Φρανσουά Μπαμπέφ – Ο «Προμηθέας» του προλεταριάτου – Επίλογος
Η δίκη και η καρατόμηση
Συνέχεια από το 2ο Μέρος
Η δίκη των 47 κρατουμένων (εκ των οποίων οι 5 δικάζονταν ερήμην) που παραπέμφθηκαν τελικά στο Ανώτατο Δικαστήριο της Βαντόμ ξεκίνησε στις 20 Φεβρουαρίου 1797,
με ένα κατηγορητήριο στηριγμένο κυρίως στις αναφορές του χαφιέ Γκρισέλ και σε περίπου 500 έγγραφα που είχαν κατασχεθεί από το κρησφύγετο του Μπαμπέφ.
Το ακροατήριο απαρτιζόταν κατά κανόνα από ομοϊδεάτες των κατηγορουμένων, αν και ανάμεσά τους βρίσκονταν αρκετοί χαφιέδες της αστυνομίας.
Από τους ηγέτες της συνομωσίας, οι Ζερμαίν, Ντ’ Αντονέλ, Μπουοναρόττι και Μπαμπέφ χρησιμοποίησαν το εδώλιο για να προβάλουν τις ιδεολογικές τους θέσεις,
ενώ ο Νταρτέ, μη αναγνωρίζοντας την εξουσία των δικαστών, έμεινε σιωπηλός σε όλη την διάρκεια της δίκης με εξαίρεση ένα μανιφέστο που διάβασε την πρώτη ημέρα και κατέληξε με τα εξής λόγια:
«Ριγμένος από πολύ νέος στην Επανάσταση, υποστήριξα όλες της τις ανάγκες, επωμίσθηκα όλους της τους κινδύνους και ποτέ δεν τσάκισα.
Δεν είχα άλλη απόλαυση από την ελπίδα ότι κάποτε θα δω επιτέλους την ημέρα που θα θεμελιωθεί η αρραγής βασιλεία της ισότητας και της ελευθερίας.
Απαρνήθηκα εντελώς τον εαυτό μου, αφοσιωμένος αποκλειστικά και μόνο σε αυτό το έργο υπέρ της ανθρωπότητας. Προσωπικά ενδιαφέροντα, οικογενειακές σχέσεις, όλα τα ξέχασα και τα απαρνήθηκα.
Η καρδιά μου κτυπούσε μόνον για τους συναγωνιστές μου και για τον θρίαμβο της κοινωνικής δικαιοσύνης».
Στην διάρκεια της τρίμηνης δίκης, κατά την οποία ακόμα και οι αστυνομικοί μάρτυρες κατηγορίας απέφευγαν να καθίσουν δίπλα στον χαφιέ Γκρισέλ
και συχνά οι κατηγορούμενοι με ένα τμήμα του ακροατηρίου τραγουδούσαν «Τρέμετε τύρανοι κι εσείς προδότες» της «Μασσαλιώτιδας»,
ο Μπαμπέφ κατόρθωσε να προπαγανδίσει – μέσω των εφημερίδων που κάλυπταν την διαδικασία – τις δικές του απόψεις για την κοινωνική δικαιοσύνη και την ανάγκη άμεσης ανατροπής με μία δεύτερη επαναστατική προσπάθεια,
η οποία θα ερχόταν όχι μόνο να ολοκληρώσει το έργο των «ροβεσπιεριστών», αλλά και να το υπερβεί προς την κατεύθυνση μιας κομμουνιστικού τύπου κοινωνίας:
«Η Δημοκρατία δεν είναι μια κενή νοήματος λέξη, οι λέξεις Ελευθερία και Ισότητα, που τόσο μάγεψαν τα αυτιά μας κατά τις πρώτες ημέρες της Επανάστασης γιατί πιστέψαμε ότι ίσως σηματοδοτούν κάτι καλό για τον λαό, τώρα δεν σημαίνουν για κάποιους τίποτε απολύτως, και αυτό επειδή τις έχουν εκλάβει ως στερημένες από κάθε νόημα ή απλές διακοσμήσεις για κακές προθέσεις.
Πρέπει να μάθουν όμως ότι αυτές μπορούν να σηματοδοτήσουν ένα απτό καλό και μάλιστα πολύτιμο για την πλειοψηφία των ανθρώπων.
