Η αντικομμουνιστική υστερία για το τείχος του Βερολίνου (Επίλογος)
Το Δυτικό Βερολίνο και το τείχος
Συνέχεια από το Β’ Μέρος
Όταν το ανατολικό τμήμα του Βερολίνου έγινε πρωτεύουσα της ΓΛΔ το Δυτικό συνέχιζε να αποτελεί θύλακα της ΟΔΓ και του ΝΑΤΟ μέσα στο έδαφος της ΓΛΔ.
Στην αρχή οι προτάσεις της ΕΣΣΔ και της ΓΛΔ ήταν να γίνει το Δυτικό Βερολίνο αυτοδιοικούμενη και αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη, που φυσικά δεν έγινε.
Το Δυτικό Βερολίνο, με ευθύνη της δυτικογερμανικής κυβέρνησης και με την ισχύ των στρατευμάτων ΗΠΑ, Αγγλίας, Γαλλίας, συνδέθηκε όλο και περισσότερο με την ΟΔΓ, αυτό κατοχυρώθηκε και στο άρθρο 23 του Συντάγματος της ΟΔΓ.
Η ΟΔΓ από το 1950 έθεσε σε εφαρμογή μεγάλο πρόγραμμα για την ενίσχυση της πολιτικής παρουσίας της στο Δυτικό Βερολίνο με ενέργειες όπως:
Διεξαγωγή εκλογών για Πρόεδρο της ΟΔΓ (1954), συνεδριάσεις του γερμανικού Κοινοβουλίου και του υπουργικού συμβουλίου της ΟΔΓ, όλα αυτά φυσικά από πολιτική σκοπιμότητα και για άνοδο της έντασης.
Η έδρα της κυβέρνησης της Δυτικής Γερμανίας ήταν η Βόννη, όμως μετέφερε στο Δυτικό Βερολίνο την έδρα διαφόρων κρατικών οργανισμών και προχώρησε στον εποικισμό με 20.000 δημοσίους υπαλλήλους, αριθμό μεγαλύτερο από εκείνο που υπήρχε στην πρωτεύουσα Βόννη εκείνη την εποχή.[1]
Φυσικά εδώ εγκαταστάθηκαν και έδρασαν οι μυστικές υπηρεσίες της Γερμανίας, η BND, που αναδιοργανώθηκε από τη CIA και αξιοποίησε και την πείρα του χιτλερισμού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πρώτος επικεφαλής της BND ήταν ο χιτλερικός στρατηγός και κατηγορούμενος για εγκλήματα πολέμου (για τα οποία δεν λογοδότησε ποτέ) Ράινχαρτ Γκέλεν.
Αρχικά αυτή η μυστική οργάνωση λεγόταν «Οργάνωση Γκέλεν».
Ο Γκέλεν στην περίοδο του πολέμου ήταν επικεφαλής των χιτλερικών μυστικών υπηρεσιών στο Ανατολικό Μέτωπο.
Αξίζει να σημειωθεί και ο ρόλος των σοσιαλδημοκρατών στην υπονόμευση της ΓΛΔ.
Ο Γκέλεν καταγράφει στο «Αναμνήσεις 1942 – 1971» ένα διάλογο με τον πρόεδρο των σοσιαλδημοκρατών Kurt Schumacher:
«Είχα την καλή αίσθηση ότι σε όλα τα σημαντικά σημεία μπορούσε να επιτευχθεί συμφωνία με τον Kurt Schumacher. Εν τέλει με διαβεβαίωσε ότι το SPD θα στήριζε τη δουλειά της οργάνωσης (εννοεί το στήσιμο της BND)».[2]
Ο ρόλος των σοσιαλδημοκρατών δεν είναι κάτι το καινούριο.
Το κριτήριό τους διαχρονικά είναι η στήριξη της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και γενικότερα η θωράκιση και διαιώνιση της κυριαρχίας του καπιταλισμού.
Ο εγκληματίας Γκέλεν με την καθοδήγηση της CIA πλέον οργάνωσε στο Δυτικό Βερολίνο περίπου 80 οργανώσεις κατασκοπείας και δολιοφθοράς.
Πολλές από αυτές τις οργανώσεις είχαν την κάλυψη πολιτιστικών, ανθρωπιστικών ή άλλων συλλόγων.
Κάποιες από αυτές ήταν:
Η «Ομάδα Μάχης κατά της Απανθρωπιάς» (KgU), ο «Σύνδεσμος Γερμανικής Νεολαίας», η «Εργατική Κοινότητα 13 Αυγούστου», η «Επιτροπή Ερευνών Ελεύθερων Δικηγόρων» κλπ.
