Η «αναπτυξιακή» διάσταση των «ελάχιστων» επιδομάτων!
Και οι «ίσες ευκαιρίες» σε ωράριο και ζωή – λάστιχο! Συζήτηση επί του νομοσχεδίου για το «Επίδομα Γέννησης και λοιπές διατάξεις»
Ολοκληρώθηκε την Παρασκευή 24 Γενάρη η συζήτηση στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής επί του νομοσχεδίου του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων «Επίδομα Γέννησης και λοιπές διατάξεις» και παίρνει το δρόμο για την Ολομέλεια της Βουλής.
Το σχέδιο νόμου αποτέλεσε ένα βολικό πεδίο αντιπαράθεσης κυρίως ανάμεσα στην κυβέρνηση της ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, που διαγωνίστηκαν στη διδακτέα ύλη της ΕΕ και τις κατευθύνσεις της για ευκαιριακά επιδόματα, που αποτελούν ένα ελάχιστο «δίχτυ» εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας.
Στο επίκεντρο της συζήτησης βρέθηκε η αντιπαράθεση για το ποια αστική κυβέρνηση ενίσχυσε τα κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού για την «επιδοματική πολιτική», όπως και για τα κριτήρια των δικαιούχων, για το ύψος των επιδομάτων και πολλά άλλα.
Με αυτόν τον τρόπο, κρύφτηκε κάτω από το χαλί η συναίνεση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ στην αστική αντίληψη και πολιτική πρακτική που επιδιώκει να διαχειριστεί τις συνέπειες της αντιλαϊκής πολιτικής με μέτρα που παγιώνουν τη σημερινή βαρβαρότητα που βιώνουν τα νέα ζευγάρια, οι νέες μητέρες, και δεν την ανατρέπουν.
Άλλωστε, όπως σημείωσε ο ειδικός αγορητής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚΕ, Γ. Λαμπρούλης:
«…το ποσό που προβλέπει ο προϋπολογισμός για την καταβολή του επιδόματος γέννησης, προέρχεται από τις περικοπές που έχουν υποστεί μια σειρά παροχές και δικαιώματα, από την υπέρογκη φορολογία με την οποία επιβαρύνονται οι εργαζόμενοι, τα φτωχά, λαϊκά στρώματα».
Ενώ στη συνέχεια, ο βουλευτής του ΚΚΕ ζήτησε την κατάργηση των απαράδεκτων κριτηρίων που τίθενται για τη χορήγηση του επιδόματος γέννησης, όπως και των άλλων επιδομάτων, στα άρθρα 7, 15, 17, 29.
Μέσα από τις συγκεκριμένες διατάξεις του νομοσχεδίου, η κυβέρνηση της ΝΔ εισάγει νέα αντιδραστικά – ρατσιστικά κριτήρια και διαχωρισμούς, κριτήρια – «κόφτες» για τη χορήγηση των επιδομάτων, στη λογική των περικοπών που διαχρονικά εφαρμόζονται από όλες τις κυβερνήσεις.
Η «αναπτυξιακή διάσταση» των «ελάχιστων επιδομάτων»…
Μέσα από τις παρεμβάσεις των κυβερνητικών βουλευτών, η θεσμοθέτηση και η χορήγηση του επιδόματος γέννησης, όπως και των υπόλοιπων επιδομάτων, παρουσιάστηκε ως:
«Το πρώτο θεμελιώδες μέτρο σε αυτήν τη διαμόρφωση της σύγχρονης δημογραφικής πολιτικής».
Χαρακτηριστικά, η ειδική εισηγήτρια της κυβέρνησης, Μ. Κεφαλά, σημείωσε ότι:
«Το παρόν σχέδιο νόμου είναι ένα κοινωνικό νομοσχέδιο με προεκτάσεις τόσο κοινωνικές, όσο εθνικές, αλλά και ασφαλιστικές».
Ενώ στη συνέχεια της ομιλίας της προσπάθησε να διαμορφώσει διαχωριστικές γραμμές με την πολιτική που ακολούθησε η αστική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αναφέροντας ότι η πολιτική της ΝΔ:
«…είναι καθαρά αναπτυξιακή. Εσείς (ΣΥΡΙΖΑ) πιστεύετε στα επιδόματα, εμείς πιστεύουμε στην εργασία πάντα με ίσες ευκαιρίες και πάντα στηρίζοντας τους πιο ευάλωτους συμπολίτες μας. Είναι εξάλλου η μεγάλη ιδεολογική μας διαφορά. Για αυτούς που το έχουν πραγματικά ανάγκη, κανένα επίδομα δεν κόβουμε…».
