Γιατί οι Ελληνες αφέθηκαν να πολεμούνε μόνοι τους; (Μέρος Α’)
Επίσημα διπλωματικά έγγραφα των ΗΠΑ αποδεικνύουν το πώς Βρετανοί και Αμερικανοί υπονόμευσαν την ενίσχυση της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας πριν και κατά τη διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου
Επετειακό το άρθρο αυτό, ίσως όμως οι επέτειοι να έχουν κάτι να μας πουν.
83 χρόνια μετά τον πόλεμο της Αλβανίας οι κυβερνήσεις της χώρας μας έχουν εναποθέσει την υπόθεση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής της ακεραιότητας σε «μεγάλους συμμάχους», «στρατηγικούς εταίρους» και στους οργανισμούς που αυτοί κανοναρχούν.
Πρόθυμοι τρέχουν να συμβάλουν σε πολέμους και εκστρατείες έτσι ώστε η χώρα να δείχνει αφοσιωμένος υπήκοος στους ισχυρούς και να τη λαμβάνουν αυτοί υπόψη όποτε τους έχει ανάγκη.
Αυτά που συνέβησαν το 1940 δείχνουν ανάγλυφα τη φενάκη αυτής της πολιτικής.
Την ώρα της κρίσης και της ανάγκης οι μεγάλοι θα κοιτάξουν μόνο τα δικά τους συμφέροντα και δε θα διστάσουν να πλήξουν το μικρό «στρατηγικό τους εταίρο» πισώπλατα.
Οι ρητορείες, τότε, στα 1940, όπως και σήμερα, τίποτε δεν κοστίζουν.
Στην πραγματικότητα όμως οι λαοί μένουν μόνοι στις δύσκολες ώρες, όταν χρειάζεται να προασπίσουν την ελευθερία τους.
Τότε αποκαλύπτονται οι «μεγάλοι σύμμαχοι», τότε φαίνεται η ποιότητα των δεσμεύσεων και των εγγυήσεών τους, τότε ο λαός μπορεί να βρεθεί με έναν ακόμα εχθρό στην πλάτη του.
Όπως ακριβώς έγινε το 1940-41…
Γιατί οι Ελληνες αφέθηκαν να πολεμούνε μόνοι τους;
Στην αρχή του πολέμου η Μεγάλη Βρετανία διακήρυξε σε όλους τους τόνους ότι θα στηρίξει με όλα τα μέσα τη μαχόμενη Ελλάδα και ότι θα τιμήσει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις που εκπορεύονταν από τις εγγυήσεις που είχε δώσει στη μικρή της σύμμαχο.
Πέρα από τα λόγια όμως η πραγματικότητα ήταν διαφορετική.
Από την αρχή του πολέμου εκφραζόταν δυσαρέσκεια για την απουσία υλικής στήριξης της Ελλάδας από τη Βρετανία.
Ιθύνοντες της τότε διπλωματίας φοβόντουσαν ότι αυτή η βρετανική απροθυμία μπορούσε να υποσκάψει τη μαχητική διάθεση του ελληνικού στρατού και να δημιουργήσει προβλήματα στην κυβέρνηση.[1]
Μετά την κατάληψη της Κορυτσάς από τον ελληνικό στρατό οι Βρετανοί δήλωναν συνεπαρμένοι από τις ελληνικές νίκες και ισχυρίστηκαν ότι θα έστελναν στην Ελλάδα όσες αεροπορικές δυνάμεις μπορούσαν να εξασφαλίσουν.
Με αφορμή αυτή την εξέλιξη ζητούσαν από τις ΗΠΑ να τους αναπληρώσουν το ταχύτερο τα αεροπλάνα που έστελναν στην Ελλάδα.[2]
Στην πραγματικότητα η παρουσία της βρετανικής αεροπορίας στην Ελλάδα το Νοέμβριο ανερχόταν σε μία μοίρα διώξεως (με 8-10 απαρχαιωμένα αεροσκάφη «Gladiators») και δύο μοίρες βομβαρδισμού (με 20 περίπου «Blenheims»).
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η ελληνική κυβέρνηση πύκνωσε τις προσπάθειες απόκτησης πολεμικού υλικού, αεροπλάνων κυρίως, από τις ΗΠΑ.
