Το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας – Μέρος 2ο
Α. Βασικές έννοιες του Δίκαιου της Θάλασσας και η περίπτωση της Ελλάδας
Συνέχεια από το 1ο Μέρος
Το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας αποτελεί το σύνολο των αρχών, των συμβατικών και των εθιμικών κανόνων που διέπουν τις σχέσεις των κρατών σχετικά με τις χρήσεις της θάλασσας, συμπεριλαμβανομένου του θαλάσσιου υπεδάφους, καθώς και την εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων.
Αναπτύσσεται στη βάση των γενικών αρχών του Διεθνούς Δικαίου, συγκεκριμένων συνθηκών (Σύμβαση της Γενεύης για την υφαλοκρηπίδα του 1958, Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 κλπ.), αλλά και της σχετικής νομολογίας, των αποφάσεων ή γνωμοδοτήσεων διεθνών δικαστηρίων και διαιτητικών οργάνων.
Η κωδικοποίηση του Δικαίου της Θάλασσας μέσω της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, που υπογράφηκε το 1982, αποτελεί το πιο μακροσκελές κείμενο στην ιστορία των κωδικοποιητικών διεθνών συνθηκών.
Αποτυπώνει δε χαρακτηριστικά τη συνθετότητα των ανταγωνισμών των αστικών κρατών γύρω από τα ζητήματα της εκμετάλλευσης των θαλασσών, αφού, ενώ η 1η Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας συνήλθε το 1958, η 3η Συνδιάσκεψη ήταν τελικά εκείνη που κατέληξε σε κοινή απόφαση και διήρκεσε από το Δεκέμβρη του 1973 έως τον Απρίλη του 1982.
Όμως, άφησε ανοιχτό το Μέρος XI της Σύμβασης που περιέχει τις ρυθμίσεις για την εκμετάλλευση του βυθού των θαλασσών πέρα από τα όρια της εθνικής κυριαρχίας, γιατί οι ρυθμίσεις, όπως προβλέπονταν αρχικά στη Σύμβαση, συναντούσαν την αντίδραση των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών.
Έτσι, μόλις το 1994 η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση ΔΘ) τέθηκε σε ισχύ, αφού προέβλεπε ότι, για να τεθεί σε ισχύ, έπρεπε να επικυρωθεί από 60 κράτη τουλάχιστον και αφού υιοθετήθηκε «η Συμφωνία της Νέας Υόρκης» ειδικά για το Μέρος XI, που προσαρτήθηκε στη Σύμβαση ΔΘ.
Σημειώνουμε ότι οι ΗΠΑ, ενώ υπέγραψαν τη Σύμβαση ΔΘ, δεν την έχουν επικυρώσει ακόμα και άρα δε θεωρούνται συμβαλλόμενο κράτος-μέλος.[1]
Επίσης η Τουρκία είναι από τα λίγα πλέον κράτη που δε συμμετέχουν στη Σύμβαση (167 κράτη και η ΕΕ μέχρι στιγμής την έχουν υπογράψει).
Γι’ αυτό και οι σχέσεις μεταξύ ενός κράτους συμβαλλόμενου στη Σύμβαση ΔΘ και ενός κράτους μη συμβαλλόμενου (Τουρκία) τυπικά διέπονται από τους γενικούς κανόνες του Δικαίου της Θάλασσας, από τυχόν πολυμερείς συμβάσεις που τα δεσμεύουν, καθώς και από τις μεταξύ τους διεθνείς πράξεις.
Σύμφωνα με τη Σύμβαση ΔΘ και με το Διεθνές Δίκαιο γενικά, οι θαλάσσιες και υποθαλάσσιες ζώνες διακρίνονται με βάση ένα «πραγματικό» (γεωγραφικό) και ένα νομικό κριτήριο.
Το «πραγματικό» κριτήριο αφορά την απόσταση μιας θαλάσσιας περιοχής από την ακτή και το νομικό είναι η αρμοδιότητα που απονέμει το Διεθνές Δίκαιο στα κράτη για τη δεδομένη περιοχή.
Αντίστοιχα, απαραίτητο στοιχείο για τον προσδιορισμό του εύρους των θαλάσσιων ζωνών είναι η οριοθέτηση της εσωτερικής γραμμής βάσης.
Εσωτερική γραμμή βάσης είναι η νοητή ή φυσική γραμμή που αποτελεί το σύνολο των σημείων κατά μήκος της ακτογραμμής από τα οποία θα μετρηθούν τα εξωτερικά όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης, τα όρια της εξωτερικής γραμμής βάσης.
