Βέλγιο 1944: Η αντικατοχική κομμουνιστική αντίσταση και τα «Νοεμβριανά»
Τον Νοέμβρη του 1944, η κυβέρνηση του Βελγίου προσπάθησε να αποκαταστήσει την καπιταλιστική εξουσία, αφοπλίζοντας τους κομμουνιστές παρτιζάνους και τσακίζοντας το εργατικό – λαϊκό κίνημα.
Τα Νοεμβριανά του Βελγίου παρουσιάζουν ιδιαίτερες ομοιότητες με τον Δεκέμβρη του 1944 στην Ελλάδα, όπως και η ιστορία των Βέλγων παρτιζάνων με την ΕΑΜική Αντίσταση, καθώς και η στάση του βελγικού αστικού πολιτικού κόσμου με τον ελληνικό.
Η κατοχή του Βελγίου και η στάση του αστικού πολιτικού κόσμου
Στις 28 Μάη 1940, ο βασιλιάς Λεοπόλδος παρέδωσε το Βέλγιο στον γερμανικό στρατό.
Η βελγική κυβέρνηση κατέφυγε στο Παρίσι,[1] αφού συγκρότησε Επιτροπή Γενικών Γραμματέων Υπουργείων και επιτροπή οικονομολόγων υπό τον Γκάλοπιν[2] (μέχρι τότε διοικητή της Societe Generale),[3] με σκοπό τη συνέχιση της αστικής διοίκησης.
Ο ηγέτης του σοσιαλδημοκρατικού Βελγικού Εργατικού Κόμματος De Man τέθηκε στην υπηρεσία των αρχών Κατοχής και διέλυσε το κόμμα του.[4]
Γενικότερα τα αστικά κόμματα δεν συγκρότησαν αντιστασιακές οργανώσεις, ενώ η αστική οργάνωση «Μυστικός Στρατός» στρατολογούσε αποκλειστικά στρατιωτικούς και δεν σκόπευε να συγκρουστεί με τους κατακτητές, αλλά να διαφυλάξει την τάξη, στην περίπτωση της στρατιωτικής κατάρρευσής τους.
Παράλληλα, σοσιαλδημοκράτες και καθολικοί συνδικαλιστές σε συνεργασία με τον βασιλιά και εθνικιστικές δυνάμεις δημιούργησαν την «Ένωση Χειρωνακτών – Πνευματικών Εργατών», που αναγνώρισαν οι αρχές Κατοχής.[5]
Την ίδια περίοδο, το Βαλονικό Κόμμα Ρεξ και οι Φλαμανδοί εθνικιστές στρατολογούσαν εθελοντές για τα SS (40.000 υπολογίζονται).[6]
Η στάση των κομμουνιστών και η όξυνση της ταξικής πάλης
Στην αντίπερα όχθη, τον Μάρτη του 1941, το Κομμουνιστικό Κόμμα Βελγίου (ΚΚΒ) συγκρότησε το «Μέτωπο Ανεξαρτησίας» και στη συνέχεια τους «Ένοπλους Παρτιζάνους».[7]
Επίσης, ανασυγκρότησε το συνδικαλιστικό κίνημα ιδρύοντας την «Επιτροπή Αγωνιζόμενων Συνδικάτων», που κατέκτησε σημαντικές δυνάμεις, σε περίοδο όξυνσης της ταξικής πάλης, ενώ κατήγγειλε και τις διώξεις των Εβραίων.[8]
Διόλου τυχαία, λοιπόν, η «Επιτροπή Άμυνας Εβραίων» εντάχθηκε στο «Μέτωπο Ανεξαρτησίας».[9]
Το καλοκαίρι του 1943 είχε κλιμακωθεί και η πολιτική επιρροή του «Μετώπου Ανεξαρτησίας», ενώ οι «Ένοπλοι Παρτιζάνοι» ανέρχονταν σε δεκάδες χιλιάδες και στο πλευρό τους πολεμούσαν πλέον και Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου που είχαν δραπετεύσει από στρατόπεδα συγκέντρωσης.[10]
Αυτό κλιμάκωσε τους φόβους της αστικής τάξης και της εξόριστης αστικής κυβέρνησης.