Οι πρώτες επαφές του ελληνικού ΓΕΣ για προμήθεια οπλισμού από τις ΗΠΑ είχαν γίνει τον Ιούνιο του 1940, όταν οι γερμανικές επιτυχίες στο δυτικό μέτωπο άμβλυναν την αμερικανική προσήλωση στην ουδετερότητα.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1940 η ελληνική κυβέρνηση, διαμέσου της πρεσβείας της στην Ουάσιγκτον, κατέθεσε συγκεκριμένο αίτημα για την προμήθεια 50 ως 75 καταδιωκτικών αεροπλάνων της εταιρείας «Vultee».[3]
Ένα μήνα αργότερα η ελληνική πλευρά κατέθεσε πρόσθετο υπόμνημα όπου ζητούσε επιπρόσθετα άλλα 50 μονοθέσια καταδιωκτικά αεροπλάνα καναδικού σχεδιασμού («Columbia») που κατασκευάζονταν στις ΗΠΑ ή έστω την παράδοση σε αυτή μέρους ή του συνόλου των 60 καταδιωκτικών «Seversky» που είχε παραγγείλει η κυβέρνηση της Σουηδίας, αλλά εκκρεμούσε η παράδοσή τους.[4]
Η αμερικανική κυβέρνηση καθυστέρησε «ευγενικά» την οποιαδήποτε απάντηση στα ελληνικά αιτήματα.
Στις σχετικές συζητήσεις μεταξύ των Αμερικανών αξιωματούχων εκφράζονταν ισχυρές αμφιβολίες για το εάν η ελληνική κυβέρνηση επιθυμούσε πραγματικά να αντιταχθεί στις δυνάμεις του Άξονα και εάν ήταν σε θέση να αντιτάξει κάτι περισσότερο από μία συμβολική αντίσταση στην περίπτωση εισβολής.
Σε αυτές τις περιπτώσεις τυχόν παράδοση σύγχρονων αεροπλάνων στη χώρα θα μπορούσε τελικά να οδηγήσει στην ενίσχυση του οπλοστασίου του Άξονα.
Οι Ελληνες πιλότοι και μηχανικοί δεν κρίνονταν επαρκείς στην αξιοποίηση σύγχρονων αεροσκαφών και καθώς η Βρετανία πολεμούσε σκληρά στους αιθέρες –η «μάχη της Αγγλίας» μαινόταν εκείνες τις ημέρες– κρινόταν ότι η παράδοση των διαθέσιμων αεροπλάνων στους Βρετανούς θα ήταν πολύ πιο αποδοτική από την παράδοσή τους στους Έλληνες.
Αυτά τα επιχειρήματα θεωρούνταν πιο ισχυρά από την ανάγκη ενθάρρυνσης, ηθικής όσο και υλικής στήριξης, ενός μικρού ευρωπαϊκού κράτους που επρόκειτο να αντιμετωπίσει τον ακατανίκητο ως τότε Αξονα.
Την ίδια στιγμή πάντως αναγνωριζόταν ότι μία σημαντική κίνηση ενίσχυσης της ελληνικής άμυνας εκ μέρους των ΗΠΑ ίσως απέτρεπε τα διαφαινόμενα ιταλικά σχέδια για εισβολή στη χώρα αυτή.[5]
Κανείς δεν μπορεί να το ξέρει αυτό καθώς τέτοια κίνηση ποτέ δεν έγινε.
Η αμερικανική άρνηση για την πώληση στρατιωτικών αεροπλάνων στην Ελλάδα ανακοινώθηκε στον Πρέσβη Διαμαντόπουλο στις 26 Οκτωβρίου, δύο ημέρες πριν ξεκινήσει η ιταλική εισβολή.[6]
Θα μπορούσε να το εκλάβει κανείς ως πικρή ειρωνεία.
Με την έναρξη του πολέμου η ελληνική κυβέρνηση επανήλθε στα διαβήματα για στρατιωτική βοήθεια τόσο από τη Μεγάλη Βρετανία όσο και από τις ΗΠΑ.
Οι Αμερικανοί διαπίστωσαν μεν ότι οι συνθήκες είχαν δραματικά αλλάξει από την προηγούμενη άρνησή τους για στρατιωτική ενίσχυση της Ελλάδας.[7]
Στις 8 Νοεμβρίου ο ίδιος ο Μεταξάς, διαμέσου του Αμερικανού Πρέσβη στην Αθήνα (Mc Veagh), έκανε έκκληση στον μόλις επανεκλεγέντα Πρόεδρο Ρούσβελτ για στρατιωτική βοήθεια προς την Ελλάδα και, ειδικά, για την άμεση παράδοση 60 καταδιωκτικών αεροπλάνων.[8]
Παρά το δραματικό χαρακτήρα των ελληνικών εκκλήσεων, οι Αμερικανοί δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενθουσιασμό στο όλο ζήτημα.
