Γιατί οι Ελληνες αφέθηκαν να πολεμούνε μόνοι τους; (Επίλογος)
Επίσημα διπλωματικά έγγραφα των ΗΠΑ αποδεικνύουν το πώς Βρετανοί και Αμερικανοί υπονόμευσαν την ενίσχυση της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας πριν και κατά τη διάρκεια του έλληνο-ιταλικού πολέμου
Συνέχεια από το 1ο Μέρος
Παρά τις δραματικές εκκλήσεις της ελληνικής πλευράς, φαίνεται ότι η μη παράδοση σύγχρονων καταδιωκτικών αεροπλάνων στην Ελλάδα είχε γίνει «θέμα τιμής» για τους Βρετανούς και Αμερικανούς ιθύνοντες.
Τις τελευταίες ημέρες του 1940 οι πρώτοι επανήλθαν με νέα τεχνάσματα για να εκτονώσουν την ελληνική πίεση.
Το νέο σχέδιο ήταν αρκετά πολύπλοκο:
Η RAF θα παρέδιδε στους Έλληνες 30 αεροσκάφη «Mohawk» («P-36»), υποδεέστερα των «P-40», από τα αποθέματά της στην Αίγυπτο. Σε αντάλλαγμα οι Αμερικανοί θα έπρεπε να παραδώσουν στους Βρετανούς 30 «P-40» στη Βασσόρα του… Ιράκ.[1]
Το «κόλπο» αυτή τη φορά συνίστατο στο εξής:
Οι ΗΠΑ διατηρούσαν ακόμα καθεστώς ουδετερότητας στον πόλεμο και κατά συνέπεια δεν ήταν δυνατό να οργανώσουν, να χρηματοδοτήσουν και να εκτελέσουν μία αποστολή που συνίστατο στη μεταφορά και παράδοση στρατιωτικού υλικού σε εμπόλεμη ζώνη – έστω και αν αυτή ήταν το Ιράκ.
Στην ουσία οι Βρετανοί προχώρησαν σε έναν διπλωματικό εκβιασμό για να αντικρούσουν την πιθανότητα να παραδοθούν σύγχρονα αεροσκάφη στην Ελλάδα.
Η βρετανική κυβέρνηση μάλιστα τόνιζε, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος γι’ αυτό, την ανάγκη να χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά στο Ιράκ αμερικανικά και μόνο πλοία.[2]
Στο μεταξύ, στα μέσα Ιανουαρίου βρισκόμασταν πλέον, ο πόλεμος στα βουνά της Αλβανίας είχε πάρει σκληρή και αιματηρή μορφή.
Η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να δεχθεί τη βρετανική «προσφορά», βάζοντας ως μοναδικό όρο το να είναι τα αεροπλάνα σε καλή κατάσταση και να υπάρχουν ανταλλακτικά.
Έσπευσε μάλιστα να προσφέρει ελληνικά εμπορικά πλοία για να μεταφέρουν τα καταδιωκτικά που ζητούσαν σε αντιστάθμισμα οι Βρετανοί από τις ΗΠΑ στο Ιράκ.[3]
Οι Βρετανοί όμως δεν το έβαλαν κάτω.
Την επόμενη κιόλας ημέρα ανακοίνωσαν ότι τα 30 καταδιωκτικά που θα έδιναν στους Έλληνες δε βρίσκονταν στην Αίγυπτο – για την ακρίβεια είχαν φορτωθεί τα Χριστούγεννα του 1940 στη Νέα Υόρκη και βρίσκονταν κάπου στο δρόμο χωρίς κανείς να ξέρει πότε και πού θα έφθαναν.