Υπάρχουν τρεις μέθοδοι προσδιορισμού των γραμμών βάσης, που στηρίζονται στη μορφολογία των ακτών και ορίζονται ως κανονικές γραμμές βάσης.[2]
Επιπλέον, προβλέπεται και η περίπτωση χάραξης ευθείας γραμμής βάσης, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες. Χαράσσεται δηλαδή μια νοητή γραμμή η οποία ενώνει διάφορα σημεία της φυσικής ακτογραμμής. Ως ευθεία γραμμή νοείται η γραμμή της συντομότερης απόστασης μεταξύ των δύο σημείων.
Ανάμεσα στα κράτη που έχουν υιοθετήσει ευθείες γραμμές χάραξης είναι η Τουρκία, η Ιταλία και η Λιβύη.
Στην πράξη, τα κράτη που έχουν εφαρμόσει το σύστημα αυτό έχουν προχωρήσει σε μια ιδιαίτερα ελαστική εφαρμογή των κανόνων χάραξης, που στηρίζεται και στις ιδιαίτερα γενικές και ασαφείς διατυπώσεις του Δικαίου της Θάλασσας (π.χ. δεν προβλέπεται ανώτατο όριο μήκους των ευθειών γραμμών βάσης, ούτε προσδιορίζεται η μέγιστη επιτρεπτή απόσταση των νησιών που αποτελούν «συστάδα νήσων», τόσο από την ακτή όσο και μεταξύ τους).[3]
Η Ελλάδα δεν έχει υιοθετήσει ευθείες γραμμές βάσης, αλλά με βάση τον ΑΝ 230/1936 για τη μέτρηση του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης χρησιμοποιείται η κανονική γραμμή βάσης.
Εκτιμάται ότι μια τυπική εφαρμογή του συστήματος των ευθειών γραμμών στην Ελλάδα επαυξάνει την ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη κατά 5%, με ορισμένους μελετητές να ανεβάζουν την αύξηση αυτή ακόμα και στο 25%.
Στο Χάρτη 1 δίνονται με γραφική αναπαράσταση οι θαλάσσιες και υποθαλάσσιες ζώνες, ενώ, στη συνέχεια, στον πίνακα δίνονται κωδικοποιημένα τα βασικά τους χαρακτηριστικά.
Επισημαίνουμε εξαρχής ότι υπάρχει νομική διαφορά στους όρους κυριαρχία και κυριαρχικό δικαίωμα στο Διεθνές Δίκαιο.
Με τον όρο κυριαρχία αποτυπώνεται η «αποκλειστική δικαιοδοσία», που στο Διεθνές Δίκαιο σημαίνει ότι το κράτος έχει τον πλήρη έλεγχο των υποθέσεών του εντός των ορίων του δίχως να λογοδοτεί για τον τρόπο που ασκεί τον έλεγχο αυτό.
Ο όρος κυριαρχικό δικαίωμα δημιουργείται ως έννοια το 1953 από την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου για να γεφυρώσει τη βρετανική άποψη περί «κυριαρχίας» και την αμερικανική περί «δικαιοδοσίας και ελέγχου».
Τα κυριαρχικά δικαιώματα έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:
α) Είναι αποκλειστικά και, ακόμη και αν δεν ασκηθούν από το παράκτιο κράτος, δεν μπορούν να ασκηθούν από τρίτο χωρίς τη συναίνεσή του.
β) Υπάρχουν από τότε που υφίσταται η κυριαρχία στο παράκτιο έδαφος (άρα είναι παράγωγα της κυριαρχίας),
γ) Αφορούν την εξερεύνηση και εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, καθώς και μια σειρά συναφή δικαιώματα του παράκτιου κράτους, όπως το δικαίωμα των γεωτρήσεων και της τοποθέτησης τεχνητών νήσων, εγκαταστάσεων και άλλων κατασκευών στην υφαλοκρηπίδα.
Επομένως, σε ό,τι αφορά τις θαλάσσιες ζώνες, κυριαρχία του παράκτιου κράτους αναγνωρίζεται εντός των ορίων της αιγιαλίτιδας ζώνης του (εξ ου και ο όρος χωρικά ύδατα, όπως αλλιώς ονομάζονται).
Κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους αναγνωρίζονται εντός της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας του.