Ξεκίνησαν διαβουλεύσεις με τους Βρετανούς για το ποιος εκ των δύο θα συνδράμει τη μαχόμενη Ελλάδα, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Οι Βρετανοί υπόσχονταν στους Αμερικανούς ότι θα στείλουν ό,τι μπορούν χωρίς να διευκρινίζουν τίποτε ειδικότερα.[9]
Οι τελευταίοι βρήκαν ευκαιρία να καυτηριάσουν στον Έλληνα πρεσβευτή τις «υπόγειες» ενέργειες που έκανε (μέσα από μεσάζοντες) η κυβέρνηση της Αθήνας για να προμηθευτεί αεροπλάνα από τις ΗΠΑ.
Τις επόμενες ημέρες το ζήτημα των πιστώσεων σε δολάρια που θα μπορούσε να πάρει η ελληνική κυβέρνηση, για να πληρώσει τα στρατιωτικά εφόδια που θα αγόραζε, αποτέλεσε το νέο κεφάλαιο της κωλυσιεργίας.
Οι Βρετανοί απαγόρευαν τη διάθεση των μικρών στρατιωτικών πιστώσεων (5.000.000 λίρες), που είχαν δώσει στην Ελλάδα, για αγορές μη βρετανικών ειδών.
Ο πρέσβης Διαμαντόπουλος υπενθύμισε την παροχή τέτοιου είδους πιστώσεων στη Φινλανδία τον προηγούμενο χρόνο για αγορά στρατιωτικού υλικού.
Η διαφορά ήταν ότι η Φινλανδία πολεμούσε τους Σοβιετικούς, όχι τον Άξονα!
Στα μέσα Νοεμβρίου οι Αμερικανοί κατέληξαν στη θέση ότι η ενίσχυση της μαχόμενης Ελλάδας ανήκε αποκλειστικά στην ευθύνη των Βρετανών και ότι εκείνοι θα έκριναν το τι είδους οπλισμός – ακόμα και αμερικανικής προέλευσης – θα δινόταν στο μικρό τους σύμμαχο.[10]
Στην ελληνική πλευρά η εξέλιξη αυτή δεν άρεσε καθόλου και η διπλωματική αποστολή της χώρας στην Ουάσιγκτον εξακολούθησε να διεκδικεί στρατιωτική βοήθεια σε κάθε κατεύθυνση.
Στην ίδια κατεύθυνση εκδηλωνόταν και ο πρέσβης ΜcVeagh που ζούσε την ατμόσφαιρα της Αθήνας και μπορούσε να εκτιμήσει καλύτερα τις συνθήκες του πολέμου.
Την όλη κατάσταση σκίαζε ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι οι ΗΠΑ είχαν μόλις ολοκληρώσει τις παραγγελίες αεροσκαφών που είχε παραγγείλει η ουδέτερη Τουρκία και εφαίνοντο πρόθυμοι να της πωλήσουν άλλα 50 καταδιωκτικά, ενώ την ίδια στιγμή έστελναν αεροσκάφη ακόμα και στην κυβέρνηση του Ιράν.[11]
Μόνο για την Ελλάδα δεν περίσσευε τίποτε!
Στις 22 Νοεμβρίου, μετά από σχετική έκφραση της επιθυμίας του ίδιου του προέδρου των ΗΠΑ, Ρούσβελτ, οι υπηρεσίες των ΗΠΑ φαίνεται πως, για πρώτη φορά, ανακάλυψαν ότι 30 καταδιωκτικά «P-40» θα μπορούσαν να πωληθούν στην Ελλάδα.
Η βρετανική αντίδραση ήταν άμεση:
Η βρετανική αποστολή στις ΗΠΑ δήλωσε κατηγορηματικά στον Έλληνα πρέσβη ότι τα εν λόγω αεροπλάνα δεν είναι δυνατό να μειώσουν τον αριθμό των προοριζόμενων για την Αγγλία αντίστοιχων και ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να προμηθευτεί μόνο αεροπλάνα που προορίζονταν για την αμερικανική αεροπορία.