Πολλές από αυτές δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο του γνωστού σχεδίου του ΝΑΤΟ «Stay Behind», το οποίο ήταν ένας πολυπλόκαμος μυστικός μηχανισμός στήριξης, χρηματοδότησης και εξοπλισμού τρομοκρατικών οργανώσεων.
Στις 25 Σεπτέμβρη 2007, η εφημερίδα «Tageszeitung» είχε ένα πλούσιο σε συμπεράσματα άρθρο με τίτλο:
«Η ΒΝD είχε 10.000 πράκτορες στη ΓΛΔ».
Σήμερα τα κατορθώματα και η δράση αυτών των τρομοκρατικών οργανώσεων παρουσιάζονται πλέον δημόσια.
Η αντικομμουνιστική υστερία για το τείχος του Βερολίνου
Ενδιαφέρον έχουν τα όσα ακούστηκαν σε διάλεξη στο Μουσείο Κατασκοπείας στο Βερολίνο στις 28 Μάρτη 2019.
Σύμφωνα με την περίληψη που δημοσιεύει η ιστοσελίδα του Μουσείου: Ο 87χρονος Βέρνερ Μπορκ μετέφερε από πρώτο χέρι τη γνώση και την εμπειρία του.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Μπορκ δραστηριοποιήθηκε στην ομάδα με το αθώο όνομα «Νεολαία του Βερντεράνερ» (Werderaner Jugend), μια «ομάδα αντίστασης» στη Σοβιετική Ζώνη και στην πρώιμη Ανατολική Γερμανία.
Ο Μπορκ και η ομάδα του δραστηριοποιούνταν ενάντια στη ΓΛΔ κυρίως στον τομέα της προπαγάνδας, ρίχνοντας φυλλάδια.
Η ομάδα του Μπορκ είχε επαφή με την αντικομμουνιστική KgU και καθοδήγηση από τον «Οργανισμό Γκέλεν».
Ο τελευταίος τούς έδινε πακέτα στήριξης, προπαγανδιστική υποστήριξη, ψεύτικα διαβατήρια και πληροφορίες.
Σύμφωνα με τον Μπορκ, ήταν έκδηλη η φιλοχιτλερική προπαγάνδα, κάτι που έφερε τον ίδιο σε αντίθεση με τους ιθύνοντες του Οργανισμού.
Ο Μπορκ πιστοποιεί πως ο ίδιος και πολλά από τα μέλη της οργάνωσής του συνδέθηκαν με την CIC (σώμα στρατιωτικής αντικατασκοπείας των ΗΠΑ).
Στην ουσία πολλοί, ιδίως νεαροί ακόμα και ανήλικοι, με την καθοδήγηση της CIC, που είχε τις δικές της στοχεύσεις, αξιοποιήθηκαν ως αναλώσιμο υλικό σε παράτολμες ενέργειες.
Με λίγα λόγια, δίπλα στους καλοπληρωμένους και εκπαιδευμένους πράκτορες υπήρξαν και οι αναλώσιμοι «χρήσιμοι ηλίθιοι».
Επίσης, υπήρχε μεγάλη ομάδα από χιλιάδες έμπιστους (V- Personen) των δυτικών μυστικών υπηρεσιών που παρακολουθούσαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη Σοβιετική Ζώνη και στη συνέχεια στη ΓΛΔ.[3]
Στις 17 Ιούνη 1953 η αντεπαναστατική δραστηριότητα κορυφώθηκε σε απόπειρα αντεπαναστατικού πραξικοπήματος.
Συγκέντρωση αλληλεγγύης στη ΓΛΔ, προς τη σοσιαλιστική Κούβα από 4.000 Βερολινέζους εργάτες στις αρχές Δεκέμβρη του 1981
Το πραξικόπημα αντιμετωπίστηκε από τις αρχές ασφαλείας της ΓΛΔ με τη βοήθεια και των σοβιετικών στρατευμάτων.
Το πραξικόπημα αποτέλεσε εφαρμογή του σχεδίου της ΟΔΓ και του ΝΑΤΟ για τη λεγόμενη «Μέρα Χ», δηλαδή για την κατάκτηση της ΓΛΔ και την ανατροπή της πορείας σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Σε δηλώσεις τους κρατικά στελέχη της ΟΔΓ και ο αστικός Τύπος προϊδέαζαν για τη «Μέρα Χ».