Τα κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας υπάρχουν άσχετα από το αν το κράτος τα ασκεί ή όχι, και δε χρειάζονται ανακήρυξη.
Αντίθετα, τα κυριαρχικά δικαιώματα επί της ΑΟΖ αρχίζουν να υφίστανται από τη στιγμή που αυτή θα κηρυχτεί.
Ο νομικός διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα συνεπάγεται ότι τα κυριαρχικά δικαιώματα που αναγνωρίζονται αποκλειστικά στο παράκτιο κράτος είναι για συγκεκριμένα ζητήματα και όχι για κάθε ζήτημα, όπως στο πλαίσιο της άσκησης της κυριαρχίας.
Σε κάθε περίπτωση επισημαίνουμε, ειδικά για τα κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας (αλλά και επί της ΑΟΖ από τη στιγμή που αυτή θα κηρυχτεί), ότι πρόκειται για δικαιώματα που αναγνωρίζονται σε κάθε παράκτιο κράτος και σχετίζονται άρρηκτα με τα δεδομένα σύνορά του.
Επομένως, ο συγκριμένος νομικός διαχωρισμός δεν επιτρέπει καμία υποβάθμιση της σημασίας των κυριαρχικών δικαιωμάτων κάθε κράτους.
Αιγιαλίτιδα Ζώνη
Αιγιαλίτιδα Ζώνη (ή χωρικά ύδατα) είναι η θαλάσσια ζώνη η οποία εκτείνεται πέρα από την ξηρά και από τα εσωτερικά ύδατα, επί της οποίας το παράκτιο κράτος έχει πλήρη κυριαρχία, όπως ακριβώς στο χερσαίο έδαφος.
Η αιγιαλίτιδα ζώνη περιλαμβάνει το βυθό, το υπέδαφος, καθώς και τον υπερκείμενο εναέριο χώρο. Το Διεθνές Δίκαιο καθορίζει ανώτατο όριο εύρους της στα 12 ν.μ.
Στη Μεσόγειο τα περισσότερα κράτη έχουν υιοθετήσει αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ. με εξαίρεση τη Συρία (που έχει θεσπίσει ζώνη 35 ν.μ.), την Ελλάδα (με αιγιαλίτιδα ζώνη 6 ν.μ. με βάση τον ΑΝ του 1936) και την Τουρκία (με 6 ν.μ. στο Αιγαίο και με 12 ν.μ. στη Μαύρη Θάλασσα, ήδη από το 1964).
Η κυριαρχία του παράκτιου κράτους στην αιγιαλίτιδα ζώνη του είναι πλήρης, με την έννοια ότι δεν περιορίζεται σε ορισμένα μόνο δικαιώματα, αλλά περιλαμβάνει το σύνολο των αρμοδιοτήτων (νομοθετική, δικαιοδοτική, εκτελεστική) για το σύνολο των δυνατών δράσεων.
Ωστόσο το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας περιορίζει την πλήρη αυτή κυριαρχία με το θεσμό της αβλαβούς διέλευσης των αλλοδαπών πλοίων.
Το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης συνίσταται στη διέλευση πλοίων τρίτων κρατών μέσα από τα χωρικά ύδατα παράκτιου κράτους χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του, προβλέποντας ορισμένη νομοθετική αρμοδιότητα του παράκτιου κράτους (όπως, π.χ., η χάραξη θαλάσσιων διαδρόμων).
«Διέλευση» σημαίνει συνεχής και ταχεία ναυσιπλοΐα μέσα από την αιγιαλίτιδα ζώνη με σκοπό το διάπλου αυτής χωρίς είσοδο στα εσωτερικά ύδατα ή προσορμισμό σε αγκυροβόλιο ή σε λιμενικές εγκαταστάσεις.
Ενώ «αβλαβής» ορίζεται όταν το αλλοδαπό πλοίο δεν επιχειρεί ενέργειες οι οποίες στρέφονται κατά της ειρήνης, της ασφάλειας και της δημόσιας τάξης του παράκτιου κράτους.
Στο παράκτιο κράτος αναγνωρίζεται ποινική και αστική δικαιοδοσία έναντι του πλοίου τρίτου κράτους που παραβιάζει το καθεστώς της αβλαβούς διέλευσης.