Ο δυστυχής Διαμαντόπουλος μετέφερε τη βρετανική αυτή θέση στους Αμερικανούς, ζητώντας σχετική ρύθμιση.[12]
Ο Μεταξάς επανήλθε προσωπικά στο ζήτημα σε ικετευτικούς περίπου τόνους, οι Βρετανοί όμως και οι Αμερικανοί συνέχιζαν το παιχνίδι των καθυστερήσεων.[13]
Να σημειωθεί ότι είχε ήδη φτάσει ο Δεκέμβριος, η «μάχη της Αγγλίας» είχε προ πολλού λήξει και ότι, σε συνδυασμό με την έλευση του χειμώνα, ουδείς άμεσος κίνδυνος δεν απειλούσε τα βρετανικά νησιά.
Καθώς ο Δεκέμβριος προχωρούσε και οι δραματικές εκκλήσεις των Ελλήνων έδειχναν να οδηγούν σε κάποια άμβλυνση των αμερικανικών αντιρρήσεων για την πώληση αεροπλάνων, οι βρετανικές υπηρεσίες αποφάσισαν να επιστρατεύσουν παραπλανητικούς ελιγμούς για να αποτρέψουν μία τέτοια εξέλιξη.
Ξαφνικά, οι Βρετανοί πρότειναν την παράδοση στην ελληνική αεροπορία 30 αγγλικών καταδιωκτικών τύπoυ «Defiant» στη θέση των 30 αμερικανικών καταδιωκτικών «P-40» τα οποία θα παραδίδονταν στην RAF σε αντιστάθμισμα.[14]
Τα «Defiant» ήταν πεπαλαιωμένα αεροσκάφη αεροπλανοφόρων που ήδη αποσύρονταν από την ενεργό υπηρεσία.
Αμερικανοί και Βρετανοί διπλωμάτες έσπευσαν να «χαιρετίσουν» αυτή τη «γενναιόδωρη» ως προς τους Έλληνες εξέλιξη και έσπευσαν να προκαταλάβουν τη σχετική «συμφωνία» της ελληνικής κυβέρνησης στο σχέδιο.[15]
Στις 17 Δεκεμβρίου η ελληνική κυβέρνηση έβαλε κατηγορηματικά τέλος στα βρετανικά σχέδια με επείγουσα διακοίνωση της διπλωματικής της αποστολής στην Ουάσιγκτον.
Η ελληνική αεροπορία αρνιόταν κατηγορηματικά να παραλάβει αεροσκάφη «Defiant» και ζητούσε την άμεση παράδοση των 30 αμερικανικών καταδιωκτικών.[16]
Οι πιέσεις προς την ελληνική κυβέρνηση για να δεχθεί αυτόν το διακανονισμό συνεχίστηκαν για μερικές ακόμα ημέρες.
Αμερικανοί ιθύνοντες διαβεβαίωναν την ελληνική πλευρά ότι τα αεροπλάνα «P-40» ήταν ιδιαίτερα δύσκολα στο χειρισμό και στη συντήρησή τους και ότι θα ήταν περισσότερο βάρος παρά πλεονέκτημα για την ελληνική πλευρά.[17]
Στις 27 Δεκεμβρίου, δύο μήνες μετά την έναρξη του έλληνο-ιταλικού πολέμου, ο Μεταξάς έκανε νέα δραματική έκκληση προς την Ουάσιγκτον για την επιτέλους προμήθεια καταδιωκτικών αεροπλάνων.
Η έκκληση συνοδευόταν από μακρύ «τεχνικό» υπόμνημα όπου αναιρούνταν ένα προς ένα τα επιχειρήματα της αμερικανικής και βρετανικής πλευράς.
Αφού, για παράδειγμα, διαπιστωνόταν ότι οι Βρετανοί πιλότοι δε χρησιμοποιούν τα πεπαλαιωμένα «Defiant» για να αναχαιτίσουν τη γερμανική αεροπορία, με ποια λογική ζητούσαν από τους Ελληνες πιλότους να πολεμήσουν με τέτοιου είδους αεροπλάνα.
Τονιζόταν επίσης ότι η μαχόμενη Ελλάδα ήταν έτοιμη να ξοδέψει τα τελευταία της αποθέματα σε συνάλλαγμα για να πληρώσει «μετρητοίς» τα αεροπλάνα αυτά.[18]
Ολοκληρώνεται με το Β’ Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. FRUS: Foreign Relations of the United States, Δημοσιευμένα διπλωματικά έγγραφα των ΗΠΑ, 1940, v. III. Παρατηρήσεις από τον Αμερικανό πρέσβη στο Βελιγράδι (Lane) στο Department of State, 31 Οκτωβρίου 1940.
