Και οι θεοί πεθαίνουν! Σοκ και θρήνος για τον θάνατο του Ντιέγκο Μαραντόνα!
Όλος ο κόσμος αποχαιρετά τον Ντιέγκο, τον ένα και μοναδικό, τον επίγειο θεό του ποδοσφαίρου, που έφυγε στα 60 του από ανακοπή… ανήμερα της επετείου του θανάτου του Φιντέλ!
Το 2020 μας παίρνει τον καλύτερο όλων, τον επίγειο θεό του ποδοσφαίρου, τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα.
Ο κόσμος του ποδοσφαίρου θρηνεί και προσπαθεί να χωνέψει την είδηση για την απώλεια του Μαραντόνα, που έφυγε από ανακοπή σε ηλικία 60 ετών, λίγες μέρες αφού γιόρτασε τα γενέθλιά του, και την ίδια μέρα με τον μεγάλο φίλο του, τον επαναστάτη Φιντέλ Κάστρο.
Ο επαναστάτης των γηπέδων δεν είναι πια μαζί μας.
Στη συνέχεια μπορείτε να δείτε ένα παλιότερο αφιέρωμα της Κατιούσα στον μεγάλο θρύλο, τη ζωή, το έργο του και το αποτύπωμα που άφησε στον κόσμο που τον αγάπησε!
Ντιέγκο Μαραντόνα – Ο σπουδαιότερος Αργεντίνος μετά τον Τσε
Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα ήταν πολλά πρόσωπα σε ένα. Το χέρι και το πόδι του θεού στη συσκευασία ενός ποδοσφαιριστή.
Ένας κοντοπίθαρος γίγαντας 165 εκατοστών, με το χαρακτηριστικό σουλούπι του, τα σγουρά του μαλλιά (δεν τα τρομάζει η βαρυχειμωνιά), το μαγικό αριστερό πόδι -και πώς να μην ήταν το αριστερό…
Ο καλύτερος ποδοσφαιριστής-βιρτουόζος του εικοστού αιώνα κι όλων των εποχών, ίσως.
Ένας επαναστάτης των γηπέδων, που πήγε κόντρα στο ποδοσφαιρικό κατεστημένο αλλά του έδωσε και πατήματα με τις αυτοκαταστροφικές τάσεις του.
Η πιο αμφιλεγόμενη ποδοσφαιρική προσωπικότητα, που δεν μπορούσαν να την πλασάρουν ως «καλό παιδί» και πρότυπο για τους νέους, αλλά οι θαυμαστές του τον λάτρευαν ακόμα περισσότερο, για αυτό ακριβώς.
Ο Μαραντόνα γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1960 σε μια παραγκούπολη του Μπουένος Άιρες.
Πέρασε δύσκολα και πολύ φτωχικά παιδικά χρόνια, που τον ατσάλωσαν, του έμαθαν να είναι μαχητής και να επιβιώνει στις πλέον δύσκολες συνθήκες.
Τίποτα δε θα μπορούσε να τον φοβίσει μετά από αυτό, ούτε καν τα βρώμικα σκληρά τάκλιν των αντιπάλων του, που δεν είχαν πολλούς τρόπους να τον σταματήσουν.
Ο Μαραντόνα άρχισε να παίζει μπάλα στους Αρχεντίνος Τζούνιορς, κάνοντας μαγικά πράγματα από μικρή ηλικία και γρήγορα μεταπήδησε στην Μπόκα Τζούνιορς, τη μεγάλη του αγάπη στην Αργεντινή.
Θεωρείται ήδη, σε ηλικία 18 ετών, τεράστιο ταλέντο κι ο επόμενος ηγέτης της Εθνικής, μένει όμως τελευταία στιγμή εκτός αποστολής από την ομάδα που θα κατακτούσε το Μουντιάλ του 78′ ως διοργανώτρια, με τη σκιά της δικτατορίας του Βιντέλα και ενός ύποπτου αποτελέσματος να αφαιρεί κάτι από τη λάμψη του τροπαίου.
Αλλά ο Μαραντόνα θα φρόντιζε σύντομα να έρθει και το επόμενο, που δε θα μπορούσε να το αμφισβητήσει κανείς.
Μετά την πτώση του Βιντέλα, ο Μαραντόνα επιχειρεί το μεγάλο άλμα στην Ευρώπη και πάει στην Μπαρτσελόνα, όπου μένει για δύο χρόνια, χωρίς ποτέ να δικαιώσει τις μεγάλες προσδοκίες για το ταλέντο του.
