Αλμπερτ Αϊνστάιν: «Γιατί Σοσιαλισμός;» (Α’ Μέρος)
142 χρόνια από την γέννηση του μεγάλου θεωρητικού
Στις 14 Μάρτη του 1879 – 142 χρόνια πριν – γεννιέται ο άνθρωπος που με τις θεωρίες του και ιδιαίτερα με την Γενική Θεωρία της Σχετικότητας ανέτρεψε πλήρως την οπτική με την οποία οι επιστήμονες προσπαθούσαν να εξηγήσουν τον κόσμο (την ύλη) και τους φυσικούς νόμους που τον διέπουν.
Η θεωρίες του έδωσαν τεράστια ώθηση στην κατανόηση του χώρου και του χρόνου που μέχρι τότε θεωρούνταν απόλυτοι και αμετάβλητοι.
Με αφορμή αυτή την επέτειο δημοσιεύσουμε (σε δύο μέρη) ένα κείμενό του, που όμως δεν σχετίζεται με τα φυσικομαθηματικά ή την αστρονομία, επιστημονικά πεδία στα οποία διέπρεψε, αλλά αφορά την κοινωνία και την οικονομία.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε τον Μάη του 1949 στο πρώτο τεύχος της αμερικάνικης επιθεώρησης «Monthly Review» με τίτλο: «Γιατί Σοσιαλισμός;» («Why Socialism?»)
Στο κείμενο ο Αϊνστάϊν καταθέτει με απλότητα και σαφήνεια την πολιτική του θέση σχετικά με την αναγκαιότητα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας (Σ.τ.Μ: Όπου με τον όρο σοσιαλιστική δεν εννοούμε οτιδήποτε κοντά σε αυτό ή σε αυτό).
Το άρθρο δημοσιεύτηκε σε μια περίοδο όπου ο «Μακαρθισμός» είχε αρχίσει ήδη να κυριαρχεί στην αμερικανική πολιτική σκηνή ως ο βασικός τρόπος αντιμετώπισης (χυδαίος αντικομμουνισμός) των μαρξιστικών ιδεών, που είχαν βρει μεγάλη απήχηση στην αμερικανική κοινωνία.
Αλμπερτ Αϊνστάιν: «Γιατί Σοσιαλισμός;»
«Είναι συνετό, για κάποιον που δεν είναι ειδικός σε οικονομικά και κοινωνικά θέματα, να εκφράζει απόψεις στο ζήτημα του σοσιαλισμού;
Πιστεύω πως είναι, για αρκετούς λόγους.
Ας εξετάσουμε πρώτ’ απ’ όλα το ερώτημα αυτό κάτω από το πρίσμα της επιστημονικής γνώσης.
Σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές μεθοδολογικές διαφορές μεταξύ της αστρονομίας και των οικονομικών:
Οι επιστήμονες και στους δυο τομείς προσπαθούν να ανακαλύψουν νόμους ευρείας αποδοχής για ορισμένες ομάδες φαινομένων, προκειμένου να καταστήσουν την αλληλεπίδραση αυτών των φαινομένων όσο γίνεται πιο κατανοητή.
Αλλά στην πραγματικότητα, τέτοιες μεθοδολογικές διαφορές υπάρχουν.
Η ανακάλυψη γενικών νόμων στο πεδίο των οικονομικών καθίσταται δύσκολη από το γεγονός ότι τα παρατηρούμενα οικονομικά φαινόμενα επηρεάζονται συχνά από πολλούς παράγοντες, που είναι πολύ δύσκολο κανείς να αξιολογήσει ξεχωριστά.
Επιπρόσθετα, η εμπειρία που έχει συσσωρευθεί από την αρχή της, λεγόμενης και, πολιτισμένης περιόδου της ανθρώπινης ιστορίας έχει, όπως είναι ευρέως γνωστό, επηρεαστεί και περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό από αιτίες, οι οποίες δεν είναι σε καμία περίπτωση αυστηρά οικονομικής φύσης.