[2]. Στο ίδιο , MacVeagh (πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα) προς το State Department, 23 Νοεμβρίου 1940, σελ. 563.
[3]. Στο ίδιο, The Greek Minister (Diamantopoulos) to the Secretary of State, 17 Σεπτεμβρίου 1940, σελ. 575.
[4]. Στο ίδιο, Memorandum by the Greek Legation, 16 Οκτωβρίου 1940, σελ. 576.
[5]. Στο ίδιο, Memorandum by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray) to the Under Secretary of State (Welles), 23 Οκτωβρίου 1940, σελ. 577
[6]. Στο ίδιο, 26 Οκτωβρίου 1940, σελ. 577.
[7]. Στο ίδιο, Memorandum by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray) to the Chief of the Division of Controls (Green), 7 Νοεμβρίου 1940, σελ. 582.
[8]. Στο ίδιο, The Minister in Greece (McVeagh) to the Secretary of State, 8 Νοεμβρίου 1940, σελ. 583.
[9]. Είχαν ήδη απορρίψει την ενίσχυση της ελληνικής αεροπορίας με σύγχρονα καταδιωκτικά «Hurricane».
[10]. FRUS, 1940, v. III, The Acting Secretary of State (Welles) to the Minister in Greece (McVeagh), 16 Νοεμβρίου 1940, σελ. 589.
[11]. Στο ίδιο, Memorandum by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray) to the Assistant Secretary of State (Berle), 18 Νοεμβρίου 1940, σελ. 591.
[12]. Στο ίδιο, The Greek Minister (Diamantopoulos) to the Under Secretary of State (Welles) , 5 Δεκεμβρίου 1940, σελ. 594.
[13]. Στο ίδιο, The Minister in Greece (Mc Veagh) to the Secretary of State, 9 Δεκεμβρίου 1940, σελ. 596. Ο Μεταξάς πληροφόρησε μάλιστα τον Mc Veagh ότι η Τράπεζα της Ελλάδος ήταν πρόθυμη να διαθέσει το σύνολο των εναπομεινάντων αποθεμάτων της σε δολάρια για την άμεση πληρωμή των 60 καταδιωκτικών αεροπλάνων!
[14]. Στο ίδιο, Memorandum by the Chief of the Division of Controls (Green) to the Secretary of State, 16 Δεκεμβρίου 1940, σελ. 598. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι Βρετανοί δήλωσαν ψευδώς στους Αμερικανούς ότι η ελληνική αεροπορία ήδη χρησιμοποιούσε με επιτυχία αεροσκάφη τύπου «Defiant»!!!
[15]. Στο ίδιο, Memorandum of Conversation by the Under Secretary of State (Welles), 16 Δεκεμβρίου 1940, σελ. 599.
Στην αναφορά του ο Αμερικανός αξιωματούχος αναφέρθηκε σε τηλεφώνημα που έλαβε από τον Βρετανό επιτετραμμένο Butler, στο οποίο ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε ότι ο Μεταξάς δέχθηκε με ευχαρίστηση τη συμφωνία για την αντικατάσταση των «P-40» με αγγλικά «Defiant».
Η πληροφορία, γρήγορα αποδείχθηκε, ήταν ολότελα ψευδής….
[16]. Στο ίδιο, The Greek Legation to the Department of State, 17 Δεκεμβρίου 1940, σελ. 600.
[17]. Στο ίδιο, The Secretary of State to the Minister in Greece (McVeagh), 19 Δεκεμβρίου 1940, σελ. 601.
[18]. Στο ίδιο, The Minister in Greece (McVeagh) to the Secretary of State, 28 Δεκεμβρίου 1940, σελ. 602.
Την ίδια εποχή ο Μεταξάς προσπάθησε να κινητοποιήσει την ελληνική κοινότητα των ΗΠΑ για να στηρίξει τα αιτήματα για στρατιωτική βοήθεια. Η Ουάσιγκτον απαγόρευσε τη μετάδοση διαγγέλματος στα ελληνικά προς τους Ελληνες των ΗΠΑ με μάλλον άκομψο τρόπο.
Γιώργος Μαργαρίτης
Καθηγητής Ιστορίας στο ΑΠΘ
Πηγή: Ριζοσπάστης