Συνέβαλαν σε αυτό οι τραυματισμοί του και ο επονομαζόμενος χασάπης του Μπιλμπάο (ο Γκοϊκοετσέα της Αθλέτικ) που παραλίγο να του κόψει την μπάλα στα 23, με ένα δολοφονικό μαρκάρισμα.
Απέναντι στην ίδια ομάδα –την Αθλέτικ Μπιλμπάο– θα γράψει και τον επίλογο στην μπλαουγκράνα καριέρα του με μια γροθοπατινάδα ολκής, όπου έδειξε κι άλλα ταλέντα, πέραν της ποδοσφαιρικής τέχνης.
Το καλοκαίρι του 84′ παίρνει μεταγραφή στη Νάπολι.
Έχει μεσολαβήσει μία ακόμα αποτυχία σε ισπανικό έδαφος, με τον αποκλεισμό της Αργεντινής στο Μουντιάλ του 82′ και τη δική του αποβολή στον κρίσιμο αγώνα εναντίον της Βραζιλίας.
Αλλά τέσσερα χρόνια μετά, στο Μεξικό, είναι πιο ώριμος από ποτέ και φτάνει με την Αργεντινή στην κατάκτηση της κορυφής, δίνοντας τις παραστάσεις της ζωής του.
Αποκορύφωμα ο προημιτελικός με τους Άγγλους, κάτι σαν άτυπη ρεβάνς για τον πόλεμο των Φόκλαντ, όπου ο Ντιέγκο αφήνει δύο φορές σε διάστημα δέκα λεπτών τον πλανήτη με το στόμα ανοιχτό.
Το χέρι και το –μαγικό αριστερό– πόδι του θεού έσονται εις σάρκαν μίαν…
Και με αργεντίνικη περιγραφή, για να αποδώσει το λάτιν ταμπεραμέντο…
Η Αργεντινή νικάει στον τελικό 3-2 τη Δυτική Γερμανία κι αυτό είναι το τελευταίο Μουντιάλ που έχει κατακτήσει. Ούτε ο ίδιος ο Μαραντόνα δεν μπόρεσε να σπάσει την κατάρα, ως παίκτης κι ως προπονητής.
Τα καλύτερα όμως έρχονται και τον βρίσκουν στη Νάπολι.
Εκεί ο Μαραντόνα κάνει μαγικά πράγματα, ακόμα και στην προθέρμανση, καθώς μιλάει στην μπάλα, χορεύει μαζί της και την ξελογιάζει, για να του κάνει όλα τα χατίρια.
Πενήντα διαφορετικοί λόγοι για να χαζεύεις…
Ο Ντιέγκο παίρνει τη Νάπολι, μια ομάδα του φτωχού ιταλικού Νότου, από το χεράκι και τη φτάνει στην κορυφή, να μπορεί να κοιτάξει στα μάτια τα μεγαθήρια του βιομηχανικού βορρά, το κατεστημένο της Γιούβε των Ανιέλι και τη Μίλαν των τριών Ολλανδών και του ανερχόμενου Μπερλουσκόνι.
Κατακτά μαζί της δύο τίτλους στο Καμπιονάτο, ένα Κύπελλο Ιταλίας κι ένα Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Μα πάνω από όλα γίνεται είδωλο, με ευρείες κοινωνικές προεκτάσεις, για τη φτωχολογία της Νότιας Ιταλίας, που τον νιώθει δικό της παιδί και τον λατρεύει σαν άγιο.
Ο Μαραντόνα δένεται μαζί της, αλλά συνδέεται παράλληλα και με την Καμόρα, τη Ναπολιτάνικη Μαφία, που έχει βρει το αδύνατο σημείο του: την κοκαΐνη.
Αυτή η σχέση θα γίνει κι ο λόγος του διαζυγίου του με τη Νάπολι, που ήταν ο έρωτας της ζωής του. Αλλά κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τότε πώς θα φτάναμε σε αυτό το σημείο.
Στο Μουντιάλ του 90′, η Ιταλία είναι διοργανώτρια κι αντιμετωπίζει στον ημιτελικό τους πρωταθλητές κόσμου, δηλαδή την Αργεντινή του Μαραντόνα.