Αφηναν να εννοηθεί ότι είναι υπόθεση ίσως και μηνών.[4]
Επιπλέον, λίγες ώρες αργότερα, η βρετανική κυβέρνηση έσπευσε να στείλει ένα επείγον μήνυμα από το Λονδίνο, σύμφωνα με το οποίο η στρατιωτική κατάσταση στα βρετανικά νησιά είχε μπει σε κρίσιμη φάση και ότι, κατά συνέπεια, η παράδοση αμερικανικών αεροπλάνων σε οποιαδήποτε άλλο κράτος (Ελλάδα, Κίνα), έπρεπε να αναβληθεί μέχρι να ξεπεραστεί η κρίση.[5]
Εξυπακούεται ότι καμία ειδική κρίση δεν απειλούσε τα βρετανικά νησιά στο μέσο του χειμώνα…
Μπροστά στο αδιέξοδο, οι προσπάθειες παραπλάνησης της ελληνικής πλευράς από τις δύο μεγάλες «συμμαχικές» της δυνάμεις έφθασαν σε επίπεδα χυδαιότητας.
Οι ιθύνοντες των δύο δυνάμεων εκμεταλλεύθηκαν το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε στην Αθήνα από την ασθένεια και το μετέπειτα θάνατο του Μεταξά για να προβάλουν ένα νέο σενάριο, σύμφωνα με το οποίο, η ελληνική κυβέρνηση είχε αποδεχθεί την αντικατάσταση των 30 καταδιωκτικών που δεν της παραδίδονταν με 30 εκπαιδευτικά αεροσκάφη του αμερικανικού ναυτικού.
Οι Ελληνες αξιωματούχοι έσπευσαν να διαψεύσουν ετούτα τα παράξενα σενάρια μόνο και μόνο για να εισπράξουν υποτιμητικά σχόλια από τους ισχυρούς ομολόγους τους.[6]
Με όλα αυτά πέρασε ακόμα ένας μήνας χωρίς οι Ελληνες να δουν τα αναμενόμενα αεροσκάφη…
Στις 31 Ιανουαρίου ο Έλληνας πρέσβης στην Ουάσιγκτον κλήθηκε επειγόντως στο γραφείο του υπουργού Οικονομικών των ΗΠA, Morgenthau.
Στο ιδιαίτερο γραφείο του τελευταίου είχαν κληθεί και οι επικεφαλής των βρετανικών υπηρεσιών προμηθειών στις ΗΠΑ καθώς και αξιωματούχοι του State Department.
Το κλίμα ήταν ιδιαίτερα βαρύ ως και εκβιαστικό.
Ο Morgenthau ζήτησε εξηγήσεις από τον Έλληνα πρέσβη για το ποιος απέρριψε την προσφορά των ΗΠΑ για 30 εκπαιδευτικά αεροσκάφη του ναυτικού.
Ζήτησε μάλιστα, σχεδόν περιφρονητικά, να επαναλαμβάνονται στα γαλλικά οι ερωτήσεις του για να αντιληφθεί καλά ο Έλληνας επιτετραμμένος αυτά που του λένε.
Ο Διαμαντόπουλος δήλωσε ότι την άρνησή του την μετέφεραν οι εμπειρογνώμονες της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας που είχαν φθάσει στις ΗΠΑ.
Οι παρευρισκόμενοι έσπευσαν να υπογραμμίσουν το ότι δε ρωτήθηκε η κυβέρνηση στην Αθήνα, φέρνοντας τον Έλληνα διπλωμάτη σε θέση κατηγορούμενου.
Κατόπιν ο Morgenthau, εξουσιοδοτημένος σε αυτό από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, όπως δήλωσε, έθεσε με μορφή τελεσιγράφου το ζήτημα:
«Η Ελλάδα θα δεχθεί ή όχι τα 30 αεροσκάφη;»
Η προσφορά, συμπλήρωσε, θα ίσχυε δύο – τρεις ημέρες και κατόπιν η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα έδινε τα αεροπλάνα στους Βρετανούς.
Η ζητούμενη απάντηση ήταν Ναι ή Όχι, χωρίς να προσδιορίζεται ξεκάθαρα αν το ερώτημα αφορούσε τα παλαιά εκπαιδευτικά αεροσκάφη ή τα σύγχρονα καταδιωκτικά!