Για παράδειγμα, τα περισσότερα κυρίαρχα κράτη στην ιστορία όφειλαν την ύπαρξή τους στις κατακτήσεις.
Οι λαοί-κατακτητές εδραίωναν τους εαυτούς τους, νομοθετικά και οικονομικά, ως την προνομιούχα τάξη στην κατακτημένη χώρα.
Άρπαζαν για τους εαυτούς τους το μονοπώλιο της ιδιοκτησίας της γης και όριζαν ιερατεία αποτελούμενα από άτομα της δικής τους τάξης.
Οι ιερείς, οι οποίοι είχαν την εκπαίδευση στον έλεγχό τους, μετέτρεψαν τον ταξικό αυτό διαχωρισμό της κοινωνίας σε ένα μόνιμο θεσμό και κατασκεύασαν ένα σύστημα αξιών με βάση το οποίο οι άνθρωποι, από τότε και στο εξής και σε ένα βαθμό ασυνείδητα, καθοδηγούνταν στην κοινωνική τους συμπεριφορά.
Αλλά, η ιστορική παράδοση ανήκει, για να το πω απλά, στο χθες.
Πουθενά, δεν έχουμε πραγματικά ξεπεράσει αυτό που ο Thorstein Veblen αποκαλούσε «η ληστρική φάση» της ανθρώπινης ανάπτυξης.
Τα παρατηρούμενα οικονομικά γεγονότα ανήκουν σε αυτή τη φάση και ακόμα και οι νόμοι που μπορούμε να εξάγουμε από αυτά δεν είναι εφαρμόσιμοι σε καμία άλλη φάση.
Εφ’ όσον ο πραγματικός σκοπός του σοσιαλισμού είναι να ξεπεράσει και να προχωρήσει παραπέρα τη ληστρική φάση της ανθρώπινης ανάπτυξης, η οικονομική επιστήμη στην παρούσα κατάστασή της μπορεί μόνο να ρίξει ένα πολύ ασήμαντο φως στη σοσιαλιστική κοινωνία του μέλλοντος.
Δεύτερον, ο τελικός σκοπός του σοσιαλισμού είναι τόσο κοινωνικός όσο και ηθικός.
Η επιστήμη, όμως, δεν μπορεί να δημιουργήσει σκοπούς και, ακόμα χειρότερα, να τους εμφυσήσει στους ανθρώπους.
Το καλύτερο που μπορεί να πετύχει η επιστήμη είναι να παρέχει τα μέσα για την επίτευξη ορισμένων σκοπών. Αλλά οι σκοποί, αυτοί καθαυτοί, γεννιούνται από ανθρώπους με υψηλά ηθικά ιδανικά.
Αν οι σκοποί αυτοί δεν είναι θνησιγενείς, αλλά ζωτικής σημασίας και ισχυροί, υιοθετούνται και αναπτύσσονται από πολλούς ανθρώπους οι οποίοι, εν μέρει υποσυνείδητα, καθορίζουν την αργή εξέλιξη της κοινωνίας.
Γι’ αυτούς τους λόγους, οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί και να μην υπερεκτιμούμε την επιστήμη και τις επιστημονικές μεθόδους, όταν το ερώτημα που τίθεται αφορά ανθρώπινα προβλήματα.
Επίσης, δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι οι ειδικοί είναι και οι μόνοι που έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται πάνω σε ζητήματα οργάνωσης της κοινωνίας.
Εδώ και αρκετό καιρό, ακούγονται πολλές φωνές που υποστηρίζουν ότι η ανθρώπινη κοινωνία βρίσκεται σε κρίση, ότι η σταθερότητά της έχει κλονιστεί σοβαρά.
Είναι χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης, ότι τα άτομα νοιώθουν αδιάφορα ή ακόμα και εχθρικά απέναντι στο σύνολο, μικρό ή μεγάλο, στο οποίο ανήκουν.
Για να δείξω τί εννοώ, επιτρέψτε μου να παραθέσω εδώ μια προσωπική εμπειρία.