Ο αγώνας γίνεται στο Σαν Πάολο της Νάπολι κι ο Ντιέγκο αποφασίζει να παίξει με τις ταξικές αντιθέσεις της ιταλικής κοινωνίας, και το σύνδρομο κατωτερότητας που κατατρύχει τον ιταλικό νότο σε σχέση με το σνομπ, ψυχρό πλην «ευημερούντα Βορρά».
Καλεί το κοινό της Νάπολι, το δικό του κοινό -που δεν έχει κάτι κοινό με τους τυπικά συμπατριώτες του– να υποστηρίξει την Αργεντινή.
Ο Μαραντόνα είναι κάτι σα θεός για τους Ναπολιτάνους και καταφέρνει το απίστευτο. Μεγάλη μερίδα του κοινού τον υπακούει και φωνάζει υπέρ της Αλμπισελέστε -κι όχι της Σκουάντρα Ατζούρα.
Η Αργεντινή παίρνει στα πέναλτι την πρόκριση για το μεγάλο τελικό της Ρώμης, αλλά εκεί το κοινό έχει ανοσία στην αύρα του, είναι εναντίον του και φροντίζει να του το δείξει από την ανάκρουση των εθνικών ύμνων.
Όταν η κάμερα περνάει μπροστά από το Ντιέγκο όλοι μπορούν να διαβάσουν τις βρισιές στα χείλη του και το βλέμμα του.
Η Αργεντινή δεν έχει τη λάμψη της προηγούμενης διοργάνωσης, αλλά είναι σκληρό καρύδι και λυγίζει μόνο με ένα πέτσινο πέναλτι που κερδίζει η Δυτική Γερμανία, στο τέλος του αγώνα.
Το χρειαζόταν εξάλλου για να δέσει πάνω σε μια αθλητική επιτυχία η «ευφορία» για την πτώση του Τείχους, και βασικά την επικείμενη προσάρτηση της DDR.
Μετά από αυτό, το γυαλί ράγισε για τη σχέση του Μαραντόνα με τους Ιταλούς. Λίγους μήνες αργότερα βρίσκεται θετικός σε ναρκωτικές ουσίες (κοκαΐνη) που του τις προμήθευε αφειδώς η Καμόρα.
Τιμωρείται με 15 μήνες αποχή από τους αγωνιστικούς χώρους κι απομακρύνεται από την ομάδα.
Επιχειρεί την ολική επαναφορά το 1992, επιστρέφοντας στην Ισπανία (Σεβίγια) και στην Αργεντινή, αλλά δε θα φτάσει ποτέ ξανά σε κορυφαίο επίπεδο.
Έχει όμως μια τελευταία ευκαιρία με την Αργεντινή, οδηγώντας την στο Μουντιάλ των ΗΠΑ, στα 34 του χρόνια.
Εκεί αντιμετωπίζει και τη δική μας Εθνική, την ομάδα του Παναγούλια, που έχει πάει για κοινωνικό τουρισμό, και την φιλοδωρεί με ένα τρομερό γκολ, όπου χάνεται το τόπι.
Ο Ντιέγκο το πανηγυρίζει έξαλλα και με πάθος μπροστά στην κάμερα, χωρίς να φαντάζεται πως είναι το τελευταίο του με την Εθνική.
Λίγες μέρες μετά βρίσκεται θετικός σε εφεδρίνη κι έτσι μπαίνει ουσιαστικά ταφόπλακα στη μεγάλη καριέρα του.
Ο θεός του ποδοσφαίρου λυγίζει άλλη μια φορά μπροστά στα πάθη του και δίνει την ευκαιρία στο κατεστημένο της ΦΙΦΑ -που ποτέ δεν τον χώνεψε- να τον αποπέμψει με τον πλέον ατιμωτικό και άδοξο τρόπο -αν και πολλοί μιλάνε για σκευωρία…
Οι οριστικοί τίτλοι τέλους γράφονται το 1997 στην πατρίδα του.
Ο Μαραντόνα κάνει κάποιες αποτυχημένες απόπειρες να επιστρέψει στα γήπεδα ως προπονητής, από τις οποίες ξεχωρίζει η παρουσία του στον πάγκο της Αργεντινής, το 2010, στο Μουντιάλ της Ν. Αφρικής.
Η Αλμπισελέστε φτανει εκεί αγκομαχώντας κι ο Μαραντόνα ξεσπάει κατά των αγαπημένων του δημοσιογράφων.