Σύμφωνα με τον Georges de Lovinfosse, έναν πράκτορα που κρατούσε σε επαφή την εξόριστη στο Λονδίνο κυβέρνηση και το κατοχικό Βέλγιο:
«Υπήρχε πραγματικό ρίσκο η ένοπλη αντίσταση, την οποία θέλαμε να ελέγχουμε, να διαφύγει από τον έλεγχό μας […] ένας εξαπλωμένος ξεσηκωμός θα μπορούσε να προκαλέσει στο Βέλγιο λουτρό αίματος […]. Η αποστολή μου ήταν να κρατώ συνεχώς την εξέγερση υπό έλεγχο[…]
Το κρίσιμο πρόβλημα ήταν: Ποιος θα αναλάμβανε στην πολιτική και στρατιωτική εξουσία την περίοδο μεταξύ της απελευθέρωσης και της επιστροφής των βελγικών αρχών;».[11]
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η διαφαινόμενη ήττα του Άξονα ανάγκασε την εξόριστη κυβέρνηση να αναγνωρίσει το «Μέτωπο Ανεξαρτησίας» και να προσπαθήσει να το προσεταιριστεί.
Ως αποτέλεσμα στο πρόγραμμα του «Μετώπου Ανεξαρτησίας» εντάχθηκε ο σεβασμός στις συνταγματικές ελευθερίες (επομένως και στο δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας), γεγονός που έγινε αποδεκτό και από το ΚΚΒ.[12]
Ταυτόχρονα, για να αναχαιτιστεί η κομμουνιστική επιρροή, εργοδότες και συνδικαλιστικές οργανώσεις που ελέγχονταν από τα αστικά κόμματα υπέγραψαν Κοινωνικό Σύμφωνο για τις μεταπολεμικές μεταρρυθμίσεις (Απρίλης 1944).[13]
Επίσης, η αστική τάξη προχώρησε σε ανοικοδόμηση των διεθνών συμμαχιών της.
Στις 5 Σεπτέμβρη, η εξόριστη κυβέρνηση συνυπέγραψε με τις αντίστοιχες του Λουξεμβούργου και της Ολλανδίας τη συγκρότηση της Μπενελούξ, μιας αστικής διακρατικής συμμαχίας, που θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ακόμα όπλο στη μεταπολεμική αποκατάσταση της καπιταλιστικής εξουσίας.
Την ίδια περίοδο, εντάθηκε η καταστολή των κατακτητών, η οποία και επικεντρωνόταν πρωταρχικά στους κομμουνιστές.
Μέχρι την απελευθέρωση το 1/4 των μελών του ΚΚΒ είχε βασανιστεί ή εκτελεστεί και το 1/3 είχε φυλακιστεί ή εξοριστεί.[14]
Βέλγιο 1944: Η αντικατοχική κομμουνιστική αντίσταση και τα «Νοεμβριανά»
Στις 25 Σεπτέμβρη, σχηματίστηκε αστική κυβέρνηση εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή των κομμουνιστών.[15]
Ωστόσο, οι συνθήκες διαβίωσης των εργατικών – λαϊκών μαζών παρέμειναν άθλιες.
Όταν νέες απεργίες ξέσπασαν στη Βαλονία, η αστική κυβέρνηση ενίσχυσε τις δυνάμεις καταστολής και διέδωσε φήμες για επικείμενο κομμουνιστικό πραξικόπημα.[16]
Στις 13 Νοέμβρη το υπουργείο Άμυνας αποφάσισε τον αφοπλισμό των κομμουνιστών παρτιζάνων.[17]
Στις 16 Νοέμβρη οι κομμουνιστές υπουργοί παραιτήθηκαν και στις 25 Νοέμβρη το συλλαλητήριο που διοργάνωσε το ΚΚΒ και το «Μέτωπο Ανεξαρτησίας» ενάντια στον αφοπλισμό δέχτηκε την ένοπλη επίθεση της Χωροφυλακής, με αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό δεκάδων ανθρώπων.[18]
Στη συνέχεια, εκατοντάδες στελέχη των παρτιζάνων και του ΚΚΒ οδηγήθηκαν στις φυλακές.
Ωστόσο, η ξαφνική αντεπίθεση των Γερμανών στις Αρδένες ανάγκασε την κυβέρνηση να προχωρήσει σε απελευθέρωση των κομμουνιστών και επανεξοπλισμό των παρτιζάνων.