Στο άρθρο 19 της Σύμβασης ΔΘ απαριθμούνται οι δραστηριότητες εντός της αιγιαλίτιδας ζώνης που συνιστούν παραβίαση της «αβλαβούς» διέλευσης κι επιτρέπουν στο παράκτιο κράτος να λάβει μέτρα και να εκδιώξει το αλλοδαπό πλοίο από τα χωρικά του ύδατα.[4]
Αναστολή του δικαιώματος της αβλαβούς διέλευσης επιτρέπεται εφόσον είναι προσωρινή, εφαρμόζεται σε καθορισμένες περιοχές της αιγιαλίτιδας ζώνης, είναι απαραίτητη για την ασφάλεια του παράκτιου κράτους, αφορά όλα τα αλλοδαπά πλοία.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Η Ελλάδα αποτελεί μοναδική περίπτωση στο Διεθνές Δίκαιο, με την εξής έννοια:
Έχει δικαίωμα να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη στα 12 ν.μ., την έχει οριοθετήσει, μέχρι στιγμής, στα 6 ν.μ., και ταυτόχρονα έχει οριοθετήσει εναέριο χώρο στα 10 ν.μ. (ΠΔ6ης/18ης Σεπτέμβρη 1931, ΦΕΚ Α’ 325), με την αιτιολογία της δυνατότητας επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ., παρόλο που κατά κανόνα δε νοείται κυριαρχία επί του αέρος χωρίς αντίστοιχη κυριαρχία επί του εδάφους ή επί της θάλασσας.
Ορισμένα σημεία της ελληνικής επικράτειας απέχουν από αλλοδαπές ακτές απόσταση μικρότερη από 24 ναυτικά μίλια, και άρα δεν μπορούν να οριοθετηθούν οι αιγιαλίτιδες ζώνες των απέναντι ακτών στα 12 ναυτικά μίλια η καθεμία.
Τα σημεία αυτά είναι από τη μια μεριά το βορειοανατολικό στενό της Κέρκυρας σε σχέση με την Αλβανία και από την άλλη οι ανατολικές ακτές των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου σε σχέση με την Τουρκία.
Μέχρι στιγμής συμφωνία οριοθέτησης δεν υπάρχει ούτε με την Αλβανία, ούτε με την Τουρκία.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, προκειμένου να οριοθετηθούν τα θαλάσσια σύνορα, εφαρμόζεται ο κανόνας της μέσης γραμμής, κάθε σημείο της οποίας βρίσκεται σε ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσης από τα οποία μετράται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης των αντίστοιχων κρατών.
Ειδική ρύθμιση ισχύει για την αιγιαλίτιδα ζώνη ορισμένων από τις νήσους της Δωδεκανήσου, που η ακτή τους απέχει ελάχιστα από τις τουρκικές ακτές, και το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης μπορεί να είναι μικρότερο και από 6 ναυτικά μίλια.
Οι ρυθμίσεις αυτές είναι αποτέλεσμα διμερών και διεθνών συνθηκών που υπογράφηκαν πριν και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Συμφωνία 4ης Γενάρη 1932 μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας, Πρακτικό της 28ης Δεκέμβρη 1932 μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας, Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947).
Συνεχίζεται με το 3ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Στις ΗΠΑ συνεχίζεται η έντονη συζήτηση σχετικά με την επικύρωση της Σύμβασης. Οι ΗΠΑ, με το να μην έχουν επικυρώσει (ουσιαστικά προσχωρήσει) στη Σύμβαση ΔΘ, αντιμετωπίζουν τυπικά προβλήματα (ζητήματα νομιμοποίησης) ως προς το δικαίωμα πρόσβασης, για παράδειγμα, στην Αρκτική. Η Γεωλογική Υπηρεσία των ΗΠΑ έχει υπολογίσει ότι ο Αρκτικός Ωκεανός έχει το 22% των παγκόσμιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, της τάξης των 412 δισεκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου.
[2]. Οι τρεις μέθοδοι χάραξης των κανονικών γραμμών βάσης είναι:
α) Η μέθοδος του ημικυκλίου, αμερικανικής επινόησης, σύμφωνα με την οποία για τη χάραξη της γραμμής που ορίζει το εξωτερικό όριο της αιγιαλίτιδας ζώνης λαμβάνονται υπόψη όλα τα σημεία τα οποία απέχουν από την ακτή απόσταση ίση με το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης (π.χ. 6 μίλια).