Πρόσφατα, συζητώντας με έναν έξυπνο και αξιόπιστο άνθρωπο, σχετικά με την απειλή ενός ακόμα πολέμου, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την ύπαρξη της ανθρωπότητας, παρατήρησα ότι μόνο ένας υπερεθνικός οργανισμός θα μπορούσε να μας προφυλάξει από τον κίνδυνο αυτό.
Πάνω σ’ αυτό, ο συνομιλητής μου, πολύ ήρεμα και ψυχρά, μου είπε:
«Μα γιατί εναντιώνεστε τόσο πολύ στην εξαφάνιση της ανθρώπινης φυλής;»
Είμαι βέβαιος ότι, μόλις έναν αιώνα πριν, κανείς δε θα έκανε μια τέτοια δήλωση με τόση ευκολία.
Πρόκειται για τη δήλωση ενός ανθρώπου, ο οποίος έχει προσπαθήσει μάταια να ισορροπήσει μέσα του και έχει πρακτικά χάσει την ελπίδα να το καταφέρει.
Είναι η έκφραση μιας οδυνηρής μοναξιάς και απομόνωσης απ΄την οποία τόσοι πολλοί άνθρωποι υποφέρουν στις μέρες μας. Ποια είναι όμως η αιτία; Και υπάρχει διέξοδος;
Είναι εύκολο να θέτει κανείς τέτοια ερωτήματα, αλλά δύσκολο να τα απαντήσει με ασφάλεια.
Πρέπει να προσπαθήσω, όμως, όσο καλύτερα μπορώ, αν και γνωρίζω καλά το γεγονός ότι τα συναισθήματα πολλές φορές επισκιάζουν και αντιτίθενται στις επιδιώξεις μας, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορούν να εκφραστούν με απλές και εύκολες εξισώσεις.
Ο άνθρωπος είναι, ταυτόχρονα, μοναχικό και κοινωνικό όν.
Ως μοναχικό ον προσπαθεί να προστατέψει τη δική του ύπαρξη καθώς και την ύπαρξη των οικείων του, να ικανοποιήσει τις προσωπικές του επιθυμίες και ν’ αναπτύξει τις έμφυτες ικανότητές του.
Ως κοινωνικό ον επιδιώκει να κερδίσει την αναγνώριση και τη στοργή των συνανθρώπων του, να μοιραστεί τις χαρές τους, να τους παρηγορήσει στις λύπες τους, και να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσής τους.
Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ανθρώπου οφείλεται στην ύπαρξη αυτών των ποικίλων, συχνά αντιφατικών, επιδιώξεων, ενώ ο συνδυασμός τους καθορίζει το βαθμό στον οποίο το άτομο μπορεί να επιτύχει μια εσωτερική ισορροπία και να συνεισφέρει στην ευημερία της κοινωνίας.
Είναι πολύ πιθανό ότι η σχετική αλληλεπίδραση αυτών των δύο δυνάμεων καθορίζεται, κυρίως, από την κληρονομικότητα.
Αλλά η προσωπικότητα που τελικά προκύπτει, διαμορφώνεται κυρίως από το περιβάλλον στο οποίο ένας άνθρωπος τυχαίνει να βρίσκεται κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του, από τη δομή της κοινωνίας στην οποία μεγαλώνει, από τις παραδόσεις της κοινωνίας αυτής, καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία αξιολογεί τις διαφορετικές συμπεριφορές.
Η αφηρημένη έννοια της «κοινωνίας» είναι για το ανθρώπινο ον, ως άτομο, το σύνολο των άμεσων και έμμεσων σχέσεών του με τους συνανθρώπους του, καθώς και με όλες τις προηγούμενες γενιές.
Το άτομο είναι ικανό να σκέφτεται, να νοιώθει, να παλεύει και να εργάζεται για τον εαυτό του, αλλά εξαρτάται τόσο από την κοινωνία, στη φυσική, διανοητική και συναισθηματική του ύπαρξη, που είναι αδύνατο να διανοηθεί ή να κατανοήσει τον εαυτό του έξω από το πλαίσιο της κοινωνίας.