Σίγουρα η εκδήλωση του πραξικοπήματος αξιοποίησε και υπαρκτές δυσαρέσκειες σε τμήματα του λαού και της εργατικής τάξης της ΓΛΔ.
Εκείνες τις μέρες είχε ξεσπάσει μια απεργία που αξιοποιήθηκε από τους πραξικοπηματίες.
Το να παραμένει ανοχύρωτη η ΓΛΔ προκαλούσε κινδύνους έντασης της υπονόμευσης, ακόμα και γενικότερης εμπλοκής και θερμών επεισοδίων.
Τα πρώτα χρόνια, μεταξύ των δύο τμημάτων της πόλης, ουσιαστικά μεταξύ δύο διαφορετικών κρατών και με διαφορετικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα, υπήρχε ελευθερία μετακίνησης.
Δεν υπήρχαν επαρκής φύλαξη και έλεγχος.
Καθημερινά μισό εκατομμύριο άτομα μετακινούνταν μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου, ανάμεσά τους και χιλιάδες πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών.
Το Μάρτη του 1961 το δυτικογερμανικό στρατιωτικό περιοδικό «Wehrwissenschaftliche Rundschau» διακηρύσσει ανοιχτά τα σχέδια της ΟΔΓ:
«Επειδή έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια της Δύσης για απώθηση της Ανατολής, μας μένει μόνο η δυνατότητα της βίαιης αλλαγής του status quo».[4]
Λίγες μέρες μετά, ο Δυτικογερμανός υπουργός Ερνστ Λέμερ έσπευσε στο Δυτικό Βερολίνο για να κατευθύνει τη διεξαγωγή του ψυχολογικού πολέμου.
Ταυτόχρονα σαμποτέρ έβαλαν φωτιές σε εγκαταστάσεις του Ανατολικού Βερολίνου, στο σταθμό του ηλεκτρικού της πόλης, στη λεωφόρο Λένιν και στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ.
Μόνο τον Ιούλη, τον τελευταίο μήνα πριν από την ανέγερση του τείχους, υπήρξαν 105 προκλήσεις στα όρια μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου.
Τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ στην Κεντρική Ευρώπη τέθηκαν σε κατάσταση συναγερμού και τα δυτικά τανκς πέρασαν την Πύλη του Βρανδεμβούργου, μπαίνοντας στο έδαφος της ΓΛΔ.
Όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν ποιοι λόγοι επέβαλαν ως αυτονόητη αναγκαιότητα τη φύλαξη των συνόρων και αυτό εξασφάλιζε το χτίσιμο του τείχους.
Την Κυριακή 13 Αυγούστου 1961 ξεκίνησε η ανέγερσή του και τη Δευτέρα 14 Αυγούστου τα σύνορα είχαν ασφαλιστεί.
Ήταν μια πολύπλοκη επιχείρηση που έγινε αποκλειστικά από τις δυνάμεις της ΓΛΔ, με ιδεολογικοπολιτική προετοιμασία των εργατών των εργοστασίων, κινητοποίηση των τμημάτων του Λαϊκού Στρατού και των εξοπλισμένων εργατών της βιομηχανίας.
Απ’ όσο φαίνεται οι ΝΑΤΟικές δυνάμεις στο Δυτικό Βερολίνο ξαφνιάστηκαν, αλλά το τείχος χτίστηκε στο έδαφος της ΓΛΔ και δεν μπορούσε να προκαλέσει κανένα πρόσχημα για επέμβαση του ΝΑΤΟ.
Ούτε από τις δυτικογερμανικές αρχές υπήρξε εκείνη την περίοδο έντονη αντίδραση.[5]
Η ανέγερση του τείχους βεβαίως και προκάλεσε προβλήματα σε οικογενειακό επίπεδο (περιορισμός δυνατότητας επίσκεψης για ένα διάστημα κλπ), αυτά όμως αποτελούσαν άμεση συνέπεια της εξωτερικής καπιταλιστικής επιθετικότητας,
η οποία ανοιχτά μιλούσε ακόμα για τη «Μέρα Χ», για τη μέρα δηλαδή εισβολής και ανατροπής του συστήματος ενός ανεξάρτητου κράτους.
Οποιοσδήποτε ξεχνάει αυτά τα στοιχειώδη και προβάλλει σε πρώτο πλάνο τις δυσκολίες επαφών μεταξύ συγγενών και φίλων, πέρα και έξω από τα πραγματικά αίτια και την ουσία των γεγονότων, κάνει σοβαρή ιστορική λαθροχειρία.