Μετά την αναχώρηση του Διαμαντόπουλου, ο υπουργός εξήγησε ότι το ζήτημα των αεροπλάνων για την Ελλάδα απασχόλησε το υπουργικό συμβούλιο όπου και αποφασίστηκε να τελειώνουν με αυτό το ζήτημα κάνοντας μία προσφορά του τύπου «take it or leave it» στους Ελληνες.
Σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι δεν έγινε καμία μνεία στην παράδοση σύγχρονων καταδιωκτικών «P-40» στην Ελλάδα…[7]
Καθώς ο Morgenthau αναχώρησε ευθύς αμέσως από την Ουάσιγκτον, η συζήτηση συνεχίστηκε τις επόμενες ημέρες σε επίπεδο αξιωματούχων.
Την 1η Φεβρουαρίου ο Διαμαντόπουλος, αφού συνεννοήθηκε με την Αθήνα, κατέθεσε ένα υπόμνημα όπου, αφού περιέγραφε τις παλινωδίες Αμερικανών και Βρετανών στο ζήτημα για τρεις πλέον μήνες, εξέφραζε τη βαθιά του λύπη και ζητούσε εγγράφως τη διασαφήνιση της κατάστασης.[8]
Από την πλευρά τους οι αξιωματούχοι του State Department προσπάθησαν και αυτοί να καταλάβουν τι ακριβώς προσφερόταν στους Έλληνες.
Τα συμπεράσματα αυτών των αναζητήσεων ήταν τα ακόλουθα:
- Μετά την απόφαση για αποστολή 100 καταδιωκτικών αεροσκαφών «P-40» στην Κίνα το Δεκέμβριο του 1940 δεν περίσσευαν ούτε 15 σύγχρονα καταδιωκτικά για την Ελλάδα.
- Η τελευταία θα μπορούσε να γραφτεί στη σειρά για να ελπίζει σε αεροπλάνα το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο του 1941.
- Η προσφορά των παλαιών (1936) – και περιορισμένων πλέον σε εκπαιδευτικούς ρόλους – «Grumman» («F3F-1») του ναυτικού ήταν το μόνο που θα μπορούσαν να κάνουν οι ΗΠΑ για την Ελλάδα.[9]
Τα πράγματα όμως δεν έμειναν εκεί.
Σε μία προφανή προσπάθεια εκβιασμού της ελληνικής πλευράς και μεταφοράς των ευθυνών σε αυτή, ο υπουργός Ναυτικών των ΗΠΑ Frank Knox δήλωσε δημόσια ότι:
Το αμερικανικό ναυτικό πρόσφερε ως δώρο 30 αεροπλάνα στους Ελληνες και αυτοί απέρριψαν την προσφορά του!
Ο Ελληνας πρέσβης έσπευσε, σε κατάσταση υστερίας να διαψεύσει τη δήλωση, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι:
Τα αεροσκάφη αυτά θα πληρώνονταν, με τουλάχιστον ένα εκατομμύριο δολάρια – όπως εξάλλου επέβαλαν οι περί ουδετερότητας νόμοι των ΗΠΑ.[10]
Καθώς δε, στο μεταξύ, είχε ανακοινωθεί στον Τύπο η πρόθεση των ΗΠΑ να παραδώσουν άμεσα εκατό καταδιωκτικά «P-40» στην Κίνα, ο Διαμαντόπουλος έθεσε το εύλογο ερώτημα για τον τρόπο με τον οποίο εξασφαλίζονται αεροπλάνα για όλους εκτός της Ελλάδας.[11]
Στις 12 Φεβρουαρίου, στην Αθήνα, ο νέος πρωθυπουργός, Αλέξανδρος Κορυζής, κάλεσε τον Αμερικανό πρέσβη και του ζήτησε να τιμήσει η Ουάσιγκτον τις υποσχέσεις που είχε δώσει τον περασμένο Νοέμβριο.[12]
Καθώς στον πολεμικό ορίζοντα η επικείμενη επίθεση της Γερμανίας ενάντια στην Ελλάδα είχε αρχίσει να διακρίνεται με διαύγεια, οι Αμερικανοί ιθύνοντες θέλησαν να δώσουν κάποιες ελπίδες στην ελληνική κυβέρνηση ώστε η τελευταία, στην απελπισία της, να μη σπεύσει να συνθηκολογήσει με το νέο εχθρό της.