Οι κομμουνιστές παρτιζάνοι, που μέχρι την προηγούμενη μέρα περιγράφονταν ως εχθροί της δημοκρατίας, βρέθηκαν και πάλι στην πρώτη γραμμή, ενώ το ΚΚΒ επέστρεψε στην κυβέρνηση συνεργασίας καθολικών – σοσιαλδημοκρατών – φιλελευθέρων τον Φλεβάρη του 1945.[19]
Τον Ιούλη του 1945 τελείωσε τυπικά η κατοχή του Βελγίου από τους συμμάχους.[20]
Τον επόμενο μήνα, οι καθολικοί αποχώρησαν από την κυβέρνηση και σχηματίστηκε κυβέρνηση συνεργασίας σοσιαλδημοκρατών, φιλελεύθερων και κομμουνιστών (Αύγουστος 1945).[21]
Το ίδιο διάστημα κλιμακώθηκε και η απήχηση του ΚΚΒ, του οποίου τα μέλη από 12.000 τον Σεπτέμβρη του 1944, ανήλθαν σε 103.000 τον Αύγουστο του 1945.
Οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις εθνικής ενότητας
Κάπου εδώ σταματάνε και οι ιστορικές αναλογίες με την Ελλάδα. Σε αυτή την εξέλιξη βάρυνε ο διαφορετικός συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων στις δύο χώρες.
Στην Ελλάδα, στη διάρκεια της Κατοχής η πλάστιγγα έγειρε αποφασιστικά στην πλευρά της εργατικής τάξης και των συμμάχων της και αυτό εκφράστηκε στην τεράστια δύναμη των ΕΑΜικών οργανώσεων και ειδικότερα των ένοπλων σωμάτων του ΕΛΑΣ που καθοδηγούνταν από τους κομμουνιστές.
Αντίθετα, στο Βέλγιο τα αστικά κόμματα διατηρούσαν σημαντικές δυνάμεις και η ανασυγκροτημένη σοσιαλδημοκρατία πρωτοστατούσε στην προσπάθεια προσεταιρισμού του αντιστασιακού κινήματος και αφομοίωσής του στο πλαίσιο του αστικού πολιτικού συστήματος.
Το ΚΚΒ, ακολουθώντας τη γενική πολιτική γραμμή του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, δεν αντιμετώπισε αποτελεσματικά αυτόν τον κίνδυνο.
Θεώρησε εφικτό τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης συνεργασίας με τους σοσιαλδημοκράτες, που θα άνοιγε το δρόμο προς το σοσιαλισμό, σταθεροποιώντας τη δημοκρατία, προχωρώντας σε φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις και τιμωρώντας τους δωσίλογους.
Όμως, στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές (Φλεβάρης 1946), οι σοσιαλδημοκράτες και το ΚΚΒ δεν κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν την πλειοψηφία των εδρών[22] και συνέχισαν να συνεργάζονται με τους φιλελεύθερους.
Το γεγονός αυτό αποτέλεσε το πρόσχημα για να μην εφαρμοστούν ούτε οι μεταρρυθμίσεις που το ΚΚΒ θεωρούσε ως «μεταβατικές» προς το σοσιαλισμό.
Βέβαια, οι κυβερνήσεις της περιόδου 1945-47, στις οποίες συμμετείχαν οι κομμουνιστές, εκπόνησαν μεταρρυθμίσεις, όπως η εισαγωγή της Κοινωνικής Ασφάλισης και ο ορισμός ανώτερων τιμών σε προϊόντα, με σκοπό να εξασφαλιστεί η εργασιακή ειρήνη και να εμποδιστεί η κλιμάκωση της κομμουνιστικής επιρροής.
Οι κομμουνιστές τις υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Το ίδιο έκαναν και οι καπιταλιστές, ισοσταθμίζοντας τις όποιες απώλειές τους όχι μόνο με την άνοδο της παραγωγικότητας, αλλά και με άλλους τρόπους, όπως χρησιμοποιώντας τους Γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου ως απλήρωτους εργάτες ορυχείων.[23]
Τα στρατοδικεία προχώρησαν στην εξέταση δεκάδων χιλιάδων κατηγορούμενων ως δωσίλογων, αλλά μόλις 242 εκτελέστηκαν, ενώ η πλειοψηφία τους καταδικάστηκε σε φυλάκιση 7 χρόνων, αλλά απελευθερώθηκαν αφού έκτισαν το 1/3 της ποινής.
Μάλιστα, στον τομέα της οικονομικής συνεργασίας, τα βελγικά μονοπώλια απαλλάχτηκαν, αφού θεωρήθηκε ότι ο σκοπός της συνεργασίας τους με τους κατακτητές δεν ήταν το οικονομικό όφελος!
Αντίθετα, τιμωρήθηκαν οι ιδιοκτήτες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.[24]
Σε αναλογία με την Ελλάδα, ούτε το ζήτημα του βασιλιά λύθηκε.