Είπα και ξαναείπα στον λαό ότι η Επανάσταση δεν επιτρέπεται ν’ αποδειχθεί μια ατελέσφορη πράξη, δεν χύθηκε τόσο πολύ αίμα για να καταντήσουν τελικά κάποιοι πολύ χειρότεροι από αυτό που ήσαν πριν…
Σκοπός της Επανάστασης είναι υποχρεωτικά η ευημερία των πολλών… εάν έχει ολοκληρωθεί όπως εσείς ισχυρίζεστε, τότε δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα μεγάλο και άσκοπο έγκλημα».
Σε όλη την διάρκεια της δίκης, ο Μπαμπέφ τήρησε υπερήφανη και άκαμπτη στάση, δηλώνοντας στην απολογία του:
«Ενώθηκα με όλους τους δημοκράτες της χώρας, συνεπώς δεν είμαι υποχρεωμένος να κατονομάσω κανέναν ως συνεργό μου»,
Ο Γράκχος Μπαμπέφ, (επειδή οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις του έμοιαζαν μ’ εκείνες του Ρωμαίου πολιτικού, του 2ου π.Χ. αιώνα, Γράκχου), συνέχισε στην απολογία του:
«Επιπλέον όλα τα μέσα είναι νόμιμα ενάντια στους τυράννους, συνεπώς δεν είμαι υποχρεωμένος να δώσω λεπτομέρειες για τα μέσα που χρησιμοποίησα. Μόνο όταν μου κόψουν τα χέρια, μόνο όταν οι δήμιοι σας μου ξεριζώσουν την γλώσσα, μόνο τότε θα πάψω να γράφω και να υπερασπίζομαι τους καταπιεσμένους πολίτες».
Λίγο πριν ολοκληρωθεί η δίκη, δήλωσε στο δικαστήριο:
«Η Αρετή δεν πεθαίνει ποτέ. Ας ξοδεύονται αιώνια οι τύραννοι σε διαρκή δίωξή της. Δεν καταστρέφουν παρά ανθρώπινα σώματα, οι ψυχές των ενάρετων ανθρώπων απλώς αλλάζουν το περίβλημά τους.
Όταν καταστρέφεται ένα, τότε ενσαρκώνονται σε άλλο και μετά σε άλλο, μπαίνουν σε ανθρώπους που από μέσα τους εμπνέουν γενναιόφρονα κινήματα και δεν επιτρέπουν ποτέ στα εγκλήματα των τυράννων να μένουν ακαταδίωκτα.
Αυτά πιστεύοντας, και επίσης βλέποντας όλα τα καθημερινά εφευρήματα των καταπιεστών μου για να εξασφαλίσουν την βεβαιότητα της εξόντωσής μου, τους αφήνω να κάνουν ό,τι επιθυμούν.
Αρνούμαι να συζητήσω ανούσιες λεπτομέρειες για να υπερασπίσω τον εαυτό μου. Ας με κτυπήσουν όπως νομίζουν, αφού ούτως ή άλλως δεν πρόκειται να πετύχουν απολύτως τίποτε. Εγώ θα κοιμηθώ απλώς εν ειρήνη, αγκαλισμένος αιώνια από την Αρετή».
Φρανσουά Μπαμπέφ – Ο «Προμηθέας» του προλεταριάτου – Επίλογος
Στις 26 Μαϊου 1797, οι Μπαμπέφ και Νταρτέ καταδικάστηκαν σε θάνατο στην γκιλοτίνα ως ένοχοι συνωμοσίας,
οι Μπουοναρόττι, Ζερμαίν, Μορουά, Jean Baptiste Cazin, Louis Jacques Blondeau, Claude Menessier και Mathurin Bouin σε εξορία στις γαλλικές αποικίες ως ένοχοι προτροπής του λαού σε στάση και οι υπόλοιποι 38 αθωώθηκαν.
Στο άκουσμα της καταδικαστικής απόφασης, οι δύο επαναστάτες αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν καρφώνοντας ταυτόχρονα ο ένας τον άλλον με αυτοσχέδια στιλέτα, που είχαν ακονίσει στην πέτρα του κελλιού τους όσο ήταν στη φυλακή.
Ο Π. Κανελλόπουλος γράφει σχετικά:
«Ήταν μία από τις τραγικότερες σκηνές στα χρονικά των δικών. Όμως έσπευσαν οι δικαστικοί κλητήρες και τους εμπόδισαν να φθάσουν στο ποθητό τέρμα με το ίδιο τους το χέρι. Έφθασαν, την άλλη ημέρα, με το χέρι του δημίου. Ανέβηκαν στο ικρίωμα της λαιμητόμου, αφού σύρθηκαν ως εκεί αιμόφυρτοι…».[1]
Ο Νταρτέ έχασε πολύ αίμα ενώ ο Μπαμπέφ πέρασε μια αγωνιώδη νύχτα μέσα σε αιμορραγίες και λιποθυμίες. Στην πραγματικότητα, όταν το χάραμα της 27ης Μάη οδηγήθηκαν στην γκιλοτίνα ήταν σχεδόν νεκροί.