Είναι η «κοινωνία», η οποία παρέχει στο άτομο φαγητό, ρουχισμό, σπίτι, τα εργαλεία της δουλειάς του, τη γλώσσα, τους τρόπους σκέψης καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των σκέψεών του.
Η ζωή του είναι δυνατή χάρις στην εργασία και τα επιτεύγματα πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων στο παρελθόν και το παρόν, όλων αυτών που κρύβονται πίσω από τη λέξη «κοινωνία».
Επομένως, είναι προφανές ότι η εξάρτηση του ατόμου από την κοινωνία είναι ένα φυσικό γεγονός που δεν μπορεί να ακυρωθεί, ακριβώς όπως στην περίπτωση των μυρμηγκιών και των μελισσών.
Παρόλ’ αυτά, ενώ ολόκληρη η ζωή των μυρμηγκιών και των μελισσών είναι καθορισμένη ακόμα και στις μικρότερες λεπτομέρειες από άκαμπτα, κληρονομικά ένστικτα, τα κοινωνικά μοτίβα και η αλληλεξάρτηση των ανθρώπων ποικίλλουν και μεταβάλλονται αρκετά.
Η μνήμη, η ικανότητα να κάνει κανείς νέους συνδυασμούς, το δώρο της προφορικής επικοινωνίας, έχουν καταστήσει εφικτές εξελίξεις μεταξύ των ανθρώπων, οι οποίες δεν υπαγορεύονται από βιολογικές ανάγκες.
Τέτοιες εξελίξεις είναι εμφανείς σε παραδόσεις, ιδρύματα και οργανισμούς, στη λογοτεχνία, σε επιστημονικά και μηχανικά επιτεύγματα, σε έργα τέχνης.
Αυτό εξηγεί πώς συμβαίνει ότι, κατά κάποιο τρόπο, ο άνθρωπος μπορεί να επηρεάσει την ίδια του τη ζωή μέσα από τη συμπεριφορά του, καθώς και ότι σε αυτή τη διαδικασία παίζουν ρόλο η συνειδητή σκέψη και επιθυμία.
Ο άνθρωπος αποκτά, κατά τη γέννησή του και μέσω κληρονομικότητας, βιολογική σύσταση, που πρέπει να θεωρείται καθορισμένη και αμετάβλητη και η οποία περιλαμβάνει εκείνες τις φυσικές επιδιώξεις που είναι χαρακτηριστικές του ανθρώπινου είδους.
Επιπρόσθετα, κατά τη διάρκεια της ζωής του, αποκτά μια πολιτισμική συγκρότηση, την οποία και υιοθετεί από την κοινωνία μέσω της επικοινωνίας καθώς και από άλλες επιρροές.
Είναι αυτή η πολιτισμική συγκρότηση, η οποία με το πέρασμα του χρόνου, υπόκειται σε αλλαγή και καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, τη σχέση μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας.
Η σύγχρονη ανθρωπολογία μας έχει διδάξει, μέσα από τη συγκριτική μελέτη των – αποκαλούμενων και – πρωτόγονων πολιτισμών, ότι η κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων μπορεί να διαφέρει σημαντικά, ανάλογα με τα πολιτισμικά πρότυπα και τα είδη οργάνωσης που επικρατούν στην κοινωνία.
Σε αυτό ακριβώς βασίζουν τις ελπίδες τους όσοι επιδιώκουν να καλυτερεύσουν την τύχη του ανθρώπου:
Οι άνθρωποι δεν είναι καταδικασμένοι, λόγω της βιολογικής τους συγκρότησης, να αλληλοεξοντώνονται ή να παραδίδονται στο έλεος μιας σκληρής και αναπόφευκτης μοίρας».
Θα ολοκληρωθεί με το Β’ Μέρος
Πρώτη έκδοση: Monthly Review, Μάης 1949
Μετάφραση: Ευρυτάνας Ταξιδιώτης, Μάρτης 2012