Δηλαδή, η κυβέρνηση της ΝΔ αξιοποιεί τη θεσμοθέτηση του επιδόματος γέννησης για να καλλιεργήσει προσδοκίες στις νέες και στους νέους εργατοϋπαλλήλους, ανέργους, αυτοαπασχολούμενους, αγρότες, στα νέα ζευγάρια πως μπορούν να δρέψουν καρπούς από την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Στο ίδιο μήκος κύματος, όμως, κινήθηκε και η εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ, Θ. Φωτίου, η οποία προσπάθησε να προσδώσει «προοδευτικό», «κοινωνικό» πρόσημο στα μέτρα της προηγούμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση της ΝΔ, σημείωσε ότι:
«Καλωσορίζουμε (σ.σ. τη ΝΔ) στη λογική των παροχών και επιδομάτων που τόσο κατασυκοφαντήσατε προεκλογικά. Δεν υπάρχει κράτος ισότητας και ισονομίας, χωρίς κοινωνικές παροχές».
Υποστήριξε ότι:
«…τα επιδόματα και οι παροχές είναι η ουσιαστική παρέμβαση του κράτους κατά των κοινωνικών ανισοτήτων… Έχουν αναπτυξιακή διάσταση, δηλαδή, κάθε ευρώ που ξοδεύεται για αυτά επιστρέφει στην οικονομία πολλαπλασιασμένο και αποδίδει 1,3 έως 1,06, απ’ ό,τι λένε οι γνωστοί επιστήμονες».
Οι κάλπικες διαχωριστικές γραμμές που στήθηκαν κατά τη διάρκεια της συζήτησης δεν μπορούν να κρύψουν την πλήρη ταύτιση των αστικών κυβερνήσεων διαχρονικά, τόσο της σημερινής της ΝΔ όσο και της προηγούμενης του ΣΥΡΙΖΑ, στην ουσία του σχεδίου νόμου.
Το περιεχόμενο των παρεμβάσεών τους επιβεβαιώνει ότι υπάρχει «συναίνεση» στη λογική των «ελάχιστων» επιδομάτων – όχι με κριτήριο τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες της οικογένειας – αλλά με κριτήριο το «όφελος» για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας.
Με αυτό το κριτήριο «κοστολογούν» ορισμένες ελάχιστες παροχές, όπως το επίδομα γέννησης, για να διαχειριστούν τις συνέπειες της αντεργατικής, αντιλαϊκής πολιτικής που αναπαράγει τη γενικευμένη ανασφάλεια, την ανεργία και την υποαπασχόληση, τη φτώχεια, παίρνοντας υπόψη την υπαρκτή επίδραση που ασκούν στους δημογραφικούς δείκτες, δηλαδή στην απόφαση ενός ζευγαριού να δημιουργήσει οικογένεια.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η Κ. Τσότρα, μέλος του προεδρείου της ΟΓΕ, στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής κατά τη διάρκεια της ακρόασης των φορέων,
«…η εμφανής δυσκολία των νέων γυναικών, των ζευγαριών να πάρουν την απόφαση να τεκνοποιήσουν μπορεί πραγματικά να υπερκεραστεί με ένα επίδομα; Δηλαδή η σημερινή κυβέρνηση κοστολογεί τα κίνητρα, που χρειάζεται η νέα γυναίκα για να γίνει μητέρα, στα 2.000 ευρώ;»
Τις ίδιες επισημάνσεις εξάλλου έκαναν και άλλοι φορείς που είχαν προσκληθεί στην αντίστοιχη συνεδρίαση, όπως σημείωσε χαρακτηριστικά και ο βουλευτής του ΚΚΕ, Γ. Λαμπρούλης, αναδεικνύοντας πως:
«Προτάσεις και μέτρα των κυβερνήσεων διαχρονικά που αφορούν επιδόματα μιας χρήσης για τα νέα ζευγάρια, τις πολύτεκνες οικογένειες ή άλλα μέτρα, δεν μπορούν να καλύψουν ούτε στοιχειωδώς τις όλο και αυξανόμενες ανάγκες μιας οικογένειας, ιδιαίτερα σε συνθήκες που συνεχώς περικόπτονται πόσα για κοινωνικές δαπάνες».
Εξάλλου, χαρακτηριστικό είναι ότι σε συνθήκες που συρρικνώνονται και εμπορευματοποιούνται οι υπηρεσίες Υγείας, Πρόνοιας, ένα νέο ζευγάρι αναγκάζεται να πληρώσει περίπου 1.500 ευρώ μόνο για τις εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου.
…και οι «ίσες ευκαιρίες» στο ωράριο και τη ζωή – λάστιχο
Στη συζήτηση του σχεδίου νόμου δεν έλειψαν οι περιγραφές της εξέλιξης του δημογραφικού με «μελανά» χρώματα και η ανάγκη να αναπτυχθεί μια δέσμη μέτρων δημογραφικής πολιτικής.
Οι προτάσεις των αστικών πολιτικών δυνάμεων είχαν κοινό παρονομαστή την παρωχημένη, αντιδραστική άποψη περί ατομικής – οικογενειακής ευθύνης για όλα όσα έπρεπε να αποτελούν κοινωνικό δικαίωμα.