Τα καρατομημένα σώματά τους πετάχθηκαν από τους δήμιους σε έναν υπόνομο, όπως έγραψε ο Μπουοναρόττι, ωστόσο περισυλλέχθηκαν λίγο μετά από τους ομοϊδεάτες τους και τάφηκαν σιωπηλά στο χωράφι ενός συμπαθούντος χωρικού.
Οι Μπαμπέφ και Νταρτέ υπήρξαν τα τελευταία θύματα της τερατώδους «Λευκής Τρομοκρατίας» κατά την οποία η αντίδραση εξόντωσε τα τελευταία ίχνη της πραγματικής Γαλλικής Επανάστασης, που καρατομήθηκε ταυτόχρονα με τον Ροβεσπιέρο, τον Σαιν Ζυστ και τους περίπου 300 περίπου αφοσιωμένους οπαδούς τους, στις 28 Ιουλίου 1794.
«Δεν μπορούσα να σκεφθώ άλλον τρόπο να σας κάνω ευτυχισμένους, παρά μέσα από την πανανθρώπινη ευτυχία. Απέτυχα!»
Με αυτή την τρομερή διαπίστωση ο Μπαμπέφ αποχαιρέτησε την οικογένειά του, την παραμονή της καταδίκης του (25 Μαΐου 1797) και φανερά απογοητευμένος έγραφε:
«Το να πεθαίνω για την πατρίδα, το να εγκαταλείπω οικογένεια, παιδιά, μια αγαπημένη γυναίκα, θα ήταν πιο ανεκτό αν δεν έβλεπα στο βάθος πως η ελευθερία έχει χαθεί, πως όλα όσα πίστεψαν οι ειλικρινείς δημοκράτες έχουν με τον πιο φρικτό τρόπο καταλυθεί».
Καθώς ενημέρωνε την σύζυγό του ότι ο συναγωνιστής και φίλος του Φέλιξ Λε Πελετιέ θα αναλάμβανε την συντήρηση της οικογένειάς της ζητούσε:
«Να ζήσουν ενωμένοι… όπως αρμόζει σε μια οικογένεια μάρτυρα της Ελευθερίας, δίνοντας το άριστο παράδειγμα σε όλες τις αρετές, ώστε να κερδίσουν την εκτίμηση και αγάπη όλων των καλών ανθρώπων».
Όντας ένας πρακτικός και συγκροτημένος άνθρωπος ο Μπαμπέφ, είχε προσπαθήσει να οργανώσει όσο καλύτερα γινόταν μία επανάσταση που θα αντέστρεφε την πορεία των πραγμάτων, που μετά την εξόντωση των «ροβεσπιεριστών» κυλούσαν με μαθηματική ακρίβεια προς την καθολική νίκη της αντίδρασης και προς την παλινόρθωση της μοναρχίας και του υπόλοιπου «παλιού κόσμου».
Παρά την προσπάθειά του όμως να διαβρώσει ακόμα και τον στρατό, έμεινε παντελώς αβοήθητος από τον υποτίθεται «εξουθενωμένο» λαό, που με τη ίδια δικαιολογία είχε επιτρέψει την προδοσία ενάντια στους «ροβεσπιεριστές» και την καρατόμησή τους, στην οποία μάλιστα δεν είχε κανένα πρόβλημα ακόμα και να παραστεί ως θεατής.
Αυτό ήταν το τέλος του «πρώτου κομμουνιστή αγκιτάτορα» όπως τον χαρακτήρισε ο Μαρξ, που ονειρεύτηκε μία και τελευταία επανάσταση που θα έβαζε τέλος στην ανισότητα και στην αδικία που προκαλούν την απελπισία και θα έφερνε, επιτέλους, τη γενική ευτυχία.