Για να εντοπιστούν τα σημεία αυτά, χαράσσονται με βάση τα διάφορα σημεία της ακτογραμμής συνεχόμενα ημικύκλια, με ακτίνα το εύρος της χωρικής θάλασσας. Οι κορυφές των ημικυκλίων ενώνονται με μία νοητή γραμμή, η οποία αποτελεί το εξωτερικό όριο.
β) Η παράλληλη χάραξη, δηλαδή η χάραξη μιας γραμμής παράλληλης προς τις ακτές σε έκταση ανάλογη με το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Η μέθοδος αυτή είναι η απλούστερη, αλλά μπορεί να εφαρμοστεί μόνο όταν η ακτή είναι ευθύγραμμη.
γ) Η πολυγωνική μέθοδος, με την οποία χαράσσονται ευθείες γραμμές παράλληλες προς τις γραμμές βάσης που ενώνουν ακρωτήρια. Η μέθοδος αυτή δέχεται κριτική λόγω πιθανότητας μεγάλης αυθαιρεσίας, καθώς είναι δυνατό να περιέλθουν στο παράκτιο κράτος μεγάλες περιοχές της ανοιχτής θάλασσας.
[3]. Είναι χαρακτηριστική ως προς αυτό η περίπτωση της Λιβύης. Η Λιβύη το 1973 χάραξε ευθείες γραμμές βάσης στον Κόλπο της Σύρτης από τη Μισράτα έως τη Βεγγάζη. Δεν αναγνωρίστηκαν από ΗΠΑ, Ελλάδα, Γαλλία, Ισπανία και ΕΕ.
Το 2005 προσδιόρισε το σύνολο των θαλάσσιων ζωνών της με βάση ευθείες γραμμές βάσης σε όλη την ακτογραμμή της. Ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, οριοθέτησε αποκλειστικές αλιευτικές ζώνες (βλ. παρακάτω) εύρους 62 ναυτικών μιλίων, παραβιάζοντας τη μέση γραμμή νοτίως της Γαύδου.
[4]. Ως τέτοιες περιπτώσεις αναφέρονται:
α) Η απειλή ή χρήση βίας κατά της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας του παράκτιου κράτους,
β) η διεξαγωγή πολεμικών ασκήσεων,
γ) πράξεις που αποσκοπούν στη συλλογή πληροφοριών προς βλάβη της άμυνας ή της ασφάλειας του παράκτιου κράτους,
δ) οποιαδήποτε αντίστοιχη προπαγανδιστική ενέργεια,
ε) η απονήωση, προσνήωση ή φόρτωση σε πλοίο αεροσκαφών (πολιτικών ή στρατιωτικών),
στ) η εκτόξευση, εκφόρτωση ή φόρτωση οποιοσδήποτε στρατιωτικής συσκευής,
ζ) η φόρτωση ή εκφόρτωση οποιουδήποτε εμπορεύματος, χρημάτων ή προσώπων, κατά παράβαση των τελωνειακών, δημοσιονομικών, μεταναστευτικών ή υγειονομικών νόμων και κανόνων του παράκτιου κράτους,
η) οποιαδήποτε εκ προθέσεως σοβαρή ρύπανση, αλιευτική δραστηριότητα, διεξαγωγή έρευνας ή υδρογραφικών εργασιών, οποιαδήποτε πράξη που αποσκοπεί στην παρεμβολή σε σύστημα επικοινωνίας ή εγκαταστάσεις του παράκτιου κράτους, οποιαδήποτε δραστηριότητα δεν έχει άμεση σχέση με τη διέλευση.
Στη θεωρία γίνεται ολόκληρη συζήτηση για το αν η απαρίθμηση αυτή είναι ενδεικτική ή εξαντλητική. Παρόλ’ αυτά, χωρίς να αναφέρεται ρητά στη Σύμβαση ΔΘ, γίνεται δεκτό ότι δεν τίθεται ζήτημα αποκλεισμού ούτε των πολεμικών πλοίων από το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης.
Ειδικοί κανόνες προβλέπονται για υποβρύχια και άλλα καταδυόμενα σκάφη, καθώς και για πυρηνοκίνητα πλοία ή πλοία που μεταφέρουν ραδιενεργές ή άλλες εγγενώς επικίνδυνες ή επιβλαβείς ουσίες.
Μαρίνα Λαβράνου,
μέλος του Τμήματος Δικαιοσύνης και Λαϊκών Ελευθεριών της ΚΕ του ΚΚΕ
Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 4-5 του 2020 της ΚΟΜΕΠ
Πηγή: Alt.gr