Μάλιστα, όταν τον Αύγουστο του 1950 ο Λεοπόλδος Γ’ επιχείρησε να παραιτηθεί προς όφελος του γιου του, οι αντιδράσεις του ΚΚΒ αντιμετωπίστηκαν με τη δολοφονία του Γενικού Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του, Ζυλιέν Λαχό.[25]
Τελικά, το ΚΚΒ απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση το 1947 (όπως έγινε με τα Κομμουνιστικά Κόμματα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες), αφού είχε συμβάλει στη μεταπολεμική σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας.
Η πολιτική του διαδρομή τη δεκαετία του 1940, παρά τους αδιαμφισβήτητους αγώνες του και τις τεράστιες θυσίες του, αποτελεί μία ακόμα απόδειξη για το ανέφικτο της μεταρρύθμισης του καπιταλισμού.
Σημειώσεις:
[1]. Μετά την κατάρρευση της Γαλλίας, η κυβέρνηση μεταφέρθηκε στο Λονδίνο (Οκτώβρης 1940).
[2]. Λη Σαράφη: «Τα “Δεκεμβριανά” του Βελγίου: Η Αντίσταση, η πολιτική κρίση και οι Σύμμαχοι το φθινόπωρο του 1944» στο Προκόπης Παπαστράτης – Μιχάλης Λυμπεράτος – Λη Σαράφη (επιμ.), «Από την απελευθέρωση στα Δεκεμβριανά (Πρακτικά Συνεδρίου)», εκδ. «Σύγχρονη Ιστορία», σελ. 214-216.
[3]. Martin Conway: «The Sorrows of Belgium», Oxford University Press, Oxford & New York 2012, σελ. 34.
[4]. Χέρβιγκ Λερούζ: «Η συμβολή της Οκτωβριανής Επανάστασης στο εργατικό κίνημα, ιδιαίτερα του Βελγίου», «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τεύχ. 4/2010.
[5]. Rik Hemmerijckx: «The Belgian Communist Party and the Trade Unions, 1940-60», στο Michael Waller – Stephane Courtois – Marc Lazar, «Comrades and Brothers. Communism and Trade Unions in Europe», Frank Cass Editions, London & Portland, 1991, σελ. 126.
[6]. Ο.π., pp. 18-20 και Chris Bishop, «Hitler’s Foreign Divisions», Amber Books, London, 2005, σελ. 32-36.
[7]. Λη Σαράφη, ό.π., σελ. 216-217.
[8]. Suzanne Vromen: «Unique Aspects of Jewish Armed Resistance and Rescue in Belgium» στο Patrick Henry (ed.), «Jewish Resistance against the Nazis», The Catholic University of America Press, Washington, 2014, σελ. 134-135.
[9]. Λη Σαράφη, ό.π., σελ. 217.
[10]. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, ό.π., σελ. 447-448.
[11]. Χέρβιγκ Λερούζ, ό.π.
[12]. Στο ίδιο.
[13]. Martin Conway, pp. 36-37, σελ. 24-26.
[14]. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, ό.π., σελ. 521.
[15]. Λη Σαράφη, ό.π., σελ. 218.
[16]. Λη Σαράφη, ό.π., σελ. 218-221.
[17]. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, ό.π., σελ. 522.
[18]. Λη Σαράφη, ό.π., σελ. 222-223
[19]. Andre Mommen: «The Belgian Economy in the Twentieth Century», Routledge Editions, London & New York, 1994, σελ. 76.
[20]. Jan Vansina: «Through the day. Through the night», The University of Wisconcin Press, Wisconcin, 2014, σελ. 197.
[21]. Els Witte – Jan Craeybeckx – Alain Meynen: «Political History of Belgium», Academic and Scientific Publishers, Brussels, 2009, σελ. 229.
[22]. Lieven de Wynter – Marc Swyngedouw – Patrick Dumont: «Party System(s) and Electoral Behaviour in Belgium: From Stability to Balcanisation» στο Marleen Brans – Lieven de Wynter – Wilfried Swenden, «The Politics of Belgium», Routledge Editions, Oxon & New York, 2009, σελ.73.
[23]. Els Witte – Jan Craeybeckx – Alain Meynen, ό.π., σελ. 230-232.
[24]. Στο ίδιο, σελ. 234-237.
[25]. Rene Haquin – Pierre Stephany, «Les Grands Dossiers Criminels en Belgique», vol. 1, Racine Editions, Bruxelles 2005, σελ. 79-81.
Πηγή: Ριζοσπάστης