Ουσιαστικά τίποτε δεν άλλαξε πέρα από τις διαβεβαιώσεις των Αμερικανών αξιωματούχων.
Στα μέσα Φεβρουαρίου το State Department πληροφόρησε «εμπιστευτικά» τον Έλληνα πρέσβη ότι μέσα στις επόμενες τέσσερις εβδομάδες θα εξασφαλιστούν 30 σύγχρονα καταδιωκτικά για την Ελλάδα.[13]
Η μυστικότητα οφειλόταν στην προώθηση από την κυβέρνηση Ρούσβελτ του νέου νόμου περί «εκμισθώσεως και δανεισμού» για την ενίσχυση των αντιπάλων του Άξονα χωρών και τίποτε το συγκεκριμένο δεν έπρεπε να διαρρεύσει πριν ο νόμος ψηφιστεί από το Κογκρέσο.
Δύο ημέρες αργότερα ο υπουργός Knox ανακοίνωσε στην ελληνική αποστολή ότι:
Τον επόμενο μήνα το ναυτικό θα παρέδιδε στην Ελλάδα 30 καινούρια καταδιωκτικά «Grumman» («F4F-3») και 15 παλαιά «F3F-1».
Οι Ελληνες πίστεψαν ενθουσιασμένοι ότι την τελευταία έστω στιγμή η σχεδόν κατεστραμμένη από τον πολύμηνο αγώνα αεροπορία τους θα δεχόταν ένα ουσιαστικό «φιλί της ζωής».
Πολύ γρήγορα αποδείχθηκε ότι βιάστηκαν, για μία ακόμη φορά, να χαρούν.
Η πρώτη καθυστέρηση ήρθε από την αναμονή της ολοκλήρωσης της διαδικασίας αποδοχής του «Lend-Lease Bill» (Νόμου περί εκμισθώσεως και δανεισμού) από το Κογκρέσο.
Πριν όμως ολοκληρωθεί η σχετική διαδικασία οι αξιωματούχοι του ναυτικού έσπευσαν να χαρακτηρίσουν αυτόν τον τύπο αεροπλάνου ως «απαραίτητο για την εθνική ασφάλεια» και κατά συνέπεια να μπλοκάρουν την εξαγωγή του στην Ελλάδα.
Στις 11 Μαρτίου ολοκληρώθηκε η ψήφιση των νέων κανόνων διάθεσης πολεμικού υλικού χωρίς να αλλάξει τίποτε ως προς τα ελληνικά αιτήματα.
Στις 22 Μαρτίου ο Έλληνας πρέσβης στην Ουάσιγκτον παρατήρησε με βαθιά πικρία στους Αμερικανούς διπλωμάτες ότι τα 30 καταδιωκτικά «Grumman» που δε δόθηκαν στην Ελλάδα ως «απολύτως απαραίτητα» για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, είχαν μόλις παραδοθεί στη Μεγάλη Βρετανία.[14]
Για μία ακόμα φορά ξεκίνησε ένας κύκλος:
- «Επεξηγήσεων»: Η Μεγάλη Βρετανία ήθελε να ενοποιήσει τους τύπους των αεροπλάνων της και γι’ αυτό πήρε αυτά που προορίζονταν για την Ελλάδα).
- Ψεύτικων υποσχέσεων: Οι Βρετανοί θα έδιναν ίσο αριθμό «Hurricane» στους Ελληνες, τα οποία, φυσικά, αποκαλύφθηκε πως δεν υπήρχαν.
- Παραπλανητικών φημών: Η Ελλάδα είχε ήδη μυστικά παραλάβει τα «Hurricane».
- Δικαιολογιών: Κάποιο μπέρδεμα έγινε… κι όλα όσα είχαμε ξαναδεί να συμβαίνουν στους προηγούμενους μήνες.