Το πάθημα βέβαια του Μπαμπέφ έγινε μάθημα αργότερα για τον επαναστάτη Αύγουστο Μπλανκί, του οποίου η επαναστατική μεθοδολογία στηρίχθηκε αποκλειστικά στην συντονισμένη ομάδα εκπαιδευμένων επαναστατών που θα έπρεπε να δράσουν αιφνιδιαστικά στο όνομα του λαού («Μπλανκισμός»), πλην όμως ερήμην του.[2]
Δεκαπέντε χρόνια μετά την θανάτωση του μάρτυρα της κοινωνικής δικαιοσύνης, ο γιος του, Εμίλ Μπαμπέφ φρόντισε να πάρει εκδίκηση, σκοτώνοντας τον προδότη Γκρισέλ στις 22 Ιουνίου 1812.
Ο Bax γράφει:
«Όταν ενηλικιώθηκε ο Εμίλ προσχώρησε στους Ισπανούς πατριώτες που αγωνίζονταν για ανεξαρτησία. Όταν όμως άκουσε, ενώ ακόμη βρισκόταν στην Ισπανία, ότι ο προδότης Γκρισέλ που είχε στείλει τον πατέρα του στον θάνατο και τους συντρόφους του στην φυλακή και την εξορία, βρισκόταν εκεί κοντά, τον βρήκε και τον προκάλεσε σε μονομαχία.
Μία μονομαχία μέχρι θανάτου. Ο Εμιλ Μπαμπέφ αγωνίστηκε με γενναιότητα και οργή και τελικά κατάφερε το θανάσιμο πλήγμα στον Γρισέλ, όχι όμως προτού και ο ίδιος δεχθεί ένα επικίνδυνο τραύμα στο στήθος. Για τον ίδιον όμως αυτό δεν ήταν τίποτε. Είχε επιτέλους εκδικηθεί τον προδότη…
Όταν αργότερα επέστρεψε στο Παρίσι εξέδωσε ένα περιοδικό που το ονόμαζε «Κίτρινο Ξωτικό» με ισχυρές ιακωβίνικες επιρροές, το οποίο όμως υπήρξε βραχύβιο, καθώς κατασχέθηκε από την αστυνομία και σφραγίστηκαν τα γραφεία του».
Σημειώσεις:
[1]. Παναγιώητης Κανελόπουλος: «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος», τόμος 7, σελ. 183.
[2]. «Μπλανκισμός», από τον, Γάλλο εργάτη, Αύγουστο Μπλανκί, που πήρε μέρος στην Κομμούνα του Παρισιού, ως εκλεγμένο μέλος της.
Ήταν της άποψης ότι δε χρειάζεται κόμμα μαζικό της εργατικής τάξης, ούτε η επανάσταση είναι έργο των μαζών, αλλά μιας γερής μικρής οργάνωσης αφοσιωμένων συνωμοτών στην υπόθεση της επανάστασης. Ο Μπλανκί και οι υποστηρικτές του «Μπλανκιστές» δέχτηκαν μεγάλη κριτική πρώτα από τον Μαρξ και τον Ενγκελς και ακόμα πιο σφοδρή από τον Λένιν.
Με στοιχεία από το Λαιμητόμος Αρετή
Βιβλιογραφία:
- Advielle M. Victor: «Histoire de Gracchus Bebeuf et du babouvisme d’apres de nombreux documents», εκδόσεις «Comite des Travaux», Paris, 1995.
- Bax B. Ernest: «The Last Episode of the French Revolution Being a History of Gracchus Babeuf and the Conspiracy of the Equals», εκδόσεις «Grant Richards Ltd», London, 1911.
- Buonarroti Philippe: «Gracchus Babeuf et le Conspiration des Egaux», Paris, 1830.
- Hoppner Joachim – Seidel Hoppner Waltraud: «Von Babeuf bis Blanqui», Berlin, 1975.
- Fourniere Eugene: «Les theories socialistes au XIXe siecle de Babeuf a Proudhon», εκδόσεις «F. Alcan. Bibliotheque de philosophie contemporaine», Paris, 1904.
- Ρασσιάς Βλάσης: «Λαιμητόμος Αρετή», εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη», Αθήνα, 2007.
- Roes R.B.: «Gracchus Bebeuf. The First Revolutionary Communist», εκδόσεις «Stanford University Press», Palo Alto Ca., 1978.
- Sencier Georges: «Le Babouvisme apres Babeuf», εκδόσεις «Megariotis», Geneve, 1977.
- Thomson David: «The Babeuf plot: the making of a Republican legend», εκδόσεις «Greenwood Press», Westport, Conn., 1975.
- Walter Gerard: «Babeuf, 1760 – 1797», εκδόσεις «Payot», Paris, 1937.