Η επιδίωξή τους είναι να συμφιλιωθεί η εργατική – λαϊκή οικογένεια, ιδιαίτερα το νέο ζευγάρι, η νέα μητέρα με μια ζωή με ευκαιριακά επιδόματα και «ίσες ευκαιρίες».
Στο όνομα των «ίσων ευκαιριών», προκρίνουν μέτρα για τη γενίκευση της «ευελιξίας» στην εργασία.
Χαρακτηριστικά, αναφέρεται από εκπροσώπους της κυβέρνησης ΝΔ ότι:
«…οι περισσότερες θέσεις εργασίας δεν έχουν την απαιτούμενη ευελιξία που μπορεί να χρειαστεί η υποστήριξη της οικογένειας».
Ενώ προετοιμάζουν το έδαφος και για νέα επίθεση στα εργασιακά, ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζόμενων γυναικών, στο όνομα πάντα των «ίσων ευκαιριών», με την πρόταση για επέκταση της «ευελιξίας» και στην άδεια εγκυμοσύνης και λοχείας.
Με τον τρόπο αυτό, δίπλα στα ωράρια και τις εργασιακές σχέσεις – «λάστιχο», ανοίγει ο δρόμος για να κόβει και να ράβει η εργοδοσία στα μέτρα της και την άδεια μητρότητας.
Βέβαια, η κυβέρνηση της ΝΔ πήρε τη σκυτάλη από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με την κατάργηση της Κυριακής αργίας στο Εμπόριο, με τη γενίκευση των ελαστικών σχέσεων εργασίας και των προγραμμάτων ανακύκλωσης της ανεργίας στις γυναίκες.
Γι’ αυτό αποτελούν πρόκληση οι δηλώσεις εκπροσώπων του ΣΥΡΙΖΑ, που τολμάνε να ισχυριστούν ότι:
«Και προϋποθέσεις για το δημογραφικό είναι η ανάκαμψη της οικονομίας, η μείωση της ανεργίας και καλές δουλειές για όλους, η αύξηση των αμοιβών για τους νέους και η ανάπτυξη της Πρόνοιας».
Η αλήθεια είναι ότι η «ευελιξία» έρχεται να στηρίξει τις ανάγκες της καπιταλιστικής εργοδοσίας και όχι της εργαζόμενης μητέρας, των εργαζόμενων γονιών.
Τα ίδια τα αστικά επιτελεία αναφέρουν ότι:
«Πάνω από το 50% των γυναικών που απολαμβάνουν τη δυνατότητα του ευέλικτου ωραρίου ή του ευέλικτου χώρου εργασίας (δουλειά από το σπίτι, on call) αναφέρουν αύξηση στην παραγωγικότητά τους και μείωση στις απροειδοποίητες απουσίες τους από τη δουλειά».
Είναι αποκαλυπτικό για το κέρδος που αναμένουν οι επιχειρηματικοί κολοσσοί από τέτοιες «ευέλικτες» ρυθμίσεις των εργασιακών σχέσεων, ώστε απρόσκοπτα να εκμεταλλεύονται τους εργατοϋπαλλήλους, ιδιαίτερα τις γυναίκες, αυξάνοντας την κερδοφορία τους.
Έτσι, η θεσμοθέτηση του επιδόματος γέννησης δεν μπορεί να ανατρέψει τις συνέπειες της πλήρους «ευελιξίας» του χρόνου και του χώρου εργασίας στη ζωή της νέας εργατοϋπαλλήλου, με τα ακανόνιστα ωράρια, τη γενίκευση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, με τις ολιγόμηνες συμβάσεις, με το 34% των ασφαλισμένων εργαζόμενων γυναικών να δουλεύει με μερική απασχόληση.[1]
Αυτά τα μέτρα και οι πολιτικές πρακτικές συνθλίβουν την κοινωνική ζωή της γυναίκας, φέρνοντας σε αντιπαράθεση το δικαίωμά της στην εργασία με την κοινωνική ανάγκη προστασίας της μητρότητας, της οικογένειας.
Σμπαραλιάζουν τις οικογενειακές σχέσεις, τον οικογενειακό προγραμματισμό.
Τελικά, η απόφαση μιας γυναίκας, ενός ζευγαριού να φέρει στον κόσμο ένα παιδί, στην πραγματικότητα σκοντάφτει σε πολύ μεγαλύτερα εμπόδια με βάση τις συνθήκες ζωής και εργασίας, που έχουν την αντανάκλασή τους και στην κοινωνική συνείδηση και στάση νέων γυναικών απέναντι στην εργασία και τη μητρότητα.
Σημείωση:
[1]. Στοιχεία ΕΦΚΑ 5/2019.
Πηγή: Ριζοσπάστης