Στις 6 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί επιτέθηκαν με τη σειρά τους στην Ελλάδα.
Οι συζητήσεις για την προμήθεια σύγχρονων αεροσκαφών στην Ελλάδα δεν είχαν πλέον αντικείμενο.
Επί πέντε ολόκληρους μήνες Βρετανοί και Αμερικανοί είχαν επιδοθεί σε ένα εντυπωσιακά βρώμικο παιχνίδι με ένα και μόνο στόχο:
Να μη φθάσει ούτε ίχνος σύγχρονου στρατιωτικού υλικού στους μαχόμενους Έλληνες.
Αυτόν τον στόχο, όπως φαίνεται στα διπλωματικά έγγραφα, τον υπηρέτησαν με ανεξήγητη επιμονή.
Σε αυτό το διάστημα αμερικανικά, αλλά και βρετανικά αεροπλάνα παραδόθηκαν στην Τουρκία, στο Ιράν, ακόμα και σε κράτη της Λατινικής Αμερικής.
Μόνο για την Ελλάδα, τη μόνη χώρα που ενεργά πολεμούσε τον Αξονα εκείνο τον καιρό, δε βρέθηκε τίποτα!
Οι «μεγάλοι σύμμαχοι» και «στρατηγικοί εταίροι» της χώρας μας «υπερήφανα» άφησαν το μικρό λαό της να βγάλει μόνος του τα κάστανα από τη φωτιά του πολέμου…
Σημειώσεις:
[1]. FRUS: Foreign Relations of the United States, Δημοσιευμένα διπλωματικά έγγραφα των ΗΠΑ, 1940, v. III. (σ. 605), Memorandum by the Under Secretary of State (Welles) to the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray), 27 Δεκεμβρίου 1940.
[2]. FRUS, 1941, Europe, v. II, Memorandum of Conversation, by the Assistant Secretary of State (Berle), 10 Ιανουαρίου 1941, σελ. 671.
[3]. Memorandum of Conversation, by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray), 13 Ιανουαρίου 1941, σελ. 674.
[4]. Memorandum by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray) to the Assistant Secretary of State (Berle), 14 Ιανουαρίου 1941, σελ. 675.
[5]. Memorandum of Conversation, by Mr. George V. Allen of the Division of Near Eastern Affairs, 14 Ιανουαρίου 1941, σελ. 675.
[6]. Memorandum of Conversation, by the Assistant Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Alling), 22 Ιανουαρίου 1941, σελ. 680.
Σύμφωνα με το σενάριο την ιδέα είχε ρίξει ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Morgentau και είχε αποδεχθεί κάποιος από την ελληνική κυβέρνηση! Η κατάσταση φάνηκε να ξεκαθαρίζει μόλις στις 22 Ιανουαρίου.
[7]. Memorandum of Conversation, by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray), 31 Ιανουαρίου 1941, σελ. 683.
[8]. Memorandum of Conversation, by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray), 1 Φεβρουαρίου 1941, σελ. 685.
[9]. Memorandum by the Chief of Near Eastern Affairs (Murray) to the Under Secretary of State (Welles), 3 Φεβρουαρίου 1941, σελ. 687.
[10]. Memorandum of Telephone Conversation, by the Chief of Near Eastern Affairs (Murray), 6 Φεβρουαρίου 1941, σελ. 688.
[11]. Memorandum of Conversation by the Chief of Near Eastern Affairs (Murray), 10 Φεβρουαρίου 1941, σελ. 689.
[12]. The Minister in Greece (McVeagh) to the Secretary of State, 12 Φεβρουαρίου 1941,, σελ. 690.
[13]. Memorandum of Conversation, by the Assistant Secretary of State (Berle), 13 Φεβρουαρίου 1941, σελ. 691.
[14]. Memorandum by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray) to the Under Secretary of State (Welles), 22 Φεβρουαρίου 1941, σελ. 703.
Γιώργος Μαργαρίτης
Καθηγητής Ιστορίας στο ΑΠΘ
Πηγή: Ριζοσπάστης