Ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη
Αυτή η 28η Οκτωβρίου πρέπει να μας βρει ως λαό αποφασισμένους κυριολεκτικά να σοβαρευτούμε. Και δη περί την Ιστορία, την παιδεία και τη βαθύτερη κουλτούρα του λαού μας, του ικανού στα κρίσιμα να υπερβαίνει τις πανάρχαιες κι ολοζώντανες ως τα σήμερα αντιφάσεις του.
Τα όχι και τα ναι, κατά περίπτωση ιστορικής συγκυρίας, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι τα λένε οι λαοί, πολύ συχνά, κόντρα στις αποφάσεις που λαμβάνουν οι ηγεσίες τους, είτε δημοκρατικά εκλεγμένες, είτε νόθα, είτε δικτατορικά και βίαια επιβεβλημένες.
Είναι ο λαός που πολεμάει με όπλα, με νύχια και με δόντια.
Είναι ο λαός που πεινάει, ξεπαγιάζει, ματώνει και πενθεί, αλλά αντιστέκεται στον επιβουλέα, τον εισβολέα, τον κατακτητή, το βιαστή της θέλησής του.
Είναι πάντα ο λαός, που θα μεριμνήσει για τα γυναικόπαιδα. Που θα υπολογίσει με κόστος τη ζωή του το αύριο των παιδιών του.
Είναι η θεόρατη μάζα των εργαζομένων, που για τα αφεντικά ως τις μέρες μας αποκαλείται εργασιακό ή πολιτικό κόστος, που θυσιάζεται εν ονόματι του μέλλοντος.
Σε τελευταία ανάλυση είναι πάντα ο λαός που πληρώνει το βαρύτερο τίμημα όταν ξεχάσει ποιος είναι, τι μπορεί, και τι κατόρθωσε ακόμα κι όταν δεν μπορούσε.
Και βέβαια οι λαοί γράφουν την Ιστορία, ακόμα κι όταν δεν την υπογράφουν στα βιβλία, στις επετηρίδες, στα πορτραίτα και στα αγάλματα αγίων ή καθαρμάτων που τέθηκαν μοιραία επικεφαλής τους.
Φέτος λίγες μέρες πριν από την 28η Οκτωβρίου του ’40, ο λαός μας με μια πανδημία παρούσα και μια ταξική ολιγωρία και συμφεροντολογικούς υπολογισμούς στο κατόπι του, καλείται, επίσης κυριολεκτικά, να ξεχωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρα.
Να μην επιτρέπει αυτές τις στιγμές να ξεφτιλίζονταν αυτές καθαυτές οι λέξεις, ακόμα και οι έννοιες, έτσι που ο νοητός ήλιος της δικαιοσύνης να γίνεται ακατανόητος και τα λιανοτράγουδα της μικρής πατρίδας μας να λιανίζονται από τουλάχιστον προχειρολόγους δημοσιολογούντες, που γράφουν τη φτενή και φθηνή προσωπική τους ιστορία σε χαρτοπετσέτες μιας χρήσης.
Είναι ντροπή να συζητάμε στα σοβαρά για αναστολή του ίδιου του φασισμού με πρόσχημα τις ποινές, σοβαρές όσο ένα χάδι, μια σπρωξιά, μοντέρνων ταγμάτων εφόδου.
Θα ‘πρεπε κάποιοι να κοκκινίζουν από αιδημοσύνη, όταν τάχα μου δήθεν παίζουν με τη λέξη αντάρτης κι αντάρτικο στα βουνά, μιλώντας για τον καθόλου γραφικό μουσολινίσκο της γειτονιάς, που το ‘σκασε απ’ τον εσμό τον χρυσαυγίτικο γιατί είναι πολύ λεβέντης για να μασήσει της φυλακής τα σίδερα.
Ένας απ’ τους πολλούς κίνδυνους μετά την πρωτόδικη αυλαία στην εξαντλητική δίκη του κόμματος – εγκληματική οργάνωση των μαύρων αβγών είναι να λουμπενοποιηθεί, κατά την προσφιλή μηντιακή και διαδικτυακή τακτική, σε πρωτοσέλιδα και μπλόγκια, κάθε διαλεκτική προσέγγιση της πραγματικά ιστορικής απόφασης.
Και τελικά να εκπέσει η συζήτηση για τον νεοναζισμό, μεταδικαστικά, στο επίπεδο μιας καφενολογίας που αρχίζει από τους …σατανιστές και τελειώνει στην αισθητική μιας ουράνιας θυγατέρας, που βρίζει και χειρονομεί, κασιδιαρίζει και στην ουσία πέρδεται στα μούτρα του καθενός και της καθεμιάς μας.
Καθώς φέτος, ευτυχώς, δε θα ‘χει παρέλαση, για να βρεθεί το κατάλληλο σκηνικό για εθνικίστικους τραμπουκισμούς αντί τιμής σε χαμένους στρατιώτες και ανθυπολοχαγούς της Αλβανίας, που τίμησαν ποιητές, φωτισμένοι, και κομμουνιστές και ριζοσπάστες αστοί, είναι μια ευκαιρία για βαθιά περισυλλογή κι αναζήτηση στιγμών, λεπτομερειών, που μας κάνουν και σοφότερους και καλύτερους ως σύγχρονο ιστορικό υποκείμενο – λαό.
Γιατί με τους Τούρκους και τους ευρωατλαντικούς και μη συμμάχους τους, είμαστε με την πλάτη στα σχοινιά, στο γεωπολιτικό ρινγκ και την ίδια στιγμή, όπως κατέθεσαν και με Ερώτηση στη Βουλή οι βουλευτές μας, οι ένστολοί μας έχουν να παραλάβουν φόρμες εκστρατείας κι αρβύλα καινούρια, κοντά πέντε χρόνια, πληρώνοντας από την τσέπη τους τα ρούχα της δουλειάς που… δημοκρατικά τους αναθέσαμε.
Αν δεν το κάνουμε και φέτος, τότε θα βρεθούμε σ’ ένα σύμπαν παράλληλης πραγματικότητας, όπου το μόνο που θα μας τρομάζει θα είναι ο εαυτός μας μπροστά στον καθρέφτη.
Άρθρο της Λιάνας Κανέλλη
στη στήλη «Πατριδογνωμόνιο» του Ριζοσπάστη