Απαντώντας στο αντικομμουνιστικό ψήφισμα της ΕΕ με στοιχεία από την… «Καθημερινή»
Τσώρτσιλ εναντίον ευρωκοινοβουλίου
Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ υπήρξε αρχιτέκτονας της επέμβασης 14 χωρών το 1918-22 ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, ενορχηστρωτής κατασκοπευτικής και σαμποταριστικής δράσης σε βάρος της κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, εφευρέτης της λέξης «σιδηρούν παραπέτασμα» μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πιονέρος του ψυχρού πολέμου, εμπνευστής κι ενορχηστρωτής του Ελληνικού Εμφυλίου.
Άρα τα λόγια του θα έπρεπε να αποτελούν σοβαρή «πηγή» για τα αντικομουνιστικά σκατά (ουπς! …μου ξέφυγε αυτό) όλου του κόσμου.
Πάμε λοιπόν, στο βιβλίο «Ουίνστον Τσώτσιλ. Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος» που μοίρασε πριν λίγα χρόνια μαζί με το κυριακάτικο φύλλο της η «Καθημερινή».
Ένα βιβλίο που δεν το έγραψε ο Τσώρτσιλ «εν θερμώ», όταν η ΕΣΣΔ ήταν «ο εχθρός του εχθρού του», πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Το έγραψε αργότερα, κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, όταν η ΕΣΣΔ ήταν ο θανάσιμος εχθρός του και κάθε «συμπάθεια στον απαραίτητο σύμμαχο» είχε πια εκλείψει.
Στο γνωστό πρόσφατο αντικομουνιστικό ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου, προβάλλεται το ανιστόρητο «αξίωμα» ότι:
«Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ξεκίνησε σαν άμεσο αποτέλεσμα του συμφώνου Μολότοφ – Ρίμπεντροπ».
Κι εκεί πάνω χτίζουν όλους τους «αφρώδεις αφορισμούς τους».
Τις δικές μου κρίσεις για το θέμα, μπορεί ο αναγνώστης να τις δει εδώ.
Σ’ αυτό το κείμενο θα αναφέρω μόνο «λόγια» του Τσώρτσιλ, που απαντούν στον ισχυρισμό αυτό του ευρωκοινοβουλίου και του γελοίου (από ιστορική και πολιτική άποψη) ψηφίσματός του.
Απαντώντας στο αντικομμουνιστικό ψήφισμα της ΕΕ με στοιχεία από την… «Καθημερινή»
Λέει λοιπόν ο Τσώρτσιλ:
Α. Για την πολιτική του κατευνασμού και τις αιτίες του πολέμου
— «Από τη στιγμή που η Χιτλερική Γερμανία είχε εξασφαλίσει την έγκριση να επανεξοπλιστεί χωρίς ενεργή παρέμβαση των Συμμάχων (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, ΗΠΑ) ή των άλλοτε ενωμένων δυνάμεων, ένας Β’ παγκόσμιος πόλεμος ήταν σχεδόν βέβαιος».[1]
— «Αν δεν σταματήσετε σήμερα την Γερμανία με τη βία, ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος, ακόμα κι αν έρθετε σε προσωρινή φιλική συνεννόηση μαζί της».[2] (Χειμώνα 1935 – άνοιξη του 1936)
— «Μέχρι τα μέσα του 1936, η επιθετική πολιτική του Χίτλερ και οι παραβιάσεις των συνθηκών δεν είχαν βασιστεί στην ισχύ της Γερμανίας, αλλά στον διχασμό και στην ατολμία της Γαλλίας και της Βρετανίας, καθώς και στον απομονωτισμό των ΗΠΑ».[3]
— «Γεγονός είναι ότι, η πολιτική του κατευνασμού σε όλες τις μορφές της απλώς ενθάρρυνε την επιθετικότητά τους (Γερμανών και Ιταλών) και αύξανε το κύρος των δικτατόρων στους λαούς τους.
Αντίθετα κάθε ένδειξη μιας αποφασιστικής αντεπίθεσης από τις Δυτικές Δημοκρατίες μετρίαζε αμέσως την ένταση».[4]
— Ο Τσώρτσιλ μεταφέρει τα λόγια του Χίτλερ, για την προσάρτηση της Αυστρίας και τις αντιδράσεις των άλλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων:
«…καμιά δύναμη στον κόσμο δε θα με εμποδίσει να εκτελέσω τις αποφάσεις μου… Μήπως θαρρείτε πως θα το κάνει η Αγγλία; Η Αγγλία δεν θα κουνήσει ούτε το δαχτυλάκι της για την Αυστρία.