Αφού είχε εξασφαλίσει το αυτονόητο, τη διακριτή κρατική επικράτεια, η ΓΛΔ εδραίωσε την κυριαρχία της και δημιούργησε πιο ευνοϊκούς όρους για το σχεδιασμό και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής οικονομίας και κοινωνίας.
Η ασφάλιση των συνόρων της ΓΛΔ έδωσε πλεονεκτήματα και στη διεθνή παρουσία της χώρας, στη γενική αναγνώριση των συνόρων της και από την ΟΔΓ, όπως επίσης και των πολωνικών συνόρων.
Το Σεπτέμβρη του 1972 η ΓΛΔ έγινε παμψηφεί δεκτή ως μέλος του ΟΗΕ, ενώ το Δεκέμβρη του ίδιου έτους και η ΟΔΓ αναγνώρισε τα σύνορα της ΓΛΔ.
Το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα ποτέ δεν παραιτήθηκε από την ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και τελικά πέτυχε προσωρινή, με την έννοια του ιστορικού χρόνου, νίκη.
Όμως, η ύπαρξη της ΓΛΔ ήταν μια πραγματικότητα διεθνώς αναγνωρισμένη, με σχέσεις με όλες τις χώρες του κόσμου.
Έχει και αυτό τη σημασία του από την άποψη ότι τα όσα τερατώδη αναπαράγονται από τα αστικά ΜΜΕ αποτελούν ανασκευή μιας διεθνώς αναγνωρισμένης πραγματικότητας από τους ίδιους τους αστούς, στο πλαίσιο βεβαίως ενός νέου διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων.
Η πορεία της σύγκρουσης καπιταλισμού – σοσιαλισμού διεθνώς και στη ΓΛΔ καθόρισε και την τύχη του τείχους.
Ενοποιημένη Γερμανία θα μπορούσε να υπάρξει ή με τη νίκη του σοσιαλισμού σε όλη τη Γερμανία, που αυτό θα σήμαινε πρόοδο, ή με την καπιταλιστική παλινόρθωση και την ιστορική οπισθοδρόμηση, όπως και έγινε.
Η πορεία της ΓΛΔ προς την αντεπανάσταση καθορίστηκε από τις εσωτερικές εξελίξεις στη χώρα αλλά και από την αντεπαναστατική πορεία της ΕΣΣΔ.
Η καπιταλιστική παλινόρθωση στη ΓΛΔ και η ενοποίηση με την ΟΔΓ είναι ιδιαίτερα διδακτικές καθώς σε σύντομο χρονικό διάστημα η λαϊκή περιουσία αρπάχτηκε και αποδόθηκε στους καπιταλιστές βιομηχάνους, ανάμεσά τους και συνεργάτες των ναζί.
Την ίδια στιγμή, οι ηγέτες της ΓΛΔ κλείστηκαν στις φυλακές, ο Έριχ Χόνεκερ βρέθηκε στη φυλακή του Μόαμπιτ, όπου είχε φυλακιστεί για μια δεκαετία (1935 – 1945) από τους ναζί.
Μια άλλη ηγετική μορφή, ο στρατηγός Χάινς Κέσλερ, ανάμεσα στα διάφορα χαλκευμένα για τα οποία κατηγορήθηκε, είναι και για το εξής γεγονός, ότι το 1941 αυτομόλησε από τη ναζιστική Βέρμαχτ και πέρασε στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού.
Μάλιστα, κατηγορήθηκε ότι πριν από 50 χρόνια είχε πυροβολήσει ενάντια στο χιτλερικό στρατό.
Στην ουσία στο στόχαστρο της γερμανικής αστικής Δικαιοσύνης και της αντικομμουνιστικής ιστοριογραφίας βρίσκεται η πάλη για την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, για το σοσιαλισμό, ο διεθνισμός της εργατικής τάξης γι’ αυτόν το σκοπό.
Σημειώσεις:
[1]. Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 5 σελ. 269-271.
[2]. Βarwald H.: «Das Ostburo der SPD», Krefeld, 1991, σελ. 52-53.
[3]. Άρθρο στο Deutsches-spionagemuseum
[4]. Doernberg S., Kohler F.: «Sturmglocken der Weltgeschichte», Urania Verlag, Λειψία, 1984, σελ. 177.
[5]. Βλ. Βίλλυ Μπραντ (Επιμέλεια: Βάσος Μαθιόπουλος): «Μια ζωή αγώνες», εκδ. ΔΟΛ, 1999 σελ. 43-44.
Φάνης Πάρρης,
Μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Πηγή: Ριζοσπάστης