τσιγάρο;
— Δεν καπνίζω. Είμαι αθλητής, λέει καμαρώνοντας.
— Τρέξιμο να υποθέσω ε;
— Πρωταθλητής ανωμάλου δρόμου, πετιέμαι εγώ.
— Γιατί σ’ έφεραν εδώ; απορεί ο συγγραφέας.
— Ο πατέρας μου ήταν οργανωμένος στην Αντίσταση. Στη Μάχη της Ηλεκτρικής, ήταν με τον ΕΛΑΣ. Απέτρεψαν την ανατίναξη του εργοστασίου από τους Γερμανούς. Μετά απολύθηκε, γιατί ήταν …κομμουνιστής.
— Εσύ τι έκανες και σε τιμώρησαν;
— Εγώ στην Κατοχή ήμουν στην ΕΠΟΝ. Μ’ έφεραν εδώ το 1949 να …εκτίσω τη θητεία μου. Δεν φοβάμαι εδώ, ούτε με κουράζει που με ξεπατώνουν στο κουβάλημα και στο σπάσιμο πέτρας, μόνο τη σκόνη δεν αντέχω. Αυτή να έλειπε… Εκεί παραδίνομαι.
Ο Σαραμάγκου χαμογελάει:
— Ξέρεις τι σκέφτομαι Θανάση μου, κάθε φορά που σε βλέπω; Ολο νομίζω πως αν και τρέχεις συνέχεια, κάτι υπάρχει που δεν προλαβαίνεις… Υπάρχει πραγματικά κάτι που δεν πρόλαβες να κάνεις και σε στοιχειώνει;
— Υπάρχει, ναι, λέει ο Θανάσης και κοιτάει τον καιρό, που ετοιμάζεται να το γυρίσει σε βροχή. Το είχα πει και στον Κώστα Κακκαβά. Εκανα οικονομία παλιά και δεν έμαθα το τσιγάρο, για να μπορώ να αγοράζω τσιγάρα στον πατέρα μου, που ήταν πολύ φτωχός.
Και όταν ήρθε η στιγμή κι έπιασα λεφτά, εκείνος δεν ζούσε για να του προσφέρω λίγο καλύτερη ζωή. Ζοζέ, δεν του πήγαινα τόσα τσιγάρα όσα έπρεπε.
Τους παρακολουθώ να συζητούν, κοιτώντας με θαυμασμό στα μάτια ο ένας τον άλλον, με φόντο τις σκηνές στη Μακρόνησο, και τότε μια μαγική γεννήτρια χαρακτήρων στέλνει σε υπότιτλο ένα κείμενο του Ζοζέ, στο κάτω μέρος του κοινού πλάνου τους:
«Η λειτουργία του κόσμου έπαψε να είναι το απόλυτο μυστήριο που ήταν, οι μοχλοί του κακού βρίσκονται μπροστά στα μάτια όλων, για τα χέρια που τους χειρίζονται δεν υπάρχουν πια γάντια ικανά να κρύψουν τις κηλίδες του αίματος».
Απέναντί μου είναι δύο άντρες σε ειρήνη με ό,τι τους περιβάλλει: Πρόσωπα, πράγματα, ζώα, δέντρα, ουρανό και θάλασσα. Είναι σαν να είναι ενταγμένοι στον φυσικό τους χώρο, χωρίς να έχουν μετατραπεί σε εγωιστές που λένε:
«Καθώς τώρα τα έχω όλα, τα υπόλοιπα μου είναι αδιάφορα».
Οχι, αντίθετα. Εξακολουθούν να είναι αλληλέγγυοι, να παίρνουν μέρος σε ατέλειωτες μάχες, μερικές μάλιστα από αυτές από χέρι χαμένες.
Αυτό μπορεί να μην έχει καμιά σχέση με την ευτυχία, αν όμως τους ρωτήσεις:
«Είστε ευτυχισμένοι;». «Ναι, είμαστε ευτυχισμένοι», θα σου πουν.
Τα υπόλοιπα στο βιβλίο.
Κ α λ ή Α ν ά τ α σ η !
Σημείωση:
[1]. Κ. Μαρξ – Φρ. Ενγκελς: «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 22.
Πηγή: Ριζοσπάστης