Δε χρειάζεται ακριβής μετάφραση, αλλά τέλος πάντων, το βασικό ρήμα είναι το chupar που σημαίνει ρουφάω και αυτό τους προτρέπει να κάνουν…
Στην τελική φάση όμως ούτε ο ίδιος καταφέρνει να ξορκίσει τα δικά του φαντάσματα, ως παίκτη, μολονότι έχει ήδη βρεθεί ο διάδοχος στο πρόσωπο του Μέσι.
Σκοντάφτει και πάλι στη μισητή Γερμανία -που έχει νικήσει και στα τρία τελευταία Μουντιάλ τους Αργεντίνους.
Ενδιάμεσα ο Μαραντόνα είχε να αντιμετωπίσει το δικό του προσωπικό εφιάλτη, τα προβλήματα υγείας και βασικά τον εαυτό του και το πάθος του για τα ναρκωτικά.
Πήρε πολλά κιλά, έκανε επέμβαση στο στομάχι για να σταματήσει να τρώει, έκανε αποτοξίνωση για να γλιτώσει το μοιραίο.
Σε αυτή τη φάση έδωσε το «παρών» και σε κάποιες φιέστες του Ολυμπιακού στο Καραϊσκάκη -ενώ ως παίκτης είχε παίξει στην Τούμπα, με αντίπαλο τον ΠΑΟΚ για το ΟΥΕΦΑ.
Έλαβε πολύτιμη ιατρική βοήθεια από την Κούβα, για να ξεπεράσει τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, κι έγινε επιστήθιος φίλος με το Φιντέλ.
Χτύπησε στο μπράτσο ένα τατουάζ με το συμπατριώτη του, τον Τσε Γκεβάρα, ενώ βρέθηκε στο πλευρό του Τσάβες και της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας στη Βενεζουέλα.
Παρά τις αντιφάσεις του και τις παλινωδίες του, δεν ξέχασε ποτέ τη λαϊκή του καταγωγή και το μίσος του για τον ιμπεριαλισμό των γιάνκηδων, όπως δείχνει και η παρέμβασή του υπέρ της κυβέρνησης Μαδούρο.
Είναι και για αυτούς τους λόγους –πέρα από τους καθαρά αγωνιστικούς– που το κοινό τον ψήφισε με συντριπτική πλειοψηφία ως τον κορυφαίο παίκτη του εικοστού αιώνα, μπροστά από το Βραζιλιάνο αντίζηλό του, τον Πελέ με το ατσαλάκωτο χαμόγελο και τους χορηγούς, που κέρδισε τις προτιμήσεις των επισήμων και των δημοσιογράφων που κάνουν μαζί του δημόσιες σχέσεις και ρουφάνε κάθε του πληρωμένη λέξη -σε αντίθεση με τα ρουφήγματα που τους προέτρεψε ο Μαραντόνα να κάνουν.
Κάποτε ο Πανούτσος είχε πει πως στο δίλημμα για τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή όλων των εποχών, οι αριστεροί απαντάνε Μαραντόνα και οι δεξιοί Πελέ.
Σε γενικές γραμμές έχει δίκιο, αλλά δεν είναι τόσο απλό, ούτε απλά θέμα «δεξιά-αριστερά». Το Μαραντόνα, όπως είδαμε, τον ψήφισε ο λαός, ενώ τον Πελέ οι πλούσιοι φίλοι του κι οι κολαούζοι της εξουσίας της ΦΙΦΑ.
Και αυτή είναι η μεγαλύτερη αναγνώριση ίσως για ένα αστέρι που αποκαθηλώθηκε από τον ουρανό, χωρίς να ξεθωριάσει η λάμψη του.
Που οι φίλαθλοι τον λατρεύουν με τις αντιφάσεις του και τα πάθη του, όχι ως θεό, ούτε ως έκπτωτο είδωλο, αλλά ως ένα παιδί του λαού, που δεν ξέχασε ποτέ από πού προέρχεται.
Και ο οποίος δικαιούται να λέει πως είναι, πιθανότατα, η σπουδαιότερη φυσιογνωμία της Αργεντινής μετά από τον Τσε, τον συμπατριώτη του, που επέλεξε να χαράξει τη μορφή του στο μπράτσο του, θεωρώντας πως ήταν κι αυτός ένα είδος επαναστάτη…
Διαβάστε επίσης: Δέκα άγνωστες ιστορίες για το «Νούμερο 10».
Πηγή: Κατιούσα