Και η Γαλλία; Λοιπόν, δυο χρόνια πριν, όταν προελαύναμε στη Ρηνανία με μια χούφτα τάγματα, εκείνη τη στιγμή ρισκάριζα πράγματι πολλά. Αν η Γαλλία είχε αντιδράσει τότε, θα μας είχε αναγκάσει να αποσυρθούμε. Για τη Γαλλία όμως τώρα είναι πλέον πολύ αργά».[5]
— Σε άλλο σημείο που μιλά για την Τσεχοσλοβακία, λέει:
«Από καιρό ο Χίτλερ είχε πειστεί ότι ούτε η Γαλλία, ούτε η Βρετανία θα πολεμούσαν για την Τσεχοσλοβακία».[6]
— «Ας ανατρέξουμε στο παρελθόν για να διαπιστώσουμε τι ήταν αυτά που αποδεχτήκαμε ή απορρίψαμε διαδοχικά:
- Η Γερμανία επανεξοπλίστηκε κατά παράβαση μιας επίσημης συνθήκης. Η αεροπορική υπεροχή, ή έστω η ισοδυναμία, χάθηκε.
- Η Ρηνανία καταλήφθηκε βίαια και η προετοιμασία της «Γραμμής Siegfried» ήταν σε εξέλιξη.
- Ο άξονας Βερολίνου – Ρώμης καθιερώθηκε.
- Η Αυστρία καταβροχθίστηκε και αφομοιώθηκε από το Ράϊχ.
- Η Τσεχοσλοβακία εγκαταλείφθηκε και καταστράφηκε με το σύμφωνο του Μονάχου. Η αμυντική γραμμή της πέρασε σε Γερμανικά χέρια και το τεράστιο εργοστάσιο της Skoda άρχισε να παράγει πολεμοφόδια για τις Γερμανικές στρατιές.
- Η προσπάθεια του προέδρου Ρούσβελτ να σταθεροποιήσει ή να διευθετήσει την ευρωπαϊκή κατάσταση, με την παρέμβαση των ΗΠΑ, αποκρούστηκε.
- Η αναμφισβήτητη προθυμία της Σοβιετικής Ρωσίας να συνταχθεί με τις Δυτικές Δυνάμεις και να φτάσει μέχρι το τέλος για τη σωτηρία της Τσεχοσλοβακίας αγνοήθηκε.
- Οι υπηρεσίες 35 Τσέχικων μεραρχιών εναντίον του απροετοίμαστου Γερμανικού στρατού, δεν έγιναν δεκτές. Όλα χάθηκαν».[7]
Β. Ο στόχος του πολέμου: «Ζωτικός Χώρος»
— Σημείωση έκδοσης. «Lebensraum (Ζωτικός χώρος):
Πρόκειται περί οικονομικής και πολιτικής θεωρίας που αναπτύχθηκε τον 20ο αιώνα στη Γερμανία, υιοθετήθηκε από τους θεωρητικούς του εθνικοσοσιαλισμού και εκφράστηκε ως δογματική βάση του κινήματος των ναζί, από τον Χίτλερ.
Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ένας λαός ικανός και δυναμικός, έχει το φυσικό δικαίωμα να επεκταθεί σε εδάφη, τα οποία είναι απαραίτητα για την ικανοποίηση δημογραφικών και οικονομικών αναγκών, την κάλυψη συνθηκών ασφαλείας και ανάπτυξης, καθώς επίσης για την εξασφάλιση επάρκειας σε πρώτες ύλες.
Ως συνέπεια της θεωρίας αυτής, ο Χίτλερ και το Γ’ Ράιχ απέβλεψαν στην εξάπλωση της Γερμανίας και του Γερμανικού έθνους προς ανατολάς, δηλαδή τις πεδιάδες της Πολωνίας και της Σοβιετικής Ένωσης.
Παραλλήλως, διατύπωσαν απαιτήσεις επανακτήσεως υπερπόντιων εδαφών, υπό μορφή κτήσεων και αποικιών.
Η επιδίωξη του Lebensraum από τον άξονα υπήρξε μια από τις κύριες αιτίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου».[8]
— Και το αναλύει πιο πρακτικά ο Τσώρτσιλ, αναλύοντας εν μέρει και το Γιατί ο Χίτλερ στράφηκε στη Δύση πριν στραφεί Ανατολικά:
«Για την επίτευξη του στόχου αυτού (ζωτικός χώρος) ήταν αναγκαίος ένας πόλεμος σε μεγάλη κλίμακα και παρεμπιπτόντως, η εξολόθρευση των πληθυσμών που ζούσαν σε εκείνα τα εδάφη.
Η Γερμανία θα έπρεπε να λάβει υπόψη της τους δυο «μισητούς εχθρούς» της, την Αγγλία και τη Γαλλία, για τους οποίους «ένας Γερμανικός Κολοσσός στο κέντρο της Ευρώπης θα ήταν ανυπόφορος».[9]
Προκειμένου να εκμεταλλευτεί την υπεροχή που είχε κερδίσει στην παραγωγή πολεμικού υλικού και τον πυρετό του πατριωτισμού που τροφοδοτούσε και αντιπροσώπευε το ναζιστικό κόμμα, η χώρα έπρεπε να διεξάγει πόλεμο με την πρώτη καλή ευκαιρία που θα της δινόταν και να αντιμετωπίσει τους δύο προφανείς αντιπάλους της ενόσω εκείνοι ήταν ανέτοιμοι για πόλεμο».[10]
Γ. Για τις προτάσεις της ΕΣΣΔ για «Τριπλή Συμμαχία» Αγγλίας – Γαλλίας – ΕΣΣΔ
— «Τα μέσα για την απόκρουση κάθε Γερμανικής επιθετικότητας στην Ανατολική Ευρώπη, είχανε πλέον σχεδόν εξαντληθεί. Η Ουγγαρία ήταν με το Γερμανικό στρατόπεδο. Η Πολωνία είχε κρατηθεί σε απόσταση από τους Τσέχους.
Ούτε η Πολωνία, ούτε η Ρουμανία θα δέχονταν κάποια Ρωσική επέμβαση εναντίον της Γερμανίας μέσα από την επικράτειά τους (για να σωθεί η Τσεχοσλοβακία). Το κλειδί για μια μεγάλη συμμαχία ήταν η συνεννόηση με τη Ρωσία.
Στις 19 Μαρτίου (1939), η Ρωσική κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι την είχαν αγνοήσει στη διάρκεια της κρίσης του Μονάχου, πρότεινε μια διάσκεψη των 6 δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Γερμανία, Ιταλία)… πρόταση που αντιμετωπίστηκε με ψυχρότητα και τελικά απορρίφθηκε».[11]
— «Λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο είχε αντιμετωπιστεί μέχρι στιγμής η σοβιετική κυβέρνηση, δεν έπρεπε να περιμένουμε τώρα (όταν γινόταν συζητήσεις Αγγλίας – ΕΣΣΔ, αφού ο Χίτλερ άρχισε να απειλεί και την Πολωνία) πολλά από αυτήν.
Εντούτοις, στις 16 Απριλίου (1939) οι Ρώσοι έκαναν μια επίσημη πρόταση, για τη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου αμοιβαίας βοήθειας ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και την ΕΣΣΔ.
Οι τρεις δυνάμεις μαζί με την Πολωνία, θα έδιναν εγγυήσεις για τα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που απειλούνταν από γερμανική επίθεση…
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ακόμη και εκ των υστέρων κρίνοντας, ότι η Βρετανία και η Γαλλία έπρεπε να είχαν αποδεχτεί τη Ρωσική πρόταση, να είχαν διακηρύξει την Τριπλή Συμμαχία και να άφηναν τους συμμάχους να αποφασίσουν ποια μέθοδος ήταν η πιο αποτελεσματική σε περίπτωση πολέμου για την αντιμετώπιση ενός κοινού εχθρού».[12]
— «…τελικά η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε οι συνομιλίες να συνεχιστούν σε στρατιωτικό επίπεδο από κοινού με Γάλλους και Βρετανούς αντιπροσώπους.
Στις 10 Αυγούστου η Βρετανική κυβέρνηση έστειλε στη Μόσχα το ναύαρχο Drax μαζί με μια στρατιωτική αποστολή. Οι αξιωματικοί αυτοί όμως δεν είχαν καμιά γραπτή εξουσιοδότηση για να διαπραγματευτούν».[13]
Δ. Για το Γερμανό- τροτσκιστικό πραξικόπημα στη Μόσχα του 1939 (…που δεν πρόκαμε να γίνει)
«Το φθινόπωρο του 1936, ο πρόεδρος Μπένες (της Τσεχοσλοβακίας, τότε που η Γερμανία του έκανε προσφορές για την παράδοση της μισής χώρας του στο Χίτλερ) έλαβε ένα μήνυμα από μια ανώτατη στρατιωτική πηγή στη Γερμανία:
Αν ήθελε να επωφεληθεί από την προσφορά του Φύρερ, θα έπρεπε να βιαστεί, επειδή σύντομα θα συνέβαιναν γεγονότα στη Ρωσία, τα οποία θα καθιστούσαν άνευ σημασίας κάθε βοήθεια που θα μπορούσε να προσφέρει στη Γερμανία».[14]
«Ενώ ο Μπένες εξέταζε το νόημα αυτού του ανησυχητικού μηνύματος, πληροφορήθηκε ότι μέσω της σοβιετικής πρεσβείας στην Πράγα ανταλλάσσονταν μηνύματα ανάμεσα σε σημαντικές προσωπικότητες της Ρωσίας (σ.σ.: νιάου νιάου στα κεραμίδια) και της γερμανικής κυβέρνησης.
Αυτό ήταν μέρος της αποκαλούμενης συνωμοσίας στρατιωτικών και κομμουνιστών (σ.σ. πολλά εισαγωγικά) της παλιάς φρουράς με στόχο την ανατροπή του Στάλιν και την εγκαθίδρυση νέου φιλογερμανικού καθεστώτος.
Δίχως να χάσει χρόνο ο Πρόεδρος Μπένες ενημέρωσε τον Στάλιν για όλα όσα γνώριζε.
Ακολούθησαν οι ανελέητες αλλά ίσως αναγκαίες στρατιωτικές και πολιτικές εκκαθαρίσεις στη σοβιετική Ρωσία και μια σειρά από δίκες τον Ιανουάριο του 1937».[15]
Ε. Για το Σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ
— «Κανείς δε μπορεί να πει με βεβαιότητα ποιος από τους δύο, ο Χίτλερ ή ο Στάλιν, την απεχθανόταν περισσότερο (τη συνθήκη αυτή). Και οι δύο γνώριζαν ότι ήταν απλώς μια προσωρινή λύση».
— «Το γεγονός ότι μια τέτοια συμφωνία έγινε εφικτή, φανερώνει την παταγώδη αποτυχία της Βρετανικής και γαλλικής εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας για πολλά χρόνια.
Από τη σοβιετική πλευρά οφείλουμε να αναφέρουμε τη ζωτική ανάγκη της να κρατήσει τις θέσεις ανάπτυξης των γερμανικών στρατιών όσο το δυνατόν δυτικότερα, προκειμένου να δοθεί στους Ρώσους περισσότερος χρόνος για να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους από όλα τα μέρη της απέραντης αυτοκρατορίας τους».
— «Έπρεπε να καταλάβουν τα κράτη της Βαλτικής και μεγάλο μέρος της Πολωνίας πριν δεχτούν επίθεση (από το Χίτλερ). Όσο ψυχρή κι αν φαίνεται η πολιτική τους, εκείνη τη στιγμή ήταν σε απίστευτο βαθμό ρεαλιστική».[16]
Συμπέρασμα
Για ξαναδιαβάστε τώρα τη διατύπωση – συμπέρασμα του Ευρωκοινοβουλίου:
«Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ξεκίνησε σαν άμεσο αποτέλεσμα του συμφώνου Μολότοφ – Ρίμπεντροπ».
Προκύπτει;
Υ/Γ.: Δεν συμμερίζομαι γενικά τις απόψεις του Τσώρτσιλ. Αλλά δεν θέλω εδώ και σε κάθε μια διατύπωση να βάλω αντιρρήσεις.
Απλώς αναφέρω τα λόγια του «δασκάλου» όλων των αντικομουνιστών του κόσμου, που κι αυτά ακόμα αποδεικνύουν πόσο εμπαθείς, φασιστοτρόφοι (ή και φασίστες), αλλά και ανιστόρητοι και ανόητοι είναι οι σύγχρονοι αντικομουνιστές.
Και για να μη πει κανείς ότι παραθέτω επιλεκτικά αποσπάσματα, προτείνω να διαβάσετε από αυτό το έργο, ολόκληρο τον πρώτο τόμο και το δεύτερο μέχρι που ο Τσώρτσιλ έγινε πρωθυπουργός, δηλαδή μέχρι που ο Χίτλερ μπήκε στη Γαλλία. Ή και ολόκληρο.
Σημειώσεις:
[1]. Ουίνστον Τσώτσιλ: «Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος», 1ος τόμος, σελ. 158.
[2]. Στο ίδιο, σελ. 166.
[3]. Στο ίδιο, σελ. 172.
[4]. Στο ίδιο, σελ. 197.
[5]. Στο ίδιο, σελ. 211.
[6]. Στο ίδιο, σελ. 226.
[7]. Στο ίδιο, σελ. 259.
[8]. Στο ίδιο, σελ. 190.
[9]. Τα εισαγωγικά στο κείμενο του Τσώρτσιλ αναφέρονται σε λόγια του Χίτλερ.
[10]. Ουίνστον Τσώτσιλ: «Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος», 1ος τόμος, σελ. 206.
[11]. Στο ίδιο, σελ. 261.
[12]. Στο ίδιο, σελ. 267-268.
[13]. Στο ίδιο, σελ. 281.
[14]. Ο Μπένες στηριζόταν στη βοήθεια της ΕΣΣΔ όταν διαπραγματευόταν με τους Γερμανούς.
[15]. Ουίνστον Τσώτσιλ: «Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος», 1ος τόμος, σελ. 228.
[16]. Στο ίδιο